Μια αυξημένη κρίση και μάλιστα, με ιδιαίτερη σφοδρότητα και ένταση, έχει ξεσπάσει τα τελευταία χρόνια στους διεθνείς ανταγωνισμούς. Η οξύτητα και η ένταση της βάζει σε αμφισβήτηση το μέχρι τα χθες στάτους στην μεταπολεμική γεωστρατηγική ισορροπία. Ιδιαίτερα, μετά το σπάσιμο της φούσκας ακινήτων στις ΗΠΑ, την πτώχευση της λίμαν μπράδερς, και την εξάπλωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης σαν πυρκαγιά σε όλο τον κόσμο, η κρίση αυτή, πήρε ένα ανεξέλεγκτο χαρακτήρα.
Μέσα σ’ αυτή τη λαίλαπα που σαρώνει ξανά τις διεθνείς σχέσεις,αναδιατάσσει τις παλιές ισορροπίες, και επιβάλει με βίαιους τρόπους νέες, η κατανόηση αυτής της νέας περιόδου είναι κάτι από παραπάνω αναγκαία. Χωρίς αυτήν την κατανόηση, χωρίς αυτή τη δυνατότητα να γνωρίζουμε τις επιπτώσεις που θα έχουν αυτές οι αλλαγές πάνω στα έθνη κράτη και τις πολιτικές που θα επιβάλουν πάνω σ’ αυτά, δυνάμεις οικονομικά ανώτερες απ’ αυτές ενός έκαστου έθνους κράτους χωριστά, τότε τα γεγονότα θα μας φαίνονται όλο ένα και πιο σκοτεινά και δυσνόητα και αυτό θα καθιστά τη δράση μας ολοένα και πιο δύσκολη.
Στρατιωτικές επεμβάσεις με καταστροφές και διαλύσεις ολόκληρων κρατών, γεννημένων και εδραιωμένων κάτω από ειδικές συνθήκες, για μια ολόκληρη ιστορική περίοδο μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Εμφύλιοι πόλεμοι που ξεσπούν με την βοήθεια και παρότρυνση μυστικών υπηρεσιών. «Χρωματιστές επαναστάσεις» που ξεφυτρώνουν σε μια σειρά χώρες, δήθεν αυθόρμητα, για την «υπεράσπιση και εδραίωση της δημοκρατίας», σ’ αυτές τις χώρες, «που ποτέ δεν βίωσαν τα αγαθά και τα ευεργετήματα της δημοκρατίας». Αυτές είναι λίγες απ’ τις πιο χαρακτηριστικές αναταράξεις που ταλανίζουν σήμερα μια σειρά έθνη κράτη.
Αποτέλεσμα όλων αυτών. Εκατομμύρια ξεριζωμένων μαζών απ’ τους πολέμους, τις καταστροφές και τις διαλύσεις κρατών, να προστίθενται στα εκατομμύρια των εξαθλιωμένων απ’ την ανεργία και την πείνα μαζών, απ’ την Αφρική, την Ασία, και όλες τις περιοχές του κατ’ ευφημισμό τρίτου κόσμου και όλοι μαζί να παίρνουν το δρόμο της ξενιτιάς απ’ όλες τις γωνιές του πλανήτη, αφιερώνοντας πολλοί απ’ αυτούς την ζωή τους, δώρο στον Μολόχ της πείνας, της κούρασης, της πεζοπορίας, των εκατοντάδων χιλιάδων χιλιομέτρων ξηράς και θάλασσας που διανύουν, στην προσπάθεια τους να φτάσουν στην γη της Επαγγελίας για την αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής στα σκλαβοπάζαρα των ανεπτυγμένων χωρών του καπιταλισμού.
Ταυτόχρονα, μαζί με τα παραπάνω, οξύτατοι οικονομικοί ανταγωνισμοί έχουν ξεκινήσει μεταξύ ΗΠΑ - ΕΕ, με βασικό όπλο για την ώρα την ισοτιμία των νομισμάτων και με εμφανή ήδη τα πρώτα σημάδια προστατευτικών μέτρων. Οικονομικοί και στρατιωτικοί ανταγωνισμοί μεταξύ ΗΠΑ - Ρωσίας, με αποκορύφωμα την κρίση στην Ουκρανία. Ο κίνδυνος παγκόσμιας σύρραξης στην μέση ανατολή, με αφορμή την Συρία. Ή ο κίνδυνος πολεμικών συρράξεων στην σινο-ιαπωνική θάλασσα, μεταξύ Κίνας – Ιαπωνίας με επιδιαιτητή –χωροφύλακα τις ΗΠΑ. Αυτά είναι λίγα απ’ τα γεγονότα που διαγράφουν το σκηνικό των νέων διεθνών συγκρούσεων σήμερα.
Με άλλα λόγια, το νέο σκηνικό που άρχισε να διαγράφεται, φαίνεται να προδιαγράφει μια νέα περίοδο αναδιάταξης στις Γεωστρατηγικές ισορροπίες, ακόμα και σε αυτές που επικράτησαν μετά την κατάρρευση της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, και καθιέρωσαν την «θεωρία» της Αυτοκρατορικής υπερδύναμης της Αμερικής. Όλα δείχνουν ότι τώρα, οι παγκόσμιες ισορροπίες μπαίνουν ξανά σε νέα αμφισβήτηση, σε νέα αναδιάταξη.
Είναι αλήθεια, πάνω σ’ αυτό μια σειρά άρθρα, αξιόλογα όντως τα περισσότερα, προσπαθούν να φωτίσουν αυτή την εξέλιξη και να δώσουν απάντηση στα αίτια αυτής της όξυνσης. Να σημειώσουμε εδώ ότι τα περισσότερα απ’ τα οποία προέρχονται απ την αστική διανόηση και αυτό δείχνει από πρώτη ματιά την αδυναμία της προοδευτικής διανόησης στη συμβολή της ανάλυσης του φαινομένου. Όλα, ή τα περισσότερα όμως, παρουσιάζουν δύο βασικές αδυναμίες. Πρώτο. Ενώ κάνουν μια ομολογουμένως αξιόλογη ανάλυση των γεγονότων που συνθέτουν τις κρίσεις στις διάφορες περιοχές του πλανήτη, παρουσιάζουν την ίδια στιγμή μια αξιόλογη υστέρηση στην προσέγγιση, άρα και στην ανάλυση των αιτίων που προκαλούν τα γεγονότα αυτά. Και δεύτερο. Όταν το κάνουν, επικεντρώνουν την ανάλυση τους, στο κατά τεκμήριο εμφανές γεγονός, ή «πεδίο» όπως για ευκολία το ονομάζουν απομονώνοντας σ’ αυτό το επιμέρους γεγονός όλη την ανάλυση τους.
«Οι ενδοιμπεριλιστικές αντιθέσεις» όμως δυστυχώς για τους «επαΐοντες» αναλυτές, δεν διεξάγονται σε διάφορα «πεδία», ή «πλαίσια» ανεξάρτητα το ένα από το άλλο. Π.χ. στο πεδίο του χρήματος, στο πεδίο του πετρελαίου η της ενέργειας, στο πεδίο του «δικαίου της θάλασσας», η στην αλλαγή του γεωστρατηγικού «πεδίου» γενικώς. Οι αντιθέσεις αυτές είναι αλληλοεξαρτώμενες και ταυτόχρονα αληλλοτροφοδοτούμενες.
Όπως στην περίοδο του μεσοπολέμου η ΚΤΕ (Κοινωνία των Εθνών) κατέρρευσε, αδυνατώντας να σταματήσει το αιματοκύλισμα του πρώτου πολέμου, έτσι και τώρα ο αντικαταστάτης της ΟΗΕ στέκεται ανίκανος να σταματήσει τις αιτίες που απειλούν για άλλη μια φορά την ανθρωπότητα με μια νέα καταστροφή, προδιαγράφοντας με την αδυναμία του και την δική του διάλυση. Μια καταστροφή, η οποία αν δεν την σταματήσουμε, θα πραγματοποιηθεί με μαζικά πολεμικά μέσα άπειρης καταστροφικής ισχύος, που θα απειλήσουν την συνέχιση της δυνατότητας της σφαίρας που στριφογυρίζει γύρω απ’ τον ήλιο να συνεχίσει το ταξίδι της.
Στο γενικό ερώτημα τι συμβαίνει; Γιατί για άλλη μια φορά έχει απορυθμιστεί το σύστημα; Γιατί η μεταπολεμική «ειρήνη» που επιβλήθηκε μετά το αιματοκύλισμα από τους νικητές του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, μέσω των ιδρυτικών αποφάσεων του ΟΗΕ, τινάζεται για άλλη μια φορά στον αέρα; Η απάντηση θα ξεπηδήσει αυθόρμητα, αβίαστα, εν χορώ θα λέγαμε, από τα στόματα όλων των προοδευτικών διανοούμενων, αριστερών και μη. «Μα είναι αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης του καπιταλισμού».
Όπως ένα πασπαρτού το χρησιμοποιούμε για να ανοίξουμε όλες τις πόρτες, έτσι πιστεύουμε ότι και μια γενική και αόριστη φράση μπορεί να δώσει απάντηση σε κάθε ερώτηση, σε κάθε απορία. Επειδή όμως, ακόμα και μαθητές της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, μπορούν να καταλάβουν, ότι μια γενική απάντηση και μάλιστα σε θέματα που απευθύνονται σε μη ειδικούς, παρουσιάζει κενά στην κατανόηση, προσθέτουν διάφορους επιθετικούς προσδιορισμούς. Σήμερα έχει επικρατήσει με κοινή αποδοχή από τους περισσότερους στον τομέα της οικονομίας, ο προσδιορισμός «δομική». Έτσι η απάντηση στην ερώτηση τι είδους κρίση έχουμε. είναι σχεδόν κοινή σε όλους. «Είναι η δομική κρίση του καπιταλισμού», μας λένε.
Πιστεύουν ότι με ένα επίθετο καλύπτουν όλα τα κενά μιας γενικής απάντησης. Στη γραμματική ένα επίθετο μπορεί να προσδιορίζει επακριβώς την φύση η την ουσία ενός πράγματος. Με τον ίδιο τρόπο, στον προφορικό λόγο, ένα επίθετο, μπορεί να αποσαφηνίζει την καθαρότητα του λόγου. Όμως, ένα επίθετο από μόνο του, είναι πολύ ισχνό για να προσδιορίσει σύνθετες έννοιες όπως είναι οι φιλοσοφικές ή οι κοινωνικές, ακόμα δε περισσότερο να προσδιορίσει τις οικονομικές σχέσεις. Εκεί χρειάζονται παραπάνω από ένα επίθετα για να μπορέσει να προσδιοριστεί η συνθετότητα της κάθε έννοιας. Η προσπάθεια προσέγγισης και ανάλυσης επομένως κάθε πολύπλοκου προβλήματος χρειάζεται παραπάνω από ένα επίθετο για να απαντηθεί.
Το να απαντήσουμε λοιπόν σ’ αυτό που στην πραγματικότητα συμβαίνει σήμερα, με μια γενικόλογη φράση, έστω και με την προσθήκη ενός επιθετικού προσδιορισμού δεν βοηθάει και πολύ. Τι είναι λοιπόν δομική κρίση; Είναι απαραίτητο να γνωρίζουν όλοι αυτή την δομική κρίση με τον ίδιο τρόπο; Γιατί παίρνουμε σαν απαραίτητη προϋπόθεση ότι ο προσδιορισμός δομική, αντανακλάται με την ίδια έννοια στα μυαλά όλων των ανθρώπων και όχι με τον υποκειμενισμό του εύρους των γνώσεων επί του θέματος του καθενός ξεχωριστά;
Το ερώτημα επομένως που πρέπει να μας απασχολεί, και να δώσουμε απάντηση, είναι όχι η ταυτολογία, ότι ο καπιταλισμός έχει κρίση γιατί η «δομή» του καπιταλισμού είναι τέτοια που παράγει την κρίση, αλλά αντίθετα ποια είναι η μορφή και ο χαρακτήρας αυτής της κρίσης σε κάθε ιστορική περίοδο της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Απ’ τον Μαρξ κληρονομήσαμε όχι την στεγνή, φορμαλιστική, παράθεση παραγράφων, φράσεων και τσιτάτων, με την μορφή της αιώνιας αλήθειας, αλλά τη μέθοδο ανάλυσης για να κατανοούμε και να εξηγούμε την κάθε ιστορική περίοδο. Η κρίση που παρήγαγε το κραχ του 29 παράδειγμα, δεν είχε την μορφή και το χαρακτήρα που παρήγαγαν οι κυκλικές κρίσεις της μεταπολεμικής περιόδου απ’ το 45 μέχρι 70. Όπως οι κρίσεις 45-70, δεν είχαν τον ίδιο χαρακτήρα με αυτόν της περιόδου του 70 μέχρι 2000. Και ακόμα περισσότερο, η κρίση, η οποία ξέσπασε το 2007 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, μετά το σπάσιμο της φούσκας των ακινήτων στις ΗΠΑ, δεν έχει την ίδια μορφή και τον ίδιο χαρακτήρα με όλες τις προηγούμενες.
Έτσι, Αν προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε, να κατανοήσουμε να αναλύσουμε και να εξηγήσουμε σε βάθος το πρόβλημα, θα πρέπει να απαντήσουμε σε πάρα πολλά ερωτήματα που θα προκύπτουν το ένα μετά το άλλο, θα πηγάζει το ένα μέσα απ’ το άλλο, και τότε θα μας προκύψει, ότι η απάντηση γίνεται αρκετά πιο σύνθετη και ότι πρέπει να απαντήσουμε σε πάνω από ένα ερωτήματα.
Μια πρώτη ματιά θα μας δείξει ότι αυτό που συμβαίνει γύρω μας σήμερα, δεν είναι τίποτε άλλο, απ’ αυτό που συνέβαινε κάθε φορά που το καπιταλιστικό σύστημα έφτανε στο σημείο που οι εσωτερικές δυνάμεις, -οι νόμοι- αναπαραγωγής της κερδοφορίας του, έφταναν στα όρια τους. Αυτό λοιπόν που προδιαγράφει το σημερινό σκηνικό των συγκρούσεων όπως γράφουμε παραπάνω, είναι ότι έχει αρχίσει να διεξάγεται ένας ανελέητος εμπορικός πόλεμος για την διατήρηση η την κατάκτηση από τους αντιπάλους μεριδίων στην παγκόσμια αγορά. Μόνο που σήμερα, μια ειδοποιός διαφορά κάνει την κρίση αυτή αξεπέραστη.
Η υπερπαραγωγή σήμερα, έχει ξεπεράσει τα όρια αντοχής του συστήματος. Η παραγωγή πλούτου είναι πια τόσο μεγάλη, που σαπίζει σαν καρκίνωμα το σώμα του καπιταλισμού, για άλλη μια φορά στην ιστορία του. Το σύστημα έχει τόσο πολύ πλούτο που δεν μπορεί να τον καταναλώσει. Οι παραγωγικές του δυνάμεις έγιναν πάρα πολύ μεγάλες για να χωρέσουν μέσα στις παραγωγικές του σχέσεις.
Στη φάση αυτή, οι παραγωγικές δυνάμεις δεν μπορούν πια να αναπτυχθούν, ασφυκτιούν μέσα στα δεσμά των παραγωγικών αστικών σχέσεων ιδιοκτησίας και έρχονται σε ευθεία και ανοιχτή σύγκρουση μαζί τους. Είναι αυτή η σύγκρουση, ανεξάρτητη απ’ την θέληση των ανθρώπων που καθορίζει το μέγεθος και την μορφή της κρίσης. Το παγκόσμιο εμπόριο έχει φρακάρει και η αγορά δεν μπορεί πια να αναπτυχθεί. Σ’ αυτή την φάση, οι σπασμοί της κρίσης ξεσπούν με σφοδρότητα για ένα και μόνο λόγο. Στην προσπάθεια να ελεγχθεί η πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους, σφοδροί εμπορικοί πόλεμοι ξεσπούν, για τον έλεγχο μεριδίων των παγκόσμιων αγορών, ή πράγμα που είναι το ίδιο, για την εκμετάλλευση πιο βαθειά των παλιών αγορών. Με την διαφορά ότι σήμερα τείνει να πάρει για άλλη μια φορά, ένα γενικευμένο χαρακτήρα ανοικτής σύγκρουσης. Μέσα σ’ αυτή τη δίνη των συγκρούσεων που παράγεται απ’ τον ανταγωνισμό για μεγαλύτερη εκμετάλλευση και το ξαναμοίρασα των διεθνών αγορών, η τύχη ολόκληρων κρατών παίζεται για άλλη μια φορά στα ζάρια, αμφισβητώντας ανοιχτά, ξανά και ξανά την ίδια τους την ύπαρξη.
Η κρίση λοιπόν είναι εδώ. Είναι παρούσα και πολύπλευρη και όπως βλέπουμε μια σειρά ζητήματα προκύπτουν στην προσπάθεια μας να αναγνώσουμε την κατάσταση που προκύπτει σήμερα απ’ αυτήν και πολλά ερωτήματα πρέπει να απαντηθούν.
Στο κομμουνιστικό μανιφέστο ο Μαρξ διατύπωνε τρείς βασικούς όρους σαν προϋποθέσεις για να ξεπερνιόνται οι κρίσεις.
Βάζοντας το ερώτημα «Πώς ξεπερνά η αστική τάξη τις κρίσεις;», απαντούσε: «από τη μια μεριά καταστρέφοντας αναγκαστικά μάζες από παραγωγικές δυνάμεις. Από την άλλη, κατακτώντας καινούργιες αγορές και εκμεταλλευόμενη πιο βαθιά τις παλιές.»
Σήμερα όμως, ο ένας από τους τρείς όρους έχει σχεδόν εξαλειφθεί. Ενώ το σύστημα έχει την δυνατότητα«να καταστρέφει μάζες από παραγωγικές δυνάμεις» και να «εκμεταλλεύεται πιο βαθιά τις παλιές αγορές», η κατάκτηση νέων αγορών με την μορφή της εσωτερικής αλλά πάνω απ’ όλα εξωτερικής«κατάκτησης», ή πράγμα που είναι το ίδιο, της εσωτερικής ή εξωτερικής επέκτασης, έχει σχεδόν εξαντληθεί οριστικά, μετατρέποντας προ πολλού, κάθε γωνιά του πλανήτη σε καπιταλιστική αγορά. Και εδώ μπαίνει ένα ερώτημα που περιμένει απάντηση: πότε και πως έγινε αυτό.
Ακόμα, ένας επιπρόσθετος παράγοντας, έχει προστεθεί πάνω στις παραγωγικές δυνάμεις, απ την εποχή που γράφτηκε το κομμουνιστικό μανιφέστο. Η τεχνολογική επανάσταση της εποχής μας, με την ηλεκτρονική, τον αυτοματισμό και την ρομποτική, έχει σήμερα «επαναστατικοποιήσει τα εργαλεία παραγωγής» τόσο, ώστε να «απειλούν την ύπαρξη» ολοκληρωτικά «της αστικής ιδιοκτησίας». Τα«μέσα παραγωγής αναπτύχθηκαν τόσο ώστε οι αστικές σχέσεις να γίνουν πάρα πολύ στενές για να περιλάβουν τα πλούτη που δημιουργήθηκαν απ’ αυτές».
Η παράθεση παραγράφων ή τσιτάτων από τους κλασικούς είναι από μόνη της μια άχαρη δουλειά. Δεν είναι ότι καλύτερο θα έλεγα για την επαλήθευση των λόγων μας όπως τονίζω και λίγο παραπάνω. Όταν μάλιστα η παράθεση αυτή γίνετε σαν ο λόγος των κλασικών να παίρνει μια πάγια και υπεριστορική αξία, τότε η παράθεση αποσπασμάτων από τους κλασικούς γίνετε δυο φορές πιο άχαρη. Παρ’ όλο που αποφεύγω να το κάνω, εδώ το βρίσκω απολύτως αναγκαίο.
Ας αφήσουμε όμως καλύτερα τον Μαρξ να μας πει με την δική του σκέψη τι ακριβώς συμβαίνει. Κομμουνιστικό μανιφέστο, κεφάλαιο αστοί και προλετάριοι, (όλες οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου)
«Η αστική τάξη δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς να επαναστατικοποιεί αδιάκοπα τα εργαλεία παραγωγής, δηλαδή τις σχέσεις παραγωγής, δηλαδή όλες τις κοινωνικές σχέσεις. Μπρος στα μάτια μας συντελείται μια παρόμοια κίνηση. Οι αστικές σχέσεις παραγωγής και ανταλλαγής, οι αστικές σχέσεις ιδιοκτησίας, η σύγχρονη αστική κοινωνία, που δημιούργησε τόσο ισχυρά μέσα παραγωγής και ανταλλαγής, μοιάζει με το μάγο εκείνο που δεν καταφέρνει πια να κυριαρχήσει πάνω στις καταχθόνιες δυνάμεις που ο ίδιος κάλεσε.»
Ας προσέξουμε τη διατύπωση: Μπρός στα μάτια μας συντελείται μια αδιάκοπη επανάσταση στα μέσα παραγωγής, στις σχέσεις παραγωγής κατά συνέπεια σε όλες τις κοινωνικές σχέσεις, με αποτέλεσμα οι αστικές σχέσεις παραγωγής και ανταλλαγής να μοιάζουν με καταχθόνιες δυνάμεις που η αστική τάξη δεν μπορεί να κυριαρχήσει επάνω τους.
Με άλλα λόγια, Η αστική τάξη ζει μ’ αυτό που συμβαίνει γύρω της χωρίς να μπορεί να το ελέγξει, ζει μέσα σ’ αυτό, στην πραγματικότητα δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς αυτό. Χωρίς δηλαδή να μπορεί να σταματήσει να επαναστατικοποιεί συνεχώς «όλες τις κοινωνικές σχέσεις».
Και συνεχίζει
«Εδώ και δεκάδες χρόνια, η ιστορία της βιομηχανίας και του εμπορίου δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ιστορία της εξέγερσης των σύγχρονων παραγωγικών δυνάμεων ενάντια στις σύγχρονες σχέσεις παραγωγής, ενάντια στις σχέσεις ιδιοκτησίας, που αποτελούν τους όρους ύπαρξης της αστικής τάξης και της κυριαρχίας της. Αρκεί ν' αναφέρουμε τις εμπορικές κρίσεις που με την περιοδική τους επανάληψη όλο και πιο απειλητικά αμφισβητούν την υπόσταση ολόκληρης της αστικής κοινωνίας. Στις εμπορικές κρίσεις καταστρέφεται τακτικά ένα μεγάλο μέρος όχι μονάχα των έτοιμων προϊόντων, αλλά ακόμα και των παραγωγικών δυνάμεων που ήδη είχαν δημιουργηθεί. Στις κρίσεις ξεσπά μια κοινωνική επιδημία που σε κάθε άλλη προηγούμενη εποχή θα φαινόταν σαν παραλογισμός, η επιδημία της υπερπαραγωγής. Η κοινωνία ξαφνικά βρίσκεται πάλι πίσω σε κατάσταση στιγμιαίας βαρβαρότητας. Θα 'λεγε κανείς ότι ένας λιμός, ένας γενικός καταστροφικός πόλεμος της έκοψε όλα τα μέσα ύπαρξης. H βιομηχανία, το εμπόριο φαίνονται εκμηδενισμένα.»
Τι βλέπουμε εδώ; Την βασική ιδέα της κατανόησης της δημιουργίας των κρίσεων.
«Εδώ και δεκάδες χρόνια», (την εποχή που έζησε ο Μαρξ οι «σύγχρονες παραγωγικές δυνάμεις μέτραγαν δεκάδες χρόνια», στα χρόνια μας μπορούμε να προσθέσουμε εκατοντάδες)«παρακολουθούμε την εξέγερση», την επαναστατικοποίηση, «των παραγωγικών δυνάμεων ενάντια στις παραγωγικές σχέσεις και στις σχέσεις ιδιοκτησίας»… «αμφισβητώντας την κυριαρχία της αστικής τάξης». Όταν «ξεσπάσει η επιδημία της υπερπαραγωγής, η κοινωνία ξεπέφτει σε κατάσταση βαρβαρότητας». «Θα ’λεγε κανείς ότι ένας λιμός, ένας γενικός πόλεμος της έκοψε όλα τα μέσα ύπαρξης.»
Συνεχίζοντας βάζει ένα ερώτημα για να απαντήσει
«Και γιατί; Γιατί η κοινωνία έχει πάρα πολύ πολιτισμό, πάρα πολλά μέσα ύπαρξης, πάρα πολλή βιομηχανία, πάρα πολύ εμπόριο. Οι παραγωγικές δυνάμεις που διαθέτει δεν χρησιμεύουν πια για την προώθηση του αστικού πολιτισμού και των αστικών σχέσεων ιδιοκτησίας. Αντίθετα, έγιναν πάρα πολύ μεγάλες γι' αυτές τις σχέσεις, εμποδίζονται από αυτές. Και κάθε φορά που οι παραγωγικές δυνάμεις ξεπερνούν το εμπόδιο αυτό, φέρνουν σε αναταραχή ολόκληρη την αστική κοινωνία, απειλούν την ύπαρξη της αστικής ιδιοκτησίας. Οι αστικές σχέσεις έγιναν πάρα πολύ στενές για να περιλάβουν τα πλούτη που δημιουργήθηκαν απ' αυτές.»
Γιατί λοιπόν παρουσιάζονται κάθε τόσο αυτές οι καταστροφικές κρίσεις;
Γιατί η κοινωνία είναι πάρα πολύ πλούσια. Γιατί, σε μια ιστορική βαθμίδα ανάπτυξης της, η αστική τάξη,«επαναστατικοποιώντας αδιάκοπα τα μέσα παραγωγής», «δημιουργεί πάρα πολύ πλούτο», «πάρα πολλά μέσα ύπαρξης», «πάρα πολύ βιομηχανία, πάρα πολύ εμπόριο», τότε, ξεκινάει «η επιδημία της υπερπαραγωγής». Ο καπιταλισμός ανίκανος «να ελέγξει» τις καταστροφικές «και καταχθόνιες δυνάμεις που έχει εξαπολύσει», «ξεπέφτει σε κατάσταση βαρβαρότητας» και «ένας γενικός καταστροφικός πόλεμος που κόβει όλα τα μέσα ύπαρξης της αστικής κυριαρχίας»ξεκινάει, «Οι παραγωγικές δυνάμεις που διαθέτει έγιναν πάρα πολύ μεγάλες για τις παραγωγικές σχέσεις και εμποδίζονται απ’ αυτές». «Οι αστικές σχέσεις έγιναν πάρα πολύ στενές για να περιλάβουν τα πλούτη που δημιουργήθηκαν απ' αυτές.»
Και συνεχίζει για να απαντήσει πως η αστική τάξη ξεπερνά τις κρίσεις
«Πώς ξεπερνά η αστική τάξη τις κρίσεις; από τη μια μεριά καταστρέφοντας αναγκαστικά μάζες από παραγωγικές δυνάμεις. Από την άλλη, κατακτώντας καινούργιες αγορές και εκμεταλλευόμενη πιο βαθιά τις παλιές. Πώς, λοιπόν; Προετοιμάζοντας πιο ολόπλευρες και πιο τεράστιες κρίσεις και ελαττώνοντας τα μέσα για να προλαβαίνει τις κρίσεις.»
Πως ξεπερνιούνται λοιπόν οι κρίσεις; Από τη μια καταστρέφοντας αναγκαστικά μάζες από παραγωγικές δυνάμεις και από την άλλη κατακτώντας καινούριες αγορές και εκμεταλλευόμενη πιο βαθιά τις παλιές. Παρακάτω θα προσπαθήσουμε να εξειδικεύουμε την γενική διατύπωση των τριών αυτών όρων τι χαρακτήρα παίρνει σε κάθε ιστορική φάση. Γιατί παράδειγμα, καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων είναι η απαξίωση και το κλείσιμο μέσω του ανταγωνισμού βιομηχανιών χαμηλής τεχνολογίας και ανταγωνιστικότητας, όπως καταστροφή είναι και ο βομβαρδισμός και η ισοπέδωση μιας παραγωγικής μονάδας λόγω πολέμου. Ακόμα ως προς την «κατάκτηση αγορών», άλλο η γεωγραφική επέκταση, «κατάκτηση», της αγοράς εκεί που δεν υπάρχει και άλλο η εσωτερική του «κατάκτηση» επέκταση, με την μετατροπή παράδειγμα της ενέργειας, από ατμοκίνητη σε ηλεκτρική, ή η μετατροπή μιας πρωτόλειας συντεχνιακής παραγωγής για την αγορά, σε βιοτεχνική ή βιομηχανική.
Και καταλήγει κλείνοντας. Πως λοιπόν τις ξεπερνά; «Προετοιμάζοντας πιο ολόπλευρες και πιο τεράστιες κρίσεις και ελαττώνοντας τα μέσα για να προλαβαίνει τις κρίσεις.»
Ας προσέξουμε λίγο περισσότερο αυτή τη διατύπωση. Όσο η αστική τάξη «επαναστατικοποιεί» τις παραγωγικές δυνάμεις σε άλλο τόσο βαθμό προετοιμάζει πιο «ολόπλευρες και πιο τεράστιες κρίσεις ελαττώνοντας τα μέσα για να τις προλαβαίνει».
Όλα αυτά γράφτηκαν πριν από 170 χρόνια περίπου. Γράφτηκαν σε μια εποχή που κινητήρια δύναμη της παραγωγής και των μεταφορών, ήταν ακόμα ο ατμός. Γράφτηκαν πριν ακόμα ειπωθεί το σύνθημα «εξηλεκτρισμός ίσον σοσιαλισμός». Πριν την έκρηξη της τεχνολογικής επανάστασης των τελευταίων πενήντα χρόνων, πριν τα ηλεκτρονικά, τα κομπιούτερ, πάνω απ’ όλα πριν τον αυτοματισμό και την ρομποτική.
Αλήθεια, στα 170 χρόνια που μας χωρίζουν από τότε σε πόσο βαθμό έχουν «αναπτυχτεί οι παραγωγικές δυνάμεις» έχουν «κατακτηθεί» νέες αγορές και έχουν «εκμεταλλευτεί οι παλιές», ώστε να «προετοιμάζονται πιο ολόπλευρες και πιο τεράστιες κρίσεις». Σε πόσο βαθμό να έχουν«ελαττωθεί τα μέσα για να προλαβαίνονται οι κρίσεις»; Πόσο πολύ μεγάλες έχουν γίνει οι παραγωγικές δυνάμεις ώστε να «μην χωρούν πια στις αστικές σχέσεις παραγωγής»; Σε πόσο βαθμό έχουν «ωριμάσει οι υλικοί όροι μέσα στους κόλπους των παλιών παραγωγικών σχέσεων»ώστε «νέες και ανώτερες παραγωγικές σχέσεις να ζητούν να αντικαταστήσουν τις παλιές»; Με άλλα λόγια, πόσο πολύ η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων έχει τραβήξει τον καπιταλισμό πέρα απ’ τα όρια του έχοντας κοινωνικοποιήσει τα μέσα παραγωγής ώστε να μην χωρούν ποια στα δεσμά της αστικής ιδιοκτησίας;
Όπως όλοι ξέρουμε, πως απ’ το 1847 που γράφτηκε το μανιφέστο για να αποτελέσει το πρόγραμμα της Διεθνούς ένωσης των κομουνιστών, και ανέλυε τις παραγωγικές σχέσεις μέσα στις οποίες οι παραγωγικές δυνάμεις της εποχής του ασφυκτιούσαν, την περίοδο του ελεύθερου ανταγωνισμού δηλαδή, οι παραγωγικές δυνάμεις αναπτύχθηκαν τόσο, ώστε στις αρχές του δεκάτου ενάτου αιώνα να ξεκινήσει μια μεγάλη ιδεολογική συζήτηση μέσα στους κόλπους των μαρξιστών της εποχής, για την κατανόηση, πως μέσα απ’ τον ανταγωνισμό να δημιουργηθεί μια τόσο τεράστια συγκεντροποίηση, ώστε να δημιουργηθούν τα τραστ και τα καρτέλ των βιομηχανικών και τραπεζιτικών ομίλων, να ενοποιηθεί το βιομηχανικό με το τραπεζικό κεφάλαιο, και να μοιραστούν οι τότε υπάρχουσες αγορές σε σφαίρες επιρροής. Η συζήτηση αυτή κατέληξε, 70 σχεδόν χρόνια μετά την συγγραφή του κομουνιστικού μανιφέστου, να διατυπωθεί απ’ τον Λένιν ένας νέος όρος : ο Ιμπεριαλισμός, σαν «νέο ανώτερο (και όχι ανώτατο) στάδιο του καπιταλισμού» σε αντιδιαστολή με τον ελεύθερο ανταγωνισμό του Μαρξ.
Και εδώ, όπως είναι φυσικό, προκύπτει αυτόματα ένα ερώτημα. Οι παραγωγικές δυνάμεις έχουν αναπτυχθεί απ’ τις αρχές του 19 αιώνα μέχρι σήμερα; Και αν ναι, σε τι βαθμό; Εκατό σχεδόν χρόνια μετά την έρευνα και την ανάλυση του Λένιν και άλλων μαζί με τον Λένιν, όπως του Λαφάργκ του Χόμπσον και του Χίλφερντιγκ, για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της εποχής τους, οι παραγωγικές δυνάμεις έχουν μείνει στάσιμες, η έχουν αναπτυχθεί στο έπακρο; Ο Ιμπεριαλισμός του Λένιν είναι ιερό ευαγγέλιο και προσευχητάρι, ή χρειάζεται νέα έρευνα και ανάλυση της μορφής και του χαρακτήρα αυτής της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, η πράγμα που είναι το ίδιο, σε πιο βαθμό «Οι παραγωγικές δυνάμεις που διαθέτει η αστική τάξη, δεν χρησιμεύουν πια για την προώθηση του αστικού πολιτισμού και των αστικών σχέσεων ιδιοκτησίας» σε πιο βαθμό έχουν αναπτυχθεί, ώστε«να έχουν ελαττωθεί τα μέσα για να προλαβαίνει νέες κρίσεις».
Στην «Εισαγωγή στη συμβολή της κριτικής της πολιτικής οικονομίας», το ζήτημα μπαίνει ακόμα πιο ξεκάθαρα απ’ τον Μαρξ. Ακόμα πιο ξεκάθαρα όμως μπαίνουν δυο ακόμα ζητήματα. Ένα, οι υλικοί όροι που διεξάγεται ο αγώνας από μέρους των εργαζομένων, για την αλλαγή στην υλική βάση που με την σειρά της θα μετασχηματίσει όλο το τεράστιο εποικοδόμημα που στηρίζει την αστική ιδιοκτησία. Και δυο κάτω από ποιους υλικούς όρους μπορεί να ωριμάσουν οι συνθήκες μέσα στους κόλπους της παλιάς κοινωνίας για να γεννηθούν νέες ανώτερες παραγωγικές σχέσεις για να ανατρέψουν τις παλιές. (Οι υπογραμμίσεις δικές μου).
«Στην κοινωνική παραγωγή της ύπαρξής τους οι άνθρωποι έρχονται αναπόφευκτα σε καθορισμένες σχέσεις, οι οποίες είναι ανεξάρτητες από τη θέλησή τους, δηλαδή σε σχέσεις παραγωγής, που αντιστοιχούν σε μια ορισμένη βαθμίδα στην ανάπτυξη των υλικών δυνάμεων της παραγωγής.»
Εδώ, πηγαίνοντας ένα βήμα ακόμα πιο πέρα την σκέψη του, ο Μαρξ καθορίζει τα πλαίσια της λειτουργίας της κοινωνικής συνείδησης, και τον τρόπο που με βάση αυτή τη συνείδηση διεξάγονται οι αγώνες. Ή πράγμα που είναι το ίδιο πως η βάση καθορίζει το εποικοδόμημα.
Ξεκινώντας απ το γεγονός ότι Οι άνθρωποι έρχονται «αναπόφευκτα σε καθορισμένες» «σχέσεις παραγωγής» «ανεξάρτητες από την θέληση τους» και οι οποίες «αντιστοιχούν σε μια ορισμένη βαθμίδα της ανάπτυξης των υλικών δυνάμεων παραγωγής», καταλήγει:
«Το σύνολο αυτών των παραγωγικών σχέσεων αποτελεί την οικονομική δομή της κοινωνίας, την υλική βάση, πάνω στην οποία υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα και στην οποία αντιστοιχούν καθορισμένες μορφές κοινωνικής συνείδησης.»
για να συμπεράνει ότι:
«Ο τρόπος παραγωγής των συνθηκών της υλικής ζωής καθορίζει τη γενική διαδικασία της κοινωνικής, πολιτικής και διανοητικής ζωής. Δεν είναι η συνείδηση που καθορίζει την ύπαρξη των ανθρώπων, αλλά η κοινωνική τους ύπαρξη καθορίζει τη συνείδησή τους.»
Ας μην μας διαφεύγει αυτή η διατύπωση: Δεν είναι η συνείδηση που καθορίζει την ύπαρξη των ανθρώπων, αλλά η κοινωνική τους ύπαρξη καθορίζει τη συνείδησή τους.» Με άλλα λόγια, οι παραγωγικές συνθήκες μιας συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου μέσα στις οποίες ζουν και δρουν οι άνθρωποι καθορίζουν την συνείδηση τους, και όχι το αντίστροφο.
Στην συνέχεια παραθέτει ξανά την διατύπωση απ’ το κομουνιστικό μανιφέστο για τις αιτίες σύγκρουσης των παραγωγικών δυνάμεων με τις παραγωγικές σχέσεις:
«Σε ένα στάδιο της ανάπτυξης, οι παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας έρχονται σε σύγκρουση με τις υφιστάμενες παραγωγικές σχέσεις, ή, για να εκφράσουμε το ίδιο πράγμα με νομικούς όρους, με τις σχέσεις της ιδιοκτησίας, μέσα στο πλαίσιο των οποίων ως τότε είχαν κινηθεί. Οι σχέσεις αυτές, από μορφές ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, μετατρέπονται σε δεσμά τους.»
Για να καταλήξει
Τότε αρχίζει μια εποχή κοινωνικής επανάστασης. Οι αλλαγές στην οικονομική βάση, οδηγούν συντομότερα ή αργότερα στο μετασχηματισμό όλου του τεράστιου εποικοδομήματος.»
Η πρόταση αυτή, στους μελετητές των γραφών των ιερών ευαγγελίων, μπορεί να φανεί ότι αποδεικνύει την αναλλοίωτη υπεριστορικότητα των ιερών γραφών. Όταν δηλαδή οι παραγωγικές δυνάμεις φτάσουν άπαξ, σ’ ένα στάδιο ανάπτυξης, τότε έρχονται σε μια αέναη σύγκρουση με τις παραγωγικές σχέσεις. Δεν υπάρχουν κατά συνέπεια περίοδοι ανάπτυξης και περίοδοι κρίσης. Ο τρόπος σκέψης αυτός όμως, καταλήγει να αγνοεί τον βασικό κανόνα «ότι η αστική τάξη δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς να επαναστατικοποιεί τις παραγωγικές δυνάμεις». Η πράγμα που είναι το ίδιο, ότι η αστική τάξη δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τον ανταγωνισμό. Παίρνοντας κατά γράμμα με μια τελολογική ένια τη φράση «τότε αρχίζει μια εποχή κοινωνικής επανάστασης», αγνοούν την κατάληξη ότι «οι αλλαγές στην οικονομική βάση οδηγούν συντομότερα η αργότερα στο μετασχηματισμό όλου του τεράστιου εποικοδομήματος». Με άλλα λόγια στον μετασχηματισμό των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής σε νέες ανώτερες παραγωγικές σχέσεις
Αν προσέξουμε την συνέχεια του συλλογισμού τότε θα καταλάβουμε ότι η φορμαλιστική σκέψη είναι ένα καλό εργαλείο για τους σεχταριστές όχι όμως και για την ανάλυση που χρειαζόμαστε σήμερα.
Συνεχίζει ο Μαρξ
«Όταν μελετάμε τέτοιους μετασχηματισμούς, πρέπει πάντα να διακρίνουμε ανάμεσα στον υλικό μετασχηματισμό των οικονομικών όρων της παραγωγής, που μπορεί να καθοριστεί με την ακρίβεια της φυσικής επιστήμης, και τις νομικές, πολιτικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές ή φιλοσοφικές μορφές, κοντολογίς, τις ιδεολογικές μορφές, με τις οποίες οι άνθρωποι συνειδητοποιούν αυτή τη σύγκρουση και τη διεξάγουν.»
Εδώ Ξεκαθαρίζεται με τον πιο σαφή τρόπο, ότι πρέπει πάντα να διακρίνουμε καθαρά, ανάμεσα στον υλικό μετασχηματισμό των οικονομικών όρων που πραγματοποιούνται μέσα στην διαδικασία της παραγωγής, από τις ιδεολογικές μορφές με τις οποίες οι άνθρωποι συνειδητοποιούν αυτή την σύγκρουση και την διεξάγουν. Με άλλα λόγια, ανεξάρτητα αν οι παραγωγικές δυνάμεις, κάθε φορά που η υπερπαραγωγή σαν ένας «καταστροφικός λοιμός κόβει τα μέσα ύπαρξης της αστικής τάξης», και ξεπερνάει τα όρια της δυνατότητας κατανάλωσης, όταν σε ένα ιστορικό στάδιο ανάπτυξης οι παραγωγικές δυνάμεις αισθάνονται δέσμιες μέσα στα πλαίσια των αστικών σχέσεων παραγωγής, η συνείδηση των ανθρώπων που διεξάγουν αυτή την σύγκρουση δεν είναι απαραιτήτως ταυτόσημες. Μπορεί δηλαδή, νέες ανώτερες παραγωγικές σχέσεις, ο σοσιαλισμός παράδειγμα, να φαίνεται υλικά πλήρης και ιστορικά αναγκαίος, την ίδια στιγμή όμως, οι ιδεολογικές μορφές με τις οποίες οι άνθρωποι συνειδητοποιούν και διεξάγουν τους αγώνες για την αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων να καθυστερούν.
Γιατί;;
«Όπως δεν κρίνουμε ένα άτομο από την ιδέα που έχει για τον εαυτό του, έτσι δεν μπορούμε να κρίνουμε και μια εποχή μετασχηματισμού από τη συνείδησή της, αλλά, απεναντίας, αυτή η συνείδηση πρέπει να εξηγηθεί από τις αντιφάσεις της υλικής ζωής, από τη σύγκρουση που υπάρχει ανάμεσα στις κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις και στις παραγωγικές σχέσεις.»
Για να καταλήξει
«Καμιά κοινωνική τάξη δεν εξαφανίζεται ποτέ προτού αναπτυχθούν όλες οι παραγωγικές δυνάμεις που μπορεί να χωρέσει, και νέες και ανώτερες παραγωγικές σχέσεις ποτέ δεν αντικαθιστούν τις παλιές προτού οι υλικοί όροι για την ύπαρξή τους ωριμάσουν μέσα στους κόλπους της παλιάς κοινωνίας.»
Εδώ ο Μαρξ διατυπώνει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο δυο βασικές αρχές. Πρώτο, ότι καμιά κοινωνική τάξη δεν εξαφανίζεται ποτέ, στην προκειμένη περίπτωση και η αστική τάξη, προτού να αναπτυχθούν ΟΛΕΣ οι παραγωγικές δυνάμεις που μπορεί να χωρέσει, έτσι ώστε, νέες και ανώτερες παραγωγικές σχέσεις να ωριμάσουν μέσα στους κόλπους της παλιάς κοινωνίας για να αντικαταστήσουν τις παλιές. Ας προσθέσουμε εδώ και το παραπάνω συμπέρασμα, ότι οι αγώνες των εργαζομένων δεν είναι πάντα σε ευθεία αναλογία με τις ανάγκες της υλικής βάσης, ότι η συνείδηση καθυστερεί πάντα σε σχέση με την αντικειμενική πραγματικότητα. Παρά το ότι η αστική τάξη, αναπτύσσοντας τα μέσα παραγωγής, γεννάει μέσα στους κόλπους της νέες και ανώτερες παραγωγικές σχέσεις, μετατρέποντας την παραγωγή, αργά αλλά σταθερά, από ατομική υπόθεση σε κοινωνική αναγκαιότητα. Με άλλα λόγια, σε κάθε στάδιο ανάπτυξης του ο καπιταλισμός, κοινωνικοποιώντας ένα βήμα παραπάνω την παραγωγή, με τον ίδιο τρόπο κοινωνικοποιεί και τις παραγωγικές δυνάμεις. Παρ όλα αυτά, ο σοσιαλισμός δεν απορρέει αυτόματα και ως δια μαγείας, μέσα απ’ το παλιό σύστημα και ότι το πλαίσιο μέσα στο οποίο διεξάγει η εργατική τάξη τους αγώνες για την απελευθέρωση της και της κοινωνίας ολόκληρης, είναι αρκετά πιο σύνθετο.
Αν δεχτούμε ακόμα, ότι οι παραγωγικές δυνάμεις δεν αναπτύσσονται άπαξ, αλλά είναι σε συνεχή και αέναη πορεία ανάπτυξης και καταστροφής, για να περάσει ξανά σε ένα νέο ανώτερο στάδιο ανάπτυξης το οποίο θα φέρει με την σειρά της μια νέα μεγαλύτερη καταστροφή. Ότι κανένα σύστημα δεν γεμίζει αυτόματα το σύνολο των παραγωγικών δυνάμεων που μπορεί να χωρέσει, αλά μπορεί μέσα από πισωγυρίσματα και καταστροφές να ξαναμπεί μπροστά και να αναπτύξει ακόμα παραπέρα τις παραγωγικές δυνάμεις. Ότι όσο αυτές αναπτύσσονται, «τόσο ελαττώνονται ακόμα περισσότερο τα μέσα για προλαβαίνει νέες ακόμα μεγαλύτερες κρίσεις». Τότε ο Ιμπεριαλισμός του Λένιν, θα κατέβει απ’ το βάθρο του ιερού ευαγγελίου που έχει τοποθετηθεί από διάφορους τσιτατολόγους, και θα πάρει την θέση που του αξίζει στην μαρξιστική φιλολογία, σαν μια ολοκληρωμένη προσπάθεια «να καθοριστεί με την ακρίβεια της φυσικής επιστήμης», η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων μιας συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου του καπιταλισμού. Αυτών των αρχών του εικοστού αιώνα.
Και εδώ γεννάται αβίαστα το ερώτημα. Σε πιο σημείο βρισκόμαστε σήμερα; Ο καπιταλισμός έχει αναπτύξει ΟΛΕΣ τις παραγωγικές δυνάμεις που μπορεί να χωρέσει; Σ’ Αυτό το ερώτημα, καθαρά θεωρητικό, μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτό αφήνουμε την ιστορία να το απαντήσει.
Αυτό όμως που εμείς εδώ πρέπει να απαντήσουμε με «επιστημονική ακρίβεια», πιο είναι το μέγεθος της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων που έχει πραγματοποιηθεί, έναν αιώνα τώρα από την εποχή του Λένιν, και την μορφή και το χαρακτήρα διάρθρωσης τους. Με άλλα λόγια να κάνουμε σήμερα αυτό που έκανε ο Λένιν στην εποχή του. Με την δυνατότητα που μας δίνει η Μαρξιστική μέθοδος ανάλυσης, να απαντήσουμε σε πιο σημείο βρίσκεται σήμερα η συγκεντροποίηση της βιομηχανικής παραγωγής και των τραπεζών. Τι χαρακτήρα έχουν σήμερα οι συγχωνεύσεις. Εξακολουθούν να λειτουργούν κατά τεκμήριο μέσα στα πλαίσια του έθνους κράτους, προστατευμένες από τα όρια των εθνικών συνόρων και του προστατευτισμού, όπως στις αρχές του εικοστού αιώνα, η έχουν πάρει ένα υπερεθνικό χαρακτήρα καταργώντας τα σύνορα, με την μορφή των οικονομικών δεσμεύσεων. Τα τραστ και τα καρτέλ είναι τα ίδια ή σπάζοντας τα σύνορα, στην πραγματικότητα καταργώντας τα, έγιναν πολυεθνικές επιχειρήσεις. Τι χαρακτήρα έχει σήμερα η εξάρτηση των πιο αδύνατων εθνών κρατών απ τα ισχυρότερα καπιταλιστικά κράτη. Η αποικιοκρατία, ο έλεγχος και η εκμετάλλευση δηλαδή των κατακτημένων εδαφών, γίνεται ακόμα με την μορφή της στρατιωτικής κατοχής όπως τον δέκατο ένατο αιώνα και η οποία κράτησε μέχρι τα μέσα σχεδόν του εικοστού αιώνα, ή έχει διαφοροποιηθεί και τη μορφή έχει πάρει στην εποχή μας.
Μέσα σ’ αυτό το ζόφο που έχει σκεπάσει στις μέρες μας τις παγκόσμιες σχέσεις, στο αδιέξοδο και την κρίση της παγκόσμιας οικονομίας, η κρίση υπερπαραγωγής πλούτου σήμερα έχει ρίξει τον καπιταλισμό για άλλη μια φορά, όχι γενικός και αορίστως σε μια «δομική κρίση», αλλά αντίθετα έχουμε μπει ξανά σε μια περίοδο όπου τεράστιες ποσότητες περισσέματος παραγωγικών δυνάμεων και εργασίας πρέπει να καταστραφούν. Και εδώ είναι που μπαίνει ξεκάθαρα σε μας σήμερα το ζήτημα. Πως πραγματοποιούνται σήμερα οι όροι ξεπεράσματος της κρίσης; Με πιο τρόπο σήμερα καταστρέφονται οι παραγωγικές δυνάμεις; Σε τι βαθμό κατακτούνται νέες αγορές; Πως εκμεταλλεύονται και με τι τρόπο τις παλιές; Παρακάτω θα προσπαθήσω να ασχοληθώ ελπίζοντας να συμβάλω έστω και ελάχιστα, λίγο πιο διεξοδικά με τα ζητήματα αυτά. Εδώ δυο τρία παραδείγματα.
Όπως σημειώνω στην αρχή, μια απ’ τις μορφές που παρουσιάζεται σήμερα η κρίσης στην παγκόσμια σκακιέρα είναι η διάλυση κρατών με πολεμικά μέσα. Παράδειγμα Γιουγκοσλαβία, Ιράκ, Λιβύη, και όχι μόνο. Κράτη, που για αρκετά χρόνια πριν, είχαν μια ισχυρή κεντρική διοίκηση και εξουσία, συνοδευόμενη από μια ισχυρή, κεντρικά διοικούμενη οικονομία. Στα κράτη αυτά, μετά τις πολεμικές επεμβάσεις, καταστράφηκαν ολοσχερώς οι παραγωγικές τους δυνάμεις τόσο, όσο να μην μπορέσουν ποτέ πια στο άμεσο μέλλον να αποκτήσουν την οικονομική δύναμη που είχαν πριν την διάλυση τους και ταυτόχρονα όλες οι πλουτοπαραγωγικές πηγές τους να περάσουν με ένα βίαιο τρόπο στα χέρια των πολυεθνικών εταιριών των νικητών. Και ακόμα, οι εναπομείνασες αγορές, μετά την καταστροφή της παραγωγικής τους βάσης, να μοιραστούν και αυτές λάφυρο στα νύχια των πολυεθνικών ελέγχοντας την εσωτερική τους αγορά με τα προϊόντα τους.
Το δεύτερο παράδειγμα έχει να κάνει με την κρίση χρέους και τα μέσα που χρησιμοποιούνται για το ξεπέρασμα της. Το πρώτο που θα πρέπει να παρατηρήσουμε για όλες τις χώρες που μπαίνουν στην τανάλια της κρίσης χρέους, με εργαλείο το ΔΝΤ, είναι ότι είτε μένουν, πχ Ελλάδα είτε, βγαίνουν από «μνημόνια» πχ Ιρλανδία, είναι ότι θα παραμείνουν για ένα αόριστα μεγάλο διάστημα, σε μια ασφυκτική οικονομική, άρα και πολιτική «προστασία». Κάτω απ’ αυτόν τον έλεγχο, όλες αυτές οι χώρες καλούνται να πληρώνουν αυτήν τη πολιτική «προστασία» μαζί με τα πανωτόκια και τα ληστρικά δάνεια που τους επέβαλαν, σε ένα απροσδιόριστο βάθος χρόνου με την καταστροφή της παραγωγικής τους βάσης. Με ένα σαφάρι φόρο-νόμους, που γράφτηκαν απ’ τα επιτελεία και τις εταιρίες των δανειστών και επιβάλλονται καταναγκαστικά πάνω από τους εθνικούς νόμους και τα συντάγματα των κρατών, οδηγούν την εθνική τους παραγωγή, μέσω της ύφεσης στην διάλυση. Με περικοπές δημοσίων δαπανών, με αναγκαστικά ξεπουλήματα δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας, ξεθεμελιώνουν τις οικονομίες τους, οδηγώντας τες στην ύφεση, και κατ’ επέκταση στο κλείσιμο βίαια μιας σειράς εθνικών βιομηχανιών. Έτσι, ένα μεγάλο μέρος των παραγωγικών τους δυνάμεων καταστρέφονται και ένα μεγάλο μέρος της εσωτερικής τους αγοράς, μην μπορώντας να αντέξει τον ανταγωνισμό των πολυεθνικών, περνάει στον έλεγχο τους.
Να λοιπόν πως πραγματοποιείται στις μέρες μας, δυο απ’ τις προϋποθέσεις για το ξεπέρασμα της κρίσης, η καταστροφή μια μεγάλης μερίδας των παραγωγικών δυνάμεων, και ας μην ξεχνάμε εδώ ότι και η εργασία είναι τμήμα των παραγωγικών δυνάμεων, και πως πραγματοποιείται η εκμετάλλευση, ή με άλλα λόγια, ο έλεγχος και το ξαναμοίρασμα των παλιών αγορών.
Διάφορες σχολές αστών και ρεφορμιστών οικονομολόγων ασχολούμενοι με τα ζητήματα αυτά, παραθέτουν διάφορες θεωρίες. Ανεξάρτητα απ’ τις διαφοροποιήσεις τους, στο ζήτημα της δυνατότητας ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων σήμερα, όλες τους καταλήγουν αβίαστα στο ίδιο συμπέρασμα. ΝΑΙ, μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη, με την διαφορά ότι μόνο η δική τους θεωρία, ο δικός τους τρόπος διαχείρισης είναι ικανός να την πραγματοποιήσει. Παραθέτουν μια σειρά από νούμερα για να αποδείξουν πως μπορεί να πραγματοποιηθεί, αγνοώντας τρία στοιχεία τα οποία είναι συστατικός παράγοντας της κρίσης. Την διαχρονική στασιμότητα και μείωση των παγίων επενδύσεων, την συνεχή αύξηση της ανεργίας και την μείωση της κατανάλωσης σε παγκόσμια κλίμακα.
Ένα ερώτημα ανακύπτει αβίαστα απ’ τα παραπάνω. Πια είναι η διαφορά ανάμεσα σε ένα αστό πολιτικάντη, ένα ρεφορμιστή και ένα κεντριστή. Καμία. Ένας «δεξιός» και ένας «αριστερός» όπως θέλουν να αυτοαποκαλούνται, ο Βενιζέλος και ο Τσακαλώτος ο Σαμαράς και ο Τσίπρας παράδειγμα, πιστεύουν ακράδαντα ότι ανάπτυξη μπορεί να υπάρξει, οι παραγωγικές δυνάμεις δηλαδή μπορούν να αναπτυχθούν. Η διαφωνία τους βρίσκεται στο τρόπο που μπορεί να πραγματοποιηθεί. Ένας κεντριστής μπορεί να διαφωνήσει μαζί τους στο ότι μπορεί οι παραγωγικές δυνάμεις να μην αναπτύσσονται, αλλά οι καπιταλιστές έχουν ένα όπλο για να βγουν απ’ την κρίση. Αυτό της συμπίεσης του εργατικού μισθού. Σε τι πόσο όμως και σε τι ποσοστό πρέπει να συμπιεστεί ο εργατικός μισθός για να ξεπεραστεί η κρίση, δεν μας το έχουν προσδιορίσει ακόμα.