Σε μια κοινωνία που κατακλύζεται από διαρκή υπερ-έκθεση σε πληροφορίες από τα μίντια, όταν συμβαίνουν μεγάλα γεγονότα, ένα από τα πρώτα θύματα είναι η οποιουδήποτε είδους ιστορική οπτική. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η είδηση της απόπειρας δολοφονίας του πρώην προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, στις 14 Ιουλίου.
«Μια απόπειρα δολοφονίας αντιτίθεται σε όλα όσα πρεσβεύουμε ως έθνος» δήλωσε ο νυν πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, στη συνέντευξη Τύπου που έγινε στον Λευκό Οίκο, την επόμενη μέρα της επίθεσης. Πράγματι, σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία, υποτίθεται ότι οι πολιτικές διαφορές λύνονται με τις κάλπες και όχι με τις σφαίρες, αλλά θα έπρεπε κανείς να εθελοτυφλεί απέναντι στην ιστορία για να πάρει αυτήν την ιδέα τοις μετρητοίς.
Η βία είναι παρούσα ως το φόντο ολόκληρης της ιστορίας των ΗΠΑ. Η ίδια η οικοδόμηση της χώρας στάθηκε δυνατή με την βία της δουλείας, της εξολόθρευσης του ιθαγενούς πληθυσμού και επεκτατικών πολέμων. Η χώρα έζησε έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο, που τα θύματά του αναλογικά ήταν το ισοδύναμο επτά εκατομμυρίων ανθρώπων με βάση τον σημερινό πληθυσμό.
Στα περίπου 250 χρόνια της αστικής δημοκρατίας, έχουν περάσει 46 διαφορετικοί πρόεδροι των ΗΠΑ. Από αυτούς 4 δολοφονήθηκαν κατά τη διάρκεια της θητείας τους, ενώ άλλοι επέζησαν από απόπειρες δολοφονίας εναντίον τους, όπως για παράδειγμα ο Θίοντορ Ρούζβελτ, ο Φράνκλιν Ρούζβλετ, ο Τζέραλντ Φορντ (δυο φορές!) και ο Ρόναλντ Ρίγκαν. Με το άθροισμα των δολοφονιών και των αποπειρών δολοφονίας, φτάνουμε στο ποσοστό του ενός στους πέντε προέδρους των ΗΠΑ.
Αν και η πολιτική βία δεν αποτελεί απαραίτητα τον κανόνα, συνιστά διαστρέβλωση ο ισχυρισμός ότι είναι σπάνια στην ιστορία των ΗΠΑ, κι αυτό εξετάζοντας μόνο τις απόπειρες δολοφονίες κατά προέδρων.
Έχει μεγάλη σημασία επίσης να θυμόμαστε ότι με δολοφονίες έχασαν τις ζωές τους τρεις από τις κορυφαίες προσωπικότητες του αγώνα των Μαύρων για ελευθερία την δεκαετία του 1960, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, ο Μάλκολμ Χ, ο Μέντγκαρ Έβερες. Αλλά και άλλοι, λιγότερο γνωστοί άνθρωποι που εργάστηκαν στο κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα, όπως ο Άντριου Γκούντμαν, ο Τζέιμς Τσένι, ο Μίκι Σβέρνερ και η Βαϊόλα Λιούτζο, έχασαν τη ζωή τους από λευκούς ρατσιστές. Το 1963, η Κου Κλουξ Κλαν έβαλε βόμβα σε μια εκκλησία στο Μπέρμιγχαμ της Αλαμπάμα, σκοτώνοντας 4 μικρά κορίτσια την ώρα του κατηχητικού.
Οι υποστηρικτές/υποστηρίκτριες του Τραμπ σπεύδουν να κατηγορήσουν την «Αριστερά», δηλώνοντας ότι αυτή διαμόρφωσε το κλίμα στα πλαίσια του οποίου ένας 20χρονος οπλισμένος με τουφέκι AR-15, αισθάνθηκε ενθαρρυμένος να πυροβολήσει τον πρώην πρόεδρο. Ο γερουσιαστής του Οχάιο, Τζέι Ