Στις πρόσφατες ψηφοφορίες για τον προϋπολογισμό του Μητσοτάκη στη Βουλή, οι αμυντικές δαπάνες αναδείχθηκαν και πάλι ως πεδίο οικοδόμησης συναινέσεων.
Το ΚΙΝΑΛ της Φώφης Γεννηματά μαζί με τους ακροδεξιούς του Βελόπουλου υπερψήφισαν το εξοπλιστικό πρόγραμμα της ΝΔ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΜΕΡΑ25 προτίμησαν το αμήχανο «παρών», αποφεύγοντας να πουν ένα καθαρό «όχι». Η «Καθημερινή» πανηγύρισε –με ειδικό άρθρο της– την «υπεύθυνη» στάση του Αλ. Τσίπρα, αλλά και την απάντηση του Κυρ. Μητσοτάκη: «Σημείωσα την προσφορά συναίνεσης στα ζητήματα των αμυντικών δαπανών και την αποδέχομαι…». Η προϋπηρεσία του Αλ. Τσίπρα στην καθεστωτική διακυβέρνηση έχει διδάξει την ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ ότι στα ζητήματα των πολεμικών δαπανών δεν επιτρέπονται και πολλά «πολιτικά παιχνίδια», δεν υπάρχουν περιθώρια για πολιτικά αρχών.
Οι βουλευτές του ΚΚΕ –ευτυχώς!– ψήφισαν «όχι», διατηρώντας και στα ζητήματα των εξοπλισμών τη συνολικότερη απορριπτική στάση τους απέναντι στον προϋπολογισμό της ΝΔ. Το ΚΚΕ ως κόμμα έχει την ενημέρωση και πληροφόρηση, αλλά και την πολιτική δυνατότητα να κάνει τις «συνδέσεις» που επιβάλουν σήμερα ως απαραίτητη την απορριπτική στάση στα νέα εξοπλιστικά προγράμματα. Ο Δ. Κουτσούμπας, από το βήμα της Βουλής, απεύθυνε με νόημα το ερώτημα: «Ποιο είναι, αλήθεια, το νόημα των συχνών και πυκνών ασκήσεων των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων με τις δυνάμεις του Ισραήλ στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο;». Παρότι ο Γραμματέας του ΚΚΕ απέφυγε να δώσει με σαφήνεια τη δική του απάντηση, η διατύπωση του ερωτήματος έχει πολιτική αξία.
Οι πολεμικές δαπάνες βαφτίζονται (πάντα) ως αμυντικές δαπάνες, για να διευκολυνθεί η δημιουργία πολιτικής συναίνεσης στην αποδοχή τους, παρότι σήμερα βρίσκονται σε προκλητική αντίφαση με τις κοινωνικές προτεραιότητες που θα έπρεπε να κυριαρχούν μέσα στην υγειονομική και οικονομική κρίση. Η Βουλή ενέκρινε εξοπλιστικά προγράμματα-μαμούθ (με κόστος μεγαλύτερο των 11,2 δισ. ευρώ), ενέκρινε ταυτόχρονα τη μείωση των δαπανών για τη δημόσια υγεία, μέσα στην κορύφωση της πανδημίας…
Ας επανέλθουμε όμως στο ερώτημα του Δ. Κουτσούμπα: Αλήθεια σε τι είδους πολεμικά παιχνίδια «προπονούνται» σήμερα οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις υπό την καθοδήγηση των σιωνιστών χασάπηδων; Στο μόνο πόλεμο που ξέρει να κάνει το Κράτος του Ισραήλ: στον επιθετικό πόλεμο, σε μια τεράστια ακτίνα δράσης, που περιλαμβάνει την Άγκυρα, την Τεχεράνη, τον Κόλπο.
Αυτό επιβεβαιώνεται σε όλες τις συγκεκριμένες επιλογές των εξοπλιστικών προγραμμάτων.
Οι φρεγάτες, τα υπερμεγέθη πλοία «ανοιχτής θαλάσσης» είναι παντελώς ακατάλληλα για «άμυνα» στα στενά, στα μπουγάζια και στις ρηχοπατιές του Αιγαίου. Είναι όμως πλοία με μεγάλη καταστρεπτική δύναμη πυρός, με μεγάλη ακτίνα απειλής, κατάλληλα για τη διεκδίκηση «πλεονεκτήματος» στην Ανατολική Μεσόγειο. Τα Ραφάλ και τα F35 είναι πανάκριβα γιατί μπορούν να φέρουν όπλα μεγάλης καταστρεπτικής ισχύος, να απειλούν σε μεγάλες αποστάσεις από τις βάσεις τους και να καθοδηγούν ηλεκτρονικά την καταστρεπτική δράση άλλων –φτηνότερων– όπλων.
Δίπλα σε αυτές τις ιδιαίτερα φιλόδοξες αγορές ξεχωρίζουν οι μαζικές παραγγελίες πολλαπλών συστημάτων σύγχρονων βλημάτων και πυραύλων για το πυροβολικό του στρατού, για το ναυτικό και την αεροπορία. Τα φιλομιλιταριστικά sites ήδη μιλούν για ένα νέο πολεμοχαρές «σπορ», τον «πυραυλοκεντρικό πόλεμο». Ένας από τους πρυτάνεις της «εθνικής δημοσιογραφίας», ο Στ. Λυγερός (που δεν μπορεί να κατηγορηθεί ως παράφρων πολεμοκάπηλος…) έγραψε ευθέως ότι η στρατιωτικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου δεν θα πρέπει πλέον να υποστηρίζεται με τα «αμυντικά» επιχειρήματα, αλλά ως η υπεράσπιση μιας «γεωγραφικής πλατφόρμας» επί της οποίας είναι εφικτό να αναπτυχθούν σύγχρονα, ευέλικτα και σχετικά φτηνά επιθετικά πυραυλικά συστήματα, με στόχο τη διασφάλιση της στρατιωτικής κυριαρχίας σε μια ευρύτερη περιοχή. Ο Κωνσταντίνος Γρίβας, καθηγητής στη Σχολή Πολέμου της Ευελπίδων, «αντιμνημονιακός» διανοούμενος (που κάποιοι τον έφερναν και για υποψήφιο ευρωβουλευτή της ΛΑΕ), ξεκινώντας από τις διαπιστώσεις των δυνατοτήτων του «πυραυλοκεντρικού» πολέμου, έφτασε να διατυπώσει την πρόταση για ένα ελληνικό «προληπτικό πολεμικό χτύπημα» που θα μπορούσε να παραλύσει τις τουρκικές στρατιωτικές δυνατότητες, καταστρέφοντας τις βάσεις της τουρκικής οικονομίας και απειλώντας τις πόλεις της.
Όλα αυτά θα μπορούσαν να εκληφθούν ως πολεμοκάπηλες ονειρώξεις. Όμως την ίδια στιγμή, το Κράτος του Ισραήλ ανέλαβε επισήμως να κατασκευάσει (με κόστος πάνω από 1,5 δισ. ευρώ) ένα καινούργιο στρατιωτικό αεροδρόμιο στην Καλαμάτα, με κεντρικό κριτήριο στην απόφαση (και στην επιλογή του αναδόχου) τη δυνατότητα ηλεκτρονικής καθοδήγησης ανάλογων «επιχειρήσεων».
Όπως είχε δηλώσει παλιότερα ο Γουές Μίτσελ και όπως επανέλαβε πρόσφατα ο Πομπέο, μετά το ρήγμα στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν το ελληνικό κράτος ως το στρατηγικό στήριγμά τους «στο τόξο ανάσχεσης μεταξύ Πολωνίας και Ισραήλ», απέναντι στη Ρωσία και στην Κίνα στην Ανατολική Μεσόγειο.
Το σύμπλεγμα των ελληνικών νησιών στο Αιγαίο μπορεί να εξελιχθεί σε ένα σύγχρονο Ιντσιρλίκ, δηλαδή να αναλάβει την εποπτεία και ανάσχεση κάθε δυνατότητας «καθόδου» από τη Μαύρη Θάλασσα στη Μεσόγειο.
Σε αυτό το πραγματικό πλαίσιο θα πρέπει να τοποθετήσουμε την επιβολή ή την απειλή επιβολής κυρώσεων από τις δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις απέναντι στην Τουρκία.
Οι ΗΠΑ ξεκίνησαν ήδη επισήμως τις κυρώσεις, με τα μέτρα περιορισμού της πολεμικής βιομηχανίας της Τουρκίας. Αν ο Ερντογάν δεν ακυρώσει το πρόγραμμα ανάπτυξης των ρωσικών πυραύλων που έχει προμηθευτεί (κάτι που θεωρείται απίθανο στη γειτονική χώρα) θα ακολουθήσει η κλιμάκωση των κυρώσεων με μέτρα που θα αφορούν τη βιωσιμότητα των τουρκικών τραπεζών. Ο ελληνικός Τύπος χαιρέτισε το γεγονός, αν και μετρίαζε τον ενθουσιασμό του μιλώντας για «περιορισμένες κυρώσεις». Το επιχείρημα είναι παραπειστικό: το γεγονός που έχει σημασία είναι ότι οι ΗΠΑ πυροδότησαν τις κυρώσεις, εγκαθιστώντας ένα νέο καθεστώς στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, μια νέα δυναμική κλιμακούμενης πίεσης.
Πιο σύνθετες ήταν οι ευρωπαϊκές αποφάσεις. Οι προσδοκίες ότι η Μέρκελ θα τραβούσε τη σκανδάλη των κυρώσεων της ΕΕ ανεστάλησαν για την επόμενη Σύνοδο Κορυφής της Ένωσης. Στην Αθήνα, ο Τύπος έκανε λόγο για «χάδι» στην Τουρκία, ακόμα και για γερμανική (ή και ισπανική και ιταλική) «φιλία» προς τον Ερντογάν. Αυτή η φιλολογία δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα. Η ΕΕ έχει δεσμευτεί επισήμως στην υποστήριξη των ελληνικών θέσεων στην Ανατολική Μεσόγειο. Έχει αποφασίσει την επιβολή των κυρώσεων, με πλειοψηφική απόφαση του ευρωκοινοβουλίου. Όμως η επιλογή της στιγμής της πυροδότησης των κυρώσεων συναρτάται και με άλλους κρίσιμους παράγοντες, που απέναντί τους η ΕΕ είναι πιο προσεκτική από τις ΗΠΑ.
Η οικονομία των υδρογονανθράκων είναι σε καθοδική κρίση. Η Δανία (η πρώτη χώρα της ευρωζώνης στις εξορύξεις στη θάλασσα, δεύτερη στην ΕΕ πίσω μόνο από τη Νορβηγία) αποφάσισε επισήμως να ακυρώσει όλες τις επενδύσεις εξόρυξης στη θάλασσα, εκτιμώντας ότι από το 2030 θα είναι μη ανταποδοτικές. Το φαραωνικό σχέδιο για τον East Med, που προϋποθέτει κολοσσιαίες επενδύσεις, είναι υπό σοβαρή αμφισβήτηση από τη σκοπιά της καπιταλιστικής κερδοφορίας με προοπτική ελάχιστων χρόνων.
Η Κύπρος –χώρα μέλος της ΕΕ…– βρίσκεται σε στρατηγικό αδιέξοδο. Η απόρριψη της πολιτικής για Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία από τον Αναστασιάδη μετά το Κραν Μοντανά, οι υπερφίαλες ιδέες ότι «η στρατηγική των υδρογονανθράκων» και των «αξόνων» θα οδηγούσαν σε «βέλτιστη» λύση του Κυπριακού δίνουν τη θέση τους στη διαπίστωση ότι ελάχιστα απέχουμε πλέον από τη διχοτόμηση του νησιού, από τη δημιουργία δυο κρατών στο έδαφός του. Οι πολλές φωνές στο εσωτερικό της ελληνοτουρκικής ελίτ, που φλέρταραν ανοιχτά με αυτή την προοπτική, ποντάροντας στο ότι το «διαζύγιο» θα είχε τελικά «βελούδινο» χαρακτήρα, διαπιστώνουν σήμερα έντρομες ότι μπουρδολογούσα. Η δημόσια συζήτηση ανοίγεται στο ερώτημα του ποια ηγεσία θα μπορέσει να αντιμετωπίσει την επερχόμενη κρίση.
Αυτά είναι μόνο δυο από τα μεγάλα προβλήματα αστάθειας μέσα στην πολύπαθη περιοχή, που βρίσκεται σήμερα μπροστά σε τεκτονικές αλλαγές. Η συμμαχία των αραβικών μοναρχιών του Κόλπου με το Κράτος του Ισραήλ είναι μια απόδειξη του πόσο αλλάζουν τα πράγματα στη Μέση και Εγγύς Ανατολή. Γι’ αυτούς τους λόγους, η γερμανική ηγεσία στην ΕΕ προκρίνει τις μεθόδους που δίνουν προτεραιότητα στη διπλωματική και οικονομική πίεση, αναστέλλοντας τις πρωτοβουλίες ανοιχτής αντιπαράθεσης.
Η Αθήνα στο επόμενο διάστημα θα έχει να ξεπεράσει το «σκόπελο» της Διάσκεψης για την Ανατολική Μεσόγειο, υπό ευρωπαϊκή επιδιαιτησία. Δεν είναι μια ξαφνική συμφιλίωση της Γερμανίας της Μέρκελ ή της Γαλλίας του Μακρόν με τον Ερντογάν. Είναι μια προσπάθεια των ευρωπαίων καπιταλιστών να χειριστούν μια επικίνδυνη κρίση με τα δικά τους «όπλα», δηλαδή κυρίως τη διπλωματική και οικονομική διείσδυση.
Δεν είναι θέμα του παρόντος άρθρου η πρόβλεψη της αποτελεσματικότητας αυτής της ευρωπαϊκής πολιτικής. Οι διαφορετικές ιεραρχήσεις των ΗΠΑ, αλλά και οι εσωτερικοί ανταγωνισμοί της ΕΕ, μάλλον πείθουν ότι θα είναι μια ακόμα φούσκα.
Όμως στο ζήτημα των κυρώσεων τα κριτήρια του κόσμου της Αριστεράς θα πρέπει να είναι τελείως διαφορετικά.
Αφενός, το αίτημα για κυρώσεις απευθύνεται στις ΗΠΑ και στην ΕΕ, στους δύο μεγάλους «πόλους» της δυτικής ιμπεριαλιστικής αλυσίδας. Είναι σαν να καλεί κανείς τους λύκους να αναλάβουν το μαντρί, ελπίζοντας σε καλή διαχείριση. Ειδικότερα ο πολιτικός χώρος της «πατριωτικής Αριστεράς» -που διακρίνεται για μια γενική αντιιμπεριαλιστική ρητορική- εδώ ξεπερνά τα όρια της παραδοξολογίας: καλεί τις ιμπεριαλιστικές υπερδυνάμεις να αναλάβουν αντιιμπεριαλιστικό έργο…
Αφετέρου, οι κυρώσεις εξ ορισμούς –παντού και πάντα– συνδέονται με κλιμάκωση της συγκρουσιακής δυναμικής σε κάθε αντιπαράθεση. Το κόστος πολλών από τα μέτρα των κυρώσεων θα κληθούν να σηκώσουν οι εργαζόμενοι και οι λαϊκές μάζες στην Τουρκία και όχι οι ελίτ που συσπειρώνονται γύρω από τον Ερντογάν. Οι ελίτ, επίσης, θα έχουν αντίλογο, δεν θα παραμείνουν παθητικές μπροστά σε ενδεχόμενη υποβάθμισή τους: οι εξοπλισμοί θα απαντηθούν με εξοπλισμούς και οι κυρώσεις θα απαντηθούν με αντίμετρα και διπλωματικές στροφές που δεν μπορούν να υποτιμώνται. Η αναποτελεσματικότητα των κυρώσεων στο Ιράν είναι μια καλή προειδοποίηση για το τι μπορεί να συμβεί και στην περίπτωση της Τουρκίας.
Ο κόσμος της Αριστεράς έχει –σωστά– σταθεί ενάντια στις κυρώσεις των ιμπεριαλιστών ενάντια σε χώρες σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Την ώρα που τα πρόβλημα φτάνει στη γειτονιά μας, θα είναι πολιτικό έγκλημα η υποτίμηση των κυρώσεων ή –χειρότερα– η φιλική αντιμετώπισή τους, για λόγους «εθνικού συμφέροντος»…
Η κριτική του Τσίπρα προς τον Μητσοτάκη, με άξονα το ότι απέτυχε να αποσπάσει «κυρώσεις που θα δαγκώνουν», είναι μια κριτική από τα δεξιά. Η άποψη του ΚΚΕ, ότι αποδείχθηκε ξανά ότι «δεν μπορούμε να στηριχθούμε στις ΗΠΑ και στην ΕΕ προκειμένου να υπερασπίσουμε τα κυριαρχικά δικαιώματά μας», πέρα από το ότι χρωματίζει «αμυντικά» τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό, κινδυνεύει με άμεσες διαψεύσεις: οι ΗΠΑ ήδη αποφάσισαν τις κυρώσεις και ο Μάρτης για τις ευρωπαϊκές αποφάσεις δεν είναι μακριά.
Η εναλλακτική λύση είναι μια αυθεντική ρήξη με την ιμπεριαλιστική επιρροή. Και αυτό είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την αυθεντική ρήξη με κάθε πτυχή των εθνικιστικών διεκδικήσεων στην περιοχή και τη στροφή σε ειλικρινή πολιτική ειρήνης, συνεννόησης χωρίς επιδιαιτητές, συμφιλίωσης με όλους τους γείτονές μας.