7. Το μεγάλο διπλωματικό παιχνίδι γύρω από την αποκήρυξη των ρωσικών χρεών

Τον Απρί­λη-Μάη του 1922, επί πέντε εβδο­μά­δες, συ­γκα­λεί­ται μια ση­μα­ντι­κή συν­διά­σκε­ψη υψη­λό­τα­του επι­πέ­δου. Το Βρε­τα­νός πρω­θυ­πουρ­γός, Λόυντ Τζωρτζ, έπαι­ξε κε­ντρι­κό ρόλο σ’αυ­τήν. Ο Λουί Μπαρ­τού, υπουρ­γός του Γάλ­λου προ­έ­δρου Ραι­μόν Πουαν­κα­ρέ, επί­σης.

Ο κε­ντρι­κός στό­χος ήταν να πει­στεί η σο­βιε­τι­κή Ρωσία |31| να ανα­γνω­ρί­σει τα χρέη που είχε απο­κη­ρύ­ξει το 1918 αλλά και να εγκα­τα­λεί­ψει τα κα­λέ­σμα­τά της υπέρ της πα­γκό­σμιας επα­νά­στα­σης.

Η δια­πραγ­μά­τευ­ση της Γέ­νο­βας (1922)

Υπήρ­χαν και άλλα θέ­μα­τα στην ημε­ρή­σια διά­τα­ξη αυτής της συν­διά­σκε­ψης που συ­γκέ­ντρω­σε αντι­προ­σώ­πους από 34 χώρες, με εξαί­ρε­ση τις ΗΠΑ, αλλά αυτά δεν απο­τέ­λε­σαν πραγ­μα­τι­κά αντι­κεί­με­νο με­γά­λων συ­ζη­τή­σε­ων. Με­τα­ξύ των θε­μά­των αυτών: η υιο­θέ­τη­ση κα­νό­νων σε νο­μι­σμα­τι­κά ζη­τή­μα­τα, ει­δι­κό­τε­ρα σχε­τι­κά με το σύ­στη­μα του Gold exchange standard (χρυ­σού κα­νό­να) που υιο­θε­τή­θη­κε εκεί­νον τον χρόνο. Δε­δο­μέ­νης της απου­σί­ας των ΗΠΑ, οι απο­φά­σεις για το ζή­τη­μα αυτό ελή­φθη­σαν αλλού.

Οι δυ­νά­μεις που συ­γκά­λε­σαν την συν­διά­σκε­ψη ήταν 5: η Με­γά­λη Βρε­τα­νία (πρώην κύρια πα­γκό­σμια δύ­να­μη που μόλις την είχαν ξε­πε­ρά­σει οι ΗΠΑ), η Γαλ­λία (η τρίτη πα­γκό­σμια δύ­να­μη μετά την ήττα της Γερ­μα­νί­ας), το Βέλ­γιο (που, πριν τον πό­λε­μο, ήταν πέμ­πτη πα­γκό­σμια δύ­να­μη σε εξα­γω­γές), η Ια­πω­νία (της οποί­ας η αυ­το­κρα­το­ρία ήταν σε πλήρη επέ­κτα­ση στην Ανα­το­λι­κή Ασία) και η Ιτα­λία.

Με­τα­ξύ των 5 αυτών δυ­νά­με­ων, μια, η Ια­πω­νία, είχε ακόμη στρα­τό κα­το­χής στην σο­βιε­τι­κή Σι­βη­ρία. Τον απέ­συ­ρε ορι­στι­κά μόνον έξι μήνες μετά το τέλος της διά­σκε­ψης, τον Οκτώ­βρη του 1922. Οι 12 άλλες χώρες που, το 1918, είχαν στεί­λει στρα­τεύ­μα­τα με σκοπό την ανα­τρο­πή της σο­βιε­τι­κής κυ­βέρ­νη­σης και το τέλος του επα­να­στα­τι­κού πει­ρά­μα­τος, είχαν θέσει τέλος στην κα­το­χή των σο­βιε­τι­κών εδα­φών από τα τέλη του 1920. Τα ξένα στρα­τεύ­μα­τα, των οποί­ων το πο­λε­μι­κό ηθικό ήταν στο χα­μη­λό­τε­ρο ση­μείο του, είχαν πράγ­μα­τι απο­συρ­θεί αφού η κυ­βέρ­νη­σή τους δια­πί­στω­σε μετά λύπης ότι οι Λευ­κοί Ρώσοι στρα­τη­γοί είχαν ορι­στι­κά ητ­τη­θεί από τον Κόκ­κι­νο Στρα­τό και η ξένη επέμ­βα­ση δεν ήταν σε θέση να επα­νορ­θώ­σει το κακό. Έτσι, ο στό­χος ήταν να επι­τευ­χθεί δια της δι­πλω­μα­τι­κής οδού και της οδού του εκ­βια­σμού αυτό που δεν είχαν κα­τα­φέ­ρει τα όπλα.

Οι με­γά­λες δυ­νά­μεις πί­στευαν πως, στην συν­διά­σκε­ψη, η σο­βιε­τι­κή κυ­βέρ­νη­ση θα κα­τέ­λη­γε να ανα­γνω­ρί­σει τα χρέη που είχαν απο­κη­ρυ­χθεί, καθώς η ρω­σι­κή οι­κο­νο­μι­κή και αν­θρω­πι­στι­κή κα­τά­στα­ση ήταν δρα­μα­τι­κή. Ο εμ­φύ­λιος πό­λε­μος είχε αφή­σει την χώρα τε­λεί­ως αδύ­να­μη και, από το κα­λο­καί­ρι του 1921, κα­τα­στρο­φι­κές σο­δειές είχαν προ­κα­λέ­σει φο­βε­ρό λιμό. Οι δυ­τι­κές πρω­τεύ­ου­σες θε­ω­ρού­σαν πως η σο­βιε­τι­κή κυ­βέρ­νη­ση ήταν γο­να­τι­σμέ­νη και ότι θα πε­τύ­χαι­ναν τον στόχο τους θέ­το­ντας ως όρο για τα δά­νεια και τις επεν­δύ­σεις που χρειά­ζο­νταν η Ρωσία την προη­γού­με­νη ανα­γνώ­ρι­ση των χρεών καθώς και την χο­ρή­γη­ση απο­ζη­μιώ­σε­ων στις δυ­τι­κές επι­χει­ρή­σεις που είχαν απαλ­λο­τριω­θεί.

Η Γαλ­λία που πα­ρέ­με­νε η πλέον επι­θε­τι­κή με­γά­λη δύ­να­μη απέ­να­ντι στη σο­βιε­τι­κή Ρωσία (όπως και απέ­να­ντι στην Γερ­μα­νία |32|), είχε την στή­ρι­ξη των βελ­γι­κών αρχών. Από πλευ­ράς της, η Με­γά­λη Βρε­τα­νία, που είχε πλη­γεί λι­γό­τε­ρο από την απο­κή­ρυ­ξη των χρεών, ήταν πιο ανοι­κτή στο διά­λο­γο με την Μόσχα και είχε υπο­γρά­ψει, τον Μάρτη του 1921, μια αγ­γλο-ρω­σι­κή εμπο­ρι­κή συμ­φω­νία που έθετε τέλος στον απο­κλει­σμό και σή­μαι­νε μια de facto |33| ανα­γνώ­ρι­ση της σο­βιε­τι­κής Ρω­σί­ας.

Όσο για την σο­βιε­τι­κή κυ­βέρ­νη­ση, ήταν εν­δε­χο­μέ­νως δια­τε­θει­μέ­νη να δε­χθεί την απο­πλη­ρω­μή ενός μέ­ρους των χρέ­ους που είχε συ­νά­ψει ο τσά­ρος αν, σε αντάλ­λαγ­μα, οι άλλες δυ­νά­μεις ανα­γνώ­ρι­ζαν επί­ση­μα (= ανα­γνώ­ρι­ση de jure) την σο­βιε­τι­κή Ρωσία, της πα­ρεί­χαν δά­νεια από Κρά­τος σε Κρά­τος, εν­θάρ­ρυ­ναν τις ιδιω­τι­κές επι­χει­ρή­σεις που είχαν πλη­γεί από την απαλ­λο­τρί­ω­ση των θυ­γα­τρι­κών τους και της πε­ριου­σί­ας τους στην Ρωσία, να δε­χθούν ως απο­ζη­μί­ω­ση πα­ρα­χω­ρή­σεις εκ­με­τάλ­λευ­σης φυ­σι­κών πόρων, ει­δι­κό­τε­ρα στις ερη­μι­κές πε­ριο­χές της Σι­βη­ρί­ας. Η σο­βιε­τι­κή κυ­βέρ­νη­ση ήθελε με τον τρόπο αυτόν να επεν­δύ­σουν οι ξένοι κε­φα­λαιο­κρά­τες με δικά τους, φρέ­σκα κε­φά­λαια, πράγ­μα που θα επέ­τρε­πε στην σο­βιε­τι­κή οι­κο­νο­μία να στα­θε­ρο­ποι­η­θεί. Η κυ­βέρ­νη­ση αρ­νού­νταν επί­σης την το­πο­θέ­τη­ση πο­λυ­με­ρών ορ­γα­νι­σμών που θα δια­χει­ρί­ζο­νταν τα δά­νεια, τις επεν­δύ­σεις ή τις δια­φο­ρές που θα μπο­ρού­σαν να απορ­ρέ­ουν από αυτά. Ήθελε να δια­τη­ρή­σει η σο­βιε­τι­κή εξου­σία την πλήρη αυ­το­νο­μία της απέ­να­ντι στις ξένες δυ­νά­μεις. Δεν έμπαι­νε θέμα να πα­ραι­τη­θεί από την άσκη­ση της κυ­ριαρ­χί­ας της.

Αν πλη­ρού­νταν οι όροι αυτοί, η Μόσχα ήταν δια­τε­θει­μέ­νη να υπο­σχε­θεί την επα­νέ­ναρ­ξη της απο­πλη­ρω­μής ενός μέ­ρους του τσα­ρι­κού χρέ­ους εντός τριά­ντα ετών. Η σο­βιε­τι­κή αντι­προ­σω­πεία δή­λω­σε ευ­θαρ­σώς και επα­νει­λημ­μέ­να κατά την διάρ­κεια της συν­διά­σκε­ψης ότι επρό­κει­το περί πα­ρα­χώ­ρη­σης την οποία ήταν έτοι­μη να πραγ­μα­το­ποι­ή­σει για να φθά­σει σε μια συμ­φω­νία αλλά ότι, κατά βάθος, θε­ω­ρού­σε πως η σο­βιε­τι­κή Ρωσία δι­καιού­νταν από­λυ­τα να απο­κη­ρύ­ξει το σύ­νο­λο του τσα­ρι­κού χρέ­ους (όπως και εκεί­νο που είχε συ­νά­ψει η προ­σω­ρι­νή κυ­βέρ­νη­ση με­τα­ξύ Φλε­βά­ρη και Οκτώ­βρη 1917). Εν τέλει η συν­διά­σκε­ψη ολο­κλη­ρώ­θη­κε με μια ασυμ­φω­νία και η σο­βιε­τι­κή αντι­προ­σω­πεία δια­τή­ρη­σε την απο­κή­ρυ­ξη του χρέ­ους.

Για να κα­τα­νο­ή­σου­με την εξέ­λι­ξη της συν­διά­σκε­ψης, πρέ­πει να λά­βου­με επί­σης υπόψη μας την ιδιαί­τε­ρη σχέση που δη­μιουρ­γή­θη­κε με­τα­ξύ Βε­ρο­λί­νου και Μό­σχας μετά την Συν­θή­κη των Βερ­σαλ­λιών, τον Ιούνη του 1919.

 2018 01 24 01 Joseph Wirth

Υπο­γρα­φή της Συν­θή­κης του Ρα­πάλ­λο: ο κα­γκε­λά­ριος Γιό­ζεφ Βιρτ (Joseph Wirth) με τα μέλη 
της σο­βιε­τι­κής αντι­προ­σω­πεί­ας Λε­ο­νίντ Κρα­σίν, Γκρι­γκό­ρι Τσι­τσέ­ριν και Αντολφ Γιοφέ

Η κυ­βέρ­νη­ση του Βε­ρο­λί­νου απο­τε­λού­νταν από συμ­μα­χία με­τα­ξύ των σο­σια­λι­στών (SPD), των κε­ντρώ­ων (προ­γό­νου της CDU της Άν­γκε­λα Μέρ­κελ) και των φι­λε­λευ­θέ­ρων (προ­γό­νου του ση­με­ρι­νού FDP). Ήταν ρι­ζι­κά υπέρ της Δύσης και αντι-σο­βιε­τι­κή. Αλλά, καθώς πλήτ­το­νταν από την κα­τα­βο­λή των τε­ρά­στιων επα­νορ­θώ­σε­ων που επέ­βα­λε η Συν­θή­κη των Βερ­σαλ­λιών και πνί­γο­νταν από το χρέος που δη­μιουρ­γού­νταν έτσι, έτει­νε να κάνει διά­λο­γο και να κλεί­σει συμ­φω­νί­ες με την Μόσχα. Η τάση αυτή ενι­σχύ­ο­νταν από την θέ­λη­ση των με­γά­λων γερ­μα­νι­κών βιο­μη­χα­νι­κών επι­χει­ρή­σε­ων (με­τα­ξύ των οποί­ων η AEG και η Krupp) να δια­θέ­σουν ένα μέρος της πα­ρα­γω­γής τους στην ρω­σι­κή αγορά της οποί­ας ήταν ο κύ­ριος εμπο­ρι­κός εταί­ρος από την δε­κα­ε­τία του 1870, όπως εί­δα­με. Πη­γαί­νο­ντας από την Μόσχα στην Γέ­νο­βα, η σο­βιε­τι­κή αντι­προ­σω­πεία έκανε μια πα­ρα­τε­τα­μέ­νη στάση στο Βε­ρο­λί­νο για να κάνει δια­πραγ­μα­τεύ­σεις και να συ­ζη­τή­σει με τις γερ­μα­νι­κές αρχές, πριν βρε­θεί απέ­να­ντι στις δυ­νά­μεις που είχαν συ­γκα­λέ­σει την διά­σκε­ψη στην ιτα­λι­κή πόλη. Εν μέσω της συν­διά­σκε­ψης της Γέ­νο­βας, ενώ οι συ­γκα­λού­σες δυ­νά­μεις υιο­θε­τού­σαν μια άτεγ­κτη στάση απέ­να­ντι στην Μόσχα, συ­νέ­βη η ανα­τρο­πή: η γερ­μα­νι­κή και η σο­βιε­τι­κή αντι­προ­σω­πεία που είχαν συ­να­ντη­θεί στην γει­το­νι­κή πόλη Ρα­πάλ­λο, υπέ­γρα­ψαν μια ση­μα­ντι­κή δι­με­ρή συμ­φω­νία που έμει­νε στην ιστο­ρία ως η Συν­θή­κη του Ρα­πάλ­λο.

Έχει ιδιαί­τε­ρο εν­δια­φέ­ρον να επα­νέλ­θου­με στην εξέ­λι­ξη της συν­διά­σκε­ψης της Γέ­νο­βας, στις δια­πραγ­μα­τεύ­σεις και στα επι­χει­ρή­μα­τα που χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν από κάθε πλευ­ρά.

Οι με­γά­λες συ­γκα­λού­σες δυ­νά­μεις ήθε­λαν να πιέ­σουν όσο το δυ­να­τόν πε­ρισ­σό­τε­ρο την σο­βιε­τι­κή Ρωσία ανα­φέ­ρο­ντας ότι ένας ου­σιώ­δης στό­χος της συν­διά­σκε­ψης ήταν "η ανα­γνώ­ρι­ση από όλες τις χώρες των δη­μο­σί­ων χρεών τους και η χο­ρή­γη­ση επα­νορ­θώ­σε­ων". |34|

Οι με­γά­λες δυ­νά­μεις δή­λω­ναν στην πρό­σκλη­σή τους ότι «το αί­σθη­μα ασφά­λειας δεν μπο­ρεί να απο­κα­τα­στα­θεί παρά μόνον αν τα έθνη (ή οι Κυ­βερ­νή­σεις των Εθνών) που επι­θυ­μούν να λά­βουν ξένες πι­στώ­σεις δε­σμευ­τούν ελεύ­θε­ρα να ανα­γνω­ρί­σουν όλα τα χρέη και τις δη­μό­σιες υπο­χρε­ώ­σεις που θα συ­να­φθούν ή θα λά­βουν την εγ­γύ­η­ση του Κρά­τους, των δήμων και των δη­μό­σιων ορ­γα­νι­σμών και να ανα­γνω­ρί­σουν επί­σης την υπο­χρέ­ω­ση επι­στρο­φής, απο­κα­τά­στα­σης ή απο­ζη­μί­ω­σης όλων των ξένων συμ­φε­ρό­ντων εν όψει των απω­λειών ή των ζη­μιών που υπέ­στη­σαν λόγω της κα­τά­σχε­σης ή της δέ­σμευ­σης της πε­ριου­σί­ας τους» |35|.

Εξ αρχής, ο Γκε­όρ­γκι Τσι­τσέ­ριν (Tchitcherine), αρ­χη­γός της σο­βιε­τι­κής αντι­προ­σω­πεί­ας, απά­ντη­σε: «το έργο της οι­κο­νο­μι­κής ανοι­κο­δό­μη­σης της Ρω­σί­ας και, μαζί με αυτό, η δου­λειά που στο­χεύ­ει στο να τεθεί ένα τέλος στο ευ­ρω­παϊ­κό οι­κο­νο­μι­κό χάος, θα οδη­γη­θούν σε εσφαλ­μέ­νη και μοι­ραία οδό αν τα πιο ισχυ­ρά οι­κο­νο­μι­κά έθνη, αντί να δη­μιουρ­γή­σουν τις συν­θή­κες που είναι απα­ραί­τη­τες για την οι­κο­νο­μι­κή ανα­γέν­νη­ση της Ρω­σί­ας και της διευ­κο­λύ­νουν την πρό­ο­δό της προς το μέλ­λον, την συν­θλίψουν κάτω από το βάρος απαι­τή­σε­ων που υπερ­βαί­νουν τις δυ­νά­μεις της, κα­τα­λοί­πων ενός πα­ρελ­θό­ντος που της είναι απε­χθές." |36|

Στο πλαί­σιο της συ­ζή­τη­σης, απέ­να­ντι στους σο­βιε­τι­κούς που δή­λω­ναν πως ο λαός και η νέα του κυ­βέρ­νη­ση δεν όφει­λαν να ανα­λά­βουν τα χρέη που είχαν συ­να­φθεί από το προη­γού­με­νο τυ­ραν­νι­κό κα­θε­στώς, ο Λόυντ Τζωρτζ απά­ντη­σε: «όταν μια χώρα ανα­λαμ­βά­νει συμ­βα­τι­κές υπο­χρε­ώ­σεις ένα­ντι μιας άλλης χώρας ή υπη­κό­ων της χώρας αυτής για αξίες που έλαβε, η σύμ­βα­ση αυτή δεν μπο­ρεί να κα­ταγ­γέλ­λε­ται κάθε φορά που μια χώρα αλ­λά­ζει Κυ­βέρ­νη­ση ή, του­λά­χι­στον, θα πρέ­πει η χώρα αυτή να επι­στρέ­ψει τις αξίες που έλαβε» |37|

8. Το 1922, νέα από­πει­ρα υπο­τα­γής των Σο­βιέτ στις πι­στώ­τριες δυ­νά­μεις

Οι δυ­τι­κές κυ­βερ­νή­σεις πα­ρου­σί­α­σαν ένα πλή­ρες πρό­γραμ­μα απαι­τή­σε­ων με στόχο την επί­λυ­ση υπέρ αυτών της δια­φο­ράς που αφο­ρού­σε την απο­κή­ρυ­ξη των χρεών και τις απαλ­λο­τριώ­σεις που είχε δια­τά­ξει η σο­βιε­τι­κή κυ­βέρ­νη­ση. Πα­ρου­σιά­στη­καν στην Γέ­νο­βα στις 15 Απρι­λί­ου 1922, 5 μέρες μετά την έναρ­ξη της συν­διά­σκε­ψης, σε ένα έγ­γρα­φο που έφερε τον τίτλο «Έκ­θε­ση της επι­τρο­πής ει­δι­κών του Λον­δί­νου σχε­τι­κά με το ρω­σι­κό θέμα».

Οι απαι­τή­σεις της Δύσης ένα­ντι της Μό­σχας

Το άρθρο 1 όριζε: «Άρθρο 1. Η ρω­σι­κή σο­βιε­τι­κή Κυ­βέρ­νη­ση θα πρέ­πει να απο­δε­χθεί τις χρη­μα­το­οι­κο­νο­μι­κές υπο­χρε­ώ­σεις των προ­κα­τό­χων της, δη­λα­δή της αυ­το­κρα­το­ρι­κής ρω­σι­κής κυ­βέρ­νη­σης και της προ­σω­ρι­νής ρω­σι­κής κυ­βέρ­νη­σης ένα­ντι των ξένων Δυ­νά­με­ων και των υπη­κό­ων τους.»

Η μορφή και το πε­ριε­χό­με­νο όλου του εγ­γρά­φου δεί­χνουν ξε­κά­θα­ρα ότι επρό­κει­το για μια σειρά κα­τα­να­γκα­σμών που οι δυ­τι­κές δυ­νά­μεις ήθε­λαν να υπα­γο­ρεύ­σουν στην σο­βιε­τι­κή εξου­σία.

Πάντα στο πρώτο άρθρο, βρί­σκου­με μια διά­τα­ξη που ήταν ευ­θέ­ως αντί­θε­τη με τις συν­θή­κες που η σο­βιε­τι­κή Ρωσία είχε υπο­γρά­ψει το 1920-1921 με τις δη­μο­κρα­τί­ες της Βαλ­τι­κής και με την Πο­λω­νία (που είχαν επι­τύ­χει την ανε­ξαρ­τη­σία τους μετά την πτώση του τσα­ρι­κού κα­θε­στώ­τος) που πρό­βλε­παν, όπως εί­δα­με, ότι τα Κράτη αυτά δεν όφει­λαν να ανα­λά­βουν τα τσα­ρι­κά χρέη.

«Το ίδιο συμ­βαί­νει με το ερώ­τη­μα του αν και σε ποιο βαθμό τα νέα Κράτη που προ­έρ­χο­νται από την Ρωσία και που σή­με­ρα έχουν ανα­γνω­ρι­στεί, καθώς και τα Κράτη που απέ­κτη­σαν ένα μέρος της ρω­σι­κής επι­κρά­τειας, θα πρέ­πει να ανα­λά­βουν ένα μέρος των υπο­χρε­ώ­σε­ων στις οποί­ες ανα­φέ­ρο­νται οι πα­ρού­σες δια­τά­ξεις.»

Το άρθρο 3 κα­θι­στού­σε των σο­βιε­τι­κή κυ­βέρ­νη­ση υπό­χρεη ως προς τις πρά­ξεις που είχε διε­νερ­γή­σει το τσα­ρι­κό κα­θε­στώς:

«Άρθρο 3. Η ρω­σι­κή σο­βιε­τι­κή Κυ­βέρ­νη­ση οφεί­λει να δε­σμευ­τεί να ανα­λά­βει την ευ­θύ­νη όλων των υλι­κών και άμε­σων ζη­μιών, είτε αυτές γεν­νή­θη­καν είτε όχι από συμ­βά­σεις και τις οποί­ες υπέ­στη­σαν υπή­κο­οι των άλλων Δυ­νά­με­ων, αν αυτές οφεί­λο­νται στις πρά­ξεις ή την αμέ­λεια της σο­βιε­τι­κής Κυ­βέρ­νη­σης ή των προ­κα­τό­χων της..."

Ήταν προ­φα­νώς σε τέ­λεια αντί­θε­ση σε σχέση με την θέση της Μό­σχας.

Το άρθρο 4 έδινε σχε­δόν όλες τις εξου­σί­ες σε όρ­γα­να ξένα προς τις σο­βιε­τι­κές αρχές:

«Οι ευ­θύ­νες που προ­βλέ­πο­νται στα προη­γού­με­να άρθρα θα ορι­στούν από μια Επι­τρο­πή του ρω­σι­κού χρέ­ους και τα Μει­κτά Διαι­τη­τι­κά Δι­κα­στή­ρια που πρό­κει­ται να δη­μιουρ­γη­θούν."

Το πα­ράρ­τη­μα 1 προσ­διό­ρι­ζε την σύν­θε­ση της Επι­τρο­πής του ρω­σι­κού χρέ­ους και τις αρ­μο­διό­τη­τές της. Η σο­βιε­τι­κή κυ­βέρ­νη­ση θα απο­τε­λού­σε σαφώς την μειο­ψη­φία εντός της Επι­τρο­πής: 
«Πα­ράρ­τη­μα Ι. Επι­τρο­πή του ρω­σι­κού χρέ­ους.1. Θα συ­στα­θεί μια Επι­τρο­πή του ρω­σι­κού χρέ­ους, απο­τε­λού­με­νη από μέλη που θα διο­ρί­σει η ρω­σι­κή Κυ­βέρ­νη­ση, μέλη διο­ρι­σμέ­να από τις άλλες Δυ­νά­μεις και έναν ανε­ξάρ­τη­το Πρό­ε­δρο που θα επι­λε­γεί με συμ­φω­νία με­τα­ξύ των άλλων μελών και εκτός αυτών ή που, αν δεν επι­τευ­χθεί συμ­φω­νία, θα ορι­στεί από την Κοι­νω­νία των Εθνών η οποία θα εκ­φρα­στεί, για πα­ρά­δειγ­μα, μέσω του Συμ­βου­λί­ου της ή του Διε­θνούς Δι­κα­στη­ρί­ου.»

Η επι­τρο­πή θα έχει τη δυ­να­τό­τη­τα να εκ­δώ­σει νέο ρω­σι­κό χρέος για να απο­πλη­ρώ­σει τα πα­λαιά τσα­ρι­κά χρέη και για να απο­ζη­μιώ­σει τους ξέ­νους κε­φα­λαιο­κρά­τες των οποί­ων οι επι­χει­ρή­σεις εθνι­κο­ποι­ή­θη­καν:

«Η Επι­τρο­πή θα έχει τις πα­ρα­κά­τω αρ­μο­διό­τη­τες: α) ρύθ­μι­ση της σύ­στα­σης και της δια­δι­κα­σί­ας των Μει­κτών Διαι­τη­τι­κών Δι­κα­στη­ρί­ων, που πρέ­πει να εγκα­θι­δρυ­θούν σύμ­φω­να με τις δια­τά­ξεις του Πα­ραρ­τή­μα­τος ΙΙ, και επε­ξερ­γα­σία όλων των οδη­γιών που είναι απα­ραί­τη­τες για την δια­σφά­λι­ση της ενό­τη­τας της νο­μο­λο­γί­ας τους, (….)διά­θε­ση των νέων ρω­σι­κών ομολόγων, σύμ­φω­να με τις δια­τά­ξεις του Πα­ραρ­τή­μα­τος ΙΙ, στα πρό­σω­πα που τα δι­καιού­νται δυ­νά­μει των απο­φά­σε­ων των Μει­κτών Διαι­τη­τι­κών Δι­κα­στη­ρί­ων: στους κα­τό­χους πα­λαιών Κρα­τι­κών τί­τλων ή άλλων τί­τλων ή αξιών, σε αντάλ­λαγ­μα των οποί­ων τα νέα ρωσικά ομόλογα πρέ­πει να πα­ρα­δο­θούν, στα πρό­σω­πα που τα δι­καιού­νται λόγω ενο­ποί­η­σης τόκων και απο­πλη­ρω­μής κε­φα­λαί­ου.»

Η επι­τρο­πή, κυ­ριαρ­χού­με­νη από τους πι­στω­τές, έπρε­πε να δια­θέ­τει εξω­φρε­νι­κές εξου­σί­ες που έφτα­ναν ως το να προσ­διο­ρί­ζει ποιοί πόροι της Ρω­σί­ας έπρε­πε να χρη­σι­μο­ποι­η­θούν για την απο­πλη­ρω­μή του χρέ­ους:

«Ορι­σμός, εφό­σον είναι απα­ραί­τη­το, εντός του συ­νό­λου των πόρων της Ρω­σί­ας, εκείνων που θα πρέ­πει ει­δι­κό­τε­ρα να προ­ο­ρι­στούν για την εξυ­πη­ρέ­τη­ση του χρέ­ους. Για πα­ρά­δειγ­μα, μια πα­ρα­κρά­τη­ση επί ορι­σμέ­νων φόρων ή επί δι­καιω­μά­των ή τελών που επι­βάλ­λο­νται στις επι­χει­ρή­σεις στην Ρωσία. Έλεγ­χος, κατά πε­ρί­πτω­ση, αν η Επι­τρο­πή το κρί­νει απα­ραί­τη­το, της εί­σπρα­ξης του συ­νό­λου ή μέ­ρους των πόρων αυτών και δια­χεί­ρι­ση του προ­ϊ­ό­ντος.»

Για τις συ­γκα­λού­σες δυ­νά­μεις, ο στό­χος ήταν να ανα­γκα­στεί η σο­βιε­τι­κή Ρωσία να δε­χτεί την εγκα­θί­δρυ­ση μιας κη­δε­μο­νί­ας βα­σι­σμέ­νης στο πρό­τυ­πο των όσων είχαν επι­βλη­θεί στην Τυ­νη­σία, την Αί­γυ­πτο, την οθω­μα­νι­κή αυ­το­κρα­το­ρία και την Ελ­λά­δα, κατά την διάρ­κεια του δεύ­τε­ρου μισού του 19ουαιώ­να |38|.Σύ­στη­μα που μοιά­ζει επί­σης πάρα πολύ με αυτό που επι­βλή­θη­κε στην Ελ­λά­δα από το 2010.

Το πα­ράρ­τη­μα ΙΙΙ πα­ρεί­χε πλή­ρεις εξου­σί­ες όσον αφορά την έκ­δο­ση του ρω­σι­κού χρέ­ους στην Επι­τρο­πή του χρέ­ους, στην οποία οι σο­βιε­τι­κές αρχές ήταν πε­ρι­θω­ριο­ποι­η­μέ­νες:

«Όλες οι χρη­μα­τι­κές απο­ζη­μιώ­σεις που πα­ρέ­χο­νται μετά από αι­τή­μα­τα κατά της σο­βιε­τι­κής Κυ­βέρ­νη­σης θα ρυθ­μί­ζο­νται με την πα­ρά­δο­ση νέων ρω­σι­κών ομο­λο­γιών για το ποσό που ορί­ζουν τα Μει­κτά Διαι­τη­τι­κά Δι­κα­στή­ρια. Οι όροι υπό τους οποί­ους πα­ρα­δί­δο­νται αυτές οι ομο­λο­γί­ες, καθώς και όλα τα άλλα θέ­μα­τα που γεν­νώ­νται από την με­τα­τρο­πή των πα­λαιών τί­τλων και από τις πρά­ξεις που αφο­ρούν τις νέες εκ­δό­σεις, θα ορι­στούν από την Επι­τρο­πή του ρω­σι­κού χρέ­ους.

2. Τα ομό­λο­γα θα πα­ρά­γουν τόκο του οποί­ου το πο­σο­στό θα ορί­ζε­ται από την Επι­τρο­πή του ρω­σι­κού χρέ­ους.»

Ενώ η σο­βιε­τι­κή κυ­βέρ­νη­ση είχε δη­λώ­σει ευ­θαρ­σώς ότι αρ­νού­νταν να πλη­ρώ­σει τα χρέη που είχαν συ­να­φθεί μετά την 1η Αυ­γού­στου 1914 για την διε­ξα­γω­γή του πο­λέ­μου, το κεί­με­νο του πα­ραρ­τή­μα­τος ΙΙΙ δή­λω­νε: «λόγω της σο­βα­ρό­τα­τη οι­κο­νο­μι­κής κα­τά­στα­σης στην οποία βρί­σκε­ται η Ρωσία, οι λε­γό­με­νες πι­στώ­τριες Κυ­βερ­νή­σεις είναι έτοι­μες να μειώ­σουν το ύψος των πο­λε­μι­κών οφει­λών που η Ρωσία σύ­να­ψε μαζί τους."

Με­τά­φρα­ση από τα γαλ­λι­κά: Christine Cooreman

Ση­μειώ­σεις:

|31| Όταν η Συν­διά­σκε­ψη της Γέ­νο­βας συ­νήλ­θε, η Ένωση Σο­βιε­τι­κών Σο­σια­λι­στι­κών Δη­μο­κρα­τιών δεν είχε ακόμη γεν­νη­θεί. Δη­μιουρ­γή­θη­κε τον Δε­κέμ­βρη του 1922 και δια­λύ­θη­κε τον Δε­κέμ­βρη του 1991. Στην Συν­διά­σκε­ψη της Γέ­νο­βας, η σο­βιε­τι­κή αντι­προ­σω­πεία εκ­προ­σω­πού­σε επί­ση­μα την Ομο­σπον­δια­κή Σο­σια­λι­στι­κή Δη­μο­κρα­τία των Σο­βιέτ της Ρω­σί­ας. Για λό­γους απλο­ποί­η­σης, χρη­σι­μο­ποιού­με τον όρο «σο­βιε­τι­κή Ρωσία».

|32| Γαλ­λι­κά στρα­τεύ­μα­τα κα­τεί­χαν το Ντί­σελ­ντορφ, μια από τις κυ­ριό­τε­ρες πό­λεις της Ρη­να­νί­ας, τον Μάρτη του 1921 (βλ. Carr, T. 3. σ. 345). Από τον Ια­νουά­ριο του 1923 ως τον Ιού­λιο-Αύ­γου­στο του 1925, τα γαλ­λι­κά και βελ­γι­κά στρα­τεύ­μα­τα κα­τεί­χαν την κοι­λά­δα της Ρουρ και τις το­πο­θε­σί­ες βιο­μη­χα­νι­κής πα­ρα­γω­γής της για να οι­κειο­ποι­η­θούν τις πρώ­τες ύλες (άν­θρα­κα, ορυ­κτά) και τα βιο­μη­χα­νι­κά προ­ϊ­ό­ντα εν είδει επα­νορ­θώ­σε­ων που η Γερ­μα­νία αρ­γού­σε να κα­τα­βά­λει. Βλ. https://​fr.​wikipedia.​org/​wiki/​Occup...

|33| Η ανα­γνώ­ρι­ση ενός νέου Κρά­τους είναι είτε ορι­στι­κή – μι­λού­με τότε περί de jure (αυ­το­δί­και­ης) ανα­γνώ­ρι­σης – είτε περί προ­σω­ρι­νής ή πε­ριο­ρι­σμέ­νης ανα­γνώ­ρι­σης – ομι­λού­με τότε περί ανα­γνώ­ρι­ση de facto (εκ των πραγ­μά­των). 
Η Με­γά­λη Βρε­τα­νία ανα­γνώ­ρι­ση την σο­βιε­τι­κή Ρωσία de facto το 1921, και de jure το 1924.

|34Les Documents de la Conférence de Gênes (Τα έγ­γρα­φα της Συν­διά­σκε­ψης της Γέ­νο­βας), Ρώμη, 1922, 336 σελ., σ. IX

|35Όπ.π.

|36Όπ.π.

|37Όπ.π., σ. 13.

|38| Υπεν­θυ­μί­ζου­με πως μια διε­θνής Επι­τρο­πή οι­κο­νο­μι­κής κη­δε­μο­νί­ας για την απο­πλη­ρω­μή του χρέ­ους επι­βλή­θη­κε το 1869 στην Τυ­νη­σία, το 1876 στην Αί­γυ­πτο, το 1881 στην Οθω­μα­νι­κή αυ­το­κρα­το­ρία, και το 1898 στην Ελ­λά­δα.

Ετικέτες