Αγαπητές συντρόφισσες και αγαπητοί σύντροφοι. Λόγω ασθένειας δεν μπορώ να παραβρεθώ σε αυτήν την κρίσιμη και σημαντική Κ.Ε. Η δηλωσή μου, η οποία θα αποτελούσε και το το περιεχόμενο της παρέμβασής μου αν ήμουν παρών:
Η συμφωνία της 12/7 υπογράφεται από μία κυβέρνηση που προέρχεται από την Αριστερά. Συνάμα, την προσδιορίζει ως μία κυβέρνηση η οποία δεν μπορεί να κυβερνήσει με βάση ένα πρόγραμμα της Αριστεράς, με άλλα λόγια την προσδιορίζει ως μία κυβέρνηση η οποία θα υλοποιήσει το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα μετασχηματισμού της ελληνικής κοινωνίας. Αυτή η κυβέρνηση, καλείται όχι μόνο να διατηρήσει ό,τι ονομάστηκε «μνημονιακό καθεστώς» αλλά να το βαθύνει και να το ενισχύσει, δομικά και θεσμικά. Να συνεχίσει ένα πρόγραμμα μείωσης μισθών, συντάξεων, γενικότερα «υποτίμησης της εργασίας», αποδιάρθρωσης όψεων του κοινωνικού κράτους, υλοποίησης ενός προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων και περιστολής της δημοκρατικής εκπροσώπησης των κατώτερων τάξεων.
Μία κυβέρνηση η οποία προέρχεται από την Αριστερά και κυβερνά στη βάση ενός ακραίου νεοφιλελεύθερου προγράμματος, κατ’ αρχήν αποτελεί αντίφαση, ενώ μία τέτοια διακυβέρνηση διαμορφώνει τοπίο στρατηγικής ήττας για την κοινωνική πλειοψηφία που βασίστηκε σε αυτή για να διεκδικηθεί αξιοπρεπής ζωή και δικαιότερη κοινωνία. Συνεπώς, όλη η φιλολογία περί «ισοδύναμων» και παράπλευρων δράσεων, ως απάντηση που θα «ουδετεροποιεί» τις επιπτώσεις, αποτελεί υπεκφυγή από το πραγματικό πρόβλημα, σύμπτωμα «εξόδου από την πραγματικότητα».
Δεν πρόκειται μόνο για κάποια «άδικα» μέτρα έναντι των οποίων μπορούν να προταθούν και να υλοποιηθούν κάποια «ισοδύναμα» ή άλλες δράσεις, έτσι ώστε να «ουδετεροποιείται» το αποτέλεσμα. Οι πολιτικές ανάγκες που δημιουργεί η υλοποίηση αυτής της συμφωνίας, καθώς στα πιο σημαντικά στοιχεία της σημαίνει ρήξη με τις ανάγκες και τις προσδοκίες ευρύτατων κοινωνικών στρωμάτων και του κόσμου της εργασίας, παγίωση και εμβάθυνση των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών υπέρ των ηγεμονικών τάξεων και συνάμα οι πολύ μικροί βαθμοί ελευθερίας στην άσκηση πολιτικής που διαγράφονται από αυτήν την συμφωνία, καθιστούν στο σύνολό τους αυτές τις δράσεις δευτερεύουσες, «συμβολικές» ή και τελικά απλά συμπληρωματικές της κύριας στρατηγικής κατεύθυνσης που χαράζεται με τη συμφωνία.
Ένα κόμμα της Αριστεράς δεν μπορεί ως πολιτικός σχηματισμός να στηρίξει αυτό το μετασχηματισμό χωρίς να αυτοακυρωθεί ως τέτοιος. Αποτελεί, στη βάση του στοιχειώδους κοινωνικού και πολιτικού πραγματισμού, ιστορική του ευθύνη προς την ελληνική κοινωνία και συνάμα διεθνιστική συμβολή του, να μη συμβάλει στην επιτυχία της οργάνωσης και εμπέδωσης του νεοφιλελεύθερου μονοδρόμου. Η Κ.Ε του ΣΥΡΙΖΑ δεν πρέπει να αποδεχθεί τη συμφωνία και πρέπει να καταθέσει μία σαφή πρόταση σε οποιεσδήποτε συλλογικές διαδικασίες αποφασιστούν από αυτήν, και των οποίων η καταλληλότερη εκκίνηση είναι η άμεση – η σύγκληση Διαρκούς Συνεδρίου, η οποία να καλεί σε μία συλλογική, θεωρητική και πρακτική αναζήτηση και ανάπτυξη της δημοκρατικής οργάνωσης των κοινωνικών αντιστάσεων και διεκδικήσεων ενάντια στις πολιτικές που επάγονται από τα παλαιά και τα νέα Μνημόνια, στην έμπρακτη υπεράσπιση της αρχής συγκρότησης του εγχειρήματος ΣΥΡΙΖΑ, οι «άνθρωποι πάνω από τα κέρδη», έτσι ώστε η διαγραφόμενη στρατηγική ήττα των πλειοψηφικών κοινωνικών στρωμάτων να μην συντελεστεί και να μην ολοκληρωθεί. Κάθε καθυστέρηση σε αυτήν την ανάγκη συμβάλλει στην εμπέδωση του νεοφιλελεύθερου μετασχηματισμού.
Σπύρος Λαπατσιώρας
2015/07/29