Η ιστοσελίδα The Press Project πρόσφατα έδωσε στη δημοσιότητα το «Σχέδιο Κοινωνικής Αλλαγής» του σ. Κώστα Λαπαβίτσα, ένα κείμενο που ήταν έτοιμο από το Μάιο, είχε εκπονηθεί ως απάντηση στο αφήγημα «δεν υπάρχει εναλλακτική» της ηγεσίας Τσίπρα, αλλά για διάφορους λόγους δεν κρίθηκε σκόπιμο να δημοσιευτεί μέχρι σήμερα. Το κείμενο εγκαινίασε την αναγκαία συζήτηση για το πρόγραμμα και τις απαντήσεις της νέας Αριστεράς που καλούμαστε να χτίσουμε, τουλάχιστον από την πλευρά της Λαϊκής Ενότητας. Ήταν ένα σημαντικό κείμενο-συμβολή σε μια συζήτηση που πρέπει να βαθύνει και να εντατικοποιηθεί, παράλληλα με τη συμβολή μας στις πολιτικές-κοινωνικές αντιστάσεις ενάντια στο Μνημόνιο Τσίπρα και τους συνοδοιπόρους του.
Η πρόταση Κ.Λ. βασίζεται στην ορθή παραδοχή ότι δεν μπορεί να υπάρξει ανατροπή των μνημονίων και της λιτότητας και θετική διέξοδος για το λαό και τη νεολαία χωρίς εθνικοποίηση τραπεζών, στάση πληρωμών και διαγραφή του χρέους, έξοδο από την Ευρωζώνη. Αλλά έχει και αδυναμίες, κάποιες από τις οποίες προσπαθεί να επισημάνει ο σ. Σωτήρης Μάρταλης σε άρθρο του στο RP. Τη σκυτάλη πήρε ο σ. Δημήτρης Μπελαντής με κριτική στις θέσεις που εξέφρασε ο σ. Σ.Μ. και στο Κόκκινο Δίκτυο. Είναι μια χρήσιμη και συντροφική συζήτηση που οφείλουμε να συνεχίσουμε.
-
Ο Δ. Μπ. στο κείμενο κριτικής του απέναντι στο κείμενο του σ. Μάρταλη επιχειρηματολογεί ότι «Mια σημαντικά ανεπτυγμένη χώρα μπορεί να υποβαθμιστεί δραματικά (όπως τώρα η Ελλάδα) και, συνεπώς, μπορεί το Μεταβατικό Πρόγραμμα για το σοσιαλισμό να συμπεριλάβει και μέτρα αντιεξάρτησης και αντιιμπεριαλιστικής δημοκρατικής συγκρότησης...» Δεν μπορώ να καταλάβω τι εξυπηρετεί αυτή η προσθήκη στο μεταβατικό πρόγραμμα. Όχι την αστική τάξη, μια που αυτή δεν είναι καθόλου εξαρτημένη με την «καταναγκαστική έννοια του όρου», εθελοντικά στρατεύεται -σύσσωμη για την ώρα- στην ΕΕ και το ευρώ, και μάλλον γνωρίζει καλύτερα τα συμφέροντά της. Ούτε το λαό προστατεύει η επισήμανση της «εξάρτησης», αν μιλάμε για τη φυσιολογική εξάρτηση ενός εθνικού καπιταλισμού σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία, μια που ο ίδιος ο Δ. Μπ. λίγο παρακάτω εξηγεί ότι ακόμα και ο σοσιαλισμός θα έχει στοιχεία εξάρτησης μέχρι να επικρατήσει διεθνώς.
Κατά κάποιον τρόπο, μιλώντας είτε με καπιταλιστικούς είτε με σοσιαλιστικούς όρους ένα είδος «εξάρτησης» είναι... μοιραίο. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να αντέξει για πολύ ένας «εθνικά περιχαρακωμένος καπιταλισμός», όπως δεν μπορεί να υπάρξει και «σοσιαλισμός σε μια μόνο χώρα». Αυτή όμως η «εξάρτηση» όχι μόνο δεν δικαιολογεί την αναβολή του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας αλλά επισπεύδει αυτήν την ανάγκη όπως και τη διεθνοποίηση του σοσιαλισμού.
Επειδή ο σοσιαλισμός δε βρίσκεται... στην ημερήσια διάταξη, στην πραγματικότητα δεν προσφέρει τίποτα το αίτημα της αντι-εξάρτησης στο λαϊκό κίνημα, πέρα από κάποιες «εθνικές-πατριωτικές» αυταπάτες.
-
Ισχυρίζεται ο Δ. Μπ. ότι «Το να λέμε ότι η ανάπτυξη, ακόμη και η καπιταλιστική ανάπτυξη υπό έλεγχο, είναι απαγορευμένες σκέψεις, δείχνει πολύ έντονα γιατί πολύς κόσμος θεωρεί ότι αυτό δεν είναι γραμμή μαζών και της γυρίζει την πλάτη».
Ωστόσο τα συνθήματα-κλειδιά για να αποκτήσει γραμμή μαζών ο ΣΥΡΙΖΑ το 2012 δεν ήταν η υιοθέτηση της έννοιας «ανάπτυξη» αλλά το «κυβέρνηση της Αριστεράς» και «κατάργηση των μνημονίων και της λιτότητας» σε ένα έδαφος τεράστιων εργατικών-λαϊκών αγώνων. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, για παράδειγμα, απέτυχε επειδή δεν είχε στο πρόγραμμά της τη λέξη ανάπτυξη ή επειδή απέτυχε να απαντήσει στην ανάγκη για ένα κατάλληλο «μείγμα» των εννοιών Ενιαίο Μέτωπο και Μεταβατικό Πρόγραμμα;
-
Γράφει ο σ. Δ.Μπ. ότι ένα εργατικό κόμμα πρέπει να θέτει σε προτεραιότητα την προστασία του εργατικού εισοδήματος (π.χ. με ΑΤΑ) αλλά προσθέτει ότι «όλες οι κοινωνικές δυνάμεις θα συμπιεστούν για μια πρώτη περίοδο». Το συμπέρασμα «όλοι θα συμπιεστούν» δεν συμβάλλει στην αναγκαία συζήτηση για το πού θα πηγαίνει η υπεραξία που θα παράγεται, εφόσον «την πρώτη περίοδο» θα έχουμε καπιταλισμό, λιγότερο ή περισσότερο, σύμφωνα με τα λεγόμενα του σ. Δ. Μπ.
Επιπλέον, το «όλοι θα συμπιεστούν μια πρώτη περίοδο» δεν εξυπηρετεί και από άλλη σκοπιά: το λένε όλοι οι συστημικοί! Πρώτα εγκράτεια κι εξορθολογισμός, μετά ανάπτυξη, μας λέγανε κι ο ΓΑΠ και ο Παπαδήμος και ο Σαμαράς και ο Τσίπρας, όπως και οι διάφοροι «αριστεροί λαϊκιστές» στη Λ. Αμερική. Μάλιστα η εμπειρία της Λ. Αμερικής δείχνει ότι αυτή η περίοδος μπορεί να είναι μεγάλη και απροσδιόριστη, με ελάχιστα έως καθόλου κέρδη για τα λαϊκά στρώματα.
Η αλήθεια είναι ότι όταν ο κόσμος ξεσηκωθεί για να πάρει ο ίδιος την κατάσταση στα χέρια του ενάντια στην εκμετάλλευση, ενάντια στη ραγδαία επιδείνωση της ζωής του, θα το κάνει για να βελτιώσει τους όρους ζωής του, για να «πάρει το πλεόνασμα» που παρήγαγε και του στέρησαν. Και εμείς πρέπει να εστιάσουμε σε αυτήν την κατεύθυνση, χωρίς φυσικά να κρύψουμε τις όποιες δυσκολίες ή τον κίνδυνο αντεπίθεσης της αντεπανάστασης.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που έχουμε να κάνουμε εμείς αυτήν πρώτη περίοδο συγκρότησης του νέου φορέα, είναι να οικοδομήσουμε τους όρους για να «γίνουμε Λ. Αμερική» από τη σκοπιά της κινητοποίησης των μαζών, να προετοιμάσουμε τον ξεσηκωμό, την εξέγερση, την επανάσταση. Να σπάσουμε την παθητικότητα, να μετατρέψουμε την καρτερική εγκράτεια των μαζών απέναντι στο μνημόνιο Τσίπρα σε επαναστατική ανυπομονησία, αντί να εξηγούμε το πόσο αναγκαία είναι η δραχμή και η εγκράτεια που αυτή συνεπάγεται «μια πρώτη περίοδο»...
4. Νομίζω ότι ο ίδιος ο σ. πρέπει να επιχειρηματολογήσει πολύ καλύτερα για το γεγονός ότι αυτό που πλήρωσε η Λα.Ε. ήταν η η έλλειψη τεχνοκρατικής εξήγησης, μια άλλη δηλαδή μορφή «κοστολόγησης». Αυτό που έλλειψε κυρίως ήταν ένα έδαφος μεγάλων αγώνων και μιας αποφασιστικής ηγεσίας να συγκρουστεί με τη λιτότητα. Όσον αφορά το πρώτο σκέλος, το κίνημα είναι βασικός παράγοντας για να αποφασίσει ένα μεγάλο τμήμα λαού να «πάρει το ρίσκο». Σε τεχνοκρατικό επίπεδο και σε επίπεδο προπαγάνδας είναι δεδομένο ότι υπερτερεί η αστική τάξη. Εμείς υπερτερούμε στο ότι εκφράζουμε το ταξικό δίκιο. Το 2012 όλο το σύστημα απειλούσε τον ελληνικό λαό με τις 7 πληγές του Φαραώ αλλά αυτός πήρε τα ρίσκα του και εκτόξευσε το ΣΥΡΙΖΑ, εκφράζοντας μια μέση κινηματική συνείδηση που έλεγε «ρήξη με το παλιό σύστημα παρά τους κινδύνους». Αυτή τη φορά αυτό δεν ήταν δυνατό, οι συνθήκες ήταν αντίστροφες, το έδαφος δεν ήταν οργής και διεκδίκησης, αλλά ήττας, απογοήτευσης, απόσυρσης μετά την «προδοσία» του δημοψηφίσματος. Άρα αφού ο κόσμος δεν είχε την ίδια συλλογική αυτοπεποίθηση δεν ήταν δυνατό να πάρει τα ίδια ρίσκα, επέλεξε τη «σιγουριά της ήττας» από μια «ήττα με αβεβαιότητα». Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος, της αποφασιστικής ηγεσίας, δεν δεσμευτήκαμε ξεκάθαρα ότι θα ανατρέψουμε με κάθε κόστος τη λιτότητα , ότι θα διεκδικήσουμε μονομερώς τον πλούτο, ακόμα και σε σχέση με αυτό το βασικό χαρακτηριστικό που μας προσέδιδαν οι αντίπαλοι (που μας έλεγαν «δραχμιστές») υιοθετήσαμε τα μισόλογα («ρήξη αν χρειαστεί»), τα ήξεις-αφίξεις και τα επικοινωνιακά κόλπα. Αυτό ήταν το πρόβλημα: ότι δεν εκπέμψαμε αποφασιστικότητα για την ανατροπή της λιτότητας, όχι ότι δεν εξηγήσαμε επαρκώς τη λιτότητα της πρώτης μεταβατικής περιόδου...
5. Αλήθεια, τι εξυπηρετεί το λαϊκό κίνημα η αθρόα χρήση των εννοιών «έθνος» και «πατρίδα»; Αυτά που γράφει ο σ. Δ. Μπ. δεν τα αρνούμαστε καθόλου. Είμαστε και μεις με τη «διαφορά» και όχι με την «ομογενοποίηση», αν και θα θέλαμε να ομογενοποιήσουμε την αντίσταση και την ανατροπή σε όλον τον πλανήτη. Προφανώς δεν θα ανήκουμε στην κοσμόπολη ούτε μετά τη σοσιαλιστική ανατροπή σε μια (ή περισσότερες) χώρα. Αλλά πέρα από αυτά, πραγματικά αυτές οι έννοιες δεν προσφέρουν τίποτα πέρα από (εθνικές) αυταπάτες.
6. Ο Δ. Μπ. μιλά για ελλιπή κατανόηση της αναγκαιότητας αντι-ιμπεριαλιστικής ρήξης από πλευράς Κόκκινου Δικτύου και αφήνει υπόνοιες για «ιδιότυπο ευρωπαϊσμό». Ισχυρίζεται, για να το αποδείξει, ότι δεν πρέπει να γυρνάμε πίσω και ότι έχουμε κατοχυρώσει από την περίοδο του ΣΥΡΙΖΑ τη θέση για αποδέσμευση από το ευρώ ως θετική διέξοδο για το λαό. Μα δεν το αρνούμαστε! Ο ίδιος ο σ. Mάρταλης γράφει: «η έξοδος από το ευρώ παραμένει αναγκαία συνθήκη. Αλλά όχι ικανή.» Εμείς όμως κάνουμε κριτική στη λογική που ο ίδιος παραθέτει συμπληρώνοντας: «Θα μπορούσε θεωρητικά να υπάρξει μια καθαρά καπιταλιστική έξοδος, αν κάποια υπαρκτή μερίδα του αστισμού το επεδίωκε. Δεν υπάρχει». Εδώ κάνει λάθος ο σ.
Πρώτον, γιατί υποτιμά το αυξανόμενο ρεύμα ευρωσκεπτικισμού και προτεξιονισμού στην Ευρώπη. Θα ήταν πιο σωστό να πει «Δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή».
Δεύτερον, γιατί υποτιμά τις εξελίξεις στη Λ. Αμερική, και την εξέλιξη «λαϊκιστικών» κεντροαριστερού τύπου κυβερνήσεων που προέκυψαν. Μπορεί η πρώτη επιλογή της αστικής τάξης να είναι η πρόσδεση στο άρμα του ενός ή του άλλου ιμπεριαλισμού, αλλά υπό προϋποθέσεις (π.χ. μεγάλο λαϊκό κίνημα που γεννά νέες πολιτικές δυνάμεις που φτάνουν μέχρι την κυβέρνηση, χρησιμοποιώντας «ριζοσπαστικότερη» φρασεολογία αλλά αστικές μορφές διαχείρισης) μπορούν να «αγκαλιάσουν στρατολογώντας» τη νέα κυβέρνηση, υιοθετώντας κάποιες από τις επιλογές της. Είναι μια πολιτική που εκτός των άλλων ξαναβάζει μεσοπρόθεσμα τον (ένα ή τον άλλο) ιμπεριαλισμό από το παράθυρο (ενώ ο λαός με τις κινητοποιήσεις του έβγαλε από την πόρτα). Οι εξελίξεις στο Εκουαδόρ, για παράδειγμα, είναι χαρακτηριστικά διαφωτιστικές: ο Κορέα συγκρούστηκε με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, όχι όμως με τη ντόπια αστική τάξη, η οποία σήμερα όχι μόνο τον οδηγεί σε επίθεση απέναντι στα λαϊκά στρώματα που τον επανεξέλεξαν, αλλά και σε νεοφιλελεύθερη εμπορική συμφωνία με την ΕΕ. Στις περισσότερες χώρες της Λ.Α. είδαμε παρόμοια φαινόμενα.
7. Εξηγεί ο σ. Δ. Μπ. ότι θα υπάρξει αναγκαία μια «Μεταβατική περίοδος με καπιταλιστικά στοιχεία» κι επικαλείται ως παράδειγμα τη Ρωσία της ΝΕΠ ως το 1928. Το θέμα μας βεβαίως δεν είναι αν θα υπάρχουν υπολείμματα καπιταλιστικών στοιχείων (τμήμα των οποίων θα οργανώσει και απόπειρες αντεπανάστασης) στο πρώτο στάδιο του σοσιαλισμού, αλλά αν θα υπάρξει μια εργατική-λαϊκή κυβέρνηση που θα ξηλώνει συνεχώς αυτά τα στοιχεία, βελτιώνοντας συνεχώς το συσχετισμό μεταξύ κεφαλαίου κι εργασίας (και πάλι θα χρειαστεί η διεθνής αλληλεγγύη και ανατροπή, όπως έδειξε η ρωσική εμπειρία).
Το παράδειγμα της ΝΕΠ είναι άτοπο και πηδάει μερικά... στάδια . Η ΝΕΠ ήταν «υποχώρηση στον καπιταλισμό» (κατά το Λένιν) γιατί έχασε η διεθνής επανάσταση και γιατί είχε διαλυθεί το εργατικό κράτος-οι εργατικοί θεσμοί που είχαν γεννηθεί μέσα στην επανάσταση. Και μετά τη ΝΕΠ, ακολούθησε μια συνεχής υποχώρηση και η οικοδόμηση του κρατικού καπιταλισμού στη Ρωσία, θυμίζουμε...
Σήμερα μπορεί κάποιος να πει ότι έχουμε να παλέψουμε για μια νικηφόρα επανάσταση, ότι πρέπει να κάνουμε τα πάντα για να παραμείνει ζωντανή, ότι πρέπει να κάνουμε τα πάντα για να αποφύγουμε την ήττα, την υποχώρηση, τη ΝΕΠ, όχι όμως να εξηγούμε, πριν καν τολμήσουμε ή διανοηθούμε να νικήσουμε, ότι είναι νομοτέλεια η ανάγκη κοινωνικού συμβολαίου και να χρησιμοποιούμε τη ΝΕΠ ως παράδειγμα (επικαλούμενοι έμμεσα την αυθεντία του Λένιν)!
Συμπερασματικά, το ζήτημα δεν είναι αν υπάρχει ο «τρίτος δρόμος» μεταξύ των δυο λάθος δρόμων (λαϊκομετωπισμός ή ενιαίο μέτωπο και μεταβατικό πρόγραμμα). Υπάρχουν πράγματι «ενδιάμεσες αποχρώσεις του γκρί», που όμως στη λογική τους συνέπεια (τόσο στην πράξη όσο και μακροπρόθεσμα) εξυπηρετούν τη μια ή την άλλη γραμμή, τον άσπρο ή το μαύρο γάτο.
Υπάρχει η προσπάθεια από συντρόφους να εξηγήσουν την ήττα της Αριστεράς, και στην προσπάθειά τους αυτή τσουβαλιάζουν όλες τις «παλιές ιδέες», καθώς έχουν βγάλει αβίαστα το συμπέρασμα ότι «όλοι φταίνε» και ότι «αφού δε νικήσαμε» πρέπει να αναζητήσουμε τη «νέα πραγματική αλήθεια», εκφράζοντας ένα νέο είδος «αγνωστικισμού». Επί της ουσίας στην προσπάθειά τους αυτή χρησιμοποιούν τμήματα μιας παλιάς θεωρίας που πεθαίνει, αλλά πεθαίνοντας αφήνει τα ίχνη της ακόμα στα μυαλά και στη σκέψη τμημάτων της αντικαπιταλιστικής-κομουνιστικής Αριστεράς. Όλα τα σημεία που περιέγραψα παραπάνω και αφορούν τη σκέψη του σ. Δ. Μπ εμπεριέχουν τέτοια στοιχεία μιας «λαϊκομετωπικής προσέγγισης», που ο ίδιος βέβαια ισχυρίζεται ότι απορρίπτει. Σε τελική ανάλυση το δίλημμα ήταν, είναι και παραμένει, όχι «λαϊκό μέτωπο ή 4η διεθνής» αλλά, «Σοσιαλισμός ή Καπιταλισμός», «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα». Και σε αυτήν την περίπτωση δεν μετράει μόνο ο προορισμός, αλλά και το ταξίδι...