To παρόν κείμενο αποτελεί υπεσχημένη απάντηση στο άρθρο Γιατί η Αριστερά δεν είναι η πρώτη δύναμη κοινωνικής χειραφέτησης στην Ιστορία*, στο οποίο εκφράζονται τεκμηριωμένα ορισμένες αντιρρήσεις στις θέσεις που διατυπώνω στο δικό μου άρθρο Χριστός, ο «πρώτος αριστερός»; ,που δημοσιεύτηκε στο rproject 4 Οκτωβρίου. Διαβάζοντας το κείμενο, έχω την αίσθηση ότι ο αγαπητός σύντροφος, παρά τις καλές του προθέσεις, παρερμήνευσε τα βασικά μου επιχειρήματα, τα οποία, ίσως και με δική μου ευθύνη, ενδεχομένως δεν τα κατέστησα αρκετά σαφή. Θα επιχειρήσω λοιπόν να απαντήσω σημείο προς σημείο.
Κατ’ αρχάς, ως απόδειξη της συμβατότητας Αριστεράς-Χριστιανισμού, παρατίθενται κάποια ιστορικά και σύγχρονα παραδείγματα σύγκλισης τμημάτων της ριζοσπαστικής Αριστεράς(κομμουνιστικά κι αναρχικά κινήματα), με ορισμένες τάσεις εντός του χριστιανισμού με χειραφετητικά –ριζοσπαστικά προτάγματα. Προφανώς, δεν αμφισβητώ την ύπαρξη, την προσφορά ή την πολιτική σημασία αυτών των χριστιανικών κινημάτων, κάθε άλλο. Αυτό που τονίζω στο κείμενό μου είναι ο πολιτικά συντηρητικός χαρακτήρας της χριστιανικής θρησκείας ως κοσμοθεώρησης-διδασκαλίας κι θεσμοποιημένου μηχανισμού αυθεντίας κι ιεραρχικής εξουσίας(καθολική κι ορθόδοξη εκκλησία). Οι ριζοσπαστικές τάσεις που συνδυάζουν τη χριστιανική κοινοκτημοσύνη με ένα κοσμικού χαρακτήρα πολιτικό όραμα κοινωνικής απελευθέρωσης, είναι «αιρετικές» φωτεινές εξαιρέσεις, απέναντι στην ιστορικά κυρίαρχη οργανωτική έκφραση του χριστιανισμού, τις επίσημες Εκκλησίες, τις οποίες ο σύντροφος υποβαθμίζει σε απλές «ιστορικές μορφές» του Χριστιανισμού, αγνοώντας την πολιτική κοινωνική κι οικονομική τους επιρροή, συντριπτικά υπέρτερη σε σχέση με αυτή των κινημάτων που αναφέρει . Συνεπώς, η επίκληση τέτοιων εξαιρέσεων, παρά τη σημασία τους, δεν αναιρεί το συντηρητικό, και σε πολλές περιπτώσεις αντιδραστικό(όπως στη Γαλλική Επανάσταση και την Κατοχή, στα καθ’ ημάς) προσανατολισμό αυτών των Εκκλησιών.
Εν συνεχεία, κατηγορούμαι πως, στην προσπάθεια μου να καταρρίψω το στερεότυπο του Χριστού ως του «πρώτου Αριστερού», υιοθετώ ένα άλλο στερεότυπο, αυτό της Αριστεράς ως της μόνης δύναμης κοινωνικής χειραφέτησης στην Ιστορία. Δεν υποστηρίζω επ’ ουδενί κάτι τέτοιο, μια εξιδανικευμένη ανιστορική εικόνα της Αριστεράς ως οικουμενικής χειραφετητικής δύναμης. Αυτό που προσπαθώ να αναδείξω, αντίθετα, είναι ο ιστορικός χαρακτήρας της Αριστεράς όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, ως προϊόντος της αστικής κοινωνίας κι ως απόπειρας ριζοσπαστικής κριτικής και πρότασης λύσεων στις αντιφάσεις που γεννά η κοινωνία αυτή κι ο καπιταλισμός. Για να γίνω τελείως ξεκάθαρος: η Αριστερά είναι η μόνη νεωτερική δύναμη κοινωνικής χειραφέτησης, αν δεχτούμε ως χρονική αφετηρία της νεωτερικότητας τις μεγάλες αστικές επαναστάσεις(Γαλλική κι Αμερικανική) του 18ου αιώνα, κι όχι η μόνη δύναμη κοινωνικής χειραφέτησης στην ανθρώπινη ιστορία συνολικά. Υπήρχαν σαφώς κινήματα κοινωνικής χειραφέτησης και στις προνεωτερικές κοινωνίες, αλλά αυτά αφενός δεν ήταν τόσο μαζικά όσο η σύγχρονη Αριστερά, αφετέρου δε μπορούν να χαρακτηριστούν ως αριστερά, διότι η Αριστερά για την οποία μιλάμε προϋποθέτει την ανάδυση κι επικράτηση του καπιταλισμού, που έλαβε χώρα μόνο στη νεωτερικότητα. Εξ’ ου και το άτοπο κι ανιστόρητο της αντιμετώπισης του πρώτου Χριστιανισμού ως αριστερού, έστω και σε επίπεδο αρχών. Για να αμφισβητηθεί δε ο κοινωνικά απελευθερωτικός χαρακτήρας της Αριστεράς, χρησιμοποιούνται τα παραδείγματα του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να εξετάζονται καθόλου οι ιδιαίτερες ιστορικές συνθήκες που διαμόρφωσαν αυτά τα τμήματα της ελληνικής Αριστεράς στη σημερινή τους μορφή, με τα λάθη και τα αδιέξοδά τους. Επιπλέον, το ΚΚΕ κι ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρούνται ενιαίοι κι εσωτερικά αδιαφοροποίητοι χώροι, ο οποίοι μάλιστα χρίζονται αποκλειστικοί εκπρόσωποι της Αριστεράς στην Ελλάδα(κάτι που βεβαίως δεν ισχύει για τον ΣΥΡΙΖΑ, μετά την υπογραφή του μνημονίου), ενώ αγνοείται επιδεικτικά η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά.
Αντιπαρέρχομαι τις αιτιάσεις για «θεωρητικές μουτζούρες» και, αφού διαβεβαιώσω τον εκλεκτό σύντροφο πως δεν διακατέχομαι από προτεσταντική νοοτροπία, την οποία απεχθάνομαι όσο κι ο ίδιος, προχωράω στην ουσία. Πουθενά στο κείμενό μου δεν χαρακτηρίζω τον Ρουσσώ κομμουνιστή, ούτε μπορεί να συναχθεί αυτό από κάποια αναφορά, έστω κι έμμεσα. Ο Ρουσσώ δεν ήταν, ούτε θα μπορούσε να είναι ,κομμουνιστής, σε μια εποχή όπου η αστική δημοκρατία κι ο καπιταλισμός δεν είχαν μορφοποιηθεί κι εδραιωθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να είναι δυνατή μια επιστημονική κομμουνιστική κριτική τους όπως αυτή που διατύπωσε ο Μαρξ λίγες δεκαετίες αργότερα. Η σχέση του Ρουσσώ με την Αριστερά και τον κομμουνισμό, και η επικαιρότητα της σκέψης του σήμερα, έγκειται στο γεγονός ότι διέκρινε και στηλίτευσε με αξιοθαύμαστη διεισδυτικότητα τα αλλοτριωτικά-εκμεταλλευτικά χαρακτηριστικά της ατομικής ιδιοκτησίας και της αστικής κοινωνίας, που τότε ήταν ακόμα στα σπάργανα. Αυτό όμως φυσικά δεν αρκεί από μόνο του για να τον εντάξει στην αριστερή, πολλώ δε μάλλον στην κομμουνιστική, διανόηση. Όσο για τα χαρακτηριστικά που αποδίδω στην Αριστερά από το 18ο αιώνα και μετά(ανθρωπολογική αισιοδοξία, ορθολογισμός κτλ) δεν το κάνω από ιδεαλισμό, ή επειδή την αντιλαμβάνομαι ως αμετάβλητο «νεκροταφείο ιδεών», αλλά για τον απλούστατο λόγο ότι η αισιοδοξία για την ανθρώπινη φύση και για τις προοπτικές αλλαγής κι βελτίωσής της, είναι απαραίτητη οντολογική-θεωρητική προϋπόθεση διεκδίκησης της κοινωνικής χειραφέτησης και της κατάργησης της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.
Η τελευταία αντίρρηση, που είναι ίσως κι η πολιτικά σημαντικότερη, είναι η δήθεν κοινή, στο μαρξισμό και το χριστιανισμό, αντίθεση στον αστικό ανθρωπισμό κι η εσχατολογική προοπτική λύτρωσης. Πρόκειται για την πλέον χονδροειδή παρανόηση της μαρξικής σκέψης. Αρκεί κανείς να έχει διαβάσει Μαρξ με στοιχειώδη προσοχή, για να αντιληφθεί ότι, στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, το Εβραϊκό Ζήτημα, και την Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας, για περιοριστώ σε δειγματοληπτική αναφορά, ο μεγάλος διανοητής όχι μόνο δεν καταδικάζει την αστική τάξη , αλλά αντίθετα της αναγνωρίζει, με δικά του λόγια, προοδευτικό-επαναστατικό ρόλο στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και την ιστορική εξέλιξη, που συνοδεύτηκε από αύξηση και διεθνοποίηση της υλικής παραγωγής, επέκταση των τεχνικών καινοτομιών, αμφισβήτηση της θρησκευτικής αυθεντίας και διάλυση των φεουδαρχικών ιεραρχικών σχέσεων. Η κριτική του Μαρξ στην αστική κοινωνία δεν είναι αντιανθρωπιστική, αλλά βαθιά ανθρωπιστική, διεκδικεί δηλαδή την καθολική και πραγματική υλοποίηση των αστικών νεωτερικών ιδανικών της δημοκρατίας της, ισότητας και της ελευθερίας, τα οποία βλέπει να ακυρώνονται λόγω των αντιφάσεων και της εκμεταλλευτικής φύσης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Δεν κριτικάρει την αστική έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για να τα απορρίψει ως τέτοια, αλλά για να καταδείξει την ατελή και ψευδεπίγραφη εφαρμογή τους, που στοχεύει να αποκρύψει τη διχοτομική αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας, εγγενή στην αστική κοινωνία. Τέλος, σχετικά με την περιβόητη «εσχατολογία» του μαρξισμού, θυμίζω απλά πως ο Μαρξ, στο Μανιφέστο, τοποθετείται αποφασιστικά εναντίον του ουτοπικού σοσιαλισμού(Φουριέ, Σαιν Σιμόν κτλ), προσάπτοντάς του ακριβώς μια εσχατολογική προσμονή της κοινωνικής απελευθέρωσης με βάση σταθερούς κοινωνικούς νόμους και ιδανικά μοντέλα κοινωνικής οργάνωσης, που αντιτίθεται ευθέως στον ιστορικό υλισμό, τον υλισμό των ενεργών κοινωνικοπολιτικών αγώνων, βασιζόμενο στην συλλογική αυτόβουλη ανθρώπινη δράση.
ΥΓ: Θα παρακαλούσα τον ανώνυμο σύντροφο, αν και όταν θελήσει να απαντήσει, να το κάνει επώνυμα, όπως απαιτεί ένας γόνιμος και τεκμηριωμένος διάλογος πάνω σε τόσο σημαντικά ζητήματα.
*Γιατί η Αριστερά δεν είναι η πρώτη δύναμη κοινωνικής χειραφέτησης στην Ιστορία