Ο 61ος γύρος των ελληνοτουρκικών διερευνητικών επαφών, που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα στην Κωνσταντινούπολη, έπιασε ξανά το νήμα ενός επίσημου «διαλόγου» μεταξύ των δύο χωρών (υπό την άτυπη αλλά ισχυρή εποπτεία των ΗΠΑ και της ΕΕ) που είχε διακοπεί μετά το 2016.

Στο μεταξύ, το ελληνικό και το τουρκικό κράτος επιχείρησαν, με τη μέθοδο των τετελεσμένων γεγονότων, να επιβάλουν προνομιακά «κεκτημένα» στην ανατολική Μεσόγειο, φτάνοντας στα όρια του ανεξέλεγκτου θερμού επεισοδίου.

Είναι κοινό μυστικό ότι η Δύση –τόσο οι ΗΠΑ όσο και η ΕΕ– υποστήριξε σε μεγάλο βαθμό τις ελληνικής θέσεις ως προς τις ΑΟΖ (σχέδιο East Med), θέσεις που επί τόπου στηρίζει και ο στρατιωτικο-διπλωματικός άξονας Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ-Αιγύπτου.

Η «στροφή» προς τις διερευνητικές επαφές, με την προοπτική οργάνωσης επίσημου διαλόγου και ορίζοντα την καταφυγή στη Χάγη, είναι αποτέλεσμα συνολικών διεργασιών.

Αφενός, μιας ορατής στροφής της τουρκικής διπλωματίας. Στα τέλη του 2020 η Τουρκία απέσυρε το Ορούτς Ρέις στο εσωτερικό των χωρικών υδάτων της, δήλωσε πρόθυμη να προσέλθει σε διαδικασίες διαλόγου υπό διεθνή εποπτεία και κατηγόρησε την Αθήνα για ανεύθυνη πολιτική κλιμάκωσης της αντιπαράθεσης στο Αιγαίο και κυρίως στην ανατολική Μεσόγειο. Ήταν τμήμα μιας γενικότερης διαπίστωσης αδιεξόδου: Στον τουρκικό Τύπο διατυπώθηκαν έντονες κριτικές στον Ερντογάν για μια «μονομερή» στρατηγική που φέρνει την Τουρκία αντιμέτωπη με τις μεγάλες δυτικές δυνάμεις, χωρίς στην πραγματικότητα να έχει υπαρκτά αντιστηρίγματα. Η κριτική αυτή αντανακλάστηκε σε δημόσιες δηλώσεις σημαντικών εκπροσώπων της τουρκικής διπλωματίας και γενικότερα «ανθρώπων του κράτους».

Ο Ερντογάν δήλωσε τελικά ότι «το μέλλον της Τουρκίας ανήκει στην Ευρώπη» και η κυβέρνησή του ανοίχτηκε στις διαπραγματεύσεις με το Βερολίνο και τον ύπατο εκπρόσωπο της ΕΕ Μπορέλ, ζητώντας νέες βάσεις στις ευρω-τουρκικές σχέσεις και επιχειρώντας να βγει η Τουρκία από τη δυτική διπλωματική απομόνωση.

Το Δεκέμβρη του 2020 η ΕΕ αποφάσισε την επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία και ανέβαλε την «πυροδότηση» της απόφασης για το Μάρτη του ’21. Οι ΗΠΑ, κατά τις τελευταίες ημέρες του Τραμπ, πυροδότησαν τις κυρώσεις και απείλησαν με δραστική κλιμάκωσή τους μέσα στο 2021, αν η κυβέρνηση Ερντογάν δεν δώσει πειστικά δείγματα προσαρμογής. Ο νέος υπ. Εξωτερικών του Μπάιντεν χαρακτήρισε δημοσίως την Τουρκία ως «δήθεν σύμμαχο χώρα».

Στην ελληνική δημόσια συζήτηση έχουμε μάθει να υποτιμάμε αυτές τις κινήσεις, θεωρώντας τες ως θεατρικές, χωρίς –τάχα– αντίκρυσμα. Στην πραγματικότητα οι αποφάσεις για τις κυρώσεις έθεσαν τις ευρω-τουρκικές και τις αμερικανο-τουρκικές σχέσεις σε μια νέα δυναμική, μια δυναμική ανοιχτής αντιπαράθεσης.

Αυτή η αλλαγή βρήκε την Τουρκία σε μια πολύ «ευαίσθητη» θέση. Η οικονομική κρίση έχει διαβρώσει τον τουρκικό καπιταλισμό σε πολύ βαθύτερο επίπεδο απ’ ό,τι αναλύει ο ελληνικός Τύπος. Το ίδιο ισχύει και για την πολιτική κρίση. Πρόσφατα ο Νταβούτογλου, ο πρώην πρωθυπουργός του Ερντογάν, προέβλεψε δημόσια ότι ο Τούρκος Πρόεδρος θα «εκκαθαριστεί» συντόμως από τους στρατιωτικούς, που δεν μπορούν πλέον να ανέχονται μια διπλωματική στρατηγική που έχει την υποστήριξη μόνο του… Αζερμπαϊτζάν.

Όπως έγραψε το Γερμανικό Πρακτορείο (DPA), «η Τουρκία αρχίζει να κατανοεί ότι στην εξωτερική πολιτική της δοκιμάζεται σε ό,τι αφορά την πρόσδεσή της με τη Δύση και το ότι δεν έχει την πολυτέλεια κλιμάκωσης της κατάστασης…».

Αν τα παραπάνω ερμηνεύουν τη «στροφή» από τη μεριά της τουρκικής κυβέρνησης, έχουν σημασία οι λόγοι (αλλά και οι τρόποι) που αυτή η στροφή «παραλαμβάνεται» από τις μεγάλες δυτικές δυνάμεις.

Η Μέρκελ υπογράμμιζε από το Δεκέμβρη (υποστηρίζοντας την αναβολή «πυροδότησης» των κυρώσεων) ότι η ΕΕ δεν πρέπει να παραιτηθεί εύκολα από τη στρατηγική σχέση με την Τουρκία, μια χώρα με μεγάλο πληθυσμό και κρίσιμη γεωγραφική θέση, σε σχέση με τους ανταγωνισμούς απέναντι στη Ρωσία. Η μεγάλη συντηρητική γερμανική εφημερίδα Φραγκφούρτερ Αλγκεμάινε (FAZ) προσέθεσε έναν ακόμα παράγοντα: «στις ευρωπαϊκές χώρες, η ιδέα της κατάρρευσης της τουρκικής οικονομίας αποτελεί σενάριο τρόμου». Και δικαίως: το τουρκικό χρέος είναι «τοποθετημένο» στις μεγάλες ισπανικές τράπεζες, που διασώθηκαν μόλις στο παρά πέντε της κατάρρευσης από την ΕΕ και με μεγάλο κόστος. Σε αυτούς τους παράγοντες θα πρέπει να προστεθεί ο φόβος για την πολιτική κρίση: μέσα στις χαοτικές συνθήκες στην ευρύτερη περιοχή, με το προσφυγικό, με την πλήρη ρευστότητα στις συμμαχίες των χωρών της, μια διαλυτική πολιτική κρίση στην Τουρκία αποτελεί επίσης «σενάριο τρόμου» για την ΕΕ.

Την ώρα που οι ΗΠΑ δεν έχουν ακόμα συγκεκριμενοποιήσει τη στάση τους επί Μπάιντεν, κυρίως η ΕΕ, για τους παραπάνω λόγους, «αποδέχθηκε» τη στροφή του Ερντογάν. Όμως υπό προϋποθέσεις. Ο Μπορέλ δήλωσε ότι βλέπει «ένα σημαντικό βήμα επαναπροσέγγισης της Τουρκίας με την ΕΕ, υπό τον όρο ότι οι δηλώσεις θα γίνουν πράξεις». Για να προσθέσει αμέσως, με νόημα, ότι «θα συνεχίσει η προετοιμασία της Έκθεσης με τα συμπεράσματα του Δεκεμβρίου, συμπεριλαμβανομένων των προβλέψεων επί των κυρώσεων…».

Είναι σαφές ότι η Αθήνα βρίσκεται μπροστά σε μια νέα κατάσταση. Οι διπλωματικές επιτυχίες της προηγούμενης περιόδου είναι εφικτό να «κεφαλαιοποιηθούν» μέσω του διαλόγου, να υπάρξουν θετικοί για το ελληνικό κράτος συμβιβασμοί για τα κατανομές στην ανατολική Μεσόγειο, όμως οι συμβιβασμοί αυτοί θα απέχουν από τις προσδοκίες που καλλιεργήθηκαν κατά την προηγούμενη περίοδο, της στρατηγικής East Med που αποσκοπούσε στον πλήρη παραγκωνισμό της Τουρκίας στην ανατολική Μεσόγειο.

Όπως το περιέγραψε η FAZ, αντανακλώντας τους προσανατολισμούς της Μέρκελ, το Βερολίνο θα συνεχίσει «την άπωση απέναντι στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας», θεωρώντας όμως ταυτόχρονα «τις ελληνικές θέσεις ως προφανώς μαξιμαλιστικές».

Και αυτά θα είναι μεγάλα πολιτικά προβλήματα για τον Μητσοτάκη, για την συνοχή της Δεξιάς (βλ. συνέντευξη Σαμαρά στην «Καθημερινή»), αλλά και δοκιμασίες για τον Τσίπρα και το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ.

Δημαγωγίες

Η ελληνική διπλωματία αναγνώρισε καθυστερημένα τη διεθνή στροφή προς το διάλογο. Έδωσε μάχη στην ΕΕ το Δεκέμβρη για την άμεση επιβολή των κυρώσεων. Μιζάρισε στην πιο σκληρή στάση των Αμερικάνων. Απείχε από τις τεχνικές επιτροπές του ΝΑΤΟ που είχαν ως αντικείμενο την «αποκλιμάκωση» στο ενδεχόμενο «ατυχήματος». Έδωσε όλη την έμφαση στη γραμμή της «αποτροπής» και στα μεγάλα εξοπλιστικά προγράμματα του Μητσοτάκη.

Όταν η στροφή οριστικοποιήθηκε στην ΕΕ, τότε ευθυγραμμίστηκε. Επικεφαλής στην ελληνική αντιπροσωπεία που έχει την ευθύνη των διερευνητικών ορίστηκε ο πρέσβης Π. Αποστολίδης. Το βιογραφικό του ως διπλωμάτη, αλλά και ως διοικητή της ΕΥΠ, δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για το ότι πρόκειται για έναν ισχυρό «άνθρωπο του κράτους»: έχει υπηρετήσει στην Πρεσβεία στην Κύπρο κατά το πραξικόπημα του ’73, καθοδηγούσε την ΕΥΠ κατά την εξάρθρωση της 17Ν και την οργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, ανέλαβε να ξελασπώσει το φιάσκο Οτσαλάν κ.ο.κ. Αυτά τα ισχυρά κρατικά στελέχη, όταν αναλαμβάνουν να λύσουν ένα πρόβλημα, συχνά δε διστάζουν να είναι κυνικά ρεαλιστές: Ο Π. Αποστολίδης στις λίγες δημόσιες παρεμβάσεις του έχει δηλώσει ότι στην ανατολική Μεσόγειο δεν μπορεί να υπάρξει κατοχύρωση θέσεων χωρίς «συνεννόηση με την Τουρκία», ενώ δεν δίστασε να σημειώσει ότι και στο Αιγαίο δεν είναι λίγα τα ζητήματα όπου «η Τουρκία έχει δίκιο με το μέρος της».

Όμως είναι φανερό ότι η στάση της ελληνικής διπλωματίας θα κριθεί από ευρύτερη πολιτική απόφαση.

Ο Σαμαράς επανέφερε στο προσκήνιο τον σκληρό «απορριπτισμό». Την πολιτική που επιδιώκει να μην υπάρξει καμιά απόφαση, ελπίζοντας ότι στο ξεδίπλωμα του χρόνου θα υπάρξει πιο σκληρή γραμμή της ΕΕ και των ΗΠΑ απέναντι στην Τουρκία.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι υποχρεωμένη να αποστασιοποιηθεί από αυτόν τον απορριπτισμό που οδηγεί σε διπλωματικό απομονωτισμό. Όμως η γραμμή «ναι στο διάλογο», αλλά με «ένα και μόνο θέμα» (την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών), είναι αντιφατική και υπονομευμένη. Όλοι γνωρίζουν ότι η οριοθέτηση των ζωνών συναρτάται (ακόμα και τεχνικά) με ζητήματα όπως η οριοθέτηση των χωρικών υδάτων και τα ζητήματα κρατικής/εθνικής κυριαρχίας επί βραχονησίδων αδιευκρίνιστου καθεστώτος (ιδίως όταν η μια πλευρά επιδιώκει να οριστούν αυτές οι βραχονησίδες ως σημεία βάσης για τη χάραξη των γραμμών οριοθέτησης). Και δεν είναι πλέον λίγοι οι «ισχυροί άνθρωποι του κράτους» που προειδοποιούν τον Μητσοτάκη ότι οφείλει να προετοιμάσει την κοινή γνώμη για το ενδεχόμενο «συμβιβασμών» στη Χάγη, συμβιβασμών που θα είναι μεν επωφελείς για την ελληνική πλευρά, αλλά θα απέχουν από τη φιλοδοξία κυριαρχίας επί του συντριπτικά μεγαλύτερου μέρους των διεθνών υδάτων στο Αιγαίο και πιθανότατα δεν θα διασφαλίζουν το στόχο γεωγραφικής «συνέχειας» μεταξύ των ΑΟΖ Ελλάδας και Κύπρου.

Η τάση αυτή γίνεται ισχυρότερη μέσα στους καθεστωτικούς κύκλους. Πολλοί (Ντόρα, Βενιζέλος κ.ά.) υποστηρίζουν πλέον ότι η λύση πρέπει να αναζητηθεί τώρα, γιατί το πέρασμα του χρόνου μπορεί να οδηγήσει σε δυσμενέστερα πλαίσια (όπως στην Κύπρο) και όχι σε ευνοϊκότερα.

Η στάση του Τσίπρα είναι ανεκδιήγητη. Κατηγορεί τον Μητσοτάκη ως «όμηρο του Σαμαρά», ενώ αναλαμβάνει ο ίδιος την πολιτική του Σαμαρά… με ανθρώπινο πρόσωπο. Οι προτάσεις για μονομερή επέκταση των χωρικών υδάτων, η έξαλλη απαίτηση κυρώσεων από τις ΗΠΑ και την ΕΕ, η «ξύλινη» επιμονή για το τάχα «ένα και μόνο» θέμα στις διερευνητικές, είναι γραμμές ντροπής για ένα κόμμα που καμώνεται ότι ανήκει στη ριζοσπαστική Αριστερά.

Το ΚΚΕ αναλύει ολόσωστα τους κινδύνους που προκύπτουν από την ιμπεριαλιστική επιδιαιτησία επί των διερευνητικών. Όμως, όπως σε όλα τα θέματα του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού, αφήνει στο απυρόβλητο τις ευθύνες της ντόπιας κυρίαρχης τάξης και τους κινδύνους από τις επιδιώξεις της στα λεγόμενα «κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας».

Οι κίνδυνοι στην πολιτική του διαλόγου μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας προκύπτουν από το ποιοι είναι αυτοί που διαλέγονται. Οι εκπρόσωποι των καπιταλιστών, οι «ισχυροί άνθρωποι του κράτους», αγωνίζονται για κέρδη και κυριαρχία, όχι για την ειρήνη, όχι για λύσεις που έχουν σχέση με τις ανάγκες των ανθρώπων και στις δύο όχθες του Αιγαίου. Γι’ αυτό ο διάλογος μεταξύ τους είναι λυκο-διαδικασία, μπορεί ανά πάσα στιγμή να εκτραπεί στη γλώσσα των όπλων και την πολεμική σύγκρουση. Δεν έχουμε τίποτα θετικό να περιμένουμε από αυτούς. Γνωρίζοντας όμως, ότι  αυθεντικές και ανθεκτικές λύσεις μπορούν να προκύψουν στην περιοχή, μόνο μέσα από έναν ειλικρινή διάλογο, μόνο μέσα από μια πολιτική ειρήνης-συναδέλφωσης-αλληλεγγύης μεταξύ των λαών. Που έχει ως προϋπόθεση –όπως και σε πολλά άλλα θέματα– την αυθεντική ανατροπή όλων αυτών που σήμερα καθοδηγούν τον υποκριτικό «διάλογο» και το δίδυμο αδελφάκι του, τους διαρκείς εξοπλισμούς.

Ετικέτες