Η λιτότητα δεν είναι ούτε παρένθεση, ούτε παρέκκλιση στην Ε.Ε. Είναι καταγραμμένη στον γενετικό της κώδικα. Όποιος επαγγέλλεται την απάλειψή της, λογικά, προαναγγέλλει την κατεδάφιση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος και την ανοικοδόμησή του απ’ το μηδέν

Πηγαίνοντας πίσω, στο μακρινό, ιδρυτικό παρελθόν της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης, διαπιστώνει κανείς ότι για πολλές δεκαετίες το ευρωπαϊκό οικοδόμημα ισορροπούσε σε μια περίεργη συνθήκη. Ήταν ένα μίγμα ρύθμισης και ταυτόχρονα απορύθμισης του κεφαλαίου και των αγορών. Απηχούσε αυτό που αποκαλείται «κοινωνική οικονομία της αγοράς». Ο γερμανικής έμπνευσης όρος ηχεί ως οξύμωρο και, ενώ για την ίδια τη (Δυτική) Γερμανία αποτέλεσε τη βάση της μεταπολεμικής ανασυγκρότησής της, για την υπόλοιπη Ευρώπη και το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης ήταν ένα μοντέλο δημιουργικής προσαρμογής στα ευρωπαϊκά δεδομένα αυτού που αποτέλεσε η μεταπολεμική «κεϊνσιανή παρένθεση» για όλο τον καπιταλιστικό κόσμο.

Αυτή η ισορροπία ρύθμισης - απορύθμισης υπήρξε για πολλά χρόνια λειτουργική και σχετικά αδιατάρακτη από τις κρίσεις που συχνά πυκνά «επισκέπτονταν» το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Η ΕΟΚ και μετέπειτα Ε.Ε. βάδιζε υγιαίνουσα, «βομβαρδίζοντας» τα νέα μέλη τα οποία δεχόταν κατά κύματα διεύρυνσης με αντιφατικά νομοθετήματα και θεσμούς, άλλα στην πλευρά της ρύθμισης και άλλα στην πλευρά της απορύθμισης. Έτσι, παρότι η πρωταρχική υποχρέωση κάθε κράτους ήταν να αποσύρει κάθε ίχνος προστατευτισμού της αγοράς του και της εγχώριας παραγωγής έναντι των άλλων κρατών της Ε.Ε., ταυτόχρονα η ευρωπαϊκή αγορά τού προσέφερε ένα δίχτυ προστατευτισμού έναντι της υπόλοιπης παγκόσμιας καπιταλιστικής αγοράς. Συν τοις άλλοις, το ευρωπαϊκό διευθυντήριο ήταν εξαιρετικά φορτικό στην επιβολή ποικίλων ρυθμιστικών κανόνων που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες της εναρμόνισης νομικών, διοικητικών, λογιστικών συστημάτων τόσο άνισων και ανόμοιων κρατών, οικονομιών και κοινωνιών. Για μερικά χρόνια αυτή η τάση θεσμικής υπερρύθμισης ίσως είχε και ευεργετική επίδραση σε χώρες με πρόσφατο πολιτικά «ανώμαλο» παρελθόν όπως η Ελλάδα, η Ισπανία και η Πορτογαλία. Επιπλέον, οι χώρες του ευρωπαϊκού πυρήνα είχαν την πρόνοια να εξαγοράζουν με διόλου ευκαταφρόνητους πόρους και αναδιανεμητικούς μηχανισμούς (πακέτα Ντελόρ κ.λπ.) την προνομιακή τους πρόσβαση στη διαρκώς διευρυνόμενη ευρωπαϊκή ενδοχώρα.

