Τις τελευταίες ημέρες, το Ωραιόκαστρο έχει λάβει πανελλαδική, και δυστυχώς έντονα αρνητική δημοσιότητα, λόγω της απαράδεκτης πρωτοβουλίας της πλειοψηφίας των γονιών του 5ου Δημοτικού Σχολείου να ανακοινώσουν πως δεν θα δεχτούν να φοιτήσουν προσφυγόπουλα, επικαλούμενοι την έλλειψη των απαραίτητων υποδομών, τον κίνδυνο μετάδοσης ασθενειών στα παιδιά τους και την ασυμβατότητα κουλτούρας και τρόπου ζωής που θα προκύψει ανάμεσα στους μαθητές. Απείλησαν μάλιστα πως αν η απόφασή τους δε γίνει σεβαστή, θα προβούν σε κατάληψη(!) του σχολείου.
Πέρα από τα σοβαρά τυπικά και νομικά προβλήματα της εν λόγω κίνησης, όπως το γεγονός ότι η απόφαση για το ποια παιδιά θα φοιτήσουν σε ποιο σχολείο είναι αποκλειστική αρμοδιότητα της πολιτείας κι όχι τοπικών συλλόγων, και ότι συνταγματικά ένας τέτοιος διαχωρισμός θα έπασχε ως δυσμενής φυλετική διάκριση, υπάρχουν κατά τη γνώμη μου ουσιαστικότεροι λόγοι για τους οποίους τα επιχειρήματα των συγκεκριμένων γονέων είναι επιεικώς προσχηματικά.
Κατ’ αρχάς, όσον αφορά στο ζήτημα των υποδομών, η αντιπρόταση που διατυπώθηκε, δηλαδή να φοιτήσουν τα προσφυγόπουλα σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους έως ότου δημιουργηθούν κατάλληλες δομές, πρόταση που δυστυχώς υιοθετήθηκε και από κοινοβουλευτικό κόμμα που αυτοπροσδιορίζεται μάλιστα ως φιλελεύθερο, συνιστά αποδοχή και θεσμοποίηση του γκέτο. Εκτός του ότι αυτό είναι απορριπτέο για προφανείς ανθρωπιστικούς λόγους, θα επιδείνωνε αντί να λύσει το πρόβλημα της ενσωμάτωσης και της εύρυθμης λειτουργίας του σχολείου. Διότι, διαχωρίζοντας τα παιδιά κατ’ αυτόν τον τρόπο σε μία τόσο ευαίσθητη ηλικία κατά την οποία διαμορφώνεται η προσωπικότητά τους, και μάλιστα σε ένα χώρο που θα έπρεπε κατεξοχήν να λειτουργεί πρωτίστως ως φορέας κοινωνικοποίησης, διασκέδασης και ανιδιοτελούς συνεργασίας που προάγει την ουσιαστική μόρφωση, εμπεδώνουμε αντίθετα την εικόνα του διαφορετικού ως ξένου, απειλητικού, που πρέπει να κρατηθεί μακριά. Ακυρώνουμε λοιπόν τον παιδαγωγικό ρόλο του σχολείου, και προσθέτουμε στο δεδομένο οικονομικό κόστος της ενσωμάτωσης των προσφυγόπουλων, που όμως μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα θα έχει ποικίλα πολλαπλάσια οφέλη, το ανεκτίμητο κόστος των αντικοινωνικών συμπεριφορών που θα γεννήσει στους πρόσφυγες μαθητές η εμπειρία του γκέτο, και που θα καταστήσει δύσκολη έως αδύνατη την όποια εκ των υστέρων προσπάθεια ενσωμάτωσής τους στην τοπική κοινωνία.
Δεύτερον, η επίκληση των δήθεν κινδύνων για τη δημόσια υγεία είναι αβάσιμη για παρόμοιους λόγους, καθώς αφενός μεν οι ελλείψεις στην υγειονομική κάλυψη, στο βαθμό που υπάρχουν, είναι γενικότερο πρόβλημα που αφορά τόσο τους ντόπιους όσο και τους πρόσφυγες, και συνεπώς το να χρεώνεται στους τους τελευταίους είναι καθαρή υποκρισία, και αφετέρου, γκετοποιώντας τα προσφυγόπουλα, απλώς αναπαράγουμε και εντείνουμε το ρυθμό μετάδοσης των ασθενειών μεταξύ τους, αυξάνοντας εκθετικά τον τις πιθανότητες να μεταδοθούν και σε άλλους κατά τη συναναστροφή τους με τους ντόπιους. Αντίθετα, όπως έχει δείξει η ιστορική εμπειρία του 1922, η ισότιμη ενσωμάτωση των προσφύγων μπορεί να λειτουργήσει ως μοχλός πίεσης για δημιουργία νέων δομών υγείας και τη βελτίωση και τον εκσυγχρονισμό των υπαρχόντων.
Τέλος, σχετικά με το επιχείρημα περί «πολιτισμικής ασυμβατότητας» ντόπιων- προσφύγων, είναι τουλάχιστον τραγικό, αν όχι επίδειξη ύβρεως και τερατώδους ιστορικής άγνοιας, να υιοθετείται από κατοίκους μιας κωμόπολης ο πληθυσμός της οποίας είναι στη συντριπτική του πλειοψηφία προσφυγικής καταγωγής, τη στιγμή μάλιστα που η γενιά των παππούδων μας η οποία βίωσε το δράμα τις προσφυγιάς βρίσκεται εν ζωή, και οι διηγήσεις της αποτελούν για όλους μας, άλλους λιγότερο και άλλους περισσότερο, κληρονομιά και ταυτότητά μας. Αν κάτι μας έχει διδάξει η πολυτάραχη ιστορία μας, είναι ότι η αρμονική συνύπαρξη πληθώρας εθνών και πολιτισμών είναι το κλειδί για τα μεγαλύτερά μας συλλογικά κατορθώματα, και η μόνη που μας παρέχει την απαραίτητη ευρηματικότητα και ζωτικότητα για την υπέρβαση δομικών κρίσεων όπως η σημερινή σε προοδευτική κατεύθυνση. Από την άλλη πλευρά, η επικράτηση ρατσιστικών και εθνικιστικών συλλογικών ψευδαισθήσεων όπως του «ανάδελφου έθνους» ή της «Μεγάλης Ελλάδας» έχει συνοδευτεί από ανυπολόγιστες, και ουκ ολίγες φορές αιματηρές, καταστροφές.
Κλείνοντας, να σημειώσω πως όσοι, στο όνομα της καταδίκης του ρατσισμού, κάνουν το μοιραίο λάθος, από άγνοια ή σκοπιμότητα, να χρεώνουν συλλήβδην στην κοινωνία του Ωραιοκάστρου ξενοφοβικές τάσεις, με χυδαίους χαρακτηρισμούς τύπου «Φασιστόκαστρο», δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να αφομοιώνουν το φασιστικό δηλητήριο και να δικαιώνουν όσους ιδιοτελώς το διαχέουν στο κοινωνικό σύνολο. Η μάχη ενάντια στη γάγγραινα του φασισμού είναι πολύ σημαντική ώστε να διεξάγεται με λεονταρισμούς και στερεότυπα.