Αυτός είναι ο τίτλος της Έκθεσης του Πέτρου Ζουμπουλάκη (9 Ιανουαρίου έως 6 Φεβρουαρίου 2020, στη ΣΤΟart ΚΟΡΑΗ), η οποία έχει ως θέμα την Αθήνα, έτσι όπως την βίωσε και τη βιώνει ο καλλιτέχνης.
Όπως λέει ο ίδιος, «Με την Αθήνα συνδέομαι με σχέση αγάπης και μίσους. Στην Αθήνα γεννήθηκα, στην Αθήνα μεγάλωσα, την γνώρισα σε όλες τις μεταλλάξεις της, η Αθήνα με πονάει καθημερινά».
Η πρωτοτυπία της έκθεσης έγκειται στο ότι τα έργα ζωγραφικής συνοδεύονται και από μικρές γωνιές με εγκαταστάσεις, όπως το στέκι του αστέγου, το στέκι του λαχειοπώλη, τα σύνεργα της καθαρίστριας, η γωνιά του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη κλπ. Μέσα από τα περίπου 60 έργα, έχουμε την ευκαιρία να ανακαλύψουμε ξανά την Αθήνα, ως ιστορία, ως καθημερινότητα και ως βιωματική εμπειρία. Την Αθήνα των τοίχων. Των τοίχων έξω, των τοίχων μέσα μας, των τοίχων στους γύρω μας. Των τοίχων, που υποδηλώνουν την ιστορία των ανθρώπων. Τοίχων που έχουν τη δική τους ιστορία, όπως οι τρύπιοι τοίχοι από σφαίρες στα Δεκεμβριανά του 1944 ή σαν αυτοί που εκτελέστηκαν άνθρωποι, όπως δείχνουν δύο πίνακες.
«Η Αθήνα μου». Κάτι ανάλογο θα μπορούσε να πει και κάποιος/-α από εμάς, βλέποντας την Έκθεση. Η Αθήνα, με τα δικά μας μάτια. Η Αθήνα των αντιφάσεων και των αντιθέσεων. Μια πόλη που συνεχώς επεκτείνεται, η οποία μαζί με τους γύρω Δήμους και τον Πειραιά συγκεντρώνουν το μισό του πληθυσμού της χώρας. Μια πόλη-κράτος, μια επιτηρούμενη πόλη (παντού αστυνομία, κάμερες, κάρτες συναλλαγών, ηλεκτρονικές κάρτες διαδρομών, διαδίκτυο, κινητά κλπ.).
Η Αθήνα είναι μια τεράστια τσιμεντούπολη, που δεν σέβεται την πολιτιστική της κληρονομιά, που γκρέμισε τις μονοκατοικίες με τις αυλές, καθώς και τα περισσότερα νεοκλασικά κτήρια, για να τα αντικαταστήσει με πολυκατοικίες ή με εμπορικά κέντρα, και να γίνει ένα απέραντο πάρκινγκ αυτοκινήτων, συρρικνώνοντας τους δημόσιους χώρους. Όλα στο βωμό του κέρδους και της εκμετάλλευσης ή μπρος στα κέρδη τι ’ναι ο πόνος.
Είναι σχεδιασμένη με μίσος απέναντι στους κατοίκους της. Έλλειψη πρασίνου, καταπάτηση ελεύθερων χώρων, ρύπανση, μποτιλιάρισμα αυτοκινήτων, καυσαέριο, στενότητα, συνωστισμός, αγενείς συμπεριφορές, αδιαφορία. Συγκαταλέγεται στις πιο άσχημες πόλεις του κόσμου. Είναι η πόλη της έντασης, με τους ανθρώπους να τρέχουν όλη τη μέρα, όπως οι δρομείς ενός πίνακα, σιωπηλοί και μοναχικοί. Η Αθήνα των μισθωτών, των μεροκαματιάρηδων, των αστέγων, των φτωχών, των επισφαλώς εργαζομένων, των μεταναστών, των προσφύγων, αλλά και των γιάπηδων, των πλουσίων και των χαφιέδων. Πολλές και διαφορετικές Αθήνες.
Και κάπου εκεί προβάλλουν ο Εθνικός Κήπος, το Ζάπειο, το Πεδίο Άρεως, το Αττικό Άλσος, το Πάρκο Τρίτση, το Άλσος Φιλαδέλφειας, το Άλσος Καισαριανής, το Αρχαιολογικό Μουσείο κλπ., καθώς επίσης η Διονυσίου Αεροπαγίτου, λίγοι πεζόδρομοι, κάποιοι χώροι πολιτισμού (θέατρα, κινηματογράφοι, γκαλερί, μουσεία, βιβλιοπωλεία κ.ά.τ.) ή κάποιες παλιές μονοκατοικίες, για να μας δώσουν μια ανάσα από το μπούκωμα, προσπαθώντας να την απολαύσουμε σε περιόδους διακοπών, όταν λείπει ο περισσότερος κόσμος, ή τις μεταμεσονύκτιες ώρες. Είναι η Αθήνα αυτών που την πονάνε, που κινητοποιούνται, που δημιουργούν, και που ονειρεύονται μια ανθρώπινη πόλη.
Όνειρο απατηλό; Μπορεί... Επειδή, τελικά, αυτή η πόλη μπορεί να μην σώζεται.
Και ενώ μας συνεπαίρνει η απογοήτευση, πάλι κάπου εκεί, μέσα σε αυτό το ασφυκτικό αστικό περιβάλλον εξακολουθεί να ανθεί ο έρωτας, όπως λέει ο Ζουμπουλάκης. «Το ερωτευμένο ζευγάρι, μας γεμίζει αισιοδοξία αφοσιωμένο όπως είναι στον έρωτά του, περιπλανώμενο στην Αθήνα και στον “κόσμο του”. Το ακολουθώ. Αυτό μου δίνει αφορμή να απεικονίσω την Αθήνα σε πολλές γωνιές της με τα σκουπίδια και τις ομορφιές της, με το μεγαλείο και τις αθλιότητες, τη γοητεία και την αποστροφή, το θαυμασμό και την απέχθεια».
Αυτή είναι η Αθήνα. Η Αθήνα μας. Η Αθήνα μου. Με τις ομορφιές και τις ασχήμιες της, με τον πολιτισμό και τα παρακμιακά της φαινόμενα, με τα ήσυχα μέρη της και την ηχορύπανση της. Γοητευτική και απογοητευτική. Μια ερωμένη που την αγαπάμε και μας πληγώνει, που όμως δεν σταματάμε να τη διεκδικούμε.