Οι εκλογές σε Γαλλία και Αγγλία δίνουν μια ευκαιρία να δούμε «πού βαδίζει η Ευρώπη».
Μια τάση που διαφάνηκε, είναι η ικανότητα του «κέντρου» να επιβιώνει. Ανασυντίθεται, μετατοπίζεται, αλλάζει, αλλά –όσο δεν προκύπτουν αγώνες τέτοιας κλίμακας που να «γκρεμίζουν» πολιτικά συστήματα– επιβιώνει. Στη Γαλλία, ωφελημένος από την πολιτική κρίση βγήκε ο Μακρόν. Στη Βρετανία, η Τερέζα Μέι συσπείρωσε την (ακρο)δεξιά ψήφο γύρω από το αίτημα για «ισχυρή και σταθερή ηγεσία».
Αλλά η φαινομενική «σταθεροποίηση του κέντρου» είναι υπονομευμένη. Ο Μακρόν και η κοινοβουλευτική πλειοψηφία του είναι οι πλέον «απονομιμοποιημένοι» από τη λαϊκή ψήφο εδώ και δεκαετίες, με την αποχή να σαρώνει. Η Μέι, μπορεί να απορρόφησε τους δεξιούς ευρωσκεπτικιστές του UKIP και να συσπείρωσε τις δεξιές ψήφους, αλλά βγαίνει ταπεινωμένη, έχοντας χάσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Σε αυτό το σαθρό και ρευστό έδαφος, επιμένει να εμφανίζεται η «ζήτηση» για ριζοσπαστική αριστερή πολιτική, μέσα από όποια «χαραμάδα» βρει. Στη Γαλλία, ένα λαϊκό ρεύμα που έδωσε μάχες (Ελ Κομρί, Νουί Ντεμπούτ) το προηγούμενο διάστημα «ακούμπησε» στην υποψηφιότητα Μελανσόν και έδωσε μια σημαντική εκπροσώπηση της «Αριστεράς της Αριστεράς» στην επόμενη Εθνοσυνέλευση. Στη Βρετανία, η «ζήτηση» εκφράστηκε εκτινάσσοντας από το πουθενά τον Τζέρεμι Κόρμπιν στην ηγεσία των Εργατικών και έπειτα φέρνοντάς τον σε απόσταση αναπνοής από την πρωθυπουργία, σε πείσμα ακόμα και του ίδιου του Εργατικού Κόμματος, που έκανε τα πάντα για να τον υπομονεύσει.
Η επιμονή αυτού του «ρεύματος» δείχνει κι ένα δρόμο αντιμετώπισης της ακροδεξιάς. Η απειλή παραμένει και δεν πρέπει να υποτιμηθεί, όπως έδειξαν οι γαλλικές εκλογές. Όμως επίσης διαφάνηκαν δυνατότητες αντιμετώπισής της από τα Αριστερά: Στη Γαλλία, η Λεπέν δεν μονοπώλησε την εργατολαϊκή ψήφο εξαιτίας του Μελανσόν και στις βουλευτικές η Αριστερά έβαλε από κάτω το FN. Στην Αγγλία, απέναντι στην προσπάθεια των Τόριδων να προσελκύσουν τους ψηφοφόρους του UKIP (και του Brexit), υιοθετώντας την ρατσιστική ατζέντα, είχαμε την –εξίσου επιτυχημένη– προσπάθεια των Εργατικών να προσελκύσουν κόσμο του UKIP (και του Brexit), αναδεικνύοντας τα ταξικά ζητήματα.
Το ότι υπάρχουν δυνατότητες, ότι υπάρχει «ζήτηση», δεν αρκεί. Το θέμα είναι και η «προσφορά». Δύο τελείως διαφορετικές περιπτώσεις, το θολό σχήμα της «Ανυπότακτης Γαλλίας» και το βαθιά μεταλλαγμένο κόμμα των Εργατικών, θέτουν το ίδιο ζήτημα: την ανάγκη να χτιστούν άλλου τύπου «εργαλεία», που θα είναι «πολεμικές μηχανές» και όχι «εκλογικοί μηχανισμοί», για να μπορέσει ο κόσμος που διψά για ριζοσπαστική πολιτική και οι πολιτικές δυνάμεις που φιλοδοξούν να τον εκφράσουν να σταθούν αποτελεσματικά σε έναν πολύ σκληρό αγώνα που δεν είναι εκλογικό «σπριντ», αλλά κοινωνικός και πολιτικός «μαραθώνιος»...
Το «ρεύμα Κόρμπιν» και η ταπείνωση μιας επίδοξης «Σιδηράς Κυρίας»
Ήταν τέτοιο το μέγεθος της ανατροπής στις βρετανικές εκλογές, που όποιον και να ρωτήσει κανείς, θα του πει πως η –πρώτη και πρωθυπουργός– Μέι είναι η μεγάλη χαμένη και ο –δεύτερος– Κόρμπιν είναι ο αδιαμφισβήτητος νικητής.
Μέσα σε λίγες εβδομάδες εξανεμίστηκε μια διαφορά 25 μονάδων, το κόμμα που προκήρυξε τις εκλογές για να διευρύνει σημαντικά την πλειοψηφία εδρών του έχασε ακόμα και την απόλυτη πλειοψηφία, ενώ το κόμμα που έμπαινε στη μάχη «για να σώσει όσες έδρες του μπορεί» τελικά τις αύξησε σημαντικά.
Ο «ξοφλημένος» Τζέρεμι Κόρμπιν, που οι «παλιομοδίτικες ιδέες του οδηγούν τους Εργατικούς στην εξαφάνιση», κατόρθωσε όχι μόνο να ανακόψει τη διαρκή εδώ και πάνω από 10 χρόνια πτώση του κόμματος, αλλά να το οδηγήσει σε μια εντυπωσιακή ανάκαμψη σε αντίστοιχα ποσοστά και μεγαλύτερο αριθμό ψήφων από την εκλογική νίκη του 2001. Το «ρεύμα Κόρμπιν» έχει ξεχωριστή σημασία, γιατί αποτέλεσε ένα ηχηρό χαστούκι στην πρακτική και την ιδεολογία του «μπλερισμού», γκρεμίζοντας το μύθο πως οι αριστερές ιδέες είναι μειοψηφικές και περιθωριακές. Όπως εξηγεί σε συνέντευξή του ο σκοτσέζος μαρξιστής Νιλ Ντέιβιντσον:
«Ο ένας λόγος της επιτυχίας είναι πως εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι έγιναν μέλη του Εργατικού Κόμματος τον τελευταίο ενάμιση χρόνο –και πολλοί από αυτούς έγιναν ακτιβιστές και ενεπλάκησαν και στην προεκλογική εκστρατεία. Οπότε είχες ένα σωρό νέους ανθρώπους να κάνουν εκλογική δουλειά για το Εργατικό Κόμμα με έναν τρόπο που το κόμμα είχε να δει εδώ και 10, 15, ακόμα και 20 χρόνια.
Ένας άλλος είναι πως το μανιφέστο των Εργατικών είναι αρκετά αριστερά με βάση τα σημερινά στάνταρ. Δεν θα θεωρείτο ιδιαίτερα αριστερό τη δεκαετία του ’60, αλλά πρέπει να θεωρηθεί αριστερό σήμερα, συγκρινόμενο με τους Εργατικούς του Τόνι Μπλερ. Το μανιφέστο μιλούσε για επανεθνικοποιήσεις, κατάργηση των διδάκτρων, υπεράσπιση του ΕΣΥ κ.ο.κ.
Ειλικρινά, πολλοί άνθρωποι δεν είχαν ξανακούσει ποτέ τους τέτοια πράγματα –ειδικά η νεολαία, που κινητοποιήθηκε πάρα πολύ σε αυτή την προεκλογική μάχη…
Επίσης πιστεύω ότι η Αριστερά υπερεκτίμησε υπερβολικά τη δύναμη του ρατσιστικού αντι-μεταναστευτικού αισθήματος στην ψήφο για Brexit. Υπήρχε μια εκτίμηση ότι επειδή οι άνθρωποι ψήφισαν Brexit, αυτομάτως θεωρούνται ρατσιστές.
Αυτό ήταν πάντοτε μια υπεραπλούστευση. Και είδαμε στις εκλογές ότι πολλοί άνθρωποι που είχαν υποστηρίξει το δεξιό UKIP και ψήφισαν την έξοδο από την ΕΕ, τώρα ψήφισαν Εργατικούς».
Στο αντίπαλο στρατόπεδο, η Τερέζα Μέι, η επίδοξη «νέα Θάτσερ», δέχεται καταιγιστικά πυρά από το ίδιο της το κόμμα και θεωρείται «ετοιμόρροπη» πριν καν σχηματίσει κυβέρνηση. Το ότι βρήκε σανίδα σωτηρίας στο DUP, για να αποκτήσει μια πλειοψηφία εδρών, δεν θα της λύσει τα προβλήματα. Απέτυχε παταγωδώς σε όλους τους στόχους της (να πειθαρχήσει το κόμμα της, να λάβει «ισχυρή νομιμοποίηση» ενόψει των αναταράξεων του Brexit, να εκμηδενίσει τους Εργατικούς), κι έχει μπροστά της όλες εκείνες τις «περιπέτειες» τις οποίες επεδίωκε να αντιμετωπίσει τουλάχιστον ως μεγάλη νικήτρια. Βγαίνει ηττημένη, κι οι «περιπέτειες» παραμένουν μπροστά της.
Η συμμαχία με το DUP εκτός από ανεπαρκής και προβληματική, είναι και αποκαλυπτική. Οι Τόρηδες συμμαχούν με ένα κόμμα που έχει δεσμούς με τις παραστρατιωτικές οργανώσεις φανατικών οπαδών του Στέμματος, που έσπερναν τον τρόμο στη Β. Ιρλανδία σε συμμαχία με το βρετανικό στρατό τις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Ο Κόρμπιν καταγγέλλεται για τις σχέσεις του με τους «τρομοκράτες» του IRA. Οι τρομοκράτες των πιστών στο Στέμμα προφανώς διαφέρουν, είναι «οι δικοί μας τρομοκράτες». Το DUP είναι επίσης ένα κόμμα που θυμίζει Tea Party: Αρνητές της κλιματικής αλλαγής, φανατικά ομοφοβικοί, πολέμιοι των εκτρώσεων, ρατσιστές…
Ο Πύργος της, ταξικής, κόλασης
Σε αυτό το φόντο, η τραγωδία στον Πύργο Γκρένφελ αποτελεί ένα κορυφαίο, αποκαλυπτικό επεισόδιο της γενικότερης κατάστασης στην Αγγλία.
Για την πυρκαγιά έχουν ήδη ειπωθεί όλα. Χρήματα ξοδεύτηκαν για να «ομορφύνει» το εξωτερικό του κτιρίου, για να μη χαλάει τη θέα των πλουσίων διαμερισμάτων που βρίσκονταν γειτονικά. Εξαιτίας αυτού του περιβλήματος, η φωτιά «τύλιξε» τον πύργο σε 15 λεπτά. Φυσικά, δεν είχε ξοδευτεί απολύτως τίποτα για στοιχειώδη πυροπροστασία.
Για την αντίδραση του κρατικού μηχανισμού έχουν επίσης ειπωθεί πολλά. Πυκνώνουν οι οργισμένες καταγγελίες εθελοντών για το ότι οι Αρχές είτε παρεμποδίζουν το έργο τους, είτε είναι ανίκανες να οργανώσουν τη μαζική προσφορά βοήθειας (π.χ. δεκάδες έχουν προσφερθεί να ανοίξουν τα σπίτια τους κι όμως πολλοί ακόμα κοιμούνται στα πατώματα). Πυκνώνουν οι παραλληλισμοί με την αντίδραση του αμερικανικού κρατικού μηχανισμού μετά τον τυφώνα Κατρίνα στη Νέα Ορλεάνη.
Η διαφορά μεταξύ Μέι και Κόρμπιν, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην προεκλογική μάχη, αποτυπώθηκε για άλλη μια φορά εμφατικά. Ενώ ο Κόρμπιν περνούσε ώρες με τα θύματα και τους συγγενείς, ή συζητούσε με τους εθελοντές και τους πυροσβέστες που καταβάλουν υπεράνθρωπες προσπάθειες, η Μέι επέλεξε να συναντηθεί μόνο με την ηγεσία της αστυνομίας και της πυροσβεστικής.
Αλλά το πιο εντυπωσιακό και ενδεικτικό της περιόδου αφορά στις ίδιες τις αντιδράσεις των κατοίκων της γειτονιάς. Επικρατεί η οργή, μαζί με μια ξεκάθαρη αντίληψη της ταξικότητας του ζητήματος. Άλλοι θυμούνται τον Ντίκενς και την «Ιστορία Δύο Πόλεων», άλλοι πολύ πιο ωμά τα βάζουν με τους «posh» (πλούσιοι σνομπ) των ακριβών διαμερισμάτων, άλλοι στιγματίζουν τη χαώδη διαφορά από γειτονιά σε γειτονιά, ανάλογα με το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων («αυτό δεν θα συνέβαινε ποτέ στο Τσέλσι», «αυτό συνέβη γιατί σ’ αυτή τη γειτονιά ζουν εργαζόμενοι, φτωχοί και μη-λευκοί»), άλλοι γενικεύουν ενάντια στο gentrification («είμαστε ανεπιθύμητοι για τους νέους πλούσιους που έρχονται στην περιοχή»), άλλοι ανακαλούν τη γενικότερη υποβάθμιση («ιδιωτικοποίησαν τις βιβλιοθήκες μας, τους δημόσιους χώρους μας…»), όλοι βράζουν από οργή ενάντια στη Μέι και τους Τόρηδες που «δεν τους καίγεται καρφί για τους φτωχούς».
Η ταξική πόλωση που είχε διαφανεί στις εκλογές (εκφρασμένη με τον «παράδοξο» –για την εποχή μας– τρόπο της εντυπωσιακής ανάκαμψης του παραδοσιακού δικομματισμού), αποδεικνύεται βαθύτερη και οι αντιδράσεις του κόσμου του Κένσινγκτον αποτελούν το πιο «ζωντανό» δείγμα της κατάστασης πνευμάτων στην κοινωνία.
Το πλήθος, η μαζικότητα και η μαχητικότητα των κινητοποιήσεων τις τελευταίες μέρες είναι εντυπωσιακά. Εισβολή στο κτίριο του Δημοτικού Συμβουλίου, διαδήλωση στο κέντρο του Λονδίνου, νυχτερινές «λιτανείες» στο δυτικό Λονδίνο, τοπικές διαδηλώσεις που καταλήγουν στους «πλούσιους» δρόμους, με σύνθημα παντού το «No Justice, No Peace» (δεν υπάρχει ειρήνη, χωρίς δικαιοσύνη). Η Τερέζα Μέι, όποτε επιχειρεί να διορθώσει την αρχική γκάφα και να μπει στον κόπο να συναντήσει συγγενείς και θύματα, γίνεται δεκτή με αποδοκιμασίες. Εξίσου εντυπωσιακή είναι η αλληλεγγύη. Οι κάτοικοι της γειτονιάς κάνουν ό,τι μπορούν για να αλληλο-υποστηριχθούν: μαύροι, λευκοί, μουσουλμάνοι συγκεντρώνουν είδη πρώτης ανάγκης, τα καταστήματα των Σιχ στέλνουν μαζικά πράγματα, τα οποία αποθηκεύονται σε τζαμιά κι εκκλησίες, κι εθελοντές τα διανέμουν σε όσους έχουν άμεση ανάγκη.
Ο Τζέρεμι Κόρμπιν ανέδειξε πως οι πλούσιοι επιδίδονται μαζικά στο λεγόμενο land-banking («αποταμίευση γης»), αγοράζοντας ακίνητα, τα οποία μένουν άδεια, και πως υπάρχουν πολλές επιλογές για να στεγαστούν οι κάτοικοι του Γκρένφελ: «Επίταξη, υποχρεωτική εξαγορά, κατάληψη». Τα ταμπλόιντ απομόνωσαν το «κατάληψη» και άρχισαν να σκούζουν ενάντια στην «υποκίνηση του Κόρμπιν στους οπαδούς του να καταλάβουν σπίτια». Ο δεξιός Τύπος δεν χρησιμοποίησε «μονταζιέρα». Πήρε υπόψη του όλο το σκεπτικό του Κόρμπιν κι επιτέθηκε σε αυτό. Η ιδέα μέτρων ενάντια στους πλούσιους για να καλυφτούν οι ανάγκες των φτωχών, σύμφωνα με τις δεξιές εφημερίδες, «αποκαλύπτει τον πραγματικό, τρομακτικό, χαρακτήρα του Κόρμπιν»…
Σαθρό το υπέδαφος της νίκης Μακρόν
Ο Μανούέλ Μακρόν κατόρθωσε τελικά, «πατώντας πάνω στα πτώματα» των παραδοσιακών μεγάλων κομμάτων, να κερδίσει μιαν άνετη πρώτη θέση στον πρώτο γύρο των κοινοβουλευτικών εκλογών και να σχηματίσει μια ακόμα πιο άνετη πλειοψηφία εδρών στο δεύτερο. Όπως εύστοχα έχει γράψει αρκετές φορές ο Μανώλης Κοζαδίνος, ο Μακρόν εκφράζει τη νεοφιλελεύθερη έκφραση της «ξεκουμπίτιδας» (του ρεύματος «ξεκουμπιστείτε!» που κυριαρχεί στη γαλλική κοινωνία ενάντια στο πολιτικό προσωπικό), επιστρατεύοντας στις κάλπες την (εύπορη και νεοφιλελεύθερη) «κοινωνία των πολιτών». Συσπείρωσε γύρω του μεσοστρώματα και επιχειρεί να γίνει ο πυλώνας «ανασύνθεσης» του ακραίου κέντρου.
Ωστόσο, πέρα από κάποιους ιδεολογικούς ταλιμπάν του νεοφιλελευθερισμού που γράφουν για «τσουνάμι Μακρόν», ακόμα κι ο πιο φανατικός οπαδός του νεαρού γιάπη, αν είναι στοιχειωδώς έντιμος, θα αποδεχτεί πως η μεγάλη είδηση ήταν η σαρωτική αποχή.
Ο Μακρόν «θριαμβεύει» κουβαλώντας ήδη μια σειρά από αρνητικά ρεκόρ στην πλάτη του. Για πρώτη φορά καταγράφηκαν τέτοια ποσοστά αποχής και «άκυρης» ψήφου σε δεύτερο γύρο προεδρικών εκλογών. Για πρώτη φορά η αποχή στις βουλευτικές φτάνει στα επίπεδα του 52% στον πρώτο γύρο και 58% στο δεύτερο. Αξίζει να σημειωθεί και ότι ένα 10% επί των ψηφισάντων στο δεύτερο γύρω έριξε άκυρο-λευκό. Για πρώτη φορά από τότε που καθιερώθηκε οι βουλευτικές εκλογές να έπονται άμεσα των προεδρικών, η πολιτική παράταξη του νικητή συγκεντρώνει λιγότερες ψήφους από όσες είχε λάβει στις προεδρικές. Μελετώντας τον πρώτο γύρο (που προσφέρεται για ασφαλέστερα συμπεράσματα, πριν τεθούν τα «διλήμματα» του δεύτερου), η συμμαχία του Μακρόν κέρδισε ένα 15,4% επί των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων. Σε κοινωνικό επίπεδο, ίσως πρόκειται για την πλέον απονομιμοποιημένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία σε ένα εξαιρετικά απονομιμοποιημένο κοινοβούλιο.
Η κοινή συνισταμένη της μεγάλης αποχής και της νίκης Μακρόν είναι η επιτάχυνση της αποσύνθεσης των κομμάτων του δικομματισμού. Το ένα σημείο είναι η υποχώρησή τους σε σχέση με τα ήδη άσχημα αποτελέσματα των προεδρικών. Το δεύτερο είναι η κατάρρευσή τους σε σχέση με τις κοινοβουλευτικές του 2012.
Η Δεξιά και οι σύμμαχοί της εκλέγουν 137 έδρες (από 229 το 2012), ενώ οι Σοσιαλιστές και οι σύμμαχοί τους εκλέγουν 44 (από 331)! Οι παραδοσιακοί, ισχυροί, τοπικοί, ριζωμένοι «μηχανισμοί» αποδείχθηκαν αδύναμοι να ανακόψουν σχετικά την τάση κατάρρευσης.
Όσον αφορά την «Αριστερά της Αριστεράς», είχε να αντιμετωπίσει, εκτός από τη σχετική αντοχή κάποιων τοπικών μηχανισμών του ΣΚ, την πολυδιάσπαση, αλλά και την έλλειψη (ιδίως όσον αφορά την Ανυπότακτη Γαλλία, που αναδείχθηκε ο «μεγάλος παίχτης» στην Αριστερά) των δικών της «μηχανισμών», που οφείλουν να είναι πολύ διαφορετικοί από αυτούς των αστικών κομμάτων, αλλά που παραμένουν αναντικατάστατοι. Έπεσε και αυτή θύμα της μαζικής αποχής, καθώς είδε μόλις 2,5 εκατομμύρια ψηφοφόρους να πηγαίνουν στην «Ανυπότακτη Γαλλία» και άλλους 600.000 στο ΚΚΓ (από τα 7,5 εκατομμύρια του Μελανσόν). Όποιος δεν παρασύρθηκε από την ευφορία των προεδρικών και όποιος έχει την τάση να συγκρίνει όμοιες στο χαρακτήρα εκλογικές αναμετρήσεις για να αποκτήσει πληρέστερη εικόνα θα δει πως –παρά τα προβλήματα– η «Αριστερά της Αριστεράς» έκανε βήματα μπρος σε σχέση με το 2012. Οι 1.790.000 ψήφοι και το 6,9% του Μετώπου της Αριστεράς στον πρώτο γύρο του 2012, έγινε ένα άθροισμα 3.100.000 ψήφων και 13,75% από την Ανυπότακτη Γαλλία και το ΚΚΓ. Μετά τον δεύτερο γύρο, οι 10 έδρες του Μετώπου το 2012 έγιναν αθροιστικά 27 φέτος.
Τα αποτελέσματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς έχουν την αξία τους πάντα σε σύγκριση με αυτά του Εθνικού Μετώπου. Εκεί τα νέα είναι καλά. Το FN έπεσε (επίσης) θύμα της αποχής, στάθηκε (επίσης) ανίκανο να ανταπεξέλθει στις δυσκολίες της μάχης των κοινοβουλευτικών και δεν κεφαλαιοποίησε την επιτυχία των προεδρικών στο βαθμό που θα ήθελε. Ενώ οι νηφάλιες εκτιμήσεις προέβλεπαν 20-25 έδρες (για να μη μιλήσουμε για τις πλέον υπερβολικές), τελικά εκλέγει 8 βουλευτές. Δεν πρέπει να υποτιμηθεί ότι συνεχίζει τη «μακρά κι υπομονετική» πορεία του (από 2 βουλευτές το 2012). Αλλά κάποια στοιχεία έχουν ενδιαφέρον: Στον πρώτο γύρο, υποχώρησε σε ψήφους σε σχέση με τις βουλευτικές του 2012 (από 3.500.000 σε 3.000.000) και είδε το ποσοστό του να παραμένει στάσιμο (από 13,6% σε 13,2%).
Το αρνητικό είναι πως βελτίωσε τις τύχες του στον δεύτερο γύρο, κατορθώνοντας να πάει πολύ καλύτερα σε ψήφους και έδρες σε σχέση με το 2012 (η τάση «απενοχοποίησης» της ψήφου στο FN για την οποία γράψαμε και στις προεδρικές), να εκλέξει τη Λεπέν πανηγυρικά βουλευτή (είχε αποτύχει το 2012). Το θετικό είναι πως αντιστράφηκε η εικόνα και των προεδρικών του 2017, αλλά και του πρώτου γύρου των κοινοβουλευτικών του 2012, με το άθροισμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς να κατορθώνει να «βάλει από κάτω» τις ψήφους και τα ποσοστά των κρυπτοφασιστών, που έχουν κι αυτοί μάλλον αρκετό δρόμο να διανύσουν στο «χτίσιμο/ρίζωμα» δύναμης.
Φυσικά το ίδιο ισχύει και για την Αριστερά. Είναι μια κουβέντα που ανοίξαμε τις μέρες της ευφορίας για το σκορ του Μελανσόν, αλλά κυρίως είναι μια κουβέντα που απασχολεί πλέον και πολλούς ακτιβιστές της Ανυπότακτης Γαλλίας.
*Αναδημοσίευση από την «Εργατική Αριστερά», φ. 386 (21/6/17)