Ο διάλογος εντός της Αριστεράς, ακόμη και όταν διεξάγεται με τρόπο καλόπιστο και διάθεση αληθινά συντροφική -πράγμα έτσι κι αλλιώς ασυνήθιστο-, χαρακτηρίζεται από μια μόνιμη τάση να διολισθαίνει σε εύκολες, ανέξοδες, όσο και αδιέξοδες δραματοποιήσεις. Τα πολιτικά επίδικα παύουν να αντιμετωπίζονται ως τέτοια, προσλαμβάνοντας για τους εμπλεκόμενους χαρακτήρα σχεδόν «υπαρξιακό». Από το σημείο αυτό και μετά, στο επίκεντρο τίθεται η αγωνιώδης προσπάθεια για τη δικαίωση της ιστορικής διαδρομής και των ιδεολογικών προϋποθέσεων ενός εκάστου, εις βάρος της έμφασης που πρέπει να δίνεται στη συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης.

Η συζήτηση για το νόμισμα εντός της Αριστεράς -μια συζήτηση που επί μακρόν είχε κατασταλεί και που είναι απολύτως απαραίτητο να γίνει- κινδυνεύει να πέσει θύμα αυτής ακριβώς της «υπαρξιακής» τροπής, προτού καν ξεκινήσει. Μια τέτοια εξέλιξη, εάν την αφήσουμε να παγιωθεί, θα αδικούσε τόσο τη συζήτηση, όσο και εμάς τους ίδιους. Σε όποιο ρεύμα κι αν ανήκουμε, η βασιλική οδός για τη δικαίωση της ιδεολογικής μας σκευής και της ιστορικής μας παρακαταθήκης δεν είναι άλλη από τη συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης. Άλλωστε, από την τριβή με τη συγκεκριμένη ανάλυση κανένα εννοιολογικό εργαλείο δε βγαίνει αλώβητο και κανένας στρατηγός δε βγαίνει νικητής αν επιμένει να χρησιμοποιεί απαράλλαχτα τα όπλα και τις τακτικές του προηγούμενου πολέμου.

Το θέμα του νομίσματος δε διαχωρίζει τους «διεθνιστές» από τη μια μεριά και τους «πατριώτες» από την άλλη. Αν βλέπουμε να ενεργοποιούνται «υπαρξιακά» αντανακλαστικά στη συζήτηση αυτή, τις διαχωριστικές γραμμές θα πρέπει μάλλον αλλού να τις αναζητήσουμε. Την ίδια τη συζήτηση για το νόμισμα, ως τέτοια, μπορούμε πλέον να τη διεξάγουμε αρκετά ψύχραιμα, έχοντας ήδη κατακτήσει ένα διευρυμένο πλαίσιο κοινών τόπων και παραδοχών, μετά και την επτάμηνη εμπειρία της πρώτης διακυβέρνησης Τσίπρα.

Πρώτα απ’ όλα, οι αντιλήψεις ότι μέσα στο πλαίσιο της Ευρωζώνης είναι εφικτή η ανατροπή των πολιτικών της λιτότητας δεν ηχούν καθόλου πειστικές πλέον. Την ίδια στιγμή, αντιλήψεις που ισχυρίζονται ότι η έξοδος από την Ευρωζώνη αποτελεί όχι μόνο την αναγκαία, αλλά και την ικανή συνθήκη για την ανατροπή των πολιτικών της λιτότητας είναι απόψεις που, χωρίς να απουσιάζουν εντελώς, σπανίζουν εντός της Αριστεράς – και ακόμα σπανιότερα διατυπώνονται ευθέως.

Το Σχέδιο Β για την Ευρώπη

Μια τελευταία, αναθεωρημένη και επί το ασθενέστερον αναδιατυπωμένη εκδοχή της πρώτης αντίληψης (ότι δηλαδή η Ευρωζώνη θα ήταν δυνατόν να επανασχεδιαστεί ριζικά εκ των έσω, μέσα από την αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών σε ευρωπαϊκό επίπεδο) μπορεί κανείς να βρει στο κείμενο που επιγράφεται «Σχέδιο Β για την Ευρώπη» και φέρει τις υπογραφές των Γ. Βαρουφάκη, Ζ. Κωνσταντοπούλου, Ο. Λαφοντέν, Ζ.-Λ. Μελανσόν και Στ. Φασίνα. Μολονότι οι συντάκτες του κειμένου χαρακτηρίζουν το σχέδιό τους ως διεθνιστικό και ξορκίζουν το φάσμα της εθνικής αναδίπλωσης, προτείνοντας μια πανευρωπαϊκή διάσκεψη, είναι φανερό ότι (α) δε διστάζουν να περιγράψουν και πιθανές διεξόδους που απαιτούν τη χρήση νομισματικών εργαλείων και τεχνικών, που βρίσκονται εξ ορισμού στα χέρια του εθνικού κράτους, και (β) στρέφουν το βλέμμα στις εσωτερικές εξελίξεις συγκεκριμένων εθνικών κρατών, τα οποία θα μπορούσαν να παίξουν το ρόλο του «αδύναμου κρίκου» για το ξήλωμα της υπαρκτής Ευρωζώνης.

Πρόκειται λοιπόν για μια πρωτοβουλία που σίγουρα τείνει να υπερβεί τα μέχρι χτες εσκαμμένα του αριστερού ευρωπαϊσμού, μολονότι βεβαίως δεν ξεφεύγει ακόμα από τις επίμονες αυταπάτες του συγκεκριμένου ρεύματος. Επιπλέον, αν κρίνουμε από την έμφαση που δίνεται στην αναμονή των εξελίξεων στη Γαλλία, το κείμενο της πρωτοβουλίας μοιάζει να δυσπιστεί για τις δυνατότητες των μικρότερων χωρών της Ευρωζώνης να λειτουργήσουν σαν «αδύναμος κρίκος». Πέρα από το ότι είναι δύσκολο να φανταστούμε ποιες θα μπορούσαν να είναι οι θετικές εξελίξεις στη Γαλλία (γιατί σίγουρα η προσμονή δεν αφορά την πιθανή νίκη του Εθνικού Μετώπου), μια τέτοια αντίληψη -έστω  κι αν δεν το συνειδητοποιεί- στην ουσία υποβιβάζει την ευρωπαϊκή περιφέρεια στο ρόλο της «αποικίας», που δε μπορεί να περιμένει την απελευθέρωσή της παρά μόνο από τις εξελίξεις στο αποικιακό κέντρο. Πρόκειται για μια αντίληψη που διατρέχει και τα παλιότερα γραπτά του Γ. Βαρουφάκη, η οποία ωστόσο έχει το προφανές μειονέκτημα να αφαιρεί κάθε νόημα από την πάλη στις χώρες της περιφέρειας, αφήνοντας παράλληλα ανεξήγητη την προσωπική εμπλοκή του ίδιου -προσωρινή έστω- στην πολιτική σκηνή μιας περιφερειακής χώρας.

Το Σχέδιο Κ. Λαπαβίτσα και Χ. Φλάσμπεκ

Αφήνοντας το στρατόπεδο των «ευρωκεντρικών», ας περάσουμε στο στρατόπεδο των θεωρούμενων ως «εθνοκεντρικών».  Τον ίδιο περίπου καιρό με  το «Σχέδιο Β για την Ευρώπη», δόθηκε στη δημοσιότητα το από μακρόν αναμενόμενο «Σχέδιο Κοινωνικής Αλλαγής και Εθνικής Ανασυγκρότησης για την Ελλάδα» των Κ. Λαπαβίτσα και Χ. Φλάσμπεκ. Πρόκειται για την εκλαϊκευμένη παρουσίαση ενός «οδικού χάρτη» για τη μετάβαση σε εθνικό νόμισμα, υπό την απαραίτητη προϋπόθεση -ας μην το υποβαθμίζουμε- της παύσης εξυπηρέτησης του χρέους. Παρότι εξετάζεται επί τροχάδην το ενδεχόμενο μιας συναινετικής εξόδου από την Ευρωζώνη, το οποίο σωστά περιγράφεται ως απίθανο, οι συγγραφείς δικαιολογημένα επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους στο σενάριο μιας συγκρουσιακής εξόδου.

Είναι προφανές ότι, προς μεγάλη απογοήτευση του φιλοθεάμονος κοινού, Κ. Λαπαβίτσας και Χ. Φλάσμπεκ αντιμετωπίζουν το εθνικό νόμισμα ως μέσο και όχι ως αυτοσκοπό. Ως μέσο για ποιο ακριβώς πράγμα όμως; Για την αναπτυξιακή πορεία της ελληνικής οικονομίας («Εθνική Ανασυγκρότηση»), ή για την αύξηση του μεριδίου της εργασίας στον παραγόμενο κοινωνικό πλούτο («Κοινωνική Αλλαγή»); Η απάντηση δεν είναι πάντοτε σαφής. Φυσικά, το ένα δεν αποκλείει κατ’ ανάγκην το άλλο. Ο καλόπιστος αναγνώστης ωστόσο αποκομίζει την εντύπωση ότι οι συγγραφείς, έστω κι αν δε χάνουν από το οπτικό τους πεδίο τη στόχευση της «Κοινωνικής Αλλαγής», στο επίκεντρο βάζουν τη στόχευση της «Εθνικής Ανασυγκρότησης», στην οποία φαίνεται να αποδίδουν τη λογική, αν όχι και τη χρονολογική, προτεραιότητα.

Ο κίνδυνος εδώ είναι σαφής: Αν ως προϋπόθεση για την αύξηση του μεριδίου της εργασίας στον κοινωνικά παραγόμενο πλούτο θέτουμε -έστω και υπόρρητα- την «αύξηση της πίτας», διολισθαίνουμε ασυναίσθητα στο έδαφος της κυρίαρχης ιδεολογίας και μπαίνουμε στον πειρασμό ν’ αποδεχτούμε «το 70% των Μνημονίων» ως απαραίτητο για την περιβόητη «ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας», ενώ παράλληλα βρισκόμαστε υποχρεωμένοι να εξηγήσουμε πώς ακριβώς θα επιτύχουμε το θαύμα μιας εθνικής οικονομικής ανάπτυξης μέσα σε συνθήκες παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης, η οποία δε δείχνει να είναι παροδική.

Αν, από την άλλη μεριά, θέσουμε την ανακατανομή του κοινωνικού πλούτου προς όφελος της εργασίας και εις βάρος του κεφαλαίου ως αυτοσκοπό -αλλά και ως λογική προϋπόθεση για την «αύξηση της πίτας», στο βαθμό που κάτι τέτοιο μας ενδιαφέρει-, τότε η έξοδος από την Ευρωζώνη δε θα είναι συγκρουσιακή μόνο απέναντι στο ευρωσύστημα, αλλά κυρίως απέναντι στην ελληνική αστική τάξη και στο αστικό μπλοκ εξουσίας του ελληνικού εθνικού κράτους. Και, ας μη γελιόμαστε: Όποιος το πάρει απόφαση να συγκρουστεί με την αστική τάξη και το συνολικό αστικό μπλοκ εξουσίας στη χώρα του, δε θα το κάνει ούτε για το νόμισμα ούτε για την «ανάπτυξη».

Και κάτι τελευταίο: Σε αντίθεση με την καρικατούρα του συρμού, διεθνισμός δεν είναι η παραγνώριση του εθνικού πλαισίου, ως του βασικού και κατεξοχήν πεδίου της ταξικής πάλης. Το πρώτο και πλέον θεμελιώδες διεθνιστικό καθήκον είναι η πάλη απέναντι στη «δική μας» αστική τάξη. Όλα τα άλλα έπονται.

Ετικέτες