Η μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου της εργασίας υποδέχτηκαν τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης αλλά και τις μετέπειτα επαφές με τα γεράκια της Ε.Ε με ανάμικτα συναισθήματα.

Ένα μεγάλο μέρος ένοιωσε να ανακτά την εθνική αξιοπρέπεια και υπερηφάνεια  που είχαν κουρελιάσει η συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ ΝΔ και να απαιτεί «καμία υποχώρηση». Βλέπει επίσης θετικά και τις προγραμματικές δηλώσεις, παρά το ότι ο πρωθυπουργός επαναβεβαίωσε μόνο ένα μέρος ακόμα και από το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης. 

Όλα αυτά αναμειγμένα με αισθήματα καχυποψίας και επιφυλακτικότητας, κατά κύριο λόγο από ένα κόσμο που συμμετέχει με τον ένα η άλλο τρόπο στο εργατικό κίνημα, όπου ακριβώς η πείρα του λέει να κρατήσει μικρό καλάθι, όταν μπαίνουν στο τραπέζι της  διαπραγμάτευσης οι λεγόμενες «μεταρρυθμίσεις», τα 70- 30%, η εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ, ενώ η διατήρηση του ΤΑΙΠΕΔ συνδέεται με την αλλαγή της αρχικής θέσης για τις ιδιωτικοποιήσεις. Αλλά και ο κόσμος της ταξικής πρωτοπορίας και της συνδικαλιστικής αριστεράς, ακόμα και μέρος ταξικών συνδικαλιστών που έχουν αναφορά στο ΣΥΡΙΖΑ, στέκονται με ιδιαίτερη επιφυλακτικότητα όταν η διαγραφή του χρέους μετατρέπεται σε «απομείωση», όταν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές υπάρχει μεταξύ άλλων και μια νέα πιο λάιτ λιτότητα που καμιά σχέση δεν έχει φυσικά με το εξαγγελθέν πρόγραμμα το ΣΥΡΙΖΑ, αφού αυτό γίνεται κατά κάποιο τρόπο «εικονίσματα».

  Αυτή ακριβώς την τάση συμβιβασμού της κυβέρνησης με την Ε.Ε, την ντόπια και ξένη ολιγαρχία,  πλατιά τμήματα εργαζομένων αλλά και λαού δεν την κατανοούν,  ή τουλάχιστον θα αργήσουν να την κατανοήσουν, λόγω και του μιντιακού παραπετάσματος καπνού πoυ συγκαλύπτει ή επιβραβεύει τις υποχωρήσεις της κυβέρνησης.  Δεν είναι σε πρώτο ενδιαφέρον για την μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων το χρέος. Δεν είναι αντιληπτό  προς το παρόν τουλάχιστον  το πως αυτό συνδέεται με την εφαρμογή  φιλολαϊκών μέτρων και αναστροφής της πορείας.

Ότι είναι η διελκυστίνδα τόσο για το παρόν όσο και για το μέλλον της εργατικής τάξης. Οι εργαζόμενοι, και σωστά ίσως, αντικρίζουν έστω και  αυτή τη μικρή αχτίδα ελπίδας (με την έστω και σταδιακή αύξηση του μισθού στα 751, το 50αρι που θα γλυτώνει κάθε μήνα από το αφορολόγητο, την κατάργηση του  διαχωρισμού σε εργαζόμενους κάτω των 25 με την εξομοίωση του μισθού τους με εκείνον των υπολοίπων εργαζομένων, η δωρεάν μετακίνηση των ανέργων κλπ) ως βήμα αντιστροφής της κατάστασης που τους οδηγούσε μέρα με τη μέρα στη πιο βαθιά εξαθλίωση, ότι τουλάχιστον το «κακό σταμάτησε εδώ».

  Μπορεί όλα αυτά να τα αποκαλεί το  ΚΚΕ αλλά και ορισμένες δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής  αριστεράς  «ψίχουλα», συγκρινόμενα με τις μεγάλες απώλειες και την τεράστια αναδιανομή πλούτου που υπήρξε τα τελευταία πέντε χρόνια και ασφαλώς είναι ελάχιστα, πρέπει ωστόσο να πάρουμε υπόψη μας και το βάθος της κρίσης και το μέγεθος της επίθεσης του κεφαλαίου. Οι εργαζόμενοι δεν ευθύνονται βέβαια για την κρίση, ούτε όμως είναι και αποκλειστικά δική τους η ευθύνη για τις νίκες του κεφαλαίου απέναντι στην εργασία. Η κύρια ευθύνη για το δεύτερο βρίσκεται στην ανικανότητα του συνδικαλιστικού κινήματος να οργανώσει εκείνες τις γραμμές άμυνας και αντεπίθεσης για να μην περάσει η ισοπέδωση μισθών και δικαιωμάτων.

Με την ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ να είναι ανύπαρκτες, αλλά και τις δυνάμεις του ταξικού συνδικαλισμού διασπασμένες  να υπηρετούν τα σχέδια των πολιτικών τους γραφείων και όχι τις ανάγκες οργάνωσης της πάλης των εργαζόμενων μέσα από ένα ενιαίο εργατικό μέτωπο πάλης, ο πήχης των απαιτήσεων κατέβηκε δραματικά. Το μόνο εύκολο σήμερα είναι να καταγγέλλεις τον ΣΥΡΙΖΑ, όπως κάνει το ΚΚΕ, για τις υπαναχωρήσεις του, ή να τον στηρίζεις με ή χωρίς αυταπάτες. Όμως, το δυσκολότερο, αλλά και αναγκαίο όσο ποτέ, για την αντικαπιταλιστική, κομμουνιστική και ριζοσπαστική αριστερά είναι το να μπορέσουμε να αναβαθμίσουμε και να βαθύνουμε πολιτικά  τις προσδοκίες των εργαζομένων,  ώστε αυτές στην συνέχεια να μετατρέπονται σε διεκδικήσεις και σε ένα νέο κύκλο εργατικών αγώνων για δουλειά, ψωμί, παιδεία, ελευθερία σε όλο το βάθος και σε όλη την έκταση. 

Αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση για την ταξική πτέρυγα του κινήματος και όχι οι μεγαλόστομοι βερμπαλισμοί,  οι ισοπεδωτικές αταξικές λογικές από τη μια ή από την άλλη, η βολική προσαρμογή στο «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» πρώτα, μετά στο 70% των μνημονίων και στο τέλος σε μια πολύ πιθανή «αριστερή λιτότητα».  Όσοι πιστεύουν ότι κατατάσσοντας τον ΣΥΡΙΖΑ σαν κόμμα της αστικής τάξης, ότι δηλαδή είναι κάτι σαν ΝΔ σε πιο λαιτ εκδοχή,  ξεμπερδεύουν  με τα αμείλικτα ερωτήματα της ταξικής πάλης για το προς τα πού θα πάει η συνείδηση της εργατικής τάξης και θα βρεθούν προ εκπλήξεων.

Όσοι δεν αναγνωρίζουν ότι το πεδίο της ταξικής πάλης θα είναι πιο ευνοϊκό σε αυτή την συγκυρία, πράγμα που πρέπει να αξιοποιηθεί για την διεύρυνση των απαιτήσεων από την σκοπιά του ταξικού συνδικαλισμού, απλά θα χαρίσουν την όποια δυναμική στις δυνάμεις του νεορεφορμισμού,  της ταξικής συνεργασίας και της υποταγής. Αλλά στις ίδιες και χειρότερες εκπλήξεις θα βρεθούν και όσοι πιστεύουν ότι μπροστά μας έχουμε έναν «Τσάβες της Ευρώπης», ή ένα κόμμα που εκπροσωπεί τα εργατικά και λαϊκά συμφέροντα έστω και χωρίς συνέπεια και όσοι δε βλέπουν ή υποτιμούν τους κινδύνους πολιτικής ενσωμάτωσης, καθυστέρησης ή και ματαίωσης ή ακόμα και ηττών των αγώνων που έρχονται στο προσκήνιο.

  Η δυναμική που θα διαμορφωθεί από την όξυνση της ταξικής πάλης και ειδικά από τις περιπλοκές της συνεχιζόμενης καπιταλιστικής κρίσης, αλλά και της κρίσης της ευρωζώνης ως μορφής καπηταλιστικής ολοκλήρωσης,θα θέτει καθημερινά ερωτήματα  στις ταξικές πρωτοπορίες για το περιεχόμενο της πάλης, τα αιτήματα, τα όρια του συνδικαλιστικού κινήματος, το πολιτικό περιεχόμενο των διεκδικήσεων κλπ.Θα μας βάζει μπροστά σε μεγάλα διλήμματα που από την απάντηση τους θα εξαρτηθεί το αν η ταξική πτέρυγα του κινήματος θα έχει ηγεμονικό ρόλο στις νέες πιο ευνοϊκές  αλλά και πιο απρόβλεπτες συνθήκες για το συνδικαλιστικό κίνημα που θα διαμορφωθούν (επαναφορά συμβάσεων, μετενέργεια, εργατικό δίκαιο κλπ) και με τις αλλαγές στις συνειδήσεις των εργαζομένων που αυτή η κατάσταση φέρνει.

Ή αν θα κερδηθούν από το νέο κυβερνητικό συνδικαλισμό, το νέο ρεφορμισμό που εκκολάπτεται, και ο οποίος  δεν θα έχει τα χαρακτηριστικά του προηγούμενου, αλλά θα επικοινωνεί με πιο άμεσο τρόπο με τα πλατιά τμήματα των εργαζομένων που βρίσκονται στην λογική του μικρότερου κακού, αξιοποιώντας στο έπακρο την πολιτική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ. Ή ακόμη, αν θα κερδηθούν από τις νεοδεξιές μεταλλαγές ή και τις ακροδεξιές νεοπλασίες που θα ετοιμαστούν και θα καραδοκούν να καρπωθούν τη δυσαρέσκεια και την απογοήτευση από τις αποτυχίες του σχεδίου ΣΥΡΙΖΑ.

Σε συνδικαλιστικό και πολιτικό επίπεδο είναι το έδαφος όπου θα ξεδιπλωθεί η νέα «σύμβαση» ανάμεσα στην νέα κυβέρνηση και το εργατικό κίνημα. Το κενό που σήμερα υπάρχει σε αυτή την σχέση είναι σίγουρο πως γρήγορα θα καλυφθεί. Το ερώτημα είναι, αν το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα θα μπορέσει να επιδράσει στους όρους οι οποίοι θα καθορίσουν αυτή την σχέση,  έτσι ώστε να εμποδιστούν διεργασίες που θα επαναφέρουν έναν άλλο, «ΑΡΙΣΤΕΡΌ» αυτή τη φορά,  κυβερνητικό συνδικαλισμό στο προσκήνιο.

Στην κατεύθυνση αυτή προσαρμόζονται ήδη τμήματα της παλιάς γραφειοκρατίας, ιδιαίτερα της ΠΑΣΚΕ, που μετά την περίοδο της δήθεν «ανεξαρτησίας» προσχωρεί μαζικά στο κυβερνητικό στρατόπεδο. Φυσικά  η νέα γραφειοκρατία   δεν θα είναι ακριβώς ίδια με αυτή που εξέθρεψε τους Παναγόπουλους και τους Πρωτόπαπες. Θα συγκροτείται από  δυνάμεις που στο όνομα του εφικτού θα προσπαθήσουν να  ηγεμονεύσουν στις συνειδήσεις των εργαζόμενων, επιδιώκοντας να ξεχαστούν οι μεγάλες απώλειες που είχαν οι εργαζόμενοι, αμβλύνοντας την ταξική ουσία της μεγαλύτερης αναδιανομής πλούτου που έγινε προς όφελος της πλουτοκρατίας και του κεφαλαίου τα τελευταία πέντε χρόνια. Που  θα μιλάνε για αποκατάσταση των απωλειών  με το σταγονόμετρο, ανάλογα με τις επιταγές της κυρίαρχης δημοσιονομικής πολιτικής που θα συμφωνηθεί με την Ε.Ε

 Θα ήταν καταστροφικό για τις ταξικές δυνάμεις η απάντηση σε αυτή την εξέλιξη του «εφικτού» να είναι ο αντίποδάς του, δηλαδή  η μαξιμαλιστική απογείωση στα αιτήματα αλλά και σε πρακτικές που θα μας απομονώνουν από τα πλατιά τμήματα των εργαζομένων και θα μας περιορίζουν σε περιθωριακές πρωτοπορίες. Οι απαντήσεις της ταξικής πτέρυγας του εργατικού κινήματος θα πρέπει να είναι η παραπέρα διεύρυνση αυτών των κατακτήσεων, που θα δίνει δουλειά για όλους με ΙΣΑ δικαιώματα, επαναφορά των αμοιβών και των εισοδημάτων όχι απλά «στα προ του 2009 επίπεδα», αλλά με βάση δυο ουσιαστικά μέτρα:

Πρώτο, το συσχετισμό που δεν μπορεί να τον υποτιμούμε, όπως την επίδραση του 1,5 εκατ. ανέργων κτλ. Και, δεύτερο, τις γενικότερες ανάγκες της εποχής μας, όπως και τις ανώτερες δυνατότητες που αυτή εμπεριέχει για την ικανοποίησή τους. Με αιτήματα όπως, η αποκατάσταση των συντάξεων, συλλογικές συμβάσεις εργασίας, μείωση του χρόνου εργασίας,  θεσμοθέτηση σύγχρονου εργατικού δικαίου για να μπορεί ο εργάτης να βρίσκει το δίκιο του κλπ.

Ο τρόπος που θα γίνεται πρέπει να παίρνει υπόψη το μέσο επίπεδο συνείδησης των εργαζομένων, να μην υποκλίνεται όμως σε αυτό αλλά να προσπαθεί να βαθύνει την ταξικότητα και το δίκιο των αιτημάτων, που θα βγαίνουν έξω από τα όρια του εφικτού αλλά θα είναι απαραίτητα από την σκοπιά της ταξικής αξιοπρέπειας και αυτοπεποίθησης, αυτή τη φορά γιατί ο εργαζόμενος πρέπει να μάθει να κατακτά αλλά και να καταλάβει πως αυτή η Ε.Ε είναι στην πραγματικότητα μια μεγάλη φυλακή των λαών, πως το ευρώ δεν είναι τίποτα περισσότερο από τον δεσμοφύλακα αυτής της φυλακής.

Η Παρέμβαση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στις νέες συνθήκες. Το άμεσο πρόγραμμα αναγκών και δικαιωμάτων.

Ο αγώνας για την επιβίωση συνδέεται βαθύτατα με τον αγώνα για την αντικαπιταλιστική ανατροπή, αφού δημιουργεί ευνοϊκούς όρους για ευρύτερες πολιτικές και κοινωνικές συσπειρώσεις, ευνοϊκότερους όρους προώθησης της υπόθεσης της αντικαπιταλιστικής ανατροπής και συνεπώς, της επαναστατικής προοπτικής και του κομμουνιστικού σκοπού. Στη βάση αυτή πρέπει να δούμε το σύνολο των προτεινόμενων αιτημάτων και της τακτικής, η οποία πρέπει να ορίζεται από την επιδίωξη της ευρύτερης δυνατής αγωνιστικής ταξικής  ενότητας και της δημιουργίας αντικαπιταλιστικών τακτικών ρηγμάτων στα μέτωπα της αστικής επίθεσης των τελευταίων 20 και ειδικά των 5 μνημονιακών χρόνων.

Η ταξική πτέρυγα, αλλά και όλες οι δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής κομμουνιστικής και ριζοσπαστικής αριστεράς,  στην νέα περίοδο  μπορεί και πρέπει να εμφανιστεί ενωμένη σε μετωπικό επίπεδο στο συνδικαλιστικό – εργατικό κίνημα αλλά και σε επίπεδο πολιτικών πρωτοβουλιών, διεκδικώντας:

·       Κανένας εργαζόμενος να μη βρίσκεται κάτω από τα 751 ευρώ.

·       Να επανέλθουν οι κατώτεροι κλαδικοί μισθοί στα επίπεδα του 2009.

·       Σταθερή προστασία των ανέργων, επίδομα χωρίς προϋποθέσεις για όλους τους ανέργους όσο διαρκεί η ανεργία.

·       Μείωση του χρόνου εργασίας, άμεσα με τη γενική και αυστηρή εφαρμογή του 8ωρου για όλους,  τη νομοθέτηση του        7ωρου/5ήμερου/35ωρου στη γενικότερη προοπτική του 6ωρου.

·       Κατάργηση των ελαστικών μορφών απασχόλησης, σταθερή και μόνιμη δουλειά για όλους.

·       Επαναφορά των ορίων συνταξιοδότησης, κατάργηση τώρα του νόμου που προβλέπει σύνταξη στα 67.

·       Έλεγχο στα είδη λαϊκής κατανάλωσης από την παραγωγή ως την αγορά.

·       Κατάργηση όλων των ρυθμίσεων που προβλέπουν την αύξηση του ορίου απολύσεων καθώς και τη μείωση των    αποζημιώσεων.

·       Καμία ιδιωτικοποίηση, καμία εκχώρηση δημόσιων, κοινωνικών υπηρεσιών και οργανισμών στους επιχειρηματικούς ομίλους.

·       Ολική ή μερική διαγραφή χρεών ή μείωση των επιτοκίων δανεισμού των εργαζομένων από τις τράπεζες. Συνολική  επαναδιαπραγμάτευση στα δάνεια  για πρώτη κατοικία, σύμφωνα με την σημερινή αξία των ακίνητων.

·       Έκτακτη, άμεση φορολογία του κεφαλαίου, πάνω από το 50%, γενναίες  φοροελαφρύνσεις για τους εργαζόμενους.

·       Μείωση της τιμής των καυσίμων.

·       Επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων,  υποχρεωτική εφαρμογή του κατωτάτου μισθού σε όλα τα είδη των επιχειρήσεων, κατάργηση των ατομικών συμβάσεων εργασίας. Κατάργηση της δυνατότητας που καθιερώθηκε για υπογραφή επιχειρησιακών συμβάσεων με μισθούς χαμηλότερους από τις κλαδικές συμβάσεις.

·       Άμεση κατάργηση των αντιλαϊκών και αντιδραστικών νόμων και ρυθμίσεων, των πράξεων νομοθετικού περιεχομένου που  επέβαλαν ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΕΕ, ΔΝΤ. Άμεση κατοχύρωση των δημοκρατικών δικαιωμάτων στις επιχειρήσεις, διεύρυνση των  συνδικαλιστικών ελευθεριών.

·       Αλλαγή του 1264 στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της προστασίας της συνδικαλιστικής δράσης.

·       Απαγόρευση απολύσεων συνδικαλιστών όλων των βαθμίδων αλλά και κάθε συναδέλφου που αποδεδειγμένα ασκεί  συνδικαλιστική δράση.

·       Ενίσχυση των θεσμών ανακλητότητας, κατάργηση των προνομίων της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Ενίσχυση της  δυνατότητας συμμέτοχης των εργαζόμενων στα σωματεία,  ιδιαίτερα του ιδιωτικού τομέα 

·       Ενίσχυση και αναβάθμιση του ρόλου των επιθεωρήσεων εργασίας, τοπικές επιτροπές των επιθεωρήσεων με συμμετοχή των  σωματείων σε μεγάλους χώρους δουλειάς. π.χ Αεροδρόμιο, μεγάλα εμπορικά κέντρα.

Αυτά τα μέτρα ουσιαστικής βελτίωσης απαιτούν φυσικά ένα ανασυγκροτημένο συνδικαλιστικό κίνημα. Στις νέες συνθήκες αυτό το καθήκον πέφτει σε εκείνες τις  δυνάμεις της ταξικής πτέρυγας που κατανοούν ότι μπορεί να οικοδομηθεί η ενότητα και η δράση της εργατικής τάξης με όρους ταξικής ανεξαρτησίας από κυβέρνηση, εργοδότες και γραφειοκρατικό συνδικαλισμό. Είναι άμεση και καθοριστική η ερχόμενη περίοδος για τις πρωτοβουλίες που πρέπει να παρθούν ώστε να μπουν οι βάσεις για την ανασυγκρότηση του συνδικαλιστικού κινήματος. Αυτή δεν μπορεί να γίνει, φυσικά, από την χρεοκοπημένη πλειοψηφία της ΓΣΕΕ, ούτε από τις δυνάμεις εκείνες που θεωρούν ανασυγκρότηση την από τα πάνω αλλαγή των συσχετισμών.

Η ανασυγκρότηση πρέπει να ξεκινήσει από τα πρωτοβάθμια σωματεία, μέσα από ένα πλατύ κάλεσμα το οποίο συνδιαμορφώσουν όλες οι δυνάμεις ταξικής αναφοράς, ο κόσμος του αγώνα και των ταξικών αναμετρήσεων της τελευταίας πενταετίας. Αυτή η πρωτοβουλία πρέπει να παρθεί  τώρα και να στηριχτεί πολιτικά από όλες τις δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής, κομμουνιστικής και ριζοσπαστικής αριστεράς.

Ετικέτες