Με τον νέο αντι-ασφαλιστικό Νόμο που προωθεί η κυβέρνηση της μεταλλαγμένης, αστικής, «αριστεράς» και με βάση το 3ο Μνημόνιο που ψήφισαν τον Αύγουστο 2015, το οποίο, μεταξύ άλλων, επιβάλλει περικοπές 1,8 δις ευρώ (1,6 δισ. ευρώ από τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης και 187 εκ. ευρώ από συντάξεις δημοσίου), επιχειρούνται οι εξής αλλαγές στο ασφαλιστικό:
1) κατώτερο όριο εθνικής σύνταξης 384 ευρώ το μήνα για όλους/-ες, μετά τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας ή μετά από 40 χρόνια δουλειάς, και
2) αναλογική-ανταποδοτική σύνταξη, της οποίας το ύψος θα προκύπτει με βάση τις εισφορές των εργαζομένων σε όλη τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ότι η συνολική σύνταξη θα είναι τελικά πολύ μικρότερη. Ταυτόχρονα, αυτή η αντίληψη χαντακώνει τόσο τους παλιούς όσο και τους νέους εργαζόμενους που εξαιτίας της μακροχρόνιας ανεργίας, της επισφάλειας και της μαύρης εργασίας δεν μπορούν να συνεισφέρουν, και άρα δεν θα εισέρχονται καινούριοι οικονομικοί πόροι στα ασφαλιστικά ταμεία γιατί, απλά… οι εργαζόμενοι δεν έχουν να πληρώσουν. Όμως, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι θα βελτιωθούν οι οικονομικές συνθήκες και θα μπορούν να συνεισφέρουν, εντούτοις το κενό απασχόλησης, για όσο διάστημα διαρκέσει η οικονομική ύφεση, δεν θα τους επιτρέψει να συμπληρώσουν τα χαμένα έτη ασφάλισης, ώστε να μπορέσουν να θεμελιώσουν μια αξιοπρεπή σύνταξη πέρα από την προβλεπόμενη «εθνική σύνταξη».
Έτσι, το νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο, ουσιαστικά υποδηλώνει την σταδιακή απόσυρση του κράτους από το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Τι σημαίνει αυτό; Ενώ μέχρι τώρα οι συντάξεις στηρίζονται στις ασφαλιστικές εισφορές (εργαζομένων-εργοδοτών-κράτους), καθώς και στα αποθεματικά των ταμείων, αντίθετα προς αυτά, θα πάμε σε ένα μοντέλο φιλανθρωπίας, όπου το κράτος θα εγγυάται μόνο την «εθνική σύνταξη». Ταυτόχρονα, η συνολική σύνταξη θα αναπληρώνει ένα πολύ μικρό ποσοστό του εισοδήματος, με αποτέλεσμα να οδηγεί σε σημαντική πτώση του βιοτικού επιπέδου των συνταξιούχων.
Κατά συνέπεια, αυτό το οποίο ίσχυε μέχρι τώρα, δηλαδή η τριμερής χρηματοδότηση των ταμείων (από το κράτος, τους εργοδότες και τους εργαζόμενους), επιχειρείται να ανατραπεί με την σταδιακή απόσυρση του κράτους από αυτήν, ενισχύοντας με αυτό τον τρόπο την ιδιωτική ασφάλιση. Με βάση τη λογική της ανταποδοτικότητας, όσα θα δίνεις τόσα θα παίρνεις από την ιδιωτική ασφάλιση. Φυσικά, όσοι μπορούν να δίνουν. Οι υπόλοιποι ας πεθάνουν, σύμφωνα με τους νόμους της αγοράς.
Να θυμίσουμε ότι ως αρχή, η τριμερής χρηματοδότηση υπάρχει από τον ιδρυτικό νόμο του ΙΚΑ το 1951. Όμως, δεν όριζε το ποσοστό συμμετοχής του κράτους και κάθε χρόνο ο υπουργός Οικονομικών αποφάσιζε σχετικά με το ύψος της χρηματοδότησης.
Η τριμερής χρηματοδότηση ουσιαστικά θεσμοθετήθηκε με βάση το άρθρο 22 του Ν. 2084/1992. Έτσι, η αναλογία για την κύρια σύνταξη και την ασθένεια κατανέμεται ως εξής: 2/9 για τον ασφαλισμένο, 4/9 για τον εργοδότη, 3/9 για το κράτος. Επιπλέον, με τον Ν. 3029/2002, θεσμοθετήθηκε 1% του ΑΕΠ κρατική χρηματοδότηση στο ΙΚΑ.
Όμως το κράτος ποτέ δεν κατέβαλε το ποσοστό που του αναλογούσε. Επίσης, ούτε οι διάφοροι, εκτός κράτους, φορείς είναι συνεπείς προς τις υποχρεώσεις τους στα ασφαλιστικά ταμεία. Συγκεκριμένα, οι οφειλές στην κοινωνική ασφάλιση, μαζί με τα πρόστιμα, ανέρχονται στα 26 δισ. ευρώ. Οι εν λόγω οφειλές προέρχονται από επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα, από ΔΕΚΟ, από ελεύθερους επαγγελματίες κλπ. Στο ΙΚΑ οι οφειλές ανέρχονται σε 6,1 δισ. ευρώ. Επιπρόσθετα, τα ασφαλιστικά ταμεία χάνουν 6 δισ. ευρώ το χρόνο εξαιτίας της ανεργίας και της αδήλωτης-μαύρης εργασίας.
Συμπέρασμα πρώτο: Η λεηλασία των ταμείων δεν προήλθε από εμάς που παράγουμε τον πλούτο της κοινωνίας, αλλά από το κράτος και το κεφάλαιο (μικρό και μεγάλο). Να πληρώσουν, λοιπόν, αυτοί που φταίνε.
Συμπέρασμα δεύτερο: Η σπουδαιότητα της κοινωνικής ασφάλισης είναι μεγάλης σημασίας για όλες τις κατηγορίες και τις ηλικιακές ομάδες των εργαζομένων είτε είναι νέοι είτε μεσήλικες είτε ηλικιωμένοι. Γι’ αυτό είναι λάθος να την υποβαθμίζουμε. Διότι, έτσι υπάρχει ο κίνδυνος να επιστρέψουμε ένα αιώνα πίσω, τότε που δεν υπήρχαν κοινωνικές ασφαλίσεις, οι εργαζόμενοι ήταν στην φτώχεια, χωρίς περίθαλψη και αν πάθαιναν κάτι (π.χ. εργατικό ατύχημα) πέθαιναν αβοήθητοι, διότι δεν υπήρχε κοινωνική ασφάλιση.
Θα τα επιτρέψουμε όλα αυτά;
Απέναντι στη λυσσαλέα επίθεση του κεφαλαίου να απαντήσουμε με βάση τις πραγματικές μας ανάγκες και να διεκδικήσουμε αυτά που μας ανήκουν:
1) Μόνιμη και σταθερή εργασία, με ασφάλιση και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη για όλους/-ες (εργαζόμενους, άνεργους και μετανάστες), με πλήρη εργασιακά δικαιώματα και συλλογικές συμβάσεις.
2) Μείωση του χρόνου εργασίας και των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, διότι όπως φώναζαν στην εξέγερση του Μάη 1968, στη Γαλλία, εκφράζοντας τους πόθους τους για μια διαφορετική και αξιοπρεπή ζωή:
«Δεν θέλουμε να χάνουμε τη ζωή μας προσπαθώντας να κερδίσουμε τα προς το ζην!»,
«Τα θέλουμε όλα και τα θέλουμε τώρα».