Αυτό το κείμενο βασίζεται στην ομιλία που έκανε ο Ερνέστ Μαντέλ στη συνδιάσκεψη για τα εκατό χρόνια του Μαρξ, που οργανώθηκε στο πανεπιστήμιο της Μανιτόμπα, στον Καναδά, στις 15 Δεκεμβρίου 1983.
Αν θέλουμε να προσεγγίσουμε το ζήτημα των κομμάτων, της οικοδόμησης ενός πολιτικού κόμματος και της ανάγκης ενός επαναστατικού πρωτοποριακού κόμματος, τότε πρέπει να ξεκινήσουμε από τις ιδιαιτερότητες της σοσιαλιστικής επανάστασης (ή αν δεν σας αρέσει η λέξη «επανάσταση», από το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της αστικής κοινωνίας). Η σοσιαλιστική επανάσταση είναι η πρώτη επανάσταση στην ιστορία της ανθρωπότητας που αποπειράται να αναδιαμορφώσει την κοινωνία ενσυνείδητα, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο. Αυτό το σχέδιο δεν εμπεριέχει φυσικά όλες τις λεπτομέρειες, που εξαρτώνται από τις συγκεκριμένες συνθήκες και τη μεταβαλλόμενη υλική υποδομή της κοινωνίας.
Όμως, το λιγότερο που προϋποθέτει είναι ένα σχέδιο για το είδος της αταξικής κοινωνίας που πρέπει να εγκαθιδρυθεί και για το πώς αυτό μπορεί να επιτευχθεί. Είναι επίσης η πρώτη επανάσταση της ιστορίας που απαιτεί ένας υψηλό επίπεδο δράσης και αυτοοργάνωσης του εργαζόμενου πληθυσμού στο σύνολό του, δηλαδή της συντριπτικής πλειοψηφίας των ανδρών και γυναικών της κοινωνίας. Είναι βασιζόμενοι σε αυτά τα δυο κύρια χαρακτηριστικά-κλειδιά κάθε σοσιαλιστικής επανάστασης που μπορούμε να βγάλουμε αμέσως μια σειρά από συμπεράσματα.
Δεν μπορεί να υπάρξει αυθόρμητη σοσιαλιστική επανάσταση. Δεν μπορείτε να κάνετε μια σοσιαλιστική επανάσταση χωρίς να προσπαθήσετε πραγματικά να την κάνετε. Και δεν μπορείτε να έχετε μια σοσιαλιστική επανάσταση που καθοδηγείται από τα πάνω, από κάποιο αρχηγό ή μια ομάδα από παντογνώστες αρχηγούς. Χρειάζεστε να έχετε τα δυο συστατικά της σοσιαλιστικής επανάστασης: το υψηλότερο δυνατό επίπεδο συνείδησης, και το υψηλότερο επίπεδο αυτοοργάνωσης και αυτενέργειας των πλατύτερων τομέων του πληθυσμού. Όλα τα προβλήματα των σχέσεων μεταξύ μιας πρωτοποριακής οργάνωσης και των μαζών πηγάζουν από αυτή τη βασική αντίφαση.
Αν κοιτάξουμε τόσο τον κόσμο όπως αυτός είναι πραγματικά, όσο και την πραγματική ανάπτυξη της αστικής κοινωνίας στα τελευταία 150 χρόνια (πάνω κάτω από τις αρχές του σύγχρονου εργατικού κινήματος), διαπιστώνουμε συνεχώς αυτή την αντίφαση. Μας βοηθάει να ξεπεράσουμε μια από τις κύριες αντιπαραθέσεις σχετικά με την εργατική τάξη και το εργατικό κίνημα και να δούμε ποιος έχει δίκιο σήμερα. Αποτελεί άραγε η εργατική τάξη εργαλείο για την επαναστατική κοινωνική αλλαγή; Έχει άραγε ενσωματωθεί στην αστική κοινωνία; Ποιος ήταν ο πραγματικός της ρόλος στα τελευταία 150 χρόνια; Τι μας δείχνει ο σχετικός ιστορικός απολογισμός αναφορικά με αυτά τα ζητήματα;
Το μόνο συμπέρασμα που μπορείτε να βγάλετε από τα πραγματικά ιστορικά γεγονότα είναι ότι γενικά, στη καθημερινή ζωή, είναι η «συνδικαλιστική» συνείδηση (όπως την αποκάλεσε ο Λένιν) που κυριαρχεί στην εργατική τάξη. Αυτή η συνείδηση δεν οδηγεί στη διαρκή και καθημερινή εξέγερση ενάντια στον καπιταλισμό, αλλά, όπως ο Μαρξ το διευκρίνισε πάρα πολλές φορές, είναι απολύτως βασική και απαραίτητη για να μπορέσει κάποτε να υπάρξει αντικαπιταλιστική εξέγερση των εργαζομένων. Αν οι εργάτες δεν πολεμήσουν για υψηλότερους μισθούς, αν δεν πολεμήσουν για μείωση του χρόνου εργασίας, αν δεν πολεμήσουν για -ας το πούμε προκλητικά- καθημερινές οικονομικές λύσεις, τότε γίνονται αποθαρρυμένοι σκλάβοι. Όμως, με αποθαρρυμένους δούλους, δεν πρόκειται ποτέ να κάνετε σοσιαλιστική επανάσταση ούτε καν να πετύχετε στοιχειώδη ταξική αλληλεγγύη. Κατά συνέπεια, απαιτείται να πολεμάνε για άμεσες διεκδικήσεις. Όμως, η μάχη για αυτές τις άμεσες διεκδικήσεις δεν τους οδηγεί ούτε αυτόματα ούτε αυθόρμητα να θέτουν υπό αμφισβήτηση την ύπαρξη της ίδιας της αστικής κοινωνίας.
Αληθεύει όμως και η άλλη όψη της ιστορίας. Περιοδικά, οι εργάτες όντως εξεγείρονται ενάντια στην αστική κοινωνία, όχι κατά εκατοντάδες ή κατά χιλιάδες, αλλά κατά εκατομμύρια. Εξάλλου, η ιστορία του 20ου αιώνα είναι η ιστορία των κοινωνικών επαναστάσεων. Όποιος το αρνείται θα έπρεπε να ξαναδιαβάσει τα βιβλία της ιστορίας. Δεν υπήρξε σχεδόν ούτε ένας χρόνος από το 1917, και σε κάποιο βαθμό από το 1907, χωρίς να γίνει κάποια επανάσταση κάπου στο κόσμο στην οποία να έλαβαν μέρος οι εργαζόμενοι με λίγο ή πολύ σημαντικό τρόπο.
Είναι αλήθεια ότι δεν αποτέλεσαν πάντα την πλειοψηφία των μαχητών της επανάστασης. Όμως, αυτό δεν μπορεί πια να συμβεί καθώς η τάξη των εργαζομένων αποτελεί πια την πλειοψηφία της κοινωνίας σε όλες πρακτικά τις σημαντικές χώρες του κόσμου. Το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι εξεγείρονται περιοδικά ενάντια στην αστική κοινωνία επιβεβαιώνεται από τις στατιστικές των τελευταίων είκοσι ετών στην Ευρώπη. Οι εργαζόμενοι έριξαν το γάντι στον καπιταλισμό το 1960-1961 στο Βέλγιο, το 1968 στη Γαλλία, το 1974-1975 στη Πορτογαλία και εν μέρει στην Ισπανία το 1975-1976. Και αυτά που συνέβησαν στην Πολωνία το 1980-1981, μπορεί να μην ήταν ένας ξεσηκωμός ενάντια στον καπιταλισμό, ήταν όμως σίγουρα ένας ξεσηκωμός για σοσιαλισμό. Εδώ έχουμε κάτι που δίνει μια εντελώς διαφορετική εικόνα μιας τάξης που θα ήταν τάχα διαρκώς παθητική, ενσωματωμένη και «αστικοποιημένη». Πάνω από 45 εκατομμύρια εργάτες μετείχαν ενεργά σε αυτούς τους αγώνες.
Το συμπέρασμα που μπορούμε να βγάλουμε από αυτά τα χαρακτηριστικά είναι ότι υπάρχει ανισόμερη ανάπτυξη της ταξικής δράσης και ανισόμερη ανάπτυξη της ταξικής συνείδησης στο προλεταριάτο. Οι εργάτες δεν ξεσηκώνονται κάθε μέρα, δεν μπορούν να το κάνουν εξαιτίας της θέσης που έχουν στη λειτουργία της καπιταλιστικής οικονομίας. Το γεγονός ότι δεν μπορούν να επιβιώσουν παρά πουλώντας την εργατική τους δύναμη καθιστά κάτι τέτοιο αδύνατο. Αν ξεσηκώνονταν κάθε μέρα τότε θα πεινούσαν αργά ή γρήγορα. Και δεν μπορούν βέβαια να κάνουν επανάσταση συνεχώς, κάθε χρόνο, ή ακόμα και κάθε πέντε χρόνια, για οικονομικούς, κοινωνικούς, πολιτισμικούς, πολιτικούς και ψυχολογικούς λόγους που δεν έχω το χρόνο να εξηγήσω διεξοδικά. Υπάρχει λοιπόν μια κυκλική ανάπτυξη της μαχητικότητας και της ταξικής δράσης που καθορίζεται από μια εσωτερική λογική. Αν πολεμάτε για πολλά χρόνια και καταλήγετε σε βαριές ήττες, τότε δεν θα ξαναρχίσετε να πολεμάτε σε υψηλότερο ή στο ίδιο επίπεδο ένα χρόνο μετά από την ήττα. Θα χρειαστεί κάποιος χρόνος για να αναλάβετε τις δυνάμεις σας. Δέκα χρόνια, δεκαπέντε χρόνια, ή ακόμα και είκοσι χρόνια.
Αληθεύει όμως και το αντίστροφο. Αν πολεμάτε για πολλά χρόνια με επιτυχία, με έστω και μέτρια επιτυχία, τότε παίρνετε τη φόρα που χρειάζεστε για να πολεμήσετε στη συνέχεια σε όλο και μεγαλύτερη κλίμακα και σε όλο και υψηλότερο επίπεδο. Κατά συνέπεια, υπάρχει μια κυκλική κίνηση στην ιστορία της διεθνούς ταξικής πάλης που μπορούμε να περιγράψουμε λεπτομερώς.
Με την ανισόμερη ανάπτυξη της ταξικής μαχητικότητας συνδυάζεται πολύ στενά η ανισόμερη ανάπτυξη της ταξικής συνείδησης, όμως η τελευταία δεν είναι αναγκαστικά μηχανική συνέπεια της πρώτης. Μπορεί να υπάρξει υψηλό επίπεδο ταξικής δράσης με σχετικά χαμηλό επίπεδο ταξικής συνείδησης. Είναι επίσης δυνατό και το αντίστροφο. Μπορούν να υπάρξουν σχετικά υψηλά επίπεδα ταξικής συνείδησης που συνοδεύονται από χαμηλότερο επίπεδο ταξικής μαχητικότητας. Μιλάω, φυσικά, για τη ταξική συνείδηση πλατιών μαζών, για εκατομμύρια ανθρώπους και όχι για τη ταξική συνείδηση μικρών πρωτοποριακών στρωμάτων.
Βασιζόμενοι σε αυτές τις στοιχειώδεις εννοιολογικές διακρίσεις, μπορούμε αυτόματα να συμπεράνουμε την αναγκαιότητα ενός πρωτοποριακού σχηματισμού. Μια πρωτοποριακή οργάνωση είναι απαραίτητη για να ξεπεράσει το χάσμα που προκαλεί η ανισόμερη ανάπτυξη ανάμεσα στη ταξική μαχητικότητα και στη ταξική συνείδηση. Αν οι εργαζόμενοι βρίσκονταν συνεχώς στο υψηλότερο σημείο ταξικής μαχητικότητας και συνείδησης, μια τέτοια οργάνωση δεν θα ήταν αναγκαία. Δυστυχώς όμως, αυτό δεν συμβαίνει και δεν μπορούν να είναι έτσι ανά πάσα στιγμή στον καπιταλισμό. Είναι λοιπόν αναγκαίο μια ομάδα ανθρώπων που ενσαρκώνει διαρκώς ένα υψηλό επίπεδο ταξικής μαχητικότητας, δράσης και συνείδησης.
Όταν μετά από κάθε ανοδικό κύμα ταξικής πάλης και συνείδησης, αναστρέφεται η τάση και μειώνεται η πραγματική δραστηριότητα των μαζών, τότε η συνείδηση πέφτει σε χαμηλότερο επίπεδο και η δράση πέφτει σχεδόν στο μηδέν. Η πρώτη από τις λειτουργίες μιας επαναστατικής πρωτοποριακής οργάνωσης πρέπει να είναι να διατηρήσει και να συντηρήσει τόσο τη συνέχεια της πάλης από θεωρητική και προγραμματική άποψη, όσο και τις πολιτικές και οργανωτικές κατακτήσεις που είχαν επιτευχθεί στην προηγούμενη ανοδική φάση υψηλής δράσης και ταξικής συνείδησης του προλεταριάτου. Αυτή η οργάνωση χρησιμεύει τότε ως διαρκής μνήμη της τάξης και του εργατικού κινήματος, μια μνήμη που έχει κωδικοποιηθεί, είτε έτσι είτε αλλιώς, μέσα σε ένα πρόγραμμα με το οποίο μπορείτε να μορφώσετε τη νέα γενιά προκειμένου να μην ξαναρχίσει από το μηδέν.
Αυτή η πρώτη λειτουργία συνίσταται στην εξασφάλιση της συνέχειας των διδαγμάτων που βγήκαν από τη συσσωρευμένη ιστορική εμπειρία, επειδή αυτό ακριβώς είναι το σοσιαλιστικό πρόγραμμα: το άθροισμα των διδαγμάτων όλων των ταξικών αγωνιστικών εμπειριών, των επαναστάσεων και αντεπαναστάσεων των τελευταίων 150 ετών. Ελάχιστα άτομα είναι ικανά να επεξεργαστούν κάτι τέτοιο, και κανείς, απολύτως κανένας, δεν μπορεί να το κάνει μόνος του. Είναι λοιπόν απαραίτητο να υπάρχει μια οργάνωση τόσο εθνική όσο και διεθνής (με δεδομένη τη παγκόσμια φύση αυτών των εμπειριών) που να είναι ικανή να αξιολογεί συνεχώς αυτό το άθροισμα ιστορικών και σημερινών εμπειριών ταξικής πάλης και επαναστάσεων, να το εμπλουτίζει με τα νέα διδάγματα των νέων επαναστάσεων, να το καθιστά όλο και πιο προσαρμοσμένο στις ανάγκες της ταξικής πάλης και των επαναστάσεων τού σήμερα.
Υπάρχει μια δεύτερη διάσταση σε αυτό. Είναι η οργανωτική διάσταση, που δεν είναι μόνο οργανωτική, αλλά στη πραγματικότητα είναι και πολιτική. Αγγίζουμε εδώ το περίφημο ζήτημα του συγκεντρωτισμού. Οι επαναστάτες μαρξιστές είναι υπέρ του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Όμως, η λέξη «συγκεντρωτισμός» δεν πρέπει να εκλαμβάνεται κατά προτεραιότητα με την οργανωτική της διάσταση και ακόμα λιγότερο, με τη «διοικητική» της σημασία. Πριν από όλα, πρόκειται για ένα πολιτικό ζήτημα. Τι σημαίνει «συγκεντροποίηση»; Σημαίνει τη συγκεντροποίηση των εμπειριών, των γνώσεων, τη συγκεντροποίηση των συμπερασμάτων που έχουν βγει από τη πραγματική μαχητικότητα. Βλέπουμε να εμφανίζεται εδώ και πάλι ένας τεράστιος κίνδυνος για το προλεταριάτο και το εργατικό κίνημα αν δεν υπάρχει μια τέτοια συγκεντροποίηση εμπειριών: είναι ο κίνδυνος της «τομεοποίησης» και του κατακερματισμού, που δεν επιτρέπει σε κανένα να εξαγάγει τα κατάλληλα για τη δράση συμπεράσματα.
Αν οι γυναίκες αγωνίστριες δεν κινητοποιούνται παρά μόνο στους φεμινιστικούς αγώνες, αν οι νέοι δεν στρατεύονται παρά στους νεολαιίστικους αγώνες, αν οι φοιτητές δεν εμπλέκονται παρά μόνο στους φοιτητικούς αγώνες, αν οι μετανάστες εργαζόμενοι δεν κινητοποιούνται παρά μόνο στις κινητοποιήσεις των μεταναστών εργαζομένων, αν οι καταπιεσμένες μειονότητες αγωνίζονται μόνο για τα δίκαια των καταπιεσμένων μειονοτήτων, αν οι συνδικαλιστές παλεύουν μόνο στους συνδικαλιστικούς αγώνες, αν ανοργάνωτοι, μη συνδικαλισμένοι και βασικά ανειδίκευτοι εργάτες κινητοποιούνται μόνο στους δικούς τους αγώνες, αν οι πολιτικοί αγωνιστές δεν κινητοποιούνται παρά μόνο στις εκλογικές εκστρατείες ή για την έκδοση εφημερίδων και αν ο καθένας τους λειτουργεί χωριστά από τον άλλο, τότε θα δράσουν στη περιορισμένη και κατακερματισμένη βάση των εμπειριών τους και κατά συνέπεια, δεν θα μπορέσουν να βγάλουν σωστά συμπεράσματα παρά μόνο από τη δική τους εμπειρία. Μια τέτοια κατακερματισμένη αγωνιστική εμπειρία δεν μπορεί να δημιουργήσει παρά μόνο μια μερική συνείδηση επειδή δεν βλέπουν παρά μόνο ένα τμήμα όλης της εικόνας. Δεν μπορούν να έχουν, γενικότερα, μια σωστή θέαση της συνολικής πραγματικότητας επειδή βλέπουν μόνο ένα κατακερματισμένο τμήμα αυτής της πραγματικότητας.
Το ίδιο ισχύει, φυσικά, και από μια διεθνή άποψη. Αν επικεντρωνόσαστε μόνο πάνω στην Ανατολική Ευρώπη, έχετε μια μερική εικόνα της πραγματικότητας του κόσμου. Αν επικεντρωνόσαστε μόνο πάνω στις υπανάπτυκτες, μισο-αποικιακές, εξαρτημένες χώρες, έχετε μια μερική εικόνα της πραγματικότητας του κόσμου, αν επικεντρωνόσαστε μόνο πάνω στις ιμπεριαλιστικές χώρες, έχετε μια μερική εικόνα της πραγματικότητας του κόσμου. Μόνον αν συγκεντρώσετε την εμπειρία των συγκεκριμένων αγώνων των μαζών στους τρεις τομείς του κόσμου (που αποκαλούνται επίσης τρεις τομείς της παγκόσμιας επανάστασης), θα έχετε μια γενική εικόνα της πραγματικότητας του κόσμου.
Αυτό είναι και το μεγάλο πλεονέκτημα της Τέταρτης Διεθνούς, επειδή πρόκειται για μια διεθνή οργάνωση που έχει συντρόφους που αγωνίζονται συγκεκριμένα και όχι μόνο με τη θεωρητική ανάλυση, στους τρεις τομείς του κόσμου. Αυτό το πλεονέκτημα δεν οφείλεται στην υποτιθέμενη ανώτερη ευφυΐα των ηγετών της Τέταρτης Διεθνούς. Απλούστατα, είναι η συνέπεια αυτής της στοιχειώδους συγκεντροποίησης χειροπιαστών αγωνιστικών εμπειριών σε παγκόσμια κλίμακα, που προστίθεται σε ένα σωστό ιστορικό πρόγραμμα.
Όταν μιλάμε για συγκεντροποίηση εννοούμε όλα αυτά. Συγκεντροποίηση σημαίνει ότι, δεν λέω οι καλύτεροι γιατί θα ήταν υπερβολή, αλλά οι καλοί αγωνιστές στα συνδικάτα, οι καλοί αγωνιστές μεταξύ των ανειδίκευτων και των ανέργων, μεταξύ των καταπιεσμένων μειονοτήτων, μεταξύ των γυναικών, των νέων και των φοιτητών, οι αντιιμπεριαλιστές, οι καλοί αγωνιστές σε κάθε ένα από τους τρεις τομείς του κόσμου, μαζεύονται για να συγκεντροποιήσουν τις εμπειρίες τους, για να συγκρίνουν τα διδάγματα των αγώνων τους σε εθνική και διεθνή κλίμακα. Αυτό επιτρέπει να βγάλουμε εύστοχα διδάγματα, να εξετάσουμε ή να επανεξετάσουμε με κριτικό τρόπο κάθε φάση του προγράμματος και της πολιτικής γραμμής υπό το φως των διδαγμάτων που μπορούμε να βγάλουμε από αυτές τις εμπειρίες προκειμένου να έχουμε μια συνολική εικόνα της κοινωνίας, του κόσμου, της δυναμικής του, των σοσιαλιστικών μας επιδιώξεων και του πώς να τους πετύχουμε. Είναι αυτό που αποκαλούμε ένα σωστό πρόγραμμα, μια σωστή στρατηγική και τακτική. Εξαιτίας της ανισόμερης ανάπτυξης της ταξικής συνείδησης και των άνισων και ασυνεχών επιπέδων της ταξικής δράσης, αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί από τη μάζα των εργαζομένων στο σύνολό τους. Το να πιστεύουμε το αντίθετο θα ήταν σκέτη ουτοπία.
Αυτό μπορούν να το κάνουν μόνον άνθρωποι που διεκδικούν για τον εαυτό τους τη φοβερά «ελιτίστικη» αρετή να είναι διαρκώς και με συνέχεια περισσότεροι δραστήριοι από τους άλλους. Εκείνοι που διαθέτουν αυτές τις αρετές συνεχίζουν να παλεύουν ακόμα και όταν, περιοδικά, οι μάζες σταματούν να αγωνίζονται. Συνεχίζουν να αναπτύσσουν τη ταξική συνείδησή τους, όταν οι μάζες σταματούν να το κάνουν, να επεξεργάζονται πολιτικές και θεωρίες και προσπαθούν συνεχώς να παρεμβαίνουν στη κοινωνία. Οποιοσδήποτε αντιτίθεται σε αυτό το δικαίωμα αντιτίθεται στο πιο στοιχειώδες από τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αυτή η «αρετή», ακόμα κι αν είναι ταπεινή και περιορισμένη, φέρνει μια σειρά από συγκεκριμένα και πρακτικά ποιοτικά χαρακτηριστικά πάνω στα οποία εδράζεται η δικαίωση μιας πρωτοποριακής οργάνωσης.
Όπως το έχω ήδη πει, υπάρχει μια πραγματική αντίφαση στη σχέση ανάμεσα στη πρωτοποριακή οργάνωση και στις μάζες. Υπάρχει μια πραγματική διαλεκτική ένταση -τολμούμε να πούμε- στην οποία πρέπει να απαντήσουμε. Καταρχήν, χρησιμοποίησα τους όρους «Πρωτοποριακές οργανώσεις», και όχι «Πρωτοποριακά κόμματα». Πρόκειται για μια εννοιολογική διαφορά που εισήγαγα ηθελημένα. Δεν πιστεύω στα αυτο-ανακηρυσσόμενα κόμματα. Δεν πιστεύω στα πενήντα ή εκατό άτομα που, στη μέση της κεντρικής πλατείας, χτυπάνε τα στήθια τους ουρλιάζοντας «είμαστε το κόμμα της πρωτοπορίας!». Ίσως το πιστεύουν, αλλά αν η υπόλοιπη κοινωνία μένει παντελώς αδιάφορη, μπορούν να συνεχίσουν να το φωνάζουν καταμεσής της πλατείας για πολύ ακόμα χρόνο χωρίς να πετύχουν το παραμικρό αποτέλεσμα στη πράξη ή, ακόμα χειρότερα, θα προσπαθήσουν να επιβάλλουν τις βεβαιότητές τους στις μάζες με τη βία. Μια πρωτοπόρα οργάνωση είναι κάτι το διαρκές. Μια πρωτοπόρα οργάνωση πρέπει να οικοδομηθεί μέσα από μια μακρά διαδικασία. Ένα από τα χαρακτηριστικά της ύπαρξής της είναι ότι ένα κόμμα πρέπει να αναγνωριστεί ως πρωτοπόρο από τουλάχιστον μια σημαντική μειοψηφία της ίδια της εργατικής τάξης. Δεν μπορούμε να είμαστε ένα πρωτοποριακό κόμμα αν δεν έχουμε οπαδούς μέσα στην τάξη.
Μια πρωτοποριακή οργάνωση μετατρέπεται σε κόμμα όταν μια σημαντική μειοψηφία της τάξης, των εργατών, των φτωχών αγροτών, των νεολαίων επαναστατών, των επαναστατριών, των επαναστατημένων καταπιεσμένων μειονοτήτων, κλπ. το αναγνωρίζουν ως το δικό τους πρωτοποριακό κόμμα (δηλαδή, όταν το ακολουθούν στη δράση). Δεν έχει σημασία αν είναι το 10% ή το 60%, αλλά πρέπει πάντως να είναι ένας πραγματικός τομέας της κοινωνίας. Αν δεν συμβαίνει αυτό, τότε δεν μπορεί να έχουμε ένα αληθινό κόμμα, δεν υπάρχει παρά η μαγιά για ένα μελλοντικό κόμμα. Το τι θα απογίνει αυτή η μαγιά, μόνο η ιστορία θα μπορέσει να το δείξει. Πρόκειται για ένα ανοικτό ερώτημα, η απάντηση στο οποίο δεν έχει ακόμα δοθεί από την ιστορία. Χρειάζεται διαρκής αγώνας για να μετατραπεί αυτή η οργάνωση σε πραγματικό πρωτοποριακό επαναστατικό κόμμα, ριζωμένο μέσα στην εργατική τάξη, παρόν στους αγώνες της εργατικής τάξης, και που το έχει αποδεχτεί ως τέτοιο τουλάχιστον ένα πραγματικό τμήμα αυτής της τάξης.
Πρέπει εδώ να εισαγάγουμε μια νέα έννοια. Είπα προηγουμένως ότι η τάξη δεν είναι διαρκώς ενεργή, ότι δεν διατηρείται διαρκώς σε ένα υψηλό επίπεδο ταξικής συνείδησης. Πρέπει εδώ να εισαγάγω μια διάκριση. Η μάζα της τάξης δεν είναι ομοιογενής, όχι μόνο επειδή υπάρχουν άτομα που ανήκουν σε διαφορετικές πολιτικές ομάδες, που έχουν διαφορετικά επίπεδα συνείδησης, υπό την επιρροή διαφόρων αστικών ιδεολογιών, αλλά επειδή υπάρχει επίσης και μια διαφοροποίηση μέσα στη μαζική της δομή. Σημειώνεται μια διαρκής πολιτική και κοινωνική διαφοροποίηση μέσα στην αληθινή τάξη. Υπάρχει μια απόσταξη μάζας-πρωτοπορίας που σημειώνεται μέσα στην εργατική τάξη σε ορισμένες περιόδους. Ο Λένιν έγραψε πολλά για αυτό το ζήτημα. Όπως εξάλλου ο Τρότσκι και η Ρόζα Λούξεμπουργκ. Εκείνοι που φιλοδοξούν να οικοδομήσουν ενεργά την επαναστατική οργάνωση, και αυτή είναι η περίπτωσή μου, μπορούν να δώσουν τα ονόματα, τις διευθύνσεις και τα τηλέφωνα αυτών των πρωτοπόρων εργαζομένων στις χώρες τους. Δεν πρόκειται για κάποιο μυστηριώδες ζήτημα. Είναι ένα πρακτικό πρόβλημα. Ποιοι είναι αυτοί οι πρωτοπόροι εργαζόμενοι στο Βέλγιο, στη Γαλλία, στην Ιταλία, στη Πορτογαλία, στην Ισπανία, στη Δυτική Γερμανία; Είναι εκείνοι που ηγούνται των απεργιών, που οργανώνουν την αγωνιστική αντιπολίτευση μέσα στα συνδικάτα, εκείνοι που προετοιμάζουν τις μαζικές διαδηλώσεις και τους μαζικούς αγώνες, που διαφοροποιούνται από τον παραδοσιακό γραφειοκρατικό μηχανισμό.
Η διαφοροποίηση είναι τόσο πολιτική όσο και κοινωνική, αν και θα μπορούσαμε να συζητήσουμε για το ακριβές βάρος του κάθε στοιχείου, που αλλάζει από κατάσταση σε κατάσταση. Είναι όμως γεγονός ότι υπάρχουν πραγματικές διαστρωματώσεις. Οι διαστάσεις αυτών των διαστρωματώσεων κυμαίνονται ανάλογα με την κάθε περίοδο. Τα «Επαναστατικά Obleute”, όπως είναι γνωστά στη Γερμανία, των μεγάλων συνδικάτων και των μεγάλων εργοστασίων του Βερολίνου που ηγήθηκαν της επανάστασης του Νοεμβρίου 1918 και δημιούργησαν το Ανεξάρτητο Σοσιαλιστικό κόμμα, που προσέγγισε αργότερα το Κομμουνιστικό κόμμα όταν η αριστερή πτέρυγα του Ανεξάρτητου Σοσιαλιστικού κόμματος συγχωνεύτηκε με το Κομμουνιστικό στο ενοποιητικό συνέδριο στο Halle, ήταν μια διαστρωμάτωση, ένα συγκεκριμένο στρώμα της γερμανικής κοινωνίας, όχι μόνο στο Βερολίνο, αλλά και σε πολλές άλλες βιομηχανικές περιοχές της χώρας. Όλος ο κόσμος τα ήξερε, δεν επρόκειτο για κάτι το άγνωστο. Ήταν δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι. Αν παρατηρήσουμε την πρωτοπορία της εργατικής τάξης δεκαπέντε χρόνια αργότερα, γύρω στο 1930-1933, αυτή η διαστρωμάτωση είχε μειωθεί κατά πολύ αλλά υπήρχε ακόμα.
Αν μελετήσουμε τη Ρωσία, διαπιστώνουμε το ίδιο πράγμα. Το 1905, όλος ο κόσμος γνώριζε αυτά τα άτομα. Ήταν αυτοί που διηύθυναν τις απεργίες, τους ταξικούς αγώνες ενάντια στον Τσάρο. Στην πλειοψηφία τους, ήταν έξω από τη Σοσιαλδημοκρατία πριν από το 1905 και την προσέγγισαν στη διάρκεια της επανάστασης του 1905-1906, για να χωρίσουν εν μέρει από αυτήν (τόσο από τους Μενσεβίκους όσο και από τους Μπολσεβίκους) κατά την περίοδο της αντίδρασης. Ξαναμπήκαν στη πολιτική και γνώρισαν μια αριθμητική ανάπτυξη το 1912 και με το που άρχισε η επανάσταση του Φλεβάρη 1917, η πλειοψηφία τους απορροφήθηκε από το Μπολσεβίκικο κόμμα τον Απρίλη του 1917, μόλις αυτό υιοθέτησε την ξεκάθαρη γραμμή «Όλη η εξουσία στα σοβιέτ», με άλλα λόγια, τη δικτατορία του προλεταριάτου.
Μπορούμε να συζητήσουμε κατά πόσον οι Μπολσεβίκοι μετατράπηκαν σε ένα πρωτοποριακό κόμμα, με όλη τη σημασία της λέξης, το 1912-1913 ή μόνο το 1917. Προσωπικά, πιστεύω ότι αυτό συνέβη το 1912-1913 γιατί θα τους ήταν πολύ δύσκολο να αναπτυχθούν τόσο γρήγορα την άνοιξη του 1917. Αλλά δεν πρόκειται παρά για ένα σημείο ιστορικής ανάλυσης. Αυτό που πρέπει να συγκρατήσουμε είναι η συγχώνευση στη πραγματική ζωή αυτού του πρωτοποριακού στρώματος της εργατικής τάξης, των πραγματικών ηγετών των αγώνων των εργαζομένων στο επίπεδο των επιχειρήσεων και των συνοικιών, των αγώνων των γυναικών, των νέων, κλπ. με την πρωτοποριακή πολιτική οργάνωση. Όταν γίνεται η συγχώνευση, τουλάχιστον εν μέρει, τότε έχουμε ένα πραγματικό πρωτοπόρο κόμμα, αναγνωρισμένο ως τέτοιο από μια σημαντική μειοψηφία της τάξης. Είναι λοιπόν πιθανό ότι δεν γίνεται πλειοψηφικό παρά στη διάρκεια της ίδιας της επαναστατικής κρίσης, υπό τον όρο ότι ακολουθεί σωστή πολιτική γραμμή. Αν δεν υπάρξει συγχώνευση, έχουμε μόνο τη μαγιά για ένα μελλοντικό πρωτοποριακό κόμμα, δηλαδή μια πρωτοποριακή οργάνωση που είναι η προϋπόθεση για μια τέτοια συγχώνευση σε μια μεταγενέστερη φάση.
Αυτό μας φέρνει σε μια τρίτη διάσταση: την οργάνωση της τάξης. Αυτή περνάει από διαφορετικές μορφές σε διαφορετικές στιγμές της ταξικής πάλης. Οι πιο στοιχειώδεις οργανώσεις είναι τα συνδικάτα. Υπάρχουν κατόπιν διάφορα πολιτικά κόμματα για τα διάφορα επίπεδα συνείδησης: τα αστικά-εργατικά κόμματα, τα ανεξάρτητα και τα επαναστατικά κόμματα των εργαζομένων. Μόνο σε συνθήκες επαναστατικών κρίσεων έχουμε τα υψηλότερα επίπεδα αυτοοργάνωσης, του είδους των σοβιέτ, τα εργατικά συμβούλια, τα συμβούλια πολιτών, πέστε τα όπως θέλετε, τις λαϊκές επιτροπές.
Γιατί είναι τα υψηλότερα; Επειδή αγκαλιάζουν τη μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων οι οποίοι γενικά, εκτός επαναστατικών περιόδων, δεν εντάσσονται ούτε στα κόμματα ούτε στα συνδικάτα. Η άμεση αυτοοργάνωση που βγαίνει κατευθείαν μέσα από την ίδια την εργατική τάξη, όπως τα συμβούλια εργατών, αντιπροσωπεύει την υψηλότερη μορφή της όχι επειδή έχω κάποια θεωρητική, ιδεολογική ή συναισθηματική προτίμηση προς αυτές –παρόλο που αυτό συμβαίνει- αλλά για ένα πολύ απλό αντικειμενικό λόγο: επειδή είναι με αυτή που οργανώνεται ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό των εργαζομένων και των εκμεταλλευμένων μαζών. Σε φυσιολογικές συνθήκες, όταν δεν φρενάρονται από τους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς, τέτοια συμβούλια φτάνουν να οργανώνουν το 90% ή και το 95% των εκμεταλλευμένων μαζών, πράγμα που δεν συμβαίνει ποτέ σε ένα συνδικάτο ή σε ένα πολιτικό κόμμα. Είναι για αυτό το λόγο που αποτελούν την υψηλότερη μορφή αυτοοργάνωσης.
Δεν υπάρχει λοιπόν απολύτως καμιά αντίφαση μεταξύ των χωριστών οργανώσεων των πρωτοπόρων επαναστατών αγωνιστών και της συμμετοχής τους σε μαζικές οργανώσεις της εργατικής τάξης. Αντίθετα, η ιστορία επιβεβαιώνει γενικά ότι, όσο πιο συνειδητό και υψηλό είναι το επίπεδο οργάνωσης και συνείδησης των πρωτοποριακών οργανώσεων, τόσο πιο εποικοδομητική γίνεται η παρέμβασή τους μέσα στις μαζικές οργανώσεις της εργατικής τάξης. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αποφεύγονται τα θεωρητικά παραστρατήματα του σεχταρισμού, ότι πρέπει να σεβόμαστε τη δημοκρατία των εργαζομένων, τη σοσιαλιστική δημοκρατία, εκείνη των σοβιέτ ή των εργατικών ή λαϊκών συμβουλίων, και αυτό με τρόπο απόλυτο και σχολαστικό. Τούτου λεχθέντος, δεν υπάρχει λοιπόν καμιά αντίφαση.
Και πάλι, το μόνο δικαίωμα που διεκδικείς για τον εαυτό σου μέσα στα συνδικάτα, μέσα στα μαζικά κόμματα, μέσα στα σοβιέτ, είναι το δικαίωμα να είσαι ο πιο αφοσιωμένος, ο πιο δραστήριος, ο πιο θαρραλέος, ο πιο συνειδητός, ο πιο ανιδιοτελής, ο πιο παθιασμένος στην οικοδόμηση των συνδικάτων, των μαζικών κομμάτων, των σοβιέτ, ένας υπερασπιστής των γενικών συμφερόντων της εργατικής τάξης που ωστόσο, δεν απολαμβάνει κανένα προνόμιο έναντι των άλλων εργαζομένων, με εξαίρεση το δικαίωμα να προσπαθεί να τους πείσει.
Η θέση μας υπέρ της δημοκρατίας μέσα στην εργατική τάξη, υπέρ της σοσιαλιστικής δημοκρατίας και του σοσιαλιστικού πλουραλισμού, βασίζεται πάνω στην προγραμματική κατανόηση ότι δεν υπάρχει αντίφαση ανάμεσα στα συμφέροντα των κομμουνιστών, των πρωτοπόρων αγωνιστών, και σε εκείνα της εργατικής τάξης και του εργατικού κινήματος στο σύνολό του. Δεν υπάρχει καμιά περίπτωση που να μας κάνει να υποτάξουμε τα συμφέροντα της τάξης στα συμφέροντα κάποιας σέχτας, ομαδούλας ή ξεχωριστής οργάνωσης. Είναι βασισμένοι στη θεωρητικής κατανόηση αυτής της αλήθειας που μπορούμε να πολεμήσουμε με ενθουσιασμό, που μπορούμε να αγωνιστούμε με αφοσίωση και ενσυνείδητα για το ενιαίο μέτωπο των εργατών, για μια πολιτική ενοποίησης όλων των διαφορετικών τάσεων του εργατικού κινήματος και της εργατικής τάξης για κοινούς στόχους, επειδή πιστεύουμε ότι η νίκη του σοσιαλισμού είναι αδύνατη χωρίς τη νίκη του αγώνα για αυτούς τους κοινούς στόχους.
Υπάρχει όμως μια βασική θεωρητική υποστήριξη αυτής της θέσης. Δεν πιστεύουμε ότι ο Μαρξισμός είναι ένα πλήρες, ολοκληρωμένο δόγμα, ή μια κοσμοθεωρία. Δεν πιστεύουμε ότι το μαρξιστικό πρόγραμμα, που ενσαρκώνει τη συνέχεια της εμπειρίας των ταξικών αγώνων και των αυθεντικών επαναστάσεων των τελευταίων 150 ετών, είναι ένα οριστικά κλειστό βιβλίο. Το να πιστέψουμε κάτι τέτοιο σημαίνει πως πιστεύουμε ότι ένας επαναστάτης μαρξιστής είναι ένα ανδρείκελο που απαγγέλει το μάθημά του από μνήμης και που αναμένει τα αποτελέσματα μόνον αφού έχει φορτώσει όλα τα δεδομένα σε έναν υπολογιστή. Κατά τη γνώμη μας, ο μαρξισμός είναι πάντα ανοικτός επειδή υπάρχουν πάντα νέες εμπειρίες, νέα γεγονότα, συμπεριλαμβανομένων των γεγονότων του παρελθόντος, που πρέπει να ενσωματωθούν στο συνολικό έργο του επιστημονικού σοσιαλισμού. Ο μαρξισμός είναι πάντα ανοικτός, πάντα κριτικός, πάντα αυτοκριτικός.
Δεν είναι τυχαίο ότι όταν ο Μαρξ κλήθηκε να απαντήσει στην ερώτηση ενός παιχνιδιού «Ποιο είναι το αγαπημένο σου γνωμικό» , απάντησε «De omnibus est dubitatum” («Πρέπει να αμφιβάλλεις για τα πάντα»). Αυτή είναι η ακριβώς αντίθετη στάση από εκείνη που βλακωδώς αποδίδουν τόσο συχνά στον Μαρξ, δηλαδή ότι δημιούργησε μια νέα θρησκεία χωρίς Θεό. Το να αμφιβάλεις για τα πάντα, να θέτεις υπό αμφισβήτηση τις δικές σου θεωρίες, είναι μια στάση διαμετρικά αντίθετη σε κάθε θρησκεία και σε κάθε δόγμα. Οι μαρξιστές πιστεύουν ότι δεν υπάρχουν αιώνιες αλήθειες, και ότι δεν υπάρχει κανένας παντογνώστης. Η δεύτερη στροφή του δικού μας Ύμνου, της Διεθνούς, αρχίζει με αυτά τα υπέροχα λόγια στα γαλλικά :
· Δεν υπάρχει υπέρτατος σωτήρας
· Ούτε Θεός, ούτε Καίσαρας, ούτε δημεγέρτης
· Παραγωγοί να σωθούμε μόνοι μας
· Ας επιβάλουμε τη κοινή σωτηρία
Μόνο μόνη της μπορεί να χειραφετηθεί ολάκερη η μάζα των παραγωγών. Δεν υπάρχει ούτε Θεός, ούτε Καίσαρας, ούτε Δημεγέρτης, ούτε αλάνθαστος Γενικός Γραμματέας ή Πρώτος Γραμματέας,, ούτε αλάνθαστος Πρόεδρος, ούτε αλάνθαστη Κεντρική Επιτροπή, που μπορεί να υποκαταστήσει τις συλλογικές προσπάθειες της τάξης. Είναι για αυτό το λόγο που προσπαθούμε να οικοδομήσουμε ταυτόχρονα πρωτοποριακές οργανώσεις και μαζικές οργανώσεις.
Δεν μπορούμε να κοροϊδέψουμε την εργατική τάξη ή να την κάνουμε να κάνει κάτι που αυτή δεν θέλει να κάνει. Την εργατική τάξη πρέπει να την πείθουμε. Πρέπει να την βοηθήσουμε να καταλάβει συλλογικά και μαζικά την ανάγκη του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, της σοσιαλιστικής επανάστασης. Αυτή είναι η διαλεκτική σχέση μεταξύ του πρωτοποριακού κόμματος και της μαζικής αυτοοργάνωσης της εργατικής τάξης.
Και είναι για αυτό το λόγο που, κατά τη γνώμη μας, ο σοσιαλιστικός πλουραλισμός, η συζήτηση, ακόμα κι όταν παίρνει την όχι και τόσο επιθυμητή και ευτυχή μορφή του φραξιονισμού και της έντονης αντιπαράθεσης, που εκνευρίζουν κάθε σοβαρό αγωνιστή (επειδή γενικά, πρόκειται για χάσιμο χρόνου), είναι το αντίτιμο που πρέπει να πληρώσουμε προκειμένου να διατηρήσουμε αυτή την αυτοκριτική διαδικασία. Μια και κανείς δεν κατέχει προκαταβολικά την απόλυτη αλήθεια, και μια και κάθε κατάσταση πρέπει πάντα να εξετάζεται με κριτικό πνεύμα σε σχέση με τις νέες εμπειρίες της ταξικής πάλης και με τις χειροπιαστές επαναστάσεις, τότε φυσικά η κριτική είναι απαραίτητη, είναι απαραίτητο να εξεταστούν νέες προτάσεις, νέες παραλλαγές. Δεν πρόκειται για μια πολυτέλεια που τάχα επιβάλλει μια αφηρημένη φόρμουλα της εργατικής δημοκρατίας. Όχι! Είναι μια εντελώς ουσιώδης προϋπόθεση για να μπορέσουμε να καταστήσουμε νικηφόρα μια επανάσταση που θα φέρει την αταξική κοινωνία.
Η επανάσταση δεν είναι αυτοσκοπός. Η επανάσταση είναι ένα εργαλείο, όπως εξάλλου είναι και το κόμμα. Ο στόχος είναι η οικοδόμηση μιας αταξικής κοινωνίας. Όλα όσα κάνουμε, ακόμα και σήμερα, ακόμα και με βραχυπρόθεσμες προοπτικές όπως το να διευθύνουμε τις μάζες στους καθημερινούς τους αγώνες, δεν πρέπει ποτέ να γίνονται με τρόπο που έρχεται σε βασική αντίθεση με τον μακροπρόθεσμο στόχο, που είναι ο στόχος της αυτο-χειραφέτησης της εργατικής τάξης, της αυτο-χειραφέτησης των εκμεταλλευμένων, της δημιουργίας μιας αταξικής κοινωνίας, χωρίς εκμετάλλευση, χωρίς καταπίεση, χωρίς βία ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες. Η σοσιαλιστική δημοκρατία δεν είναι μια πολυτέλεια αλλά μια απόλυτη, θεμελιώδης αναγκαιότητα για να ανατρέψουμε τον καπιταλισμό και να οικοδομήσουμε το σοσιαλισμό. Επιτρέψτε μου να δώσω δυο παραδείγματα.
Καταλαβαίνουμε σήμερα τη λειτουργική διάσταση της σοσιαλιστικής δημοκρατίας στις σημερινές μετα-καπιταλιστικές κοινωνίες (στις κοινωνίες της Ανατολικής Ευρώπης, της ΕΣΣΔ, της Κίνας, του Βιετνάμ, της Κούβας). Χωρίς σοσιαλιστική δημοκρατία δεν μπορείς να βρεις σωστές λύσεις στα βασικά προβλήματα του σοσιαλιστικού σχεδιασμού. Κανένα κόμμα δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη μάζα του λαού και να καθορίσει αυτό σε ποιες μορφές κατανάλωσης θέλει να δώσει προτεραιότητα η μάζα του λαού, ποια θέλει να είναι η αναλογία μεταξύ των ποσών που πάνε στην κατανάλωση και σε εκείνα που προορίζονται στις επενδύσεις, μεταξύ της ατομικής και της συλλογικής κατανάλωσης, μεταξύ των παραγωγικών και των μη παραγωγικών επενδύσεων, και ούτω καθεξής. Κανείς δεν μπορεί να το κάνει αυτό. Το να πιστεύεις το αντίθετο είναι σαν να ονειρεύεσαι ουτοπίες μέρα μεσημέρι.
Αν η μάζα του λαού δεν δέχεται τις επιλογές σου, τότε καμιά επίγεια εξουσία, ακόμα και η σταλινική τρομοκρατία, δεν μπορούν να υποχρεώσουν τις μάζες να κάνουν το μόνο πράγμα αποφασιστικής σημασίας που χρειάζεσαι για να οικοδομήσεις το σοσιαλισμό: να έχεις την εποικοδομητική, δημιουργική και αποφασισμένη συμμετοχή στη παραγωγική διαδικασία. Υπάρχει μια μορφή αντιπολίτευσης που η γραφειοκρατία δεν κατόρθωσε να συντρίψει. Και που ενισχύεται όλο και πιο πολύ: είναι η αντιπολίτευση που εκφράζεται μέσα από τη πλήρη αδιαφορία για τα τεκταινόμενα στη παραγωγή. Γνωρίζετε το διάσημο ανέκδοτο που κυκλοφορεί στην Ανατολική Γερμανία: Ένας δημοσιογράφος φτάνει σε ένα εργοστάσιο και ρωτάει το διευθυντή: «Σύντροφε διευθυντή, πόσοι εργάτες εργάζονται στο εργοστάσιό σας; Απάντηση: Τουλάχιστον οι μισοί». Αυτή είναι η πραγματικότητα σε όλες τις γραφειοκρατικές χώρες τις επονομαζόμενες «σοσιαλιστικές». Καμιά τρομοκρατία δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αυτή τη κατάσταση. Μόνον η σοσιαλιστική δημοκρατία μπορεί να την αντιμετωπίσει, μόνον ο πλουραλισμός, μόνον η δυνατότητα της μάζας των παραγωγών και των καταναλωτών να επιλέγουν ανάμεσα σε διάφορες παραλλαγές του σχεδίου ποιες από αυτές ανταποκρίνονται σε αυτά που οι ίδιοι αντιλαμβάνονται ως συμφέροντά τους.
Η σοσιαλιστική δημοκρατία δεν είναι πολυτέλεια και η ανάγκη της δεν περιορίζεται μόνο στις πιο προχωρημένες βιομηχανικές χώρες. Είναι αναγκαία στη Κίνα όπως είναι αναγκαία και στο Βιετνάμ. Είναι ο μόνος δρόμος για να διορθώνονται γρήγορα οι καταστροφικές συνέπειες σοβαρά λαθεμένων πολιτικών. Χωρίς πλουραλισμό, χωρίς μια πλατιά δημόσια συζήτηση, χωρίς μια νόμιμη αντιπολίτευση, θα χρειαζόσουν 15, 25 ή ακόμα και 30 χρόνια για να διορθώσεις αυτά τα λάθη. Έχουμε δει τον ιστορικό απολογισμό και αυτός δείχνει πόσο φοβερό είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσει η εργατική τάξη όταν χρειάζεται τόσο πολύ χρόνος για να διορθωθούν αυτά τα λάθη.
Τα ίδια τα λάθη είναι αναπόφευκτα. Όπως το έλεγε ο σύντροφος Λένιν, το μεγάλο ζητούμενο για έναν επαναστάτη δεν είναι πώς να αποφεύγει να κάνει λάθη (κανείς δεν αποφεύγει τα λάθη) αλλά πώς να τα διορθώνει. Χωρίς εσωκομματική δημοκρατία, χωρίς το δικαίωμα στη διαδήλωση, χωρίς τη μη απαγόρευση φραξιών ή κομμάτων, χωρίς την ελεύθερη δημόσια συζήτηση, θα συναντήσεις μεγάλα εμπόδια στη διόρθωση των λαθών και θα πληρώσεις πολύ βαρύ τίμημα για αυτό. Κατά συνέπεια, είμαστε απολύτως υπέρ του δικαιώματος στις διαφορετικές τάσεις, στη πλήρη εσωτερική δημοκρατία, και στη μη απαγόρευση των φραξιών ή των κομμάτων.
Δεν λέω δικαίωμα στις φράξιες, επειδή αυτό είναι μια λαθεμένη διατύπωση. Οι φράξιες είναι μια ένδειξη ότι το κόμμα είναι άρρωστο. Σε ένα υγιές κόμμα από την άποψη τόσο της πολιτικής γραμμής όσο και του εσωτερικού του κομματικού καθεστώτος δεν έχεις φράξιες. Όμως το δικαίωμα να μην σε πετάνε έξω από το κόμμα στη περίπτωση που δημιουργείς μια φράξια, είναι μικρότερο κακό από το να σε διαγράψουν και να καταπνίξουν την εσωτερική ζωή ενός κόμματος μέσα από υπερβολικές απαγορεύσεις της εσωτερικής συζήτησης.
Δεν πρόκειται για ένα εύκολο ζήτημα, ειδικά σε ένα προλεταριακό κόμμα. Όσο περισσότερο είναι οι πρωτοποριακές οργανώσεις ριζωμένες μέσα στην εργατική τάξη, τόσο μικρότερος θα είναι ο αριθμός των φοιτητών και των άλλων μη προλεταριακών μελών τους (δεν λέω ότι είναι κακό να έχεις φοιτητές ή διανοούμενους, καθώς τους χρειάζεσαι. Όμως, δεν πρέπει να είναι η πλειοψηφία σε μια επαναστατική οργάνωση).
Όσο περισσότερους εργαζόμενους έχεις στην οργάνωσή σου, τόσο καλύτερα θα είσαι ριζωμένος στην εργατική τάξη, και τόσο περισσότερες πιθανότητες θα έχεις να συνδεθείς με τα συγκεκριμένα προβλήματα της τάξης. Είναι σε αυτό το πλαίσιο που πρέπει να θέτουμε το ζήτημα της λειτουργικής φύσης μιας πρωτοποριακής οργάνωσης για τη ταξική πάλη, για την επανάσταση, για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχάσεις ότι υπάρχει μια αυστηρή διαλεκτική σχέση μεταξύ των τριών τους. Διαφορετικά, παραστρατούμε και δεν παίζουμε τον ιστορικό ρόλο που θέλουμε να παίξουμε: να βοηθήσουμε τις μάζες, τους εκμεταλλευμένους και τους καταπιεσμένους του κόσμου, να οικοδομήσουν μια αταξική κοινωνία, μια παγκόσμια σοσιαλιστική ομοσπονδία
Μετάφραση: Γιώργος Μητραλιάς