Οι φετινές φοιτητικές εκλογές έρχονται σε μια συγκυρία που η επίθεση στο δημόσιο δωρεάν πανεπιστήμιο-όπως και γενικότερα στη δημόσια δωρεάν παιδία- γίνεται όλο και σκληρότερη.

Αφού ήδη είδαμε τις συνέπειες του νόμου Κεραμέως-Χρυσοχοΐδη, με την ΕΒΕ να αποκλείει χιλιάδες μαθήτριες από το δημόσιο πανεπιστήμιο και αναμένουμε τις επόμενες με την πανεπιστημιακή αστυνομία και τις διαγραφές να βρίσκονται στα σκαριά, η υπουργός παιδείας, στην τελευταία σύνοδο των πρυτάνεων, ανακοίνωσε τον νέο νόμο-πλαίσιο, ο οποίος αν και δεν φέρνει τόσο ριζικές αλλαγές όσο προηγούμενοι νόμοι εντείνει ακόμη περισσότερο τη νεοφιλελευθεροποίηση της δημόσιας εκπαίδευσης. 

Συνολική επίθεση 

Αρχικά, μετατρέπει τα πτυχία σε απλούς τίτλους βεβαίωσης σπουδών, αποσυνδέοντάς τα πλήρως από τα επαγγελματικά δικαιώματα που έστω και τυπικά εξασφαλίζουν μέχρι τώρα. Για να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας, οι φοιτητές/ριες θα υποχρεούνται, ουσιαστικά, σε ένα διαρκές κυνήγι όλο και περισσότερων χαρτιών, στην προσπάθεια διαμόρφωσης ενός προσωπικού «προσοντολογίου». Φυσικά, χωρίς καμία δυνατότητα συλλογικής διεκδίκησης αφού πέρα από την όξυνση του ανταγωνισμού, οι υποψήφιοι εργαζόμενοι θα βρίσκονται μόνοι απέναντι στην εργοδοσία και διαρκώς υπό της απειλή να χάσουν μια θέση ενδεχομένως από κάποιον με πιο παχύ φάκελο προσόντων. 

Επίσης, η θέσπιση «ανεξάρτητου» (;) manager για τη διοίκηση των ιδρυμάτων και η χρηματοδότησή τους με ανταποδοτικά κριτήρια ανοίγει την πόρτα στο ιδιωτικό κεφάλαιο και επιχειρεί να μεταφέρει το κόστος σπουδών στις ίδιες τις φοιτήτριες. Καθώς, η κρατική χρηματοδότηση είναι ήδη πενιχρή, οι ιδιωτικές εταιρίες θα φανούν ως οικονομικοί «σωτήρες» δημιουργώντας ένα πανεπιστήμιο- επιχείρηση όπου η έρευνα θα διεξάγεται για τα κέρδη των εκάστοτε επενδυτών και οι φοιτητές/τριες θα μετατραπούν σε ένα φτηνό εργατικό δυναμικό αφού ο νέος νόμος-πλαίσιο θα φροντίζει για «τη σύνδεση της πρακτικής με τον παραγωγικό ιστό της χώρας». Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη σε τμήματα του ΑΠΘ έχουν εγκριθεί προπτυχιακά προγράμματα σπουδών με δίδακτρα. Επιπλέον ανακοινώθηκε η πλήρης ελευθερία στα δίδακτρα των μεταπτυχιακών. Τα οικονομικά κριτήρια με τα οποία θα αξιολογούνται τα ιδρύματα από την κυβέρνηση και από τα οποία θα εξαρτάται η ελάχιστη κρατική χρηματοδότηση που θα λαμβάνουν έρχονται να εδραιώσουν ένα καθεστώς στενότατης σύνδεσης των πανεπιστημίων με την κυβέρνηση αφού θα είναι υποχρεωμένα να εφαρμόζουν κάθε αντιδραστική απόφαση του υπουργείου παιδείας για να εξασφαλίσουν οικονομική στήριξη. 

Τέλος, η κανονικοποίηση της τηλεκπαίδευσης, αποκαλύπτει τις διαθέσεις της κυβέρνησης να την χρησιμοποιήσει προς όφελός της όπως έκανε και στα σχολεία σε όλη την διάρκεια της πανδημίας. Με αυτόν τον τρόπο «καλύπτει» τα κενά της υποχρηματοδότησης αφού αποποιείται την ευθύνη για τις ελλείψεις σε υποδομές και χώρους καθώς και την ευθύνη για την υποστελέχωση αφού όπως έγινε και με την τηλεργασία μπορεί να υπερφορτώνει τους διδάσκοντες, αντί να προχωρήσει σε νέες προσλήψεις διδακτικού και διοικητικού προσωπικού. Επιπλέον, η εξ’ αποστάσεως εκπαίδευση μπορεί να χρησιμοποιηθεί εύκολα ως όπλο απέναντι στο πιο δυνατό μέσο διεκδίκησης των φοιτητών, την κατάληψη.

Πέρα από τον νέο νόμο που ακόμα δεν έχει τεθεί απέναντι ως άμεση απειλή, σε μια παράλληλη πορεία με τον νόμο Κεραμέως-Χρυσοχοΐδη, η ΝΔ σε συνεργασία με τις εκάστοτε πρυτανείες έχει εξαπολύσει μια επίθεση στην πολιτικοποίηση των φοιτητών/τριών μέσα στις σχολές, χτυπώντας τα φοιτητικά στέκια και τους χώρους που χρησιμοποιούνται από τις φοιτητικές συλλογικότητες  όπως έχει γίνει σε πολλές σχολές ανά τη χώρα και βάζοντας με κάθε ευκαιρία την αστυνομία μέσα στους χώρους των ιδρυμάτων προσπαθώντας να εδραιώσει ότι το πανεπιστημιακό άσυλο είναι πλέον παρελθόν και ότι τα πανεπιστήμια πρέπει να είναι αποστειρωμένα εκπαιδευτήρια που δε χωρούν τη συλλογικότητα, την πολιτική και τους αγώνες των φοιτητών/τριών.

Η κυβέρνηση μένει απολύτως πιστή στον ακραίο νεοφιλελευθερισμό. Το βάθεμα των αντιμεταρρυθμίσεων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και η έλλειψη χρηματοδότησης για την κάλυψη των αναγκών των πανεπιστημίων συνθέτουν τη μεγάλη εικόνα της κυβερνητικής πολιτικής για την εκαπίδευση. Η απροκάλυπτη πλέον είσοδος της αγοράς στα πανεπιστήμια, θα δημιουργήσει νέα πεδία κερδοφορίας για τις επιχειρήσεις της ιδιωτικής εκπαίδευσης ενώ ταυτόχρονα θα συνεχίζεται η υποτίμηση και η αποδιάρθρωση του δημόσιου πανεπιστήμιου. Όπως έχει κάνει και με τη δημόσια υγεία, η κυβέρνηση νοιάζεται για το πώς θα δίνει διαρκώς γενναιόδωρες ευκαιρίες κερδοφορίας στον ιδιωτικό τομέα σε βάρος της κάλυψης των κοινωνικών αναγκών σε παιδεία και υγεία.

Κινητοποιήσεις 

Σε αντίθεση με την περσινή χρονιά, φέτος, το φοιτητικό κίνημα κινήθηκε σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα τόσο μέσα στους συλλόγους (ελάχιστες έως καθόλου γενικές συνελεύσεις), όσο και στις διαδηλώσεις ιεραρχώντας ως κεντρικά τα ζητήματα εφαρμογής του νόμου Κεραμέως-Χρυσοχοΐδη που ψηφίστηκε την προηγούμενη Άνοιξη. Με την πανδημία να έχει δημιουργήσει ουσιαστικά 3 έτη φοιτητών που δεν έχουν γνωρίσει συλλογικές διαδικασίες και την κυβέρνηση μαζί με την κυβερνητική νεολαία να επιτίθενται διαρκώς σε αυτές, οι γενικές συνελεύσεις είναι ιδιαίτερα άμαζες και οι πρωτοβουλίες για κινηματικές δράσεις δεν καταφέρνουν να κινητοποιήσουν ευρύτερα τους/ις φοιτητές/τριες. Ακόμα και οι αποφάσεις των συλλόγων που λαμβάνονται μέσω ΔΣ, πρατκικά στερούνται ουσιαστικής νομιμοποίησης μέσα στους συλλόγους λόγω της έλλειψης φοιτητικών εκλογών την τελευταία 3ετία, αλλά και λόγω της αδυναμίας εμπλοκής περισσότερων φοιτητών/τριών.

Κόντρα στο γενικό κλίμα αδράνειας που επικρατεί στους συλλόγους έχουν υπάρξει ελπιδοφόρες κινητοποιήσεις που υπογραμμίζουν τη δυνατότητα που υπάρχει να πάνε τα πράγματα αλλιώς! Εντυπωσιακές είναι οι κινητοποιήσεις ενάντια στις συγχωνεύσεις του παιδαγωγικού Αθήνας με το νηπιαγωγών καθώς και των τμημάτων του ΔΙΠΑΕ. Και στις δύο περιπτώσεις οι φοιτητές/τριες αντέδρασαν με καταλήψεις σχολών και διαδηλώσεις μεγάλης μαζικότητας ενώ σε πολύ σωστή κατεύθυνση ήταν η συμμετοχή των συλλόγων του ΔΙΠΑΕ στην πανεργατική απεργία της 6 Απρίλη. Είναι, επιπλέον, πολύ ελπιδοφόρο ότι η απειλή της συγχώνευσης εκτός από το ότι κινητοποίησε συλλόγους που ήταν για χρόνια αδρανείς, οδήγησε και στην ίδρυση νέων όπως ο Σύλλογος Μηχανικών του ΔΙΠΑΕ.  

Επιπλέον, κατά την διάρκεια των Πασχαλινών διακοπών, με αφορμή την παρεμπόδιση των έργων στο χώρο που στεγαζόταν το «στέκι στο βιολογικό» από φοιτητές/τριες, η αστυνομία βρέθηκε μέσα στο ΑΠΘ με τη σύμφωνη γνώμη της πρυτανείας. Απέναντι στην παραβίαση του ασύλου και σε υπεράσπιση γενικότερα της πολιτικής έκφρασης μέσα στις σχολές, η φοιτητική αριστερά και ευρύτερες δυνάμεις του κινήματος απάντησαν με συνεχόμενες κινητοποιήσεις επί μια βδομάδα, οι οποίες κατέληξαν πολλές φορές σε συγκρούσεις με την αστυνομία. Δυστυχώς, βέβαια, και λόγω των διακοπών του Πάσχα, οι κινητοποιήσεις αυτές δεν είχαν ιδιαίτερη μαζικότητα, κατάφεραν όμως να εξασφαλίσουν ότι η είσοδος των αστυνομικών δυνάμεων στο κάμπους ούτε είναι κανονικότητα, ούτε θα γίνεται ανεκτή.

Ακόμα και στις κινητοποιήσεις για τη φεμινιστική απεργία την 8η Μάρτη, η συμμετοχή φοιτητών/τριών και νεολαίας ήταν σημαντική, αποδεικνύοντας ότι έχει σημασία να μπορεί η φοιτητική Αριστερά να αφουγκράζεται τις ευρύτερες κοινωνικές ανησυχίες της νεολαίας και να είναι τμήμα της ατζέντας της συνδέοντάς τες με τις φοιτητικές διεκδικήσεις.

Αριστερά και εκλογές

Σε αυτή τη συγκυρία, οι φοιτητικοί σύλλογοι θα έπρεπε να κινούνται με κέντρο το αντιπολεμικό κίνημα, την ακρίβεια, την πανδημία, και τη συνολικότερη υποβάθμιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ώστε να μπορέσουν να ενώσουν τις κεντρικές μάχες που δίνονται ενάντια στην ακρίβεια, τη φτώχεια και τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, με τους αγώνες των φοιτητών/τριών. 

Ενόψει φοιτητικών εκλογών στις 18 Μαΐου, η ΔΑΠ, που εκφράζει την κεντρική γραμμή της κυβέρνησης, φαίνεται να διεκδικεί την πρώτη θέση πανελλαδικά. Φέτος, σε ένα πλαίσιο αποπολιτικοποίησης, έλλειψης μαζικών αγώνων αλλά και λόγω των δύο χρόνων πανδημίας, όπου μεγάλο διάστημα ήταν κλειστά τα πανεπιστήμια, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να απέχει μεγάλο μέρος των φοιτητών/τριών από τις φετινές εκλογές, ενώ παρά την κεντρική απόφαση του διαπαραταξιακού για εκλογές εκ του σύνεγγυς και πολλαπλά ψηφοδέλτια, η συζήτηση για ηλεκτρονικές εκλογές και ενιαίο ψηφοδέλτιο είναι ακόμα ανοικτή σε ορισμένους συλλόγους.

Το ενδιαφέρον της πλειοψηφίας της φοιτητικής, ριζοσπαστικής αριστεράς -ενόψει και φοιτητικών εκλογών- έχει επικεντρωθεί στο νόμο πλαίσιο και στην εφαρμογή του νόμου Κεραμέως-Χρυσοχοΐδη, ιεραρχώντας ως δευτερεύοντα τα κρίσιμα ζητήματα της περιόδου που απασχολούν σε μεγάλο βαθμό τους φοιτητές/τριες. Από την άλλη, η ΚΝΕ, παρά τις πρωτοβουλίες που παίρνει σε ζητήματα σχολών (π.χ. συγχωνεύσεις) αδυνατεί (και δε θέλει) να οργανώσει ενωτικές κινητοποιήσεις και πρωτοβουλίες που θα μπορούσαν πραγματικά να ταράξουν τα στάσιμα νερά του φοιτητικού κινήματος και να συσπειρώσει αγωνιστικά ένα μεγάλο τμήμα των φοιτητών/τριών. Η όποια δυναμική δημιουργείται από τις πρωτοβουλίες της ΚΝΕ, καταλήγει εντέλει στην εκλογική καταγραφή και δε λογοδοτεί στην ανασυγκρότηση του φοιτητικού κινήματος.  

Απέναντι σε αυτή την κατάσταση, επομένως, είναι αναγκαία η μέγιστη δυνατή ενότητα των δυνάμεων της ριζοσπαστικής φοιτητικής αριστεράς, επιμένοντας στη λογική του «ενός σχήματος της ριζοσπαστικής αριστεράς σε κάθε σχολή». Η περίοδος ωστόσο βρίσκει την αριστερά στα πανεπιστήμια σε κρίση, πολυδιασπασμένη και αδύναμη να αντιμετωπίσει την απειλή από τα δεξιά. Ενδεικτική είναι η κατάσταση που επικρατεί στο εσωτερικό των ΕΑΑΚ, όπου οι αποκλίνουσες γραμμές μεταξύ σχημάτων και δυνάμεων που συμμετέχουν σε αυτά καταλήγουν να λειτουργούν διαλυτικά. 

Παρολαυτά, έχουν υπάρξει παραδείγματα σε σωστή κατεύθυνση το προηγούμενο διάστημα, όπως τα κοινά πλαίσια στις συνελεύσεις και τα κοινά συντονιστικά δυνάμεων των ΑΡΕΝ, ΕΑΑΚ και ΑΡΔΙΝ, τα οποία όμως δεν είναι επαρκή από μόνα τους για να αντιμετωπίσουν την κυβερνητική επίθεση. Θεμιτά είναι επίσης τα παραδείγματα των ενωτικών πρωτοβουλιών όπως αυτής στην ΑΣΣΟΕ, η οποία αριθμεί κάποια χρόνια λειτουργίας στα οποία έχει καταφέρει να συσπειρώνει τις περισσότερες αριστερές δυνάμεις που παρεμβαίνουν στον σύλλογο και να εξασφαλίζει ως δεδομένο το κοινό εκλογικό κατέβασμα. 

Στο διάστημα μέχρι τις εκλογές, είναι αναγκαία και θεμιτή η κοινή παρέμβαση των σχημάτων στης ριζοσπαστικής Αριστεράς τόσο για τα ζητήματα που αφορούν αμιγώς τις σχολές όσο και για τα θέματα που απασχολούν τη νεολαία των πανεπιστημίων, που θα καταλήγουν σε κοινές πρωτοβουλίες και κοινά ψηφοδέλτια στις φοιτητικές εκλογές. Η ριζοσπαστική αριστερά πρέπει να μιλήσει για την επίθεση στο πανεπιστήμιο, πρέπει να μιλήσει για την αναγκαία ενότητα των σχημάτων της ριζοσπαστικής αριστεράς και την υπέρβαση του κατακερματισμού αλλά πρέπει να μιλήσει και για τον αγώνα ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους και τους πολεμικούς εξοπλισμούς, για τον αγώνα ενάντια στην ακρίβεια και τη φτώχεια, για τον αγώνα υπεράσπισης της δημόσιας υγείας και παιδείας. Να δοθεί ισχυρό στίγμα υπεράσπισης των κοινωνικών αναγκών απέναντι στα κέρδη!

Για να έχει η αριστερά τη δυνατότητα να αποτελέσει για τους/ις φοιτητές/τριες ένα δυνατό πόλο που θα μπορεί να πάρει πρωτοβουλίες, να συσπειρώσει κόσμο και να συμβάλλει καθοριστικά σττην ανασυγκρότηση του φοιτητικού κινήματος, πρέπει να αφήσει  στην άκρη την μικροπολιτική, τον ηγεμονισμό, και κάθε  σεχταριστική τακτική.

Στις τελευταίες φοιτητικές εκλογές, η Αριστερή Ανατρεπτική Συνεργασία (ενωτική προσπάθεια των σχημάτων της ΑΡΕΝ, των ΕΑΑΚ και του ΑΡΔΙΝ) είχε καταφέρει να δώσει ένα πολιτικό στίγμα ενότητας και αγώνα καθώς και μία προσπάθεια υπέρβασης του κατακερματισμού των δυνάμεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Παρότι αυτή η προσπάθεια μπορεί να μην έχει κάνει τα αναγκαία βήματα, είναι μία από τις βασικές προϋποθέσεις για τη δημιουργία ενός ενωτικού, ριζοσπαστικού, αγωνιστικού πόλου της ριζοσπαστικής αριστεράς. Για αυτό στις φοιτητικές εκλογές στις 18 Μάη θα πρέπει να στηριχτούν τα ενωτικά ψηφοδέλτια της ριζοσπαστικής αριστεράς. 

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες