ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟΥ Γ. ΑΛΕΞΑΤΟΥ «Η ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ».

Είναι ευτύχημα που έχουμε σήμερα την ευκαιρία, στην εκδήλωση της Λαϊκής Ενότητας, να κάνουμε λόγο, να αναδείξουμε και να συζητήσουμε, με αφορμή την δεύτερη έκδοση του βιβλίου του Γιώργου Αλεξάτου για την «Εργατική τάξη στην Ελλάδα», που αναφέρεται στην περίοδο από τα μέσα του 19ου αιώνα και μέχρι την επιβολή της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου του 1936, τιμώντας ταυτόχρονα τα ογδόντα χρόνια από την εργατική εξέγερση και το αιματοκύλισμα της 9ης Μαίου του 1936. Κι’ αυτό γιατί το σύνολο των μεγάλων ζητημάτων που αναδεικνύονται σ’ αυτή την ανάλυση, ιδιαίτερα στην περίοδο του μεσοπολέμου, ξαναβγαίνουν σήμερα στην επιφάνεια και ζητούν πρωτότυπες απαντήσεις, και μ’ αυτή την έννοια η μελέτη αυτή, πέρα από τα καθαρά επιστημονικά ιστορικά της χαρακτηριστικά, μπορεί να φωτίσει γόνιμα πλευρές του σημερινού εργατικού και αριστερού μας κινήματος. Η σύγχρονη κατάργηση του 8ωρου, η επικράτηση των ατομικών έναντι των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, η τεράστια σταθεροποιημένη ανεργία του 26%, οι μειώσεις των μισθών και των συντάξεων σε επίπεδα κάτω από το όριο της φτώχειας, είχαν αποτελέσει ιστορικά αντίστοιχα κεντρικά ζητήματα που είχε να αντιμετωπίσει το ελληνικό προλεταριάτο στην πρώτη του ιστορική σταδιοδρομία.

          Ακόμη περισσότερο γιατί αυτό το βιβλίο δεν είναι αποτέλεσμα της εργασίας επαγγελματιών διανοουμένων της ακαδημαϊκής κοινότητας, που στο μεγαλύτερο μέρος της λειτουργεί σήμερα ως οργανική διανόηση του αστικού κράτους, αλλά είναι αποτέλεσμα μιας εξαιρετικά τεκμηριωμένης διανοητικής παραγωγής ενός αγωνιστή του ίδιου του εργατικού κινήματος. Μ’ αυτή την έννοια ο Γιώργος Αλεξάτος λειτουργεί ως οργανικός διανοούμενος της εργατικής τάξης, και η ανάλυσή του δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τα περισπούδαστα βιβλία των καθηγητών του Εργατικού Δικαίου στις σημερινές σχολές νομικών, πολιτικών και οικονομικών επιστημών. Κι’ αυτό ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η σύγχρονη Αριστερά έχει προτιμήσει τις υποκλίσεις στην αστική πανεπιστημιακή διανόηση, παραγνωρίζοντας την σημασία και αξία των ίδιων των δικών της οργανικών διανοουμένων. Μάλιστα η βιβλιογραφική τεκμηρίωση που παρουσιάζεται εκπλήσσει με το εύρος της ιστορικής έρευνας του συγγραφέα, δείχνοντας ότι ο ιστορικός υλισμός είναι κορυφαία επιστημονική έκφραση, που μπορεί να υπηρετείται από τα ίδια τα τέκνα της εργατικής τάξης,

          Επιπρόσθετα, η μεθοδολογία που υιοθετείται σ’ αυτό το βιβλίο δεν είναι ο κλασσικός αστικός ιστορικός περιγραφισμός, η ιστορική «φαινομενολογία», αλλά η ίδια η μαρξιστική μεθοδολογία για την ανάλυση της ιστορικής εξέλιξης. Μ’ άλλες λέξεις η εξέταση της εξέλιξης της εργατικής τάξης και του συνδικαλιστικού της κινήματος, μέσα στο ίδιο το ξεδίπλωμα της πάλης των τάξεων, σε συνάρτηση με την ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού και των πολιτικών στρατηγικώντου, της παρέμβασης και λειτουργίας του υποκειμενικού πολιτικού παράγοντα, τις μορφές ιδεολογικής ηγεμονίας του αστισμού αλλά και των λαϊκών ιδεολογικών προσδιορισμών. Μια μεθοδολογία που εγκαινιάστηκε ήδη γόνιμα από τον ισπανό κομμουνιστή ηγέτη Φ. Κλαουντίν, στο περίφημο έργο του της δεκαετίας του 1970 για την «Κρίση του κομμουνιστικού κινήματος».

          Α) Ανάμεσα στην πληθώρα των αναπτύξεων που περιλαμβάνονται στο βιβλίο, θα θέλαμε να αναφερθούμε σε τρεις καίριες πλευρές, ιδιαίτερα στην περίοδο του μεσοπολέμου, που έχουν σημαντικό ενδιαφέρον και για το σήμερα του εργατικού και αριστερού κινήματος. Το πρώτο έχει να κάνει με την αμείλικτη σκληρότητα με την οποία αντιμετωπίζονταν οι απεργιακοί εργατικοί αγώνες της περιόδου, από την εργοδοσία και τους μηχανισμούς καταστολής του αστικού κράτους (με κορυφαία την περίπτωση του Ιδιώνυμου του βενιζελισμού) : Ιδιαίτερα μάλιστα στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1930, δεν υπήρχε εργατική κινητοποίηση που να μην συνοδεύονταν από νεκρούς απεργούς, είτε επρόκειτο για τους καπνεργάτες, είτε για την κλωστοϋφαντουργία, είτε για τους ναυτεργάτες κλπ. Είναι προφανές ότι το αστικό κράτος της νεώτερης Ελλάδας, μέσα από την πολιτική του αστικού εκσυγχρονισμού της βενιζελικής κυρίως παράταξης, και παρόλη την συντριπτική ήττα της Μεγάλης Ιδέας και την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, προκειμένου να εμπεδωθεί και να σταθεροποιήσει την εξουσία του, προσέφευγε σε μεθόδους σχεδόν πρωταρχικής συσσώρευσης του κεφαλαίου, μεθόδους εξαγωγής απόλυτης υπεραξίας. Ανάλογης σφοδρότητας εργατικούς αγώνες είχαμε την ευκαιρία να δούμε τα τελευταία χρόνια σε δύο ντοκυμαντέρελληνοαμερικανών σκηνοθετών για τον πόλεμο των ανθρακωρύχων απέναντι στην αυτοκρατορία του Ροκφέλερ στο Κολοράντο της Αμερικής στις αρχές του 19ου αιώνα και για την θυσία του έλληνα μετανάστη Λούη Τίκα σ’ αυτούς τους αγώνες.

          Το ζήτημα που τίθεται είναι γιατί σήμερα οι όποιοι εργατικοί αγώνες γίνονται με πολύ πιο αμβλυμένους και περιορισμένους όρους, παρόλο που τα ίδια κοινωνικά ζητήματα αναδεικνύονται και στην τελευταία μνημονιακή περίοδο (2010 – 16). Ο παράγοντας που έχει επενεργήσει καθοριστικά στις δεκαετίες που μας χωρίζουν από την περίοδο του μεσοπολέμου, είναι ότι ο αστισμός, πέρα από τις μορφές βίαιης καταστολής (δεκαετία του 1940 και στρατιωτική δικτατορία 1967 – 74) που χρησιμοποίησε, κινήθηκε μεταπολιτευτικά, στην κατεύθυνση διασφάλισης της ιδεολογικής ηγεμονίας στην εργατική τάξη, πράγμα που προωθήθηκε κυρίαρχα μέσα από την ανάπτυξη των εκπαιδευτικών μηχανισμών και του ιεραρχικού καταμερισμού της εργασίας, και των μέσων μαζικής ιδεολογικής χειραγώγησης. Τότε είχαμε μια εργατική τάξη, λίγο ως πολύ ενιαία, με κοινά χαρακτηριστικά και κοινό κοινωνικό δυναμισμό, με κοινή ταυτότητα δηλαδή, και ένα αστικό κράτος απογυμνωμένο από μηχανισμούς ιδεολογικούς ηγεμονίας, και ένα εκπαιδευτικό σύστημα στοιχειώδους δημοτικής εκπαίδευσης.

Σήμερα έχουμε μπροστά μας την ανάπτυξη ενός πολύμορφου αστικού εκπαιδευτικού συστήματος, που αυτό έχει αναλάβει να διαδραματίζει το ρόλο της αναπαραγωγής του ιεραρχικού καταμερισμού της εργασίας, με αποτέλεσμα σημαντικά τμήματα της διανοητικής εργασίας να ανήκουν πλέον στη νέα μισθωτή μικροαστική τάξη, ή στον χώρο των δημοσίων υπαλλήλων που λόγω της μονιμότητας αποφεύγουν τον όλεθρο της καπιταλιστικής παραγωγής και της ανεργίας : Η πολυδιάσπαση του εργαζόμενου κόσμου τόσο οριζόντια όσο και κάθετα, και η λειτουργία χειραγώγησης των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους, ακριβώς συμβάλουν στην σχετική ταξική απονεύρωση του κόσμου της μισθωτής εργασίας, στην άμβλυνση της σφοδρότητας των ταξικών αντιθέσεων, στη λειτουργία της κοινωνικής ενσωμάτωσης. Γι’ αυτό και σήμερα είναι καίριος και επιτακτικά  αναγκαίος ο ρόλος της κατάκτησης της ηγεμονίας από τις αριστερές και σοσιαλιστικές αξίες, η δημιουργία αντίπαλου ιδεολογικού δέους απέναντι στην ακραία νεοφιλελεύθερη ιδεολογία. Χωρίς ένα ισχυρό μαρξιστικό ρεύμα στην κοινωνία, χωρίς τομές και ανατάξεις στο πεδίο της τέχνης και του πολιτισμού, χωρίς  κριτική συγκρότηση των λαϊκών συνειδήσεων, το εργατικό κίνημα στη σύγχρονη περίοδο δύσκολα θα επιτύχει τον δυναμισμό εκείνον του μεσοπολέμου.

Β) Ένα δεύτερο καίριας σημασίας ζήτημα που αναδεικνύεται μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του Γιώργου Αλεξάτου, αφορά την διαπάλη των συνδικαλιστικών γραμμών στο εργατικό κίνημα, ζήτημα εξαιρετικά επίκαιρο και στις μέρες μας. Ένα σημαντικό μέρος του εργατικού συνδικαλισμού (καπνεργάτες, οικοδόμοι, ναυτεργάτες κλπ.)  διατηρούσε ταξικά, ανατρεπτικά, επαναστατικά χαρακτηριστικά, και συνδέονταν ευθέως με την κίνηση του τότε ΚΚΕ. Ωστόσο ένα άλλο μέρος, με τον διαχωρισμό του αριστερού κινήματος στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο σε κομμουνιστικό και σοσιαλδημοκρατικό (σιδηροδρομικοί, λιμενεργάτες κ.ά.) , κινήθηκε στην κατεύθυνση του «μεταρρυθμισμού» και του κοινωνικού εξελικτικισμού, και γρήγορα δυστυχώς εντάχθηκε στην τροχιά του εργοδοτικού και εργατοπατερικού συνδικαλισμού. Το αποτέλεσμα ήταν ότι με την συνέργεια των μηχανισμών του αστικού κράτους και με ανοιχτά πραξικοπηματικές διαδικασίες, κατόρθωσε να αποκτήσει τον έλεγχο της ΓΣΕΕ, εξοβελίζοντας τα ταξικά και αγωνιστικά σωματεία, Ομοσπονδίες και Εργατικά Κέντρα.

Έτσι, το ταξικό ριζοσπαστικό ρεύμα του εργατικού κινήματος εξαναγκάστηκε να προχωρήσει στην ίδρυση της Ενωτικής ΓΣΕΕ, η οποία κατέγραφε δύναμη μεγαλύτερη από την κυβερνητική ΓΣΕΕ, και η οποία διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη του απεργιακού εργατικού κινήματος στο μεταίχμιο του 1930. Αντίστοιχα βέβαια είχε συμβεί στο ευρωπαϊκό εργατικό κίνημα, πράγμα που ισχύει μέχρι και σήμερα, με την προβολή στο προσκήνιο (Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία) διαφορετικών κατευθύνσεων Εργατικών Συνομοσπονδιών (λ.χ. CGT, FO, CFDT, Unitaires κλπ.). Παρόμοια είναι η κατάσταση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος σήμερα, που η ΓΣΕΕ έχει καταληφθεί πλειοψηφικά από τις δυνάμεις του εργοδοτικού συνδικαλισμού, με τελευταίο επεισόδιο το φιάσκοτης 48ωρης Πανεργατικής Απεργίας το Σαββατοκύριακο της εργατικής αργίας, ενώ τους τρεις προηγούμενους μήνες ήταν βουτηγμένη στην ολοσχερή αδράνεια και στην πλήρη αναξιοπιστία και αφερεγγυότητα. Δεν πρόκειται για δυνάμεις του «μεταρρυθμιστικού» συνδικαλισμού, αλλά απεναντίας για ένα σύνολο δεκάδων χιλιάδων εργαζομένων, που διορίστηκαν στις δημόσιες υπηρεσίες και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα από τα αστικά κόμματα με ρουσφέτια και συναλλαγές, και γι’ αυτό ως αντάλλαγμα υπηρετούν τους κυρίους τους.

Σ’ αυτή τη συγκυρία, είναι διέξοδος η λειτουργία του ΠΑΜΕ εδώ και μια δεκαπενταετία, που θα μπορούσε να διαδραματίσει τον ρόλο της Ενωτικής ΓΣΕΕ του μεσοπολέμου ; Κάθε άλλο περί αυτού πρόκειται, γιατί αν υπήρχε ένας τέτοιος στόχος, τότε θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνει και το σύνολο των υπολοίπων αριστερών συνδικαλιστικών δυνάμεων, και θα ήταν ανοιχτό στον ζωντανό κόσμο της μισθωτής εργασίας, αντί του διαχωρισμού, της περιχαράκωσης και της εξάντλησης σε «κομματικές παρελάσεις» χωρίς επιδίωξη την ανατροπή των μνημονιακών μέτρων και πολιτικών. Ωστόσο εκείνο που θα μπορούσε να δρομολογηθεί ολόκληρη την τελευταία περίοδο και δεν πραγματοποιήθηκε, ήταν ένα αγωνιστικό μέτωπο των αντιμνημονιακών σωματείων, Εργατικών Κέντρων και Ομοσπονδιών, που θα έπαιζε έναν ποιοτικά αντίστοιχο ρόλο μ’ εκείνον της Ενωτικής ΓΣΕΕ, παίρνοντας στους ώμους του την ευθύνη διεξαγωγής του εργατικού αγώνα απέναντι στο σημερινό 3ο Μνημόνιο.

Γ) Τέλος αξίζει να αναφερθούμε στο μεγάλο ζήτημα των σχέσεων μεταξύ εργατικού κινήματος και του υποκειμενικού πολιτικού παράγοντα (ΣΕΚΕ και μετέπειτα ΚΚΕ). Στο μεταίχμιο του 1920, και στον προφανή απόηχο της εργατικής οκτωβριανής επανάστασης, πραγματοποιήθηκε κατά έναν αυθεντικό και γνήσιο τρόπο η συγχώνευση των πρωτοπόρων τμημάτων της εργατικής τάξης με την επαναστατική σοσιαλιστική πολιτική οργάνωση, το ΣΕΚΕ. Επρόκειτο για μια διαδικασία ισότιμης αλληλοτροφοδότησης κινήματος και κόμματος, που είχε ευεργετικές επιδράσεις και για τα δύο. Η «μπολσεβικοποίηση» που ακολούθησε και ο μετασχηματισμός του ΣΕΚΕ σε ΚΚΕ, αντιπροσώπευσε μια ορισμένη προωθητική διαδικασία, και ενώ στα πρώτα χρόνια της επαναστατικής Ρωσίας προωθούνταν ρηξικέλευθες τομές (λειτουργία Σοβιέτ, αλλαγές στην εκπαίδευση, στη νομοθεσία, στην γυναικεία και σεξουαλική χειραφέτηση κλπ.).

Από εκεί και πέρα και για ολόκληρη σχεδόν τη δεκαετία του 1920 επικράτησε βέβαια μια ορισμένη εσωτερική πολιτική διαπάλη στην Αριστερά, πράγμα που ήταν φυσιολογικό για έναν εργατικό πολιτικό σχηματισμό που βρισκόταν στα πρώτα βήματα της ιστορικής του τροχιάς. Εντούτοις η παρέμβαση της Τρίτης Διεθνούς και ο διορισμός νέας ηγεσίας στο ΚΚΕ, υπό τον Ν. Ζαχαριάδη, Γ. Σιάντο κλπ., σηματοδότησε την επιβολή των «21 όρων της Διεθνούς», δηλαδή την «σταλινοποίηση» του ηγετικού μηχανισμού του ΚΚΕ, που επέβαλε αναγκαστικά μια ενιαία πολιτική γραμμή, με σοβαρές επιπτώσεις στην ίδια την εξέλιξη του κινήματος της εργατικής τάξης, και εντυπώνοντας χαρακτηριστικά που συνεχίζουν ακόμη και σήμερα να καθορίζουν τη φυσιογνωμία της κομμουνιστικής Αριστεράς. Οι συνέπειες ήταν καταλυτικές για την παραπέρα πορεία του ελληνικού αριστερού και συνδικαλιστικού κινήματος.

Οι τρεις κύριες πολιτικές αντιλήψεις και στρατηγικές του κομμουνιστικού κινήματος στο μεταίχμιο και στη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, επηρέασαν την ίδια την πορεία του εργατικού κινήματος, και απασχολούν και σήμερα την ελληνική Αριστερά :

α) Πρόκειται πρώτα από όλα για την εισαγωγή της «θεωρίας των σταδίων», για το γεγονός δηλαδή της εκτίμησης ότι ο ελληνικός καπιταλισμός δεν ήταν πλήρως αναπτυγμένος, και έτσι απαιτούνταν ένα ενδιάμεσο στάδιο ενίσχυσης της αστικής δημοκρατικής ανάπτυξης, το οποίο θα διαδέχονταν στη συνέχεια το κύριο στάδιο του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι και στη σημερινή περίοδο τίθεται αντίστοιχο πολιτικό ζήτημα, και ότι απαιτείται επιτέλους το ξεπέρασμα της «θεωρίας των σταδίων» και η επικαιροποίηση ευθέως της σοσιαλιστικής εναλλακτικής λύσης.

β) Πρόκειται στη συνέχεια για την υιοθέτηση της «θεωρίας του σοσιαλφασισμού», μπροστά στην άνοδο των φασιστικών κινημάτων στην ευρωπαϊκή ήπειρο, με βάση την οποία ήταν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα επιρρεπή στον φασισμό, και κατά συνέπεια το κομμουνιστικό κίνημα όφειλε να στρέφεται κατά της σοσιαλδημοκρατίας, μια και αυτή ανάγονταν στη θέση του κύριου εχθρού του κινήματος. Μια τέτοια στάση σεχταρισμού, που είναι ορατή και στις μέρες μας σε ορισμένες αριστερές πρακτικές, διευκόλυνε αντικειμενικά την επέλαση του φασιστικού φαινομένου, που προχώρησε σε διώξεις τόσο των κομμουνιστών, όσο όμως και των δημοκρατών και σοσιαλιστών.

γ) Πρόκειται τέλος για το ευτύχημα της ριζικής αλλαγής πολιτικής της Κομμουνιστικής Διεθνούς και συνακόλουθα και του ΚΚΕ, που εγκαταλείποντας την καταστρεπτική «θεωρία του σοσιαλφασισμού», εισήγαγε την πολιτική γραμμή του «λαϊκού αντιφασιστικού μετώπου», μια γραμμή ανοιχτή και στις άλλες μεταρρυθμιστικές πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις. Το εργατικό κίνημα προώθησε αυτή την πολιτική στη δεκαετία του 1930, αν και στην πρώτη περίοδο δεν είχε την κατάλληλη ανταπόκριση. Ωστόσο αποτέλεσε την βάση για την συγκρότηση του εαμικού κινήματος, αντιφασιστικού, δημοκρατικού και λαϊκού, πράγμα που απογείωσε το ελληνικό κίνημα  στην έφοδό του προς τον ουρανό.

Ετικέτες