Το σημείο καμπής

Σε κάθε περίπτωση και μέχρι το 1992 όλες οι χώρες-μέλη της ΕΟΚ-Ε.Ε. (για την ακρίβεια: οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ τους) βολεύονταν σ’ αυτή τη «χρυσή ισορροπία» μεταξύ ρύθμισης και απορύθμισης. Κι αυτό γιατί δεν θιγόταν ο πυρήνας της κρατικής κυριαρχίας τους, η οικονομική και η νομισματική πολιτική. Κάθε χώρα είχε την ευχέρεια να «διορθώνει» τα δυσμενή αποτελέσματα της έκθεσής της στον ενδοκοινοτικό ανταγωνισμό με διακριτικές, μη ανταγωνιστικές υποτιμήσεις του νομίσματός της και με μια «εθνική» διαχείριση της κρατικής οικονομίας, των τιμών και των μισθών. Το σημείο καμπής είναι το Μάαστριχτ το 1992 και η Συνθήκη που φέρνει στο επίκεντρο το στόχο της οικονομικής και νομισματικής ολοκλήρωσης. Είναι το πρώτο βήμα πραγματικής εκχώρησης κρατικής κυριαρχίας στο «νομικό πρόσωπο» Ε.Ε. και μετέπειτα ΟΝΕ (Ευρωζώνη), παρότι πέρασε από σαράντα κύματα και πιθανότατα θα περάσει από άλλα τόσα. Διόλου τυχαία, αυτή η καμπή συμπίπτει χρονικά με την κατάρρευση του «σοσιαλιστικού» μπλοκ, την ενοποίηση των δύο Γερμανιών και την ανάδειξη των ηγεμονικών και οικουμενικών βλέψεων της γερμανικής ελίτ.

Στην εικοσαετία και πλέον που μεσολάβησε από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, άλλες τρεις συνθήκες και ένα ατυχήσαν ευρωσύνταγμα ήρθαν να επικυρώσουν τη θεαματική θεσμική μετάλλαξη που συντελέστηκε στην Ε.Ε., όχι βάσει ενός ακριβούς και αδιαπραγμάτευτου ευρωπαϊκού σχεδίου, αλλά πάντως βάσει αδιαπραγμάτευτων, ηγεμονικών, εθνικών σχεδίων. Ιδιαίτερα του γερμανικού. Η κυριότερη, όμως, μετάλλαξη δεν είναι απλώς θεσμική, αλλά εντελώς απτή, υλική και μετρήσιμη. Η δημιουργία της ΟΝΕ, η φυσική κυκλοφορία του ευρώ παγίωσε μεταξύ των χωρών της νομισματικής ένωσης τις σχέσεις θηριώδους ανισότητας μεταξύ σκληρού ευρωπαϊκού πυρήνα και περιφέρειας. Η «ανεξάρτητη» ΕΚΤ είναι ο θεματοφύλακας του καταμερισμού ισχύος ανάμεσα σε πλεονασματικές και ελλειμματικές χώρες, ενώ το θεσμικό συνονθύλευμα που προέκυψε μετά το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης και της κρίσης χρέους, έχει στείλει στη χωματερή της ιστορίας ακόμη και την απλή ρητορική της οικονομικής και κοινωνικής σύγκλισης. Η «σύγκλιση», αν υποθέσουμε ότι διατηρείται ως στόχος, είναι πλέον «εθνική» υπόθεση κάθε χώρας που οφείλει να υποβάλει τους πολίτες της σε αιώνια μαρτύρια «εσωτερικής υποτίμησης» για την κατάκτηση μιας θέσης στον ήλιο της «ανταγωνιστικότητας».

Σενάριο αναστροφής;

Σε τι μας ωφελεί αυτή η μικρή «ανασκόπηση» της ευρωπαϊκής «κοσμογονίας» που προηγήθηκε; Προσωπικώς μου χρειάζεται για να θέσω το ερώτημα που θεωρώ καίριο για την Αριστερά και ιδιαίτερα για το τμήμα της που, ενώ «φλερτάρει» με την προοπτική της διακυβέρνησης, φιλοδοξεί να διαχειριστεί τη χειρότερη μεταπολεμική κρίση της χώρας αντιμετωπίζοντας σαν ψευτοδίλημμα το «ευρώ ή δραχμή», «μέσα ή έξω από την Ε.Ε.». Και το ερώτημά μου είναι το εξής: Θεωρεί κανείς αναστρέψιμη την κατάσταση στην Ευρωζώνη και την Ε.Ε.; Ποιες ακριβώς αλλαγές στις συνθήκες και στους θεσμούς που κατοχυρώνουν τις σχέσεις κυριαρχίας, την ηγεμονία του ευρω-διευθυντηρίου, την αυταρχική «ανεξαρτησία» της ΕΚΤ, την εξουθενωτική δημοσιονομική επιτήρηση, τη συρρίκνωση της κρατικής κυριαρχίας και την ίδια τη λιτότητα ως όρο ύπαρξης κρατών και κοινωνιών θα εισηγηθεί μια «κυβέρνηση της Αριστεράς» στους 27 εταίρους της στην Ε.Ε. και τους 17 στην ΟΝΕ την επαύριο της εγκατάστασής της στο Μέγαρο Μαξίμου; Και πώς θα τις επιτύχει; Με ομοφωνία ή με ειδικές πλειοψηφίες; Από ποια συνθήκη θα ξεκινήσει το «ξήλωμα»; Ποιων κοινοτικών κανονισμών θα ζητήσει την κατάργηση ή ριζική τροποποίηση; Ποια τύχη επιφυλάσσει για το Δημοσιονομικό Σύμφωνο ή το Σύμφωνο για το «Ευρώ+»;

Τα ερωτήματα δεν είναι ρητορικά. Αν υποθέσουμε ότι η απαρχή μιας κυβέρνησης της Αριστεράς, αλλά και μιας οποιασδήποτε «αντιμνημονιακής» κυβέρνησης είναι η κατάργηση του μνημονίου ή, έστω, η αναστολή εφαρμογής του με στόχο την αναδιαπραγμάτευσή του από μηδενική βάση, θα πρέπει να διαθέτει και μια στέρεη «αφήγηση» για το ποια θα είναι η ακολουθία γεγονότων και αντιδράσεων στην πλευρά των εταίρων, που την επομένη μιας πολιτικής ανατροπής στην Ελλάδα θα εξακολουθούν να κυβερνώνται από χριστιανοδημοκράτες, σοσιαλδημοκράτες και φίλιες δυνάμεις, τουλάχιστον στις περισσότερες χώρες. Διότι, είναι μάλλον απίθανο ένας πολιτικός σεισμός στην Ελλάδα να παραγάγει ισόρροπα και ταυτόχρονα πολιτικά αποτελέσματα σε όλη την ευρωπαϊκή ενδοχώρα. Και το πράγμα περιπλέκεται από το γεγονός ότι οι εταίροι είναι και δανειστές. Κι επομένως, οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ σε κάθε χώρα έχουν κάθε λόγο να πουλήσουν οικονομικό πατριωτισμό και εθνικισμό στις κοινωνίες τους για την τύχη των «δανεικών», του ελληνικού χρέους. Αυτό το βασικό σενάριο για την ακολουθία γεγονότων και αντιδράσεων δεν το έχω ακούσει ούτε το έχω διαβάσει μέχρι σήμερα. Μακάρι απλώς να είμαι εγώ ο «αδιάβαστος»...

Η δική μου απάντηση στο ερώτημα, πάντως, είναι ότι ο στρατηγικός πυρήνας κυρίως της Ευρωζώνης και σε μεγάλο βαθμό της Ε.Ε. είναι μη αναστρέψιμος, τουλάχιστον σε ένα χρονικό ορίζοντα ορατό και κρίσιμο για την επιβίωση της ελληνικής κοινωνίας και την ανασυγκρότηση της οικονομίας της. Η «δημοκρατία» της αέναης διαπραγμάτευσης των συνθηκών και των κανόνων σε Ε.Ε και Ευρωζώνη δεν είναι παρά η συγκάλυψη του ανελέητου ανταγωνισμού ανάμεσα σε «εθνικές στρατηγικές» ή διακρατικά λόμπι και μάλιστα με όρους τεράστιας ανισότητας. Το γεγονός ότι το «τέμπο» της θεσμικής ολοκλήρωσης της Ευρώπης το ορίζει εδώ και είκοσι χρόνια αποκλειστικά ο γαλλο-γερμανικός άξονας, τώρα πια κυρίως γερμανικός και ελάχιστα «άξονας», είναι η επικύρωση του θριάμβου του γερμανικού οικονομικού ιμπεριαλισμού όχι μόνο στο πεδίο των εμπορικών πλεονασμάτων, αλλά και σ’ αυτό της θεσμικής επικυριαρχίας και του διοικητικού ελέγχου όλου του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι οι επικυρίαρχοι και οι δορυφόροι τους δεν έχουν λόγους να διαπραγματευθούν το «ανασχεδιασμό» της Ε.Ε. και της ΟΝΕ, ιδιαίτερα τώρα που θεωρούν (όχι απαραίτητα ρεαλιστικά) ότι η Ευρωζώνη έχει επαρκώς θωρακιστεί απέναντι στον ελληνικό και άλλους περιφερειακούς κινδύνους.

Και το πράγμα περιπλέκεται ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να διαμορφωθεί μια ορατή ενότητα συμφερόντων ανάμεσα στις κοινωνίες-υποζύγια του ευρω-Λεβιάθαν. Ναι μεν, οι προλετάριοι εξακολουθούν να μην έχουν πατρίδα, αλλά η γερμανική εργατική τάξη δεν έχει τους ίδιους λόγους με την ελληνική να σκέφτεται τη χώρα της εκτός ευρώ ή να οραματίζεται μια «επανίδρυση» της Ε.Ε. με τρόπο που να συρρικνώνει δραστικά τα γερμανικά προνόμια. Αυτή είναι και μια ερμηνεία του γεγονότος ότι η γερμανική Die Linke, για παράδειγμα, διατυπώνει συχνά θέσεις που «ξενίζουν» την ελληνική αριστερά και τους Έλληνες εργαζόμενους, ενώ αντιστρόφως η ακροδεξιά Λεπέν δεν δυσκολεύεται να ανακουφίσει το πληγωμένο «αυτοκρατορικό» γόητρο των Γάλλων, δηλώνοντας ότι «η καλύτερη υπηρεσία που έχει να προσφέρει η Ε.Ε. στους λαούς της είναι να διαλυθεί!»

Ε.Ε. χωρίς λιτότητα;

Αλλά, ακόμη κι αν οι φιλοδοξίες μιας κυβέρνησης της Αριστεράς είναι πολύ πιο μετριοπαθείς από το να αλλάξει το DNA της μη αναστρέψιμης Ευρωζώνης, αν δηλαδή αισιοδοξεί ότι μπορεί να γίνει ο καταλύτης αλλαγής συσχετισμών που θα επιτρέψει τον εξοβελισμό της λιτότητας από την Ε.Ε. και τις χώρες του ευρώ, προκύπτει το εξής ερώτημα: είναι η λιτότητα μια συγκυριακή κατάσταση, μια δυσάρεστη παρένθεση, ένα εξωθεσμικό πραξικόπημα της νεοφιλελεύθερης ή μερκελικής φράξιας που ποδηγετεί την Ευρώπη; Μπορούμε να φανταστούμε ένα Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του εγγύς μέλλοντος, που στο τέλος μιας μαραθώνιας και θυελλώδους συνεδρίασής του, κηρύσσει πανηγυρικά το τέλος της λιτότητας; Τίποτε δεν είναι αδύνατο, αλλά το να φαντάζεται κανείς ότι ένας διαφορετικός πολιτικός συσχετισμός πανευρωπαϊκά μπορεί να προκαλέσει μια έστω μικρή, αλλά ουσιώδη αλλαγή πολιτικών δείχνει θεμελιώδη άγνοια του ευρωπαϊκού νομοθετικού παζλ. Η λιτότητα δεν είναι η απόκλιση, η εξαίρεση, αλλά εδώ και μια εικοσαετία είναι ο απαράβατος κανόνας συμβίωσης στην Ε.Ε. Από το Μάαστριχτ και μετά, οι σιδερένιοι κανόνες της δημοσιονομικής πειθαρχίας -έλλειμμα 3% και χρέος 60% του ΑΕΠ- είναι το δόγμα γύρω από το οποίο κινούνται όλες οι διαδοχικές συνθήκες: Μάαστριχτ, Άμστερνταμ, Νίκαια, Λισσαβώνα. Κάθε μια πρόσθετε περισσότερα σίδερα στη δημοσιονομική φυλακή, και η κρίση της τελευταίας πενταετίας με επίκεντρο την Ελλάδα μετέτρεψε αυτή τη φυλακή σε κανονικό θάλαμο βασανιστηρίων. Από τις συστάσεις περάσαμε στην επιτήρηση, κι απ’ αυτήν στην άμεση δημοσιονομική εποπτεία, με την προληπτική και την τιμωρητική δράση του ευρωδιευθυντηρίου, που φτάνει στη δυνατότητα πλήρους χρηματοδοτικού στραγγαλισμού μιας χώρας βάσει των προβλέψεων του Δημοσιονομικού Συμφώνου και του Συμφώνου Ευρώ+. Μια απλή ανάγνωση στα κείμενα αυτά, όπως και στους κανονισμούς «ενίσχυσης της οικονομικής και δημοσιονομικής εποπτείας» (472/2013) και «βελτίωσης της παρακολούθησης των δημοσιονομικών πολιτικών στη ζώνη του ευρώ» (473/2013), καταδεικνύει ότι η τρόικα και τα μνημόνια σε Ελλάδα, Πορτογαλία και Ιρλανδία ήταν το «πείραμα», αλλά το μεγάλο πεδίο εφαρμογής είναι όλη η Ευρωζώνη. Με εργαλεία πάντα τα ελλείμματα των προϋπολογισμών και την εξυπηρέτηση του χρέους, κάθε χώρα που αποκλίνει μπαίνει στον στενό κορσέ ενός μνημονίου και επιτηρείται από μια ευρωπαϊκή «τρόικα», ιδιαίτερα αν έχει δεχθεί χρηματοδοτική στήριξη από τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς στήριξης (EFSF, ESM), το ΔΝΤ, μεμονωμένα κράτη της ζώνης, ακόμη και τρίτες χώρες. Και η επιτήρηση δεν έχει ημερομηνία λήξης αφού «τα κράτη μέλη παραμένουν υπό εποπτεία μετά το πρόγραμμα εφόσον δεν έχει εξοφληθεί τουλάχιστον το 75 % της χρηματοδοτικής συνδρομής» (αρ.14 Κανονισμού 472/2013). Αυτό είναι μια ενδιαφέρουσα επισήμανση για όσους ονειρεύονται ήδη τη μετά-τρόικα εποχή, ή προσπαθούν να φανταστούν πόσο θα διευκολυνθεί η ζωή τους από μια νέα light αναδιάρθρωση του χρέους.

Αυτός ο πολύπλοκος μηχανισμός δημοσιονομικής επιτήρησης με άξονα τα ελλείμματα και το χρέος είναι το θεμέλιο της λιτότητας στην Ε.Ε. και, πολύ πιο πιεστικά, στην Ευρωζώνη. Το δόγμα των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών και του μηδενικού ελλείμματος δεν είναι παρά ένας τερατώδης μηχανισμός αναδιανομής του πλούτου και της δημόσιας περιουσίας. Οι προϋπολογισμοί οδηγούνται σε διαρκή συρρίκνωση, οι κρατικές δαπάνες περιστέλλονται πρωτίστως στους κοινωνικούς τομείς, δημόσιες επιχειρήσεις και περιουσιακά στοιχεία ξεπουλιούνται, η ιδιωτικοποίηση ορίζεται ως «μητέρα των μεταρρυθμίσεων», κοινωνικά επιδόματα στους φτωχότερους συμπιέζονται και το κράτος, τελικά, εμφανίζεται να πρωτοστατεί στη διαδικασία «εσωτερικής υποτίμησης» των λαϊκών εισοδημάτων και περιουσιών. Κι ένας ακόμη πιο τερατώδης μηχανισμός αναδιανομής του κοινωνικού πλούτου υπέρ του χρηματοπιστωτικού λόμπι, που είναι πια η πάλλουσα καρδιά της Ευρωζώνης, είναι το όριο του χρέους, που μετατρέπει τα κράτη και τους πολίτες σε ταμειακές μηχανές της διεθνούς τοκογλυφίας.

Όποιος προτίθεται, λοιπόν, να αφαιρέσει τη λιτότητα από την Ε.Ε. και την Ευρωζώνη, εφόσον το εννοεί, προαναγγέλλει την κατεδάφιση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Σε μια αντίστροφη πορεία, θα πρέπει να χαράξει τον οδικό χάρτη κατάργησης του Δημοσιονομικού Συμφώνου και του Συμφώνου για το Ευρώ+, της Συνθήκης της Λισσαβωνας, της Νίκαιας, του Άμστερνταμ, του Μάαστριχτ, τη ριζική αναδιατύπωση ακόμη και της Συνθήκης της Ρώμης ή της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης για τους όρους ολοκλήρωσης της εσωτερικής αγοράς.

Ενδιαφέρον μεν, ίσως και ευκταίο, αλλά είναι και εφικτό; Και σε ποιο βάθος χρόνου, συμβατό με τον κύκλο ζωής εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που καταστρέφονται και συνθλίβονται μεταξύ ανεργίας, εφορίας και πολιτικής σύγχυσης; Αν δεν απαντηθεί πειστικά αυτό, η επαγγελία του τέλους της λιτότητας στην ευρωπαϊκή Βαβέλ θα μοιάζει με την υπόσχεση του Ιησού προς τους Ιουδαίους: «Γκρεμίστε αυτόν τον ναό και σε τρεις μέρες θα τον ξαναχτίσω». Φυσικά ούτε τον πίστεψαν ούτε κατάλαβαν το υπονοούμενο, και τελικά τον δίκασαν και τον σταύρωσαν. Αλλά αυτός τουλάχιστον είχε το υπερφυσικό προνόμιο της ανάστασης… 

Ετικέτες