Διεκδικούμε τα δικαιώματά μας

Η δημόσια καταγγελία της Σοφίας Μπεκατώρου για το βιασμό που υπέστη στα 21 της χρόνια από τον αντιπρόεδρο της Εθνικής Ιστιοπλοϊκής Ομοσπονδίας πυροδότησε έναν καταιγισμό καταγγελιών από γυναίκες που αποφάσισαν ανοιχτά να μιλήσουν για τις δικές τους ιστορίες σεξουαλικών παρενοχλήσεων και βιασμών. Η πληθώρα των περιστατικών αυτών δυστυχώς δεν μας προκαλεί κάποια έκπληξη, καθώς ως γυναίκες βιώνουμε καθημερινά την εκμετάλλευση και την καταπίεση, που συχνά φτάνουν σε σημεία σεξουαλικής παρενόχλησης, ή ακόμα και κακοποίησης/βιασμού. Ωστόσο, το γεγονός ότι χρειάστηκε μια μόνο καταγγελία από μια διάσημη στην Ελλάδα γυναίκα ολυμπιονίκη για να ξεδιπλωθεί ένα τεράστιο κουβάρι ανάλογων ιστοριών που μέχρι τώρα είχαν αποσιωπηθεί, μας εγκαλεί όλες και όλους να δούμε επιτέλους τον ελέφαντα στο δωμάτιο.

Οι καταγγελίες για σεξουαλική παρενόχληση ή βιασμό διάσημων γυναικών απασχόλησαν από την πρώτη κιόλας μέρα τη δημόσια σφαίρα, ενώ ταυτόχρονα έδωσαν το χώρο και σε άλλες γυναίκες, λιγότερο προνομιούχες και λιγότερο ορατές, να καταγγείλουν αντίστοιχα περιστατικά. Τέτοια ήταν η περίπτωση των 100 φοιτητριών, οι οποίες βρήκαν το θάρρος τώρα να μιλήσουν για τις παρενοχλήσεις που βίωσαν από πρώην καθηγητή του ΑΠΘ. Και ο κατάλογος όλο και μακραίνει με τις φοιτήτριες της Μαιευτικής Θεσσαλονικής, όπου καθηγητής γυναικολογίας παρενοχλούσε σεξουαλικά τις φοιτήτριες του, ενώ τους έταζε με αντάλλαγμα τη σιωπή τους μελλοντικές θέσεις εργασίας.

Το μοτίβο ανδρών σε θέσεις εξουσίας που θεωρούν ότι τα γυναικεία σώματα τους ανήκουν επαναλαμβάνεται σε όλες τις ιστορίες των γυναικών που έχουν δημοσιοποιηθεί μέχρι τώρα, και είμαστε ακόμα στην αρχή. Η πλέον πρόσφατη υπόθεση, που είδε το φως πριν λίγα μόλις εικοσιτετράωρα, είναι αυτή της δημοσιοποίησης από μία σειρά αναγνωρίσιμων γυναικών - ηθοποιών του θεάτρου και της τηλεόρασης, των περιστατικών ακραίας λεκτικής, ψυχολογικής και, σε μία περίπτωση, σωματικής βίας που δέχθηκαν στο χώρο εργασίας από τον πασίγνωστο ηθοποιό και σκηνοθέτη Γιώργο Κιμούλη. Η δημόσια προκλητική απάντηση του τελευταίου στις καταγγέλλουσες είναι ενδεικτική της πεποίθησης των «ισχυρών» ανδρών του εκάστοτε χώρου ότι θα απολαμβάνουν πάντοτε την ασυλία της σιωπής και της συγκάλυψης. Δυστυχώς για εκείνους, όμως, η σιωπή έχει αρχίσει να σπάει.

Είναι ακριβώς αυτό το τεράστιο κύμα καταγγελιών και με τα χαρακτηριστικά που λαμβάνει, το οποίο μας κάνει να μιλάμε δικαίως για ένα κίνημα #Metoo στην Ελλάδα. Στην Αμερική πριν κάποια χρόνια, τις καταγγελίες διάσημων γυναικών του Χόλλυγουντ διαδέχτηκε γρήγορα ένα τεράστιο κίνημα γυναικών μη προνομιούχων, μεταναστριών, μαύρων, λεσβιών, τρανς, οι οποίες κατάφεραν να μιλήσουν πια δημόσια για τη σεξουαλική παρενόχληση/κακοποίηση που βιώναν και αδυνατούσαν να καταγγείλουν. Η Αμερική τώρα έπρεπε να βρει τα αυτιά να ακούσει κι εκείνες τις γυναίκες, τις μέχρι τότε αόρατες.

Σήμερα, λοιπόν, στην Ελλάδα και έπειτα από τις διαστάσεις που έχει λάβει το φεμινιστικό κίνημα διεθνώς, τόσο το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας, όσο και κρατικοί φορείς αναγκάζονται να αντικρύσουν το ζήτημα της έμφυλης καταπίεσης και εκμετάλλευσης στις πραγματικές του διαστάσεις. Εκπρόσωποι της κυβέρνησης, πολιτικά στελέχη συστημικών κομμάτων και θεσμικοί φορείς έσπευσαν τις τελευταίες εβδομάδες να δηλώσουν δημόσια την υποστήριξη τους στα θύματα σεξουαλικής βίας.

Οφείλουμε όμως να αναρωτηθούμε: γιατί δυσκολευόμαστε να πληροφορηθούμε με μια γρήγορη αναζήτηση στο διαδίκτυο την ιστορία της κάθε Σοφίας που υπέστη βιασμό ή  σεξουαλική παρενόχληση από το αφεντικό της, τον καθηγητή της ή,  ακόμη, από κάποιον του στενού της κύκλου; Γιατί η κάθε Σοφία δε μίλησε ή γιατί η κάθε Σοφία δε μιλά, σε χρόνο ενεστώτα; Η απάντηση βρίσκεται στη θέση των γυναικών και κυρίως των μη προνομιούχων, των αόρατων γυναικών, στο καπιταλιστικό σύστημα και τις πατριαρχικές δομές που το συντηρούν. Υπό το φόβο της απόλυσης, η κάθε Σοφία που «εξαρτάται από το μισθό της» θα σκεφτεί δύο και τρεις φορές πριν καταγγείλει το αφεντικό της. Υπό το φόβο της φτώχειας, της ανεργίας και της ανέχειας, η κάθε Σοφία θα σωπάσει μπροστά στην ηχηρή εξουσία του καθηγητή της. Θα παραμείνει με το στόμα της κλειστό, όταν ξέρει πως, ακόμα κι αν καταγγείλει το βιασμό της στην Αστυνομία, θα τη στείλουν σπίτι της χωρίς να της παράσχουν την οποιαδήποτε προστασία από τον κακοποιητή της. 

Μπροστά σε αυτήν ακριβώς την πραγματικότητα εθελοτυφλεί η αφηρημένη παρότρυνση των γυναικών να καταγγείλουν. Αγνοεί τη διαφορετική ένταση με την οποία φτάνουν οι φωνές των γυναικών στα αυτιά της κοινωνίας.  Πρέπει να πούμε πως, αυτονόητα, για κάθε θύμα κακοποίησης, βιασμού, παρενόχλησης η καταγγελία είναι μία τεράστια δοκιμασία, ακόμη και αν προέρχεται από πιο προνομιούχα κοινωνικά στρώματα. Κι αυτό γιατί ο σεξισμός, η κουλτούρα του βιασμού, η αντικειμενοποίηση του γυναικείου σώματος διαπερνούν τη κοινωνία στο σύνολό της και δεν αποτελούν βίωμα μόνο των γυναικών της εργατικής τάξης . Την ίδια στιγμή, όμως, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ότι οι γυναίκες των ασθενέστερων στρωμάτων είναι εκείνες που σηκώνουν πολλαπλάσιο το φορτίο της σιωπής: οι εργαζόμενες γυναίκες που δεν έχουν άλλο μέσο βιοπορισμού πέρα από το μισθό τους, οι μετανάστριες, οι άνεργες, οι τρανς, οι ανάπηρες γυναίκες, οι άστεγες, οι σεξεργάτριες, οι τοξικοεξαρτημένες. Αυτών των γυναικών οι φωνές, ακόμη και όταν επιχειρούν να ακουστούν, συναντούν την αδιαφορία, την περιφρόνηση, την αναλγησία του κράτους και των φορέων του.

Το «σπάστε τη σιωπή», όταν εκφέρεται από τα χείλη εκπροσώπων του συστήματος και του βαθέος κράτους, δεν είναι παρά μία ανέξοδη και ανώδυνη παρότρυνση. Συγχρόνως, όμως, είναι και βαθιά υποκριτικό. Τα ίδια κυβερνητικά στελέχη και κομματικά επιτελεία που τώρα διατρανώνουν την αμέριστη στήριξή τους στα θύματα της έμφυλης βίας, στελέχωναν τις κυβερνήσεις που απέφευγαν συστηματικά - παρά το επίμονο αίτημα του φεμινιστικού κινήματος - να αντικαταστήσουν τον προϊσχύσαντα αναχρονιστικό ορισμό του βιασμού στον Ελληνικό Ποινικό Κώδικα. Ας θυμηθούμε ότι μόλις τον Ιούνη του 2019 υιοθετήθηκε από την Ελληνική Βουλή ο ορισμός του βιασμού με κριτήριο την απουσία συναίνεσης, όπως αποτυπώνεται στη σύμβαση της Κωνσταντινούπολης. Πριν από αυτή τη νομοθετική μεταβολή, οι κακοποιητές γυναικών όπως η Σοφία Μπεκατώρου και η Ελένη Τοπαλούδη δε θα μπορούσαν καν να υπαχθούν στη διάταξη και να καταδικαστούν για βιασμό.

Η υποκρισία, όμως, δε σταματά εκεί. Οι κυβερνήσεις αυτές, που επί μία δεκαετία διαχειρίζονται την κρίση, είναι εκείνες που βύθισαν την πλειονότητα των γυναικών στην ανέχεια και την απελπισία. Με επιλογή των (συγ)κυβερνήσεων Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ και μετέπειτα του ΣΥΡΙΖΑ, είδαμε γυναίκες προσφύγισσες να στοιβάζονται στα κολαστήρια της Αμυγδαλέζας και της Μόριας. Είδαμε τις εργαζόμενες γυναίκες να γίνονται τα πρώτα θύματα μισθολογικών περικοπών, απολύσεων, υποβάθμισης των όρων εργασίας,  ενώ, την ίδια στιγμή, η ανεργία και η ελαστική εργασία, όχι μόνο δεν έπαψαν να ενδημούν, αλλά γιγαντώθηκαν στο γυναικείο πληθυσμό. Η κατάρρευση του συνόλου σχεδόν των διατάξεων που λειτουργούσαν προστατευτικά στις εργασιακές σχέσεις, καθώς και των μέτρων κοινωνικής πρόνοιας (επιδόματα, συντάξεις, ασφάλιση, κ.ό.κ.)  βάθυναν ακόμη περισσότερο την οικονομική εξάρτηση των γυναικών, που παραμένουν «οι φτωχότερες των φτωχών».

Την ίδια στιγμή, η αποδιάρθρωση των κρατικών δομών και υπηρεσιών κοινωνικής  μέριμνας, που είχαν το ρόλο να ελαφρύνουν τα βάρη της οικογενειακής φροντίδας (δημόσιοι παιδικοί σταθμοί και κέντρα δημιουργικής απασχόλησης, γηροκομεία, κ.ό.κ), εγκλώβισε τις γυναίκες μέσα στο σπίτι προς εξυπηρέτηση των αναγκών της κοινωνικής αναπαραγωγής, στερώντας τους ακόμη περισσότερο την πρόσβαση και παρουσία στο δημόσιο χώρο. Αν σε αυτή την πραγματικότητα της εξάρτησης και αορατότητας προστεθεί η ανυπαρξία δημόσιων και δωρεάν δομών ψυχοκοινωνικής στήριξης, γίνεται σαφές ότι για τα κοινωνικά και οικονομικά ευάλωτα θύματα σεξιστικής βίας, η δυσκολία της καταγγελίας γίνεται σχεδόν ανυπέρβλητη με ευθύνη του κράτους. Κι αυτό γιατί δεν έχουν να αντιμετωπίσουν μόνο τη δυσπιστία και την επίκριση της κοινωνίας, αλλά και επειδή στερούνται των υλικών όρων που θα τους επέτρεπαν να σταθούν στα πόδια τους και να αντιπαλέψουν την εξουσία του κακοποιητή (εργοδότη, συζύγου, καθηγητή, κ.ό.κ.).

Οι ιστορίες από το χώρο του αθλητισμού ή των πανεπιστημίων που βγήκαν στο φως τις τελευταίες εβδομάδες είναι ενδεικτικές της απόγνωσης στην οποία βρέθηκαν οι κακοποιημένες νέες γυναίκες λόγω της ανυπαρξίας αθλητικών/ πανεπιστημιακών ψυχολόγων και ειδικών ψυχικής υγείας, στους οποίους θα μπορούσαν δωρεάν και με ασφάλεια να απευθυνθούν. Δεν είναι τυχαίο ότι σε πολλές περιπτώσεις οι καταγγέλλουσες μίλησαν χρόνια μετά, αφού είχαν εξέλθει από τον κύκλο των σχέσεων εξουσίας του κακοποιητή.

Η ανάγκη ορατότητας και καταγγελίας είναι θεμελιώδης για να σπάσει ο φαύλος κύκλος της κακοποίησης, του εγκλωβισμού και της σιωπής. Αυτό, όμως, δεν πρόκειται να συμβεί με ευχολόγια, εκ του ασφαλούς δημόσιες εκκλήσεις ή προσκλήσεις μίας «ορατής» καταγγέλλουσας στο Προεδρικό Μέγαρο. Για να πάψουν τα σώματα των γυναικών να είναι καθημερινά πεδίο μάχης, θα πρέπει να δοθεί φωνή σε εκείνες που περισσότερο δεν μπορούν να ακουστούν: τις γυναίκες που δίνουν καθημερινό αγώνα για την επιβίωση, που υφίστανται την εκμετάλλευση και την καταπίεση σε σπίτι και δουλειά, τις πολλαπλά καταπιεζόμενες, που μέχρι σήμερα αντικρύζουν το πιο σκληρό πρόσωπο της κρατικής αναλγησίας. Και ο αγώνας για δικαίωση και ορατότητα πρέπει να δοθεί για όλες αυτές τις «Σοφίες», και όχι μόνο τις «Σοφίες» που το σύστημα προτίθεται  ή αντέχει να ακούσει.

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η φετινή Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας αποκτά για μας ένα αναβαθμισμένο νόημα. Το διάχυτο αίτημα να αντικρύσει η κοινωνία την «αόρατη» καταπίεση και βία που βιώνουν οι γυναίκες χρειάζεται να εκφραστεί συλλογικά στο δρόμο στις 8 Μάρτη. Ιδιαίτερα φέτος, σε συνθήκες πανδημίας, οι γυναίκες βρέθηκαν ακόμη περισσότερο εκτεθειμένες στις πολλαπλές εκφάνσεις του σεξισμού και της καταπίεσης. Εγκλωβίστηκαν σε σπίτια μαζί με τους κακοποιητές τους, χωρίς πρόσβαση σε δομές στήριξης. Επωμίστηκαν τα ολοήμερα πλέον (με σχολεία και παιδικούς σταθμούς κλειστούς) βάρη της οικογενειακής φροντίδας. Κλήθηκαν να «αποσυμφορήσουν» το ΕΣΥ περιθάλποντας τα ηλικιωμένα ή/και άρρωστα μέλη της οικογένειας. Ως εργαζόμενες, πολλές βρέθηκαν απολυμένες ή σε αναστολή, εξαρτώμενες από την πενιχρή κρατική ενίσχυση, ή, χειρότερα, όσες εργάζονταν «μαύρα», χωρίς το παραμικρό έσοδο. Για όλους αυτούς τους λόγους, το αίτημα για την εξάλειψη της έμφυλης βίας που τόσο εκκωφαντικά εκφράζεται τις τελευταίες εβδομάδες είναι ανάγκη να ενωθεί με τα αιτήματα για δημόσιες και δωρεάν δομές στήριξης στα θύματα της βίας (κέντρα στήριξης κακοποιημένων γυναικών, δωρεάν νομική βοήθεια και συμβουλευτική, κ.ά.), για ανάληψη από το κράτος των βαρών της οικογενειακής φροντίδας- που τώρα καλύπτονται με τη γυναικεία απλήρωτη εργασία- (με δημόσιους παιδικούς σταθμούς, κέντρα δημιουργικής απασχόλησης, γηροκομεία, κ.ό.κ.), για ίσα εργασιακά δικαιώματα και οικονομική στήριξη με ευθύνη του κράτους σε όλες τις γυναίκες που πλήττονται από τις επιπτώσεις της πανδημίας. Οργανώνοντας και αυτή τη χρονιά στην Ελλάδα τη φεμινιστική απεργία, ενώνουμε τις φωνές μας με εκείνες των φεμινιστριών σε άλλες χώρες του κόσμου, απέναντι σε ορατές και αόρατες εκφάνσεις της καταπίεσης που το σύστημα παράγει.

Ετικέτες