«Προέχει η προετοιμασία των δυνάμεων…»

Με την κυκλοφορία των 3 φυλλαδίων με τις εισηγήσεις της ΚΕ άρχισε η επί της ουσίας συζήτηση για το 21ο συνέδριο του ΚΚΕ. 

Οι επεξεργασίες του ΚΚΕ πρέπει να αντιμετωπίζονται με σοβαρότητα και υπευθυνότητα. Διαθέτει μια σημαντική επιρροή μέσα στην εργατική τάξη και το πιο σημαντικό είναι ότι η επιρροή αυτή στηρίζεται σε οργανωμένη σχέση και όχι σε μια χαλαρή «συνήθεια» ψήφου. Με την έννοια αυτή το τι συζητάει το ΚΚΕ και το προς τα πού στρέφεται, έχει ιδιαίτερη σημασία ακόμα και για όσους διαφωνούμε με την πολιτική του. 

Τα κείμενα υπογραμμίζουν ότι η συζήτηση διεξάγεται μέσα σε συνθήκες «δυσμενείς». Η ΚΕ του ΚΚΕ διατυπώνει μάλιστα την εκτίμηση ότι οι συνθήκες πιθανότατα θα γίνουν «δυσμενέστερες». Η αίσθηση αυτή δεν είναι δυνατόν να αντικρουστεί με έναν τρόπο που έχει γίνει εύκολη συνήθεια: με το να διαλέγει κανείς ένα παράδειγμα ή ένα παραδειγματάκι από τη δράση του, να το μεγεθύνει και να προσπαθεί να στηρίξει τεχνητά μια γενικόλογη αισιοδοξία για την κατεύθυνση των εξελίξεων. Αυτό δεν μπορεί πλέον να είναι πειστικό για σοβαρά τμήματα του εργαζόμενου κόσμου. 

Όμως η ιστορία του ντόπιου και διεθνούς εργατικού κινήματος αποδεικνύει ότι οι σύνθετες, οι δύσκολες, οι «δυσμενείς» συνθήκες, καθόλου δεν αποκλείουν την πιθανότητα για σοβαρά ανοδικά άλματα του εργατικού κινήματος, για μεγάλες πολιτικές αντεπιθέσεις της Αριστεράς. Για την ακρίβεια, είναι μέσα σε συνθήκες κρίσης, σε συνθήκες δυσμενείς, σε συνθήκες που δεν λειτουργούσε πλέον ομαλά η καπιταλιστική «κανονικότητα», που έγιναν όλα τα μεγάλα ανοδικά βήματα.

Το πρόβλημα δεν είναι ότι το ΚΚΕ εκτιμά –και σωστά κάνει– ως δυσμενείς και σύνθετες τις συνθήκες μέσα στις οποίες παλεύουμε σήμερα. Το πρόβλημα είναι ότι δεν ανιχνεύει ένα συγκεκριμένο δρόμο εξόδου από αυτές τις συνθήκες, δεν αναλαμβάνει την ευθύνη να προτείνει μια συγκεκριμένη καθοδηγητική γραμμή προς την ανατροπή του δυσμενούς πλαισίου έντασης της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης, που έχει επιβληθεί πάνω στην εργατική τάξη και τη νεολαία, πάνω στον κόσμο μας, τουλάχιστον όσον αφορά στον παρόντα πολιτικό χρόνο. 

Οι εισηγήσεις είναι διαποτισμένες από το εσωστρεφές πνεύμα μιας «προετοιμασίας των δυνάμεων» για το εάν και όποτε αλλάξουν οι συνθήκες. Είμαστε οι τελευταίοι που θα αμφισβητήσουμε την αξία της μορφωτικής δουλειάς, της εκπαίδευσης νεότερων στελεχών, της καλύτερης δυνατής διάταξης των καθοδηγητικών δυνάμεων κ.ο.κ. Όμως αυτά είναι τα απαραίτητα κομματικά συμπληρώματα που, ενώ μπορούν να κάνουν τη διαφορά δίπλα σε μια σωστή κεντρική πολιτική γραμμή, δεν είναι ποτέ ικανά να υποκαταστήσουν την έλλειψή της. Και αν αυτό είναι μικρό πρόβλημα, και συχνά το πιο χαρακτηριστικό, σε μια περιορισμένη γκρούπα, είναι μεγάλο πρόβλημα, που αναπόφευκτα επιφέρει συνέπειες, σε ένα μαζικό εργατικό κόμμα. 

Κρίση-Ανταγωνισμοί-Κίνδυνοι

Το ΚΚΕ σωστά εντοπίζει το ξέσπασμα, μέσα στο 2020, του δεύτερου μεγάλου κύματος της οικονομικής κρίσης του παγκόσμιου καπιταλισμού, μετά το πρώτο κύμα του 2008-09, όπως και τον αναιμικό χαρακτήρα της «ανάκαμψης» στο μεσοδιάστημα («ελάχιστες καπιταλιστικές οικονομίες πέρασαν σε επίπεδο ανάπτυξης μεγαλύτερο από εκείνο προ της κρίσης»). Σωστά εκτιμά και τις διαστάσεις της κρίσης του ’20: «η νέα διεθνής οικονομική κρίση, παρουσιάζει μεγαλύτερο βάθος από την προηγούμενη του 2008-09, το μεγαλύτερο μεταπολεμικά». Επίσης σωστά εκτιμά ότι η υγειονομική κρίση λειτουργεί ως επιταχυντής της οικονομικής κρίσης, αλλά δεν είναι η αιτία της. 

Έτσι διαχωρίζεται από όλους εκείνους που βιάστηκαν να σαλπίσουν το τέλος της κρίσης το 2018, και να εναποθέσουν τις ελπίδες τους σε μια μακρά περίοδο ομαλότητας και αντιμνημονιακών μεταρρυθμίσεων που τάχα θα ακολουθούσε. Διαχωρίζεται επίσης από εκείνους που προβλέπουν ότι η έξοδος από την πανδημία θα πυροδοτήσει μια γρήγορη ή και αστραπιαία «ανάκαμψη», με αποτέλεσμα να εναποθέτουν ξανά τις ελπίδες τους σε μια παρατεταμένη περίοδο ομαλότητας και μεταρρυθμίσεων. Το ΚΚΕ προειδοποιεί ότι η απληστία και η επιθετικότητα του κεφαλαίου αφορά μακρά περίοδο και ότι το μόνο που μπορεί να την αντιμετωπίσει είναι μια γενικευμένη άνοδος του εργατικού κινήματος. 

Έτσι οι εισηγήσεις του ΚΚΕ στέκονται αξιοπρεπώς και απέναντι στις τάχα μεγάλες συζητήσεις στο εσωτερικό των συστημικών δυνάμεων (επιμονή στο νεοφιλελευθερισμό ή στροφή σε κεϊνσιανισμό; Επιμονή στην παγκοσμιοποίηση ή στροφή στον προστατευτισμό; Επάνοδος στο Σύμφωνο Σταθερότητας ή παράτασης της δημοσιονομικής χαλάρωσης;  κ.ο.κ.) προειδοποιώντας για τις δυνατότητες των καθεστωτικών θεσμών να συνδυάζουν διαφορετικά στοιχεία από όλα αυτά μέσα στην πολιτική τους. 

Περνώντας στις γεωπολιτικές αντιπαραθέσεις στο σύγχρονο κόσμο, η ΚΕ του ΚΚΕ βάζει τη θέση (και μάλιστα σε τίτλο!): «Η μάχη ΗΠΑ-Κίνας για την πρωτοκαθεδρία στο ιμπεριαλιστικό σύστημα». Παρακάτω στο κείμενο, εντοπίζει την αναβάθμιση των φιλοδοξιών της Ρωσίας του Πούτιν (που παραμένει ισχυρή πυρηνική πολεμική δύναμη), αν και προειδοποιεί ότι «η Ρωσία βρίσκεται στα πρόθυρα καπιταλιστικής κρίσης». Για πρώτη φορά σε κείμενα του ΚΚΕ διαπιστώνουμε τόσο απερίφραστα τη (σωστή) εκτίμηση ότι η Κίνα και η Ρωσία είναι ιμπεριαλιστικές χώρες! Έχει πολιτική σημασία το συμπέρασμα που βγάζει η ΚΕ του ΚΚΕ: «(διαμορφώνονται) μεγάλες συγχύσεις σχετικά με το χαρακτήρα της σημερινής Κίνας, της Ρωσίας και άλλων. Αυτό μπορεί να επιφέρει τραγικές συνέπειες στη στάση τους στο ζήτημα του πολέμου στην εποχή του ιμπεριαλισμού, όπου το κομμουνιστικό κίνημα, έχοντας σταθερό μέτωπο ενάντια στα ιμπεριαλιστικά κέντρα των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ, δεν θα πρέπει να συρθεί στο πλευρό κανενός καπιταλιστικού κράτους ή ιμπεριαλιστικού κέντρου». 

Μέσα στην ελληνική Αριστερά, όπου εξακολουθούν να υπάρχουν πολλοί κρυπτο-θαυμαστές κυρίως της Ρωσίας και δευτερευόντως της Κίνας, ας μας επιτραπεί να υπογραμμίσουμε ότι το ΚΚΕ μάλλον γνωρίζει καλύτερα απ’ όλους τις πραγματικότητες της σημερινής Ρωσίας. 

Αναλύοντας τους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς, το ΚΚΕ προειδοποιεί για τον κίνδυνο πολεμικών αναμετρήσεων σε πολλές περιοχές, συμπεριλαμβανομένης της Ανατολικής Μεσογείου. 

Όμως φτάνοντας σε αυτό το καυτό ζήτημα, στους ελληνοτουρκικούς ανταγωνισμούς, η ΚΕ του ΚΚΕ με τέχνη γυρίζει το χαρτί της «ορθοδοξίας» που κρατά απέναντι σε απομακρυσμένες συγκρούσεις. Όχι στο γενικό ιδεολογικό επίπεδο, όπου παραμένει ένας αποδεκτός προσανατολισμός: Ο χαρακτηρισμός του ανταγωνισμού ορίζεται ως «ενδοϊμπεριαλιστικός», μιας και τον καθοδηγούν οι αστικές τάξεις στις δύο όχθες του Αιγαίου. Η διεθνιστική αλληλεγγύη μεταξύ των εργατών της Ελλάδας και της Τουρκίας ορίζεται ως αναγκαία. Το ΚΚΕ δηλώνει ότι θεωρεί καθήκον του να παρέμβει ώστε μια πιθανή κρίση συνδεδεμένη με έναν τυχόν πόλεμο, να μετατραπεί σε επαναστατική κρίση. Μόνο που αυτός ο προσανατολισμός υπονομεύεται απολύτως από δυο πιο συγκεκριμένες θέσεις:

α) «Στην ένταση των τουρκικών διεκδικήσεων έναντι των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων συμβάλει η Νατοϊκή και Ευρωενωσιακή στήριξη της Τουρκίας». Είναι μια θέση που αρνείται την πραγματικότητα της στήριξης των ελληνικών θέσεων σχετικά με τις ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο, μέσω του σχεδίου East Med, από τις ΗΠΑ και την ΕΕ, που τάσσονται ανοιχτά με τον «άξονα» Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ-Αιγύπτου. Είναι επίσης μια θέση που συμβάλει στην προσπάθεια των ελληνικών καθεστωτικών δυνάμεων να παρουσιάσουν την πολιτική τους ως «αμυνόμενη». Έτσι ο αντιιμπεριαλισμός του ΚΚΕ παραμένει αιχμηρός σε κάθε άλλη γωνιά του πλανήτη, εκτός από το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. 

β) Το ΚΚΕ «υπερασπίζει τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας από τη σκοπιά της εργατικής τάξης και του σοσιαλισμού». Μόνο που η διαμάχη για τα «κυριαρχικά δικαιώματα» στην Ανατολική Μεσόγειο γίνεται εδώ και τώρα, υπό την καθοδήγηση των δύο ανταγωνιζόμενων κυρίαρχων τάξεων και με προφανείς μεγάλους κινδύνους για τους λαούς. Σε αυτή τη συγκεκριμένη σύγκρουση θα όφειλε να πάρει θέση το ΚΚΕ και όχι να ρίχνει το μελάνι της… προοπτικής του σοσιαλισμού. Στο σοσιαλισμό, άλλωστε, άλλα θέματα θα θεωρούνται «κυριαρχικά δικαιώματα» από ό,τι σήμερα, άλλες δυνάμεις και με άλλες μεθόδους θα τα διεκδικούν ή θα τα διαπραγματεύονται. Παρεμπιπτόντως, αυτός ο ιδεολογικός φερετζές εξαφανίζεται στα κείμενα των απόστρατων αξιωματικών (που δημοσιεύει ο «Ριζοσπάστης») που καλούν σε συσπείρωση στο ΚΚΕ, γιατί «είναι το κόμμα που υποστηρίζει πιο σταθερά απ’ όλους τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας». Χωρίς τις περιττές περικοκλάδες από ποια σκοπιά, σε τι προοπτική και τα ρέστα. 

Εργατική τάξη – Προοπτικές

Είναι ίσως το πιο σημαντικό τμήμα των κειμένων γιατί σε αυτό το σημείο οι εμπειρίες του ΚΚΕ έχουν εκπαιδευτική σημασία για όλους. 

Οι θέσεις για την κατάσταση της εργατικής τάξης στην Ελλάδα εντοπίζουν τις δυσμενείς αλλαγές μέσα στην τελευταία δεκαετία. Δυστυχώς, κάποιες από τις χειρότερες σημαδεύονται από την ευθύνη ή την ανοχή της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. 

Υπογραμμίζεται ότι ο μέσος μεικτός μισθός (ο πιο αποκαλυπτικός δείκτης για την αμοιβή της εργασίας) έχει μειωθεί από τα 1.255 ευρώ το 2010, στα 960 ευρώ σήμερα. Ότι η πλήρης απασχόληση, που το 2015 βρισκόταν στο 54,47%, είχε υποχωρήσει το 2019 (όταν ο ΣΥΡΙΖΑ παρέδωσε την εξουσία στη ΝΔ) στο 45,66%, ενώ το 2017 και 2018 (επί της «ριζοσπάστριας» Αχτσιόγλου στο Υπ. Εργασίας) το άθροισμα της «μερικής» και της «εκ περιτροπής» απασχόλησης, έγινε για πρώτη φορά πλειοψηφικό μέσα στο σύνολο των νέων προσλήψεων. Σημειώνεται η διατήρηση της πραγματικής ανεργίας σε υψηλά επίπεδα και η διαβρωτική επίδραση του νόμου Κατρούγκαλου στις προοπτικές του Ασφαλιστικού («αυτόν το νόμο θα εφαρμόσει επιθετικά η ΝΔ, θωρακίζοντάς τον με επιπρόσθετες διατάξεις»). Δίνεται έμφαση στο να αναδειχθεί «ο χαμηλός βαθμός οργάνωσης της εργατικής τάξης, που βρίσκεται σε ιστορικά κατώτατο σημείο». Η ΚΕ του ΚΚΕ εκτιμά –και σωστά– ότι αυτές «οι αρνητικές αλλαγές στο εσωτερικό της εργατικής τάξης… επιδρούν στην ενότητα και στην κοινή της πάλη, στη διαμόρφωση ταξικής πολιτικής συνείδησης, στη στάση της απέναντι σε αστικές κυβερνήσεις…». 

Μέσα σε αυτό το δύσκολο τοπίο, το ΚΚΕ δηλώνει ότι διατηρεί μια επιρροή της τάξης του 20% μέσα στο οργανωμένο συνδικαλιστικό κίνημα. Το κρίσιμο ερώτημα που τίθεται είναι τι πρέπει να κάνει αυτό το δυναμικό για να επηρεάσει μια συνολικότερη αγωνιστική ανάκαμψη, μια κλιμάκωση της αντίστασης της εργατικής τάξης απέναντι στις αντιμεταρρυθμίσεις. 

Ο επίμονος αναγνώστης θα βρει μέσα στις εισηγήσεις της ΚΕ κάποια σημεία που φαίνεται να ενθαρρύνουν «ανοίγματα» προς την κατεύθυνση αυτή: «όταν διαμορφώνονται όροι μικρότερης ή μεγαλύτερης κινητοποίησης γύρω από οξυμένα προβλήματα, τα μέλη του Κόμματος πρωτοστατούν και παρεμβαίνουν, ακόμα και όταν αναπτύσσονται από φορείς και συσπειρώσεις όπου εμείς δεν έχουμε την πλειοψηφία ή δεν έχουμε εκπροσώπους». 

Όμως θα βρει και το αμέσως αντίθετο. Γενικές ιδεολογικές θέσεις (ειδικά στο πρώτο φυλλάδιο) που λειτουργούν ως αυτοπεριοριστικό χειρόφρενο και μάλιστα άτσαλα: «Η δράση μας… έρχεται αντιμέτωπη με την αντικειμενική πίεση που ασκούν εργατικές-λαϊκές αλλά και μικροαστικές δυνάμεις, για λύσεις εδώ και τώρα, για απόσπαση κατακτήσεων(!)» (σελ. 25), ή το ακόμα σκληρότερο: «Πρέπει να συνειδητοποιηθεί συνολικά ότι… δεν είναι ρεαλιστικό να ανατραπούν στρατηγικές επιλογές του καπιταλισμού χωρίς να έχουν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις επαναστατικής κατάστασης…». Η δήλωση ότι η απαίτηση των εργατών για «απόσπαση κατακτήσεων» αποτελεί πιθανότατα αποτέλεσμα πίεσης «μικροαστικών δυνάμεων» και η διακήρυξη ότι σημαντικές ανατροπές είναι εφικτές μόνο υπό την προϋπόθεση της «επαναστατικής κατάστασης» είναι θέσεις πρωτοφανείς για ένα μαζικό εργατικό κόμμα, έρχονται σε αντίθεση με την ιστορία του εργατικού κινήματος, συμπεριλαμβανομένης της ιστορίας του ΚΚΕ. Σημαντικές κατακτήσεις των εργατών «αποσπάστηκαν» με σκληρούς εργατικούς αγώνες μεν, αλλά σε περιόδους που δεν ήταν πάντα ή και συνήθως «επαναστατικές». 

Τι απομένει ως κεντρική κατεύθυνση δράσης, αν κηρύξουμε τη διεκδίκηση σημαντικών κατακτήσεων ως «μη ρεαλιστική», μέσα στην παρατεταμένη περίοδο που βρίσκεται μπροστά μας; Αυτό που η ΚΕ του ΚΚΕ προβάλει είναι η «οργανωμένη απειθαρχία». Η οργανωμένη επίδειξη δύναμης του ΠΑΜΕ και του ΚΚΕ στη φετινή Πρωτομαγιά λειτούργησε θετικά, αλά μόνο μέσα στις ειδικές συνθήκες της πανδημίας. Αν αυτό γενικευθεί, αν προταθεί ως το «μοντέλο» για τις συνθήκες που θα έρθουν μετά το άνοιγμα της κοινωνίας, συνιστά συνταγή αδιέξοδης αυτοαναφορικότητας. 

Αυτά τα διλήμματα δεν αφορούν μόνο τη δράση μέσα στο εργατικό κίνημα, αναπαράγονται και μάλιστα ενισχυμένα, μέσα στο γενικότερο πολιτικό αγώνα. Οι εισηγήσεις περιγράφουν γενικά σωστά την πολιτική της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ. Εξηγούν τα όρια του ανταγωνισμού μεταξύ τους, αλλά και τις ουσιαστικές συγκλίσεις τους. Εντοπίζουν την ένταση που θα έχει μια γενική τάση να ξεφορτωθούμε τη ΝΔ του Μητσοτάκη, αλλά και την αντίρροπη πιθανότητα «μιας κυβέρνησης ευρύτερης πολιτικής στήριξης, στο όνομα των μελλοντικών πιθανών “έκτακτων καταστάσεων”». 

Εντύπωση προκαλεί η έκταση της επίθεσης της ΚΕ του ΚΚΕ στην πέραν του ΣΥΡΙΖΑ ριζοσπαστική Αριστερά, που αποκαλείται συλλήβδην «οπορτουνιστικός χώρος», παρότι υπογραμμίζεται η εκτίμηση ότι ο χώρος αυτός βρίσκεται σε «οργανωτική πορεία αποσύνθεσης». Οι γνωστές «συζητήσεις» κάποιων στελεχών του ΚΚΕ με άτομα του χώρου της ριζοσπαστικής/αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, ενώ συλλογικά οικοδομεί «υγειονομική ζώνη», δεν είναι γνώρισμα πολιτικής τακτικής, αλλά ψαρέματος και μάλιστα στα θολά. 

Το βασικό πρόβλημα παραμένει ότι το ΚΚΕ δεν λέει με σαφήνεια το πώς θα χειριστεί την επερχόμενη πολιτική περίοδο. Οι κίνδυνοι είναι προφανείς. Η σκλήρυνση της πολιτικής Μητσοτάκη στο φετινό Πολυτεχνείο, έκανε αναγκαία την «πρωτοβουλία» του κοινού κειμένου ΚΚΕ-ΣΥΡΙΖΑ-ΜΕΡΑ25, αλλά και τη διαδικασία συλλογής ευρύτερων υπογραφών στην έκκληση για την υποστήριξη του δικαιώματος στην ελεύθερη διαδήλωση. Η πρωτοβουλία αυτή ήταν ένα απομονωμένο επεισόδιο; Ήταν βοηθητική ή, ίσως, επιζήμια; Πώς σκοπεύει να αντιδράσει το ΚΚΕ όταν θα γενικευτεί η πίεση από την πλευρά του Μητσοτάκη, αλλά και από την πλευρά του Τσίπρα, που θα θέλει να διοχετεύσει όλη την ενέργεια των αντιστάσεων στα όρια της διεκδίκησης μιας περιορισμένης εναλλαγής στην κυβερνητική εξουσία;

Το ΚΚΕ έχει πρόσφατη πείρα για το βάρος που μπορούν να αποκτήσουν αυτά τα πολιτικά ερωτήματα. Στην αρχή της πολιτικής θύελλας του 2010-12 το ΚΚΕ είχε αισθητά μεγαλύτερες και πολύ πιο οργανωμένες δυνάμεις από τον ΣΥΡΙΖΑ. Στις εκλογές του Μάη του 2012 βρέθηκε αισθητά πίσω και ένα μήνα μετά, στις εκλογές του Ιούνη του 2012 είδε τη μισή του εκλογική επιρροή να «μετακομίζει» αιφνιδίως προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Μια πολυετής προσπάθεια «προετοιμασίας των δυνάμεων» γύρισε σε μια βαθιά πολιτική ήττα, ακριβώς γιατί το ΚΚΕ έφτανε μπροστά σε μια κρίσιμη αναμέτρηση χωρίς σαφή πολιτική γραμμή. 

Το ΚΚΕ, με το σύνολο των επεξεργασιών του, έχει (σωστά) απορρίψει πλέον τη γραμμή του 6ου και 7ου συνεδρίου της Κομιντέρν, που εγκατέστησε μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα τη γραμμή των συμμαχιών με τα αστικά-δημοκρατικά κόμματα, είτε στο όνομα ενός γενικόλογου «αντιφασισμού», είτε στο όνομα της «εθνικής ανασυγκρότησης», οδηγώντας στις κυβερνήσεις Εθνικής Ενότητας στην Ευρώπη του 1945. Δυστυχώς έχει επεκτείνει αυτή την απόρριψη και προς τη γραμμή του 3ου και 4ου συνεδρίου της Κομιντέρν, όπου η Διεθνής (ζώντος του Λένιν) επεξεργάστηκε τη γραμμή για το εργατικό Ενιαίο Μέτωπο και το συνδεδεμένο με αυτό Μεταβατικό Πρόγραμμα, όπου συνδυάζεται η αποτελεσματική δράση σε συνθήκες μη-επαναστατικές, με τη διεκδίκηση της μετάβασης σε επαναστατικές συνθήκες, όπου θα μπορεί με αυθεντικό τρόπο να τεθεί το ζήτημα της εξουσίας. Η απόρριψη αυτής της παράδοσης, που ταιριάζει γάντι στις σημερινές συνθήκες, αφήνει το ΚΚΕ ως ένα «κόμμα παντός καιρού», αλλά ενός καιρού παρατεταμένης αυτοαναφορικής «προετοιμασίας δυνάμεων». Που στα μάτια πλατιών τμημάτων της εργατικής τάξης, που σήμερα δοκιμάζονται άγρια μέσα στις «δυσμενείς συνθήκες», μπορεί εύκολα να γίνει αντιληπτή ως μια γραμμή πολιτικής παθητικότητας. 

Έχουμε την εντύπωση ότι στο ΚΚΕ αισθάνονται αυτόν τον κίνδυνο. Στο πρώτο φυλάδιο περιλαμβάνεται μια «ξεκάρφωτη» προειδοποίηση για την πιθανότητα μιας νέας εσωκομματικής κρίσης: «Η ιδεολογικοπολιτική ενότητα στο Κόμμα είναι κατακτημένη σήμερα περισσότερο από κάθε προηγούμενη περίοδο, όμως δεν πρέπει να εφησυχάζουμε. Να μην ξεχνάμε ότι αυτό εκτιμούσαμε και άλλες φορές και σε διάφορες φάσεις, όμως αυτό που επιβεβαιώθηκε είναι η εκτίμηση ότι δεν πρέπει να υπάρχει κανένας εφησυχασμός». 

Στο ΚΚΕ η έννοια του «κόμματος παντός καιρού» έχει ταυτιστεί με μια παρατεταμένη (ήδη υπερδεκαετή!) περίοδο «προετοιμασίας των δυνάμεων» για όταν αλλάξουν οι συνθήκες, για όταν η κατάσταση μετατραπεί σε επαναστατική. Όμως όπως έλεγε κι ένα παλιότερο τραγούδι, υπάρχει ο κίνδυνος να μην έρθει ποτέ αυτή η επαναστατική κατάσταση «από μονάχη της – Έτσι νέττη σκέτη – Αν δεν κάνουμε κάτι κι εμείς». 

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες