H κινητοποίηση συγκεκριμένων μερίδων της Ιταλικής κοινωνίας (των λεγόμενων forconi –τα «δικράνια»), που συνέβη στις αρχές του Δεκέμβρη, δείχνει ότι η χώρα μπαίνει σε μια νέα φάση της κοινωνικής και οικονομικής της κρίσης.

Στο παρελθόν οι κοινωνικές ομάδες που αυτό το κίνημα αντιπροσωπεύει απέφευγαν τις μορφές δράσης που εκδηλώθηκαν στη συγκεκριμένη περίπτωση: μπλόκα στους δρόμους,  αυθόρμητα συλλαλητήρια και μαζικές διαδηλώσεις στις ιταλικές πλατείες.

Σε αυτό το κίνημα συμμετέχουν τμήματα της μικροαστικής τάξης, τα οποία λόγω της οικονομικής κρίσης βίωσαν την επιδείνωση των εισοδημάτων και των συμφερόντων τους: μικροί επιχειρηματίες, μικροπωλητές, τεχνίτες, οδηγοί φορτηγών και μικροϊδιοκτήτες αγρότες. Αλλά συμμετείχαν και άλλα τμήματα της κοινωνίας, περισσότερο ή λιγότερο περιθωριοποιημένα: Ομάδες όπως οι νέοι στα προάστια των πόλεων, οι άνεργοι, και επίσης ένας σημαντικός αριθμός φοιτητών. Όλη αυτή η «γκάμα» αποτυπώθηκε ιδιαίτερα σε μια πόλη όπως το Τορίνο, που το μεγαλύτερο διάστημα του 20ού αιώνα ήταν μια πόλη με ένα από τα ισχυρότερα εργατικά κινήματα και η βιομηχανική ατμομηχανή της χώρας (όπως επίσης και η έδρα του «αρχηγείου» της FIAT). Γιατί σε αντίθεση με την εικόνα που προσφέρει στους επισκέπτες το κέντρο της πόλης –με τα προσφάτως ανακαινισμένα παλάτια και κτίρια, η ζωή σήμερα είναι μια ζωή σημαντικής φτωχοποίησης για πολλούς από τους κατοίκους της.

Η απόπειρα των forconiνα πραγματοποιηθεί μια ακόμα πιο μεγάλη κεντρική διαδήλωση στη Ρώμη δεν καρποφόρησε, λόγω εσωτερικών αντιθέσεων (κάποια από τα πιο εύπορα τμήματα του κινήματος, όπως οι αγρότες και οι οδηγοί φορτηγών,  πίστεψαν πως θα αποκομίσουν προνόμια δια της διαπραγμάτευσης με την κεντρική κυβέρνηση -κι έτσι διαχώρισαν εαυτούς από την προσπάθεια). Ωστόσο αυτό δε σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι τέτοιες διαδηλώσεις δεν είναι αποτέλεσμα βαθιών και σοβαρών αιτιών, και υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να συμβούν ξανά στο κοντινό μέλλον.   

Η οικονομική κρίση και η μικροαστική τάξη

Σημαντικά τμήματα της ιταλικής μικροαστικής και μεσοαστικής τάξης για πολλά χρόνια ωφελήθηκαν από τη σχετικά αδιατάρακτη ευημερία (για κάποιους από αυτούς το αποτέλεσμα της φοροδιαφυγής), αλλά σήμερα, μετά από 6 χρόνια οικονομικής κρίσης, οι κοινωνικές και οικονομικές βάσεις τους έχουν αρχίσει να καταρρέουν και για πολλούς από αυτούς αρχίζει να γίνεται σοβαρό ενδεχόμενο η απότομη πτώση του βιοτικού επιπέδου και η μετάπτωση στη φτώχεια. Αυτά τα στρώματα δεν επηρεάζονται μόνο από τη δυναμική της οικονομικής κρίσης, αλλά επίσης –όπως και η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού στην Ευρώπη- από τις πολιτικές λιτότητας του Ευρωπαϊκού Δημοσιονομικού Συμφώνου που εφαρμόζουν οι διάφορες κυβερνήσεις της αστικής τάξης. 

Για αρκετά χρόνια αυτές οι πολιτικές κατακρεούργησαν το βιοτικό επίπεδο των εργαζόμενων αντρών και γυναικών, τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, πετσοκόβοντας τους μισθούς, την εργασιακή ασφάλεια και το κράτος πρόνοιας –όλα στο όνομα των «θυσιών» που απαιτούσε ο νεοφιλελευθερισμός, και οι οποίες έχουν μοναδικό σκοπό να εγγυηθούν τα κέρδη και τα προνόμια για τους «καπετάνιους» της βιομηχανίας και τη μεγαλοαστική τάξη, τόσο συνολικά ως τάξη όσο και ως άτομα.  Πιο πρόσφατα, για να διασφαλίσει αυτήν τη μεταφορά πλούτου από τη βάση στην κορυφή της κοινωνίας, η άρχουσα τάξη άρχισε να απαιτεί θυσίες από ευρεία τμήματα των μεσαίων τάξεων, φτωχοποιώντας έτσι αυτά τα ενδιάμεσα στρώματα της κοινωνίας, παρόλο που αυτά παραμένουν καθοριστικής σημασίας για τη διατήρηση του στάτους κβο.

«Ζούληγμα» είναι η λέξη που περιγράφει καλύτερα τη σύγχρονη πολιτική που συνθλίβει και κατεδαφίζει τα δικαιώματα και το βιοτικό επίπεδο της πλειοψηφίας. Αυτό επιβάλλεται πρώτα και κύρια στις εργατικές τάξεις, αλλά πλέον αγγίζει και μερίδες της μικροαστικής τάξης κι έτσι οδηγεί στην κοινωνική τους αποδιοργάνωση. Η κατάσταση που περιγράφεται εδώ είναι ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των σοβαρών οικονομικών κρίσεων οι οποίες έπειτα μετασχηματίζονται σε πολιτικές και κοινωνικές κρίσεις, καταλήγοντας σε βαθιές πληγές πάνω σε όλο τον κοινωνικό ιστό. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που σήμερα λέμε ότι έχουμε να κάνουμε με μια κοσμοϊστορική αλλαγή στην Ευρώπη.

Το Τορίνο και η κοινωνική και οικονομική κρίση

Σε πολλές πόλεις όπως το Τορίνο, η κρίση έχει πολυάριθμες και δραματικές ανατροπές: Καθώς ήταν κάποτε η βιομηχανική ατμομηχανή της Ιταλίας, ήταν μια πόλη με ένα ισχυρό και μαχητικό εργατικό κίνημα, και στην οποία παρόλο που υπήρχαν πάντοτε κοινωνικές ανισότητες, αυτές δεν είχαν καμία σχέση με τις υπάρχουσες ανισότητες σήμερα. Μόνο μέσα σε λίγα χρόνια η ανεργία έφτασε σε συγκλονιστικά ποσοστά. Στην πραγματικότητα, σε όλη την περιοχή του Πεδεμόντιου (στμ: σε ελληνικά δεδομένα πρόκειται για μια Περιφέρεια, το ιταλικό κράτος χωρίζεται σε 20 αντίστοιχες Διοικητικές Περιφέρειες) ο αριθμός αυτών που δε δουλεύουν ή απολύθηκαν είναι αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες.

Είναι πια φανερό ότι η μικροαστική τάξη -και συγκεκριμένα οι μαγαζάτορες, χτυπημένοι ήδη από τη γενική οικονομική κρίση- επρόκειτο να πληγεί από τη μείωση του εμπορίου και την πτώση του τζίρου, εξαιτίας του απλού γεγονότος ότι, αν τόσο μεγάλος αριθμός εργαζόμενων αντρών και γυναικών χάνουν την αγοραστική τους δύναμη ή την βλέπουν να μειώνεται ραγδαία, η επίδραση-ντόμινο πάνω στις μικρές επιχειρήσεις δεν θα μπορούσε να αποφευχθεί.  Η οικονομική κρίση χτύπησε πρώτα τους εργάτες. Τώρα οι συνέπειες χτυπούν τους μικρούς επιχειρηματίες και μαγαζάτορες, που έχουν επίσης να αντιμετωπίσουν τη γκιλοτίνα των περικοπών στους τοπικούς προϋπολογισμούς από τα δημοτικά συμβούλια, αφού τα τελευταία κλήθηκαν από την κεντρική κυβέρνηση να γίνουν οι γενικοί διαχειριστές των πολιτικών λιτότητας.

Επιπλέον, υπήρχαν νωρίτερα οι ρυθμίσεις σχεδιασμού που οριοθετούσαν και έλεγχαν τον αριθμό νέων εμπορικών επιχειρήσεων, αλλά η σχεδόν πλήρης απελευθέρωση της αγοράς, σε συνδυασμό με την τεράστια ισχύ των μεγάλων αλυσίδων διανομής, σακάτεψε τα μικρά μαγαζιά, ξεκινώντας από τους πλανώδιους μικροπωλητές, που πετάχτηκαν εκτός αγοράς όχι μόνο εξαιτίας των μεγάλων  εμπορικών κέντρων αλλά και από τον «ο-θάνατός-σου-η-ζωή-μου» ανταγωνισμό ανάμεσα στα εναπομείναντα μικρομάγαζα. Τα τελευταία σήμερα ανοίγουν και κλείνουν συνεχώς, αλλάζοντας διαρκώς χέρια, αφού οι εκάστοτε ιδιοκτήτες διαπιστώνουν ο ένας μετά τον άλλο ότι ο τζίρος του εγχειρήματος τους είναι μικρός ή ανεπαρκής. Σε αυτό το φαινόμενο ενυπάρχει πλέον και μια επιπλέον και καινούρια παράμετρος: πολλοί από τους νέους μαγαζάτορες προέρχονται από την εργατική τάξη, πολλοί από τις στρατιές των ανέργων. Τεράστιοι αριθμοί νεών αντρών και γυναικών που στο παρελθόν ήταν εργαζόμενοι με εξαρτημένη εργασία επιστράτευσαν τις τελευταίες αποταμιεύσεις των οικογενειών τους για να στήσουν ένα μικρό μαγαζί, στην προσπάθεια ανεύρεσης μιας πηγής εισοδήματος, μόνο για να διαπιστώσουν στη συνέχεια ότι είναι αδύνατο να βγάλουν τα ως προς το ζην.

Η απεργία στα μαγαζιά που έγινε στο Τορίνο την πρώτη μέρα ήταν σχεδόν καθολική, τόσο ως συνειδητή επιλογή των ιδιοκτητών όσο και λόγω της παρουσίας ομάδων δράσης των διοργανωτών που όργωναν την πόλη και με διάφορους τρόπους υποχρέωναν τους ιδιοκτήτες να κατεβάσουν τα ρολά τους. Το κλείσιμο όλων των αγορών χονδρικής πώλησης συνεχίστηκε και τις επόμενες μέρες, κάτι που «εξασφάλισαν» οι προαναφερθείσες ομάδες.

Ίσως η πιο σημαντική εξέλιξη που παρατηρήθηκε ήταν η συμμετοχή μεγάλου ποσοστού των νεαρών που ζουν στα προάστια της πόλης, οι οποίοι με αποκλεισμούς δρόμων και περιπολίες εξέφρασαν την οργή και την απογοήτευσή τους για το κοινωνικό τίμημα που καλούνται να πληρώσουν,  και για τις συνθήκες υπό τις οποίες πρέπει να ζήσουν. Στους δρόμους βρέθηκαν και πολυάριθμοι φοιτητές, εν πολλοίς με παρόμοια κίνητρα, μια που η απογοήτευσή τους δεν είχε βρει πιο αποδοτικές διόδους έκφρασης –αλλά αυτό το φαινόμενο είχε ήδη παρατηρηθεί και στο πρόσφατο παρελθόν. Τα σημεία αναφοράς σε αυτές τις διαδηλώσεις είναι η ιταλική σημαία κι ο εθνικός ύμνος, που δείχνουν εξόχως το βάρος της επίδρασης του κυρίαρχου πλαισίου και της κυρίαρχης ιδεολογίας της εποχής.

Ο ρόλος των δεξιών δυνάμεων

Όλα αυτά τα κοινωνικά και οικονομικά φαινόμενα που μόλις περιγράφηκαν, στη συνέχεια κατευθύνθηκαν μαεστρικά προς τους πολιτικούς στόχους των κλαδικών οργανώσεων, οι οποίες αποδείχθηκαν πολύ αποτελεσματικές στο να δημιουργήσουν μια ιδεολογία και ταυτότητα σύμφωνα με την οποία μόνο η μορφή του ανεξάρτητου εργαζόμενου-επιχειρηματία είναι ικανή να εγγυηθεί την ευημερία στην Ιταλία, ενώ όλοι οι άλλοι είναι «κλέφτες», είτε μιλάμε για πολιτικούς, είτε για δημόσιους υπάλληλους (που συχνά αποκαλούνται «παράσιτα»), είτε ακόμα και για τους εργάτες που ωφελούνται από ένα ισχνό επίδομα όταν απολύονται. Είναι αρκετά εύκολο να δημιουργηθούν διαιρέσεις ανάμεσα στις λαϊκές κοινωνικές τάξεις όταν όλοι βιώνουν μεγάλες δυσκολίες και υπάρχει ελάχιστη αλληλεγγύη μεταξύ τμημάτων των εργαζομένων.

Πραγματικά, ο πολύ σημαντικός ρόλος που έπαιξαν οι δεξιές και οι ακροδεξιές δυνάμεις στην οργάνωση των διαδηλώσεων είναι αναμφισβήτητος και αιτία σοβαρής ανησυχίας. Αυτές οι δυνάμεις ήταν ορατές, καθοδηγούσαν ομάδες νέων και διαμόρφωναν το μήνυμα των διαδηλώσεων, το οποίο ήταν συχνά θολό και συγχυσμένο. Στους δρόμους της πόλης ομάδες δεξιών χούλιγκαν του ποδοσφαίρου βάδιζαν μαζί με ιταλικά νεοφασιστικά στοιχεία όπως η Forza Nuova και η Casa Pound. Αντιδραστικά και φασιστικά συνθήματα και συμπεριφορές παρατηρούνταν σε όλο το μήκος των διαδηλώσεων. Υπήρξε επίσης μια επικίνδυνη αντιπαράθεση μεταξύ τμήματος των αντιδραστικών δυνάμεων και συνδικαλισμένων εργατών του FIOM, του μεγαλύτερου συνδικάτου μεταλλεργατών.

Χωρίς να παραβλέπει κανείς την προφανή ανοργανωσιά, παρόλα αυτά υπήρχε μια ξεκάθαρη κατεύθυνση και ένας πολύ έξυπνος σχεδιασμός πίσω από την αλληλουχία των γεγονότων, ένα είδος επίδειξης δύναμης από τη μεριά των δεξιών δυνάμεων, που χρησιμοποιήθηκε έπειτα σαν ένα εργαλείο στατολόγησης. Τέλος, πρέπει να συζητηθεί ο ρόλος που έπαιξαν οι αστυνομικές δυνάμεις: ήταν ξεκάθαρα «ανεκτικοί» και τελείως διαφορετικοί στη συμπεριφορά τους απ’ ότι στις διαδηλώσεις που οργανώνονται από την Αριστερά. Διάφορες ενδείξεις συγκλίνουν στην ύπαρξη στενών σχέσεων ανάμεσα στους διαδηλωτές και την Αστυνομία, όχι μόνο στηριγμένες στη συμπάθεια προς τα αιτήματα και τα προβλήματα των forconi, αλλά στενές σχέσεις που καταδεικνύουν μια οργανωτική συνεννόηση μεταξύ της αστυνομικής ιεραρχίας και των δεξιών στοιχείων. Η πιο ανησυχητική εκδήλωση αυτής της ταύτισης ήταν ο αποκλεισμός των δρόμων πρόσβασης στην πόλη Pinerolo, στα προάστια του Τορίνου, ένας αποκλεισμός που οργανώθηκε και διευθύνθηκε από  φασιστικές δυνάμεις μαζί με δυνάμεις του οργανωμένου εγκλήματος, γνωστούς φοροδιαφεύγοντες, και με την πλήρη συνέργεια της αστυνομίας.

Είναι σε αυτό το φόντο που το δικαστικό σώμα στο Τορίνο «ξεχώρισε» για όλους τους λάθος λόγους. Καθώς την αυγή της ίδιας μέρας έστειλε αστυνομικές δυνάμεις για «έρευνες» εναντίον αγωνιστών του κινήματος NOTAVτο οποίο αγωνίζεται ενάντια στην κατασκευή αυτοκινητόδρομου στην Κοιλάδα Susa.Αυτές οι έρευνες έφτασαν στο αποκορύφωμα με τη σύλληψη 4 νέων αγωνιστών για «τρομοκρατικές ενέργειες»!

Η μικροαστική τάξη και οι δεξιές δυνάμεις

Είναι πια ξεκάθαρο ότι οι κοινωνικές τάξεις για τις οποίες συζητάμε (οι διαδηλώσεις στους δρόμους απαρτίζονταν σε μεγάλο βαθμό από μικροπωλητές και μαγαζάτορες), μαζί με τον μεγάλο αριθμό των ανέργων, μπορούν να γίνουν η μαζική κινηματική βάση των φασιστικών και των υπερ-αντιδραστικών δυνάμεων. Αν αυτές οι δυνάμεις «δέσουν» με την πιθανή αντιδραστική ριζοσπαστικοποίηση μερίδων της μικροαστικής τάξης, μπορεί να γεννηθούν τεράστιοι κίνδυνοι για την τάξη των εργαζομένων. Η τρέχουσα κατάσταση μπορεί να εξελιχθεί επικίνδυνα αρκετά γρήγορα, επειδή εδώ και αρκετά χρόνια τώρα δεν έχει υπάρξει ένα μαζικό εργατικό κίνημα να την αναστρέψει, και οι ευθύνες της ηγεσίας των συνδικάτων στο να επιτραπεί να γίνει πραγματικότητα μια τέτοια τροπή των πραγμάτων είναι εγκληματικές.

Αυτό που χρειάζεται είναι η κινητοποίηση των εργατών

Μόνο ένα ισχυρό και μαχητικό ταξικό εργατικό κίνημα μπορεί να βάλει εμπόδιο απέναντι σε αντιδραστικές τάσεις. Για να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στα γεγονότα, πρέπει το συνδικαλιστικό κίνημα, ξεκινώντας από τα πιο μαχητικά του τμήματα, να οργανώσει πλατιές πρωτοβουλίες με βάση την υπεράσπιση της αγοραστικής δύναμης, του βασικού μισθού, της εργασιακής ασφάλειας, και να προτείνει μια τελείως διαφορετική οικονομική πολιτική: Πρωτοβουλίες που δεν πρέπει να απευθύνονται μόνο στην τάξη των εργαζομένων αλλά και σε τμήματα της κατώτερης μεσαίας τάξης και, ακόμα πιο σημαντικό, στους περιθωριοποιημένους και στους άνεργους. Για να φτάσουμε σε αυτόν τον στόχο, η οργάνωση μιας γενικής απεργίας είναι μια σημαντική παράμετρος επιτυχίας, γιατί αν υπήρχε μια αληθινή κι αυθεντική γενική απεργία πολλοί νέοι άνθρωποι στους δρόμους θα είχαν μια πολύ διαφορετική ευκαιρία να εκφράσουν την δυσαρέσκεια και την κριτική τους. Επιπλέον, θα ήταν ανόητο να θεωρηθούν αυτές οι τρέχουσες διαδηλώσεις ένας πραγματικός και αποτελεσματικός αγώνας ενάντια στις πολιτικές λιτότητας και τις κυβερνήσεις που τις εφαρμόζουν, όπως ορισμένοι μέσα στην Αριστερά υποστήριξαν.

Το να πιστεύει κανείς ότι η μικροαστική τάξη και τα περιθωριοποιημένα στρώματα, στην εποχή της μεγαλύτερης ιστορικά διεθνοποίησης του καπιταλισμού, μπορούν να συγκροτήσουν μια εναλλακτική στο διεθνές κεφάλαιο δεν είναι μόνο αυταπάτη –καθώς συγκρούεται με κάθε ιστορικό παράδειγμα– αλλά είναι κι ένα επικίνδυνο λάθος που μπορεί να ανοίξει δρόμους για πολύ πραγματικές πολιτικές τραγωδίες. Όπως έγραφε ο Τρότσκι, η μικροαστική τάξη, αυτή η σκόνη της ιστορίας (πολλές ατομικότητες, μη οργανωμένες σε χώρους και αλυσίδες παραγωγής, αλλά εξαρτημένες από τις κοινωνικές σχέσεις που εκπροσωπούν), δεν έχει ούτε το ρόλο ούτε την κοινωνική ή πολιτική δύναμη να εκφράσει ένα εναλλακτικό σχέδιο από αυτό της κυρίαρχης τάξης. Οι ενδιάμεσες τάξεις, στον αγώνα μεταξύ των δυο βασικών τάξεων, τελικά πολώνονται προς τη μεριά εκείνης που θα δείξει πιο αποτελεσματικά τη δύναμή της. Σήμερα, ακριβώς όπως και στο παρελθόν, η άρχουσα τάξη μπορεί να χρησιμοποιήσει κομμάτια των ανέργων και της μικροαστικής τάξης σαν έναν πολιορκητικό κριό ενάντια στην εργατική τάξη, ακριβώς όπως τα χρησιμοποίησε ο Φασισμός. Ο Ρώσος επαναστάτης, αναφερόμενος στη Γερμανία του 1930, έγραφε:

«Σε κάθε στροφή της ιστορίας, σε κάθε κοινωνική κρίση, πρέπει ξανά και ξανά να εξετάζουμε το ζήτημα των αμοιβαίων σχέσεων των τριών τάξεων στη σύγχρονη κοινωνία: της μεγαλοαστικής τάξης με επικεφαλής το χρηματιστικό κεφάλαιο, της μικροαστικής τάξης που αμφιταλαντεύεται μεταξύ των δυο βασικών στρατοπέδων, και του προλεταριάτου. Η μεγαλοαστική τάξη, αποτελώντας μιαν αμελητέα μερίδα του έθνους, δεν μπορεί να κρατήσει την εξουσία χωρίς την υποστήριξη της μικροαστικής τάξης του χωριού και της πόλης, δηλαδή τα κατάλοιπα των παλιών και τις μάζες των νέων μεσαίων τάξεων». Και επιπλέον, «Για να οδηγήσει η κοινωνική κρίση στην εργατική επανάσταση, είναι απαραίτητη, εκτός από άλλες προϋποθέσεις, μια αποφασιστική στροφή της μικροαστικής τάξης προς την κατεύθυνση του προλεταριάτου: αυτό θα δώσει την ευκαιρία στην εργατική τάξη να τεθεί ηγέτιδα δύναμη του έθνους. Οι τελευταίες εκλογές αποκάλυψαν -και αυτή είναι η βασική τους σημασία ως προς τα συμπτώματα- μια στροφή προς την αντίθετη κατεύθυνση. Κάτω από τον αντίκτυπο της κρίσης, η μικροαστική τάξη κινήθηκε όχι προς την κατεύθυνση της εργατικής επανάστασης, αλλά προς την κατεύθυνση της πιο ακραίας ιμπεριαλιστικής αντίδρασης, τραβώντας μάλιστα μαζί της σημαντικά τμήματα της εργατικής τάξης». Καταλήγοντας δήλωνε: «Αν το κομμουνιστικό κόμμα είναι το κόμμα της επαναστατικής ελπίδας, τότε ο φασισμός, ως μαζικό κίνημα, είναι το κόμμα της αντεπαναστατικής απελπισίας». (Λέον Τρότσκι, «Η Στροφή της Κουμμουνιστικής Διεθνούς και η κατάσταση στη Γερμανία»,  26 Σεπτέμβρη 1930).   

Οργανώνοντας το εργατικό κίνημα

Μόνο με τη συνειδητοποίηση από την εργατική τάξη του ρόλου της ως πρωταγωνίστρια, της δύναμής της και του αγώνα της για την υπεράσπιση των συνθηκών δουλειάς και διαβίωσης των λαϊκών τάξεων, μπορεί να υπάρξει η δύναμη που θα προσελκύσει τμήματα της μικροαστικής τάξης ή τουλάχιστον θα τα ουδετεροποιήσει, στον αγώνα ενάντια στην άρχουσα τάξη. Αυτό είναι το βασικό και επιτακτικό καθήκον μας, το οποίο μπορεί να διευκολυνθεί με την επιστροφή του ταξικού αγώνα στους χώρους δουλειάς.

Ωστόσο, είμαστε επίσης αντιμέτωποι και με ένα άμεσο ζήτημα: το εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα πρέπει να ξανασταθεί όρθιο, να στηριχθεί στα δικά του πόδια. Aπό τη μια δεν μπορεί να δαιμονοποιεί συγκεκριμένους κοινωνικούς κλάδους ως τέτοιους, και δεν πρέπει να ακολουθεί την ηγεσία του Δημοκρατικού Κόμματος και τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, δηλαδή αυτούς που υποτάσσουν τα συμφέροντα των εργατών και των εργατριών σε αυτά της άρχουσας τάξης. Από την άλλη το εργατικό κίνημα πρέπει να έχει επίγνωση της πραγματικότητας ότι οι forconiκαθοδηγούνται από αντιδραστικές και δεξιές δυνάμεις (οι οποίες έχουν κερδίσει επιρροή ακριβώς λόγω αυτών των γεγονότων), μια πρόκληση που πρέπει να αντιμετωπιστεί . 

Γι αυτό το λόγο η τάξη των εργαζομένων –και οι δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς να συνεισφέρουν σε αυτήν την κατεύθυνση με όλες τους τις δυνάμεις- πρέπει να ξεκινήσει εδώ και τώρα το δικό της αγώνα, την δική της ταξική εξέγερσή ενάντια στις κυβερνήσεις του Δημοσιονομικού Συμφώνου, δηλαδή ενάντια στην ίδια την άρχουσα τάξη.

*Ο Franco Turigliatto, πρώην γερουσιαστής, είναι μέλος της ηγεσίας της Sinistra Anticapitalista (Αντικαπιταλιστική Αριστερά), μιας από τις δυο οργανώσεις της 4ης Διεθνούς στην Ιταλία, που προέκυψε από τη διάσπαση της Sinistra Critica. Η ιδρυτική της συνδιάσκεψη πραγματοποιήθηκε στο  Chianciano στις 20-22 Σεπτέμβρη, 2013.

Ετικέτες