Πολύ πλούσιο ήταν το προηγούμενο διάστημα σε εξελίξεις όσον αφορά τον χώρο της εκπαίδευσης και μάλιστα και σε κινηματικό επίπεδο.

Η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας επιβεβαίωσε για μια ακόμη φορά ότι θεωρεί την αξιολόγηση κομβικό και ταυτοτικό ζήτημα της πολιτικής της και έδειξε αποφασισμένη να την εφαρμόσει ακόμη και λίγους μήνες πριν τις εκλογές. Με κυνικό τρόπο μάλιστα, ανακοίνωσε ότι πρώτοι οι νεοδιόριστοι του 2020 «θα γευτούν» την αξιολόγηση, καθώς η μονιμοποίησή τους –που έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί από τον περασμένο Οκτώβριο– θα εξαρτηθεί από το αποτέλεσμα της αξιολόγησής τους. Φρόντισε μάλιστα με έπαρση να επισημάνει ότι «μετά από 41 χρόνια επανέρχεται η αξιολόγηση» κλείνοντας το μάτι στα πιο συντηρητικά τμήματα του εκλογικού της ακροατηρίου και δίνοντας το έναυσμα να ξεκινήσει στα social ένα χυδαίο πάρτυ κοινωνικού αυτοματισμού και κανιβαλισμού με τις γνωστές αθλιότητες περί «τεμπέληδων εκπαιδευτικών που αρνούνται την αξιολόγηση». 

Ωστόσο, όλα αυτά λειτούργησαν συσπειρωτικά για τον κλάδο, καθώς αποκαλύφθηκαν πλήρως οι πραγματικές προθέσεις του υπουργείου και πείστηκαν και οι πιο δύσπιστοι/ες  ότι με την αξιολόγηση το ρολόι της εκπαιδευτικής ιστορίας της χώρας γυρίζει στις  δεκαετίες του ’50 και του ’60 και στον επιθεωρητισμό, που είναι συνδεδεμένος με τις πιο αντιδραστικές στιγμές του δημόσιου σχολείου. Συνειδητοποιήθηκε ότι η αξιολόγηση αποτελεί τον δούρειο ίππο της κυβερνητικής πολιτικής και πίσω από τις μεγαλοστομίες για τη βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος κρύβονται η κατηγοριοποίηση των σχολείων, η ιδιωτικοποίηση και η ισοπέδωση των εργασιακών δικαιωμάτων των εκπαιδευτικών και των αντίστοιχων μορφωτικών των μαθητ(ρι)ών, καθώς η μετατροπή των σχολείων σε επιχειρήσεις που θα διοικούνται από τους διευθυντές-μάνατζερ θα καταστήσει αυτούς/ες και τους γονείς τους πελάτες που θα πρέπει να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη, για να μπορέσουν να ξεπεράσουν τις ελάχιστες βάσεις εισαγωγής και τους υπόλοιπους φραγμούς για να διεκδικήσουν μια θέση στα δημόσια ΑΕΙ. 

Απεργία και μαζικά συλλαλητήρια

Έτσι, ξεκινά πρώτα στην πρωτοβάθμια, και με πιο διστακτικά βήματα στη δευτεροβάθμια, ένα τεράστιο κίνημα αντίστασης στην αξιολόγηση, που αποτυπώνεται σε πολύ μαζικές γενικές συνελεύσεις ΣΕΠΕ και ΕΛΜΕ ενόψει των ολομελειών που θα ακολουθούσαν, για να μορφοποιηθεί το πρόγραμμα δράσης. Πρώτη η ΔΟΕ ανακοινώνει απεργία-αποχή από την ατομική αξιολόγηση, στάσεις εργασίας για να μην επιτραπεί η είσοδος των αξιολογητών στα σχολεία και 24ωρη απεργία στις 15/2. Ανάλογες αποφάσεις λαμβάνονται και από την ΟΛΜΕ και είναι αξιοσημείωτο ότι και στις δύο ομοσπονδίες ακόμη και οι δυνάμεις που την περσινή χρονιά υπονόμευσαν την απεργία-αποχή από την αξιολόγηση της σχολικής μονάδας και έσπασαν το αγωνιστικό μπλοκ (ΠΑΣΚ – ΣΥΡΙΖΑ), τώρα συστρατεύτηκαν, με αποτέλεσμα οι αποφάσεις να περάσουν από τις συνελεύσεις προέδρων με ποσοστά άνω του 95%. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και οι δυνάμεις της ΔΑΚΕ επέλεξαν τη στάση της ανοχής και του λευκού, για να μην ταυτιστούν δημοσίως τουλάχιστον με τις αντιδραστικές επιλογές του υπουργείου. 

Η απεργία και το συλλαλητήριο της 15/2 σημείωσαν τεράστια επιτυχία πανελλαδικά και πέτυχαν πολύ υψηλά ποσοστά συμμετοχής, που με εξαίρεση την απεργία του Οκτώβρη του 2021, ο κλάδος είχε πολύ καιρό να δει. Το γεγονός ότι αυτή η απεργία βρήκε κοινό βηματισμό με τις κινητοποιήσεις στον χώρο της τέχνης έδωσε μια άλλη δυναμική, και σε συνδυασμό με τις αντίστοιχες στον χώρο της υγείας μια εβδομάδα μετά, αναδείχθηκαν οι νεοφιλελεύθερες εμμονές της κυβέρνησης, το μεγάλο ζήτημα των ιδιωτικοποιήσεων αγαθών και υπηρεσιών, της υποστελέχωσης του δημοσίου, της ακρίβειας  και των μισθών.

Ανάγκη κλιμάκωσης

Έτσι μπορούμε να ερμηνεύσουμε τα αντανακλαστικά που επέδειξε η ελληνική κοινωνία στο έγκλημα των Τεμπών. Το τραγικό αυτό περιστατικό, που ήρθε να προστεθεί στο τραγικό συμβάν σε δημοτικό σχολείο των Σερρών τον περασμένο Δεκέμβρη, έδειξε με τον πιο οδυνηρό τρόπο ότι η απόσυρση του κράτους και οι ιδιωτικοποιήσεις αγαθών και υπηρεσιών ενίοτε κοστίζουν ανθρώπινες ζωές. Γι’ αυτό και κάθε μέρα σχεδόν το κέντρο της Αθήνας και της Θεσ/νίκης γεμίζουν διαδηλωτές/τριες που ενώνονται κάτω από το σύνθημα «τα κέρδη τους / οι ζωές μας». 

Διαμορφώνεται μια νέα πραγματικότητα στο κίνημα. Τίποτα δεν είναι πλέον το ίδιο. Η κυβέρνηση δεν μπορεί να αξιοποιήσει αποτελεσματικά ούτε την καταστολή, ούτε την κατευθυνόμενη πληροφόρηση, ούτε το νόμο Χατζηδάκη με τον οποίο έβγαζε με περισσή ευκολία τις απεργίες παράνομες και καταχρηστικές. Τώρα όλοι γνωρίζουν πως οι σιδηροδρομικοί απεργούσαν με αίτημα την ασφάλεια των μεταφορών, οι υγειονομικοί το ποιοτικό δημόσιο σύστημα υγείας και οι εκπαιδευτικοί το σύστημα δημόσιας παιδείας για όλα τα παιδιά του ελληνικού λαού. Δε θα τολμήσουν να προσφύγουν στα δικαστήρια, γιατί ξέρουν ότι θα βρουν απέναντι όλο τον λαό. 

Τώρα χρειάζεται γενικός πανεργατικός ξεσηκωμός. Είναι πολύ θετική εξέλιξη η μετατροπή της 8ης Μάρτη σε γενική απεργία από ΑΔΕΔΥ και ΕΚΑ. Οι εργαζόμενοι μπορούν τώρα να διεκδικήσουν όσα τους έκλεψαν τα μνημόνια, αλλά κυρίως μπορούν και πρέπει να παλέψουν για να παραμείνουν δημόσια τα αγαθά και οι υπηρεσίες. 

Οι εκπαιδευτικοί έχουν διαδικασίες ολομελειών από τις 11 ως τις 13 Μάρτη και πρέπει να κρατήσουν αρραγές το αγωνιστικό μέτωπο. Οι παρατάξεις στις εκπαιδευτικές ομοσπονδίες οφείλουν να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων και πέρα από κομματικούς ή εκλογικούς σχεδιασμούς να λειτουργήσουν όπως οφείλει να λειτουργεί ο ακηδεμόνευτος συνδικαλισμός: το συνδικάτο ως χώρος συσπείρωσης και μαζικής ταξικής πάλης που θα διεκδικεί και θα νικά!   

*Εκπαιδευτικός, μέλος της Ε.Γ. της ΑΔΕΔΥ

**Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες