Ο Μητσοτάκης στο δρόμο για την κάλπη
Εμπειρογνώμονες της Ντόιτσε Μπανκ εκτιμούν το 2023 ως ένα από τα τρία πιο επικίνδυνα χρόνια από τις αρχές του 21ού αιώνα για το διεθνές καπιταλιστικό σύστημα. Άλλοι, που ξεκινούν από τη γεωπολιτική ανάλυση, χαρακτηρίζουν το 2023 ως την αρχή του τέλους της «εποχής των αγορών», που άρχισε το 1989.
Μέσα σε αυτό το μεταβαλλόμενο και ασταθές περιβάλλον, το γεμάτο προφανείς κινδύνους, η κυβέρνηση Μητσοτάκη παραπαίει. Το παιχνίδι με το χρόνο των εκλογών είναι ένα σύμπτωμα πολιτικού ιλίγγου: Πρόκειται για «παλαντζάρισμα» ανάμεσα στην ανάγκη πολιτικής αναπαραγωγής της κυβερνητικής αυτοδυναμίας για το κόμμα της Δεξιάς και την υποχρέωση να ολοκληρωθούν οι «δουλειές» για λογαριασμό των καπιταλιστών. Το πρόβλημα είναι ευρύτερο, είναι «καθεστωτικό». Λίγους μήνες πριν τις εκλογές, η κυρίαρχη τάξη δεν γνωρίζει ποια ακριβώς θα είναι η σύνθεση της επόμενης κυβέρνησης ή, ακόμα, δεν έχει αποφασίσει ποια επιθυμεί να είναι η σύνθεση της επόμενης κυβέρνησης. Οι καπιταλιστές είναι ικανοποιημένοι από τα πεπραγμένα Μητσοτάκη, τον υποστηρίζουν και θα εύχονταν μια νέα αυτοδυναμία του, όμως δεν γνωρίζουν αν αυτή θα είναι εφικτή και, χειρότερα, δεν γνωρίζουν αν μια νέα αυτοδύναμη κυβέρνηση της μητσοτακικής ΝΔ θα είναι ικανή να «κρατήσει το τιμόνι» του ελληνικού καπιταλισμού μέσα στις αναταράξεις που προβλέπονται. Αυτή η απροσδιοριστία, σε απόσταση αναπνοής από τις κάλπες, κρατάει ζωντανή τη δημόσια συζήτηση μεταξύ των καθεστωτικών δυνάμεων περί κυβερνήσεων «ευρύτερης συναίνεσης».
Στις σελίδες του αστικού Τύπου αρχίζει να συγκεκριμενοποιείται η σχέση της εκλογικής αριθμητικής με τις πολιτικές-κυβερνητικές προοπτικές. Για τον Μητσοτάκη, στις πρώτες εκλογές της απλής αναλογικής, ένα ποσοστό 35% της ΝΔ θα είναι καθαρή πολιτική νίκη, ως διαβατήριο για αυτοδυναμία στις δεύτερες εκλογές της ενισχυμένης αναλογικής. Ένα ποσοστό 33% θα αφήνει την υπόθεση ανοιχτή, αλλά με δυσμενείς προβλέψεις σχετικά με την αυτοδυναμία, ενώ ποσοστό 31% (ή κάτω από αυτό…) θα σημαίνει ήττα που ακυρώνει την προοπτική αυτοδυναμίας της Δεξιάς (και πρακτικά τέλος του παιχνιδιού για τον Μητσοτάκη). Αντίστοιχα για τον Τσίπρα, η υπόθεση συγκρότησης «συμμαχικής κυβέρνησης» θα παραμένει λειτουργική υπό την προϋπόθεση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ παίρνει κάτι από 30% και πάνω στις πρώτες εκλογές.
Κυβερνητικό πρόγραμμα
Μέσα σε αυτό το τοπίο ο Μητσοτάκης κινείται υποχρεωτικά πάνω στις ράγες που ήδη έχει χαράξει. Η κυβέρνησή του λειτούργησε ως μια πολεμική μηχανή στην υπηρεσία του κεφαλαίου. Με αυτόν τον τρόπο θα πάει ως τις εκλογές. Η ανακοίνωση ότι προϋπόθεση για την κάλπη είναι η «ολοκλήρωση του κυβερνητικού έργου», με την ψήφιση 30 ακόμα «άγριων» νομοσχεδίων από την παρούσα Βουλή, σημαίνει ότι ο Μητσοτάκης θα φτάσει στην εκλογική-πολιτική δοκιμασία έχοντας νωρίτερα επεκτείνει τις νεοφιλελεύθερες αντιμεταρρυθμίσεις σε όλους τους τομείς. Ακόμα και τα λεγόμενα «φιλολαϊκά» μέτρα (πχ τα διαβόητα ποικίλα pass…) είναι περισσότερο σκανδαλώδεις ενισχύσεις της κερδοφορίας επιχειρήσεων σε συγκεκριμένους κλάδους, παρά παρεμβάσεις στήριξης των εργατικών-λαϊκών στρωμάτων απέναντι στη βάρβαρη λιτότητα, την ακρίβεια και τον καλπάζοντα πληθωρισμό.
Παράλληλα με αυτό το πραγματικό «πρόγραμμα» δεν θα λείψουν οι δημαγωγικές προεκλογικές φωτοβολίδες. Είτε θα πρόκειται για γελοιότητες, όπως η χιλιοτραγουδημένη διεκδίκηση των γλυπτών του Παρθενώνα (έστω με τη μορφή ενός προσωρινού «δανεισμού» από το Βρετανικό Μουσείο μέσα στην κορύφωση της προεκλογικής περιόδου). Είτε, χειρότερα, με πραγματικά επικίνδυνες πρωτοβουλίες με στόχο να κρυφτεί η κυβερνητική πολιτική όξυνσης των κοινωνικών αντιθέσεων πίσω από μια κουρτίνα εθνικιστικής έξαρσης. Οι συστηματικές διαρροές ότι είναι πιθανή μια μονομερής επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια νότια και δυτικά της Κρήτης συνιστούν ένα πραγματικό κίνδυνο για την ειρήνη στην περιοχή. Θυμίζουμε ότι επέκταση χωρικών υδάτων σημαίνει αλλαγή συνόρων, ότι αυτή είναι συμβατή με το Διεθνές Δίκαιο μόνο στη βάση συμφωνίας των αντιτιθέμενων μερών (όπως έγινε με την Ιταλία στο Ιόνιο…) και ότι η Τουρκία υπογράμμισε ότι μια μονομερής απόπειρα θα θεωρηθεί casus belli. Ενώ η πραγματική πολιτική τάση, με βάση τις διεθνείς εξελίξεις αλλά και τη γραμμή των μεγάλων δυτικών δυνάμεων, είναι η προοπτική «συνεννόησης» μεταξύ Ισραήλ, Αιγύπτου, Κύπρου, Λιβάνου, Τουρκίας και Ελλάδας σχετικά με τους υδρογονάνθρακες και τους αγωγούς στην Ανατολική Μεσόγειο, δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα ενός προεκλογικού «σαλταδορισμού» με στόχο να ανακτήσει η κυβέρνηση την πολιτική κυριαρχία πάνω στις εξελίξεις. Το χειρότερο είναι ότι αυτή η πιθανότητα επεκτατικού τυχοδιωκτισμού έχει εκ προοιμίου νομιμοποιηθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ και τα επανειλημμένα «καλέσματα» του Τσίπρα για επέκταση των χωρικών υδάτων στην Κρήτη, προκειμένου να πουληθούν τα σχετικά «οικόπεδα» στην αμερικανική Exxon Mobil…
Στον κατάλογο των κυβερνητικών «εκκρεμοτήτων» δεν θα μπορούσε να απουσιάζει η θεματολογία της διαφθοράς. Στα κριτήρια για την επιλογή του χρόνου των εκλογών ο Μητσοτάκης προσμετρά τις εκταμιεύσεις από το Ταμείο Ανάκαμψης, που από το δεύτερο τρίμηνο του 2023 θα «απελευθερώσει» πόρους 6 δισ. ευρώ. Αυτά κυρίως θα κατευθυνθούν προς τα Ταμεία των μεγάλων καπιταλιστικών Ομίλων, αλλά δικαιολογημένα θα μπορούσε να στοιχηματίσει κανείς ότι οι Πάτσηδες του κόσμου τούτου προετοιμάζονται πυρετωδώς ενόψει αυτής της προοπτικής.
Αυτή η κυβέρνηση θα μπορούσε και θα έπρεπε να έχει ήδη ανατραπεί.
Αντιπολίτευση
Το γεγονός ότι ο Μητσοτάκης παραμένει στην κυβερνητική εξουσία μπορεί να ερμηνευτεί μόνο στη βάση της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ που έχουν εναποθέσει τις ελπίδες κυβερνητικής «αλλαγής» αποκλειστικά στις κάλπες. Η παθητική αντιπολίτευση της αναμονής να πέσει η κυβέρνηση ως «ώριμο φρούτου» έχει οδηγηθεί από τους Τσίπρα και Ανδρουλάκη σε ρεκόρ της μεταπολιτευτικής περιόδου.
Το αποτέλεσμα είναι ότι, λίγο πριν την κάλπη, δεν κατορθώνουν να συγκροτούν πολιτικό ρεύμα ελπίδας και προσδοκίας που θα συσπείρωνε πλατιές εργατικές και λαϊκές μάζες. Η «στροφή προς το κέντρο» που επιβάλει μια εκλογοκεντρική στρατηγική, οδηγεί τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ να ιεραρχούν τις σχέσεις τους με τις καθεστωτικές δυνάμεις πάνω ακόμα και από τις εκλογικές προοπτικές τους. Αυτό εξηγεί το γιατί και τα δύο αυτά κόμματα του «προοδευτισμού», παρά τα προβλήματα του Μητσοτάκη, δεν μπορούν να ξεκολλήσουν από τη δημοσκοπική στασιμότητα και να προβάλουν μια πειστική εναλλακτική. Σε αυτό το πλαίσιο, τόσο ο Τσίπρας όσο και ο Ανδρουλάκης, αποφεύγουν την υποχρέωση να συγκεκριμενοποιήσουν ακόμα και τις μετριοπαθείς κυβερνητικές προτάσεις τους. Στο παρά 5 της κάλπης, τόσο η «προοδευτική κυβέρνηση» του Τσίπρα, όσο και η «κυβέρνηση σοσιαλδημοκρατικού τύπου» του Ανδρουλάκη, παραμένουν ομιχλώδεις υποθέσεις. Στην πράξη αυτό σημαίνει ανοιχτή διαθεσιμότητα για τις κυβερνήσεις «ευρύτερων συναινέσεων», εάν και όπως αυτές προκριθούν από τις καθεστωτικές δυνάμεις. Και (κυρίως!) σημαίνει ότι το 2023 τα περιθώρια για κωλοτούμπες του «προοδευτισμού» είναι κατά πολύ μεγαλύτερα από τα αντίστοιχα του 2015. Είναι δικαιολογημένο το μίσος πλατιών εργατικών και λαϊκών μαζών απέναντι στον Μητσοτάκη, αλλά πρέπει να γίνει συνείδηση ότι απέναντι στο νεοφιλελεύθερο οδοστρωτήρα της ΝΔ, η ψήφος στον ΣΥΡΙΖΑ και στο ΠΑΣΟΚ δεν αποτελεί λύση για την υπεράσπιση των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων.
Η πραγματική αντιπολίτευση στον Μητσοτάκη υπήρξε το κίνημα «από τα κάτω». Οι απεργίες, οι διαδηλώσεις, η αντίσταση της νεολαίας, η αντιφασιστική-αντιρατσιστική δράση, οι αγώνες των γυναικών ενάντια στον σεξισμό, είναι η δύναμη που, κλιμακώνοντας και συντονίζοντας τις παρεμβάσεις, μπορεί να οδηγήσει σε διαλυτική κρίση την Δεξιά. Και να ταυτίσει την πτώση του Μητσοτάκη με συγκεκριμένες και επείγουσες κατακτήσεις για τους εργαζόμενους και τη νεολαία. Η συγκεκριμενοποίηση, προβολή και διεκδίκηση των αιτημάτων αυτού του κόσμου, είναι μια σημαντική υποχρέωση μέσα στην παρούσα πολιτική συγκυρία. Και μια ενωτική και ριζοσπαστική τακτική, που θα λογοδοτεί στη μεγιστοποίηση της παρέμβασης από τα κάτω, αφορά το φάσμα των δυνάμεων του ΜΕΡΑ25, του ΚΚΕ, του χώρου της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Αυτό είναι φανερό σήμερα, αλλά θα είναι ολοφάνερο και στην επόμενη μέρα των εκλογών, ανεξάρτητα από τη μορφή της κυβέρνησης που θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε. Με αυτό το κριτήριο ο κόσμος του κινήματος θα πρέπει να απαντήσει και στο ζήτημα της ψήφου που θα επιλέξει για να εκφράσει την οργή του απέναντι στην αδίστακτη κυβέρνηση Μητσοτάκη.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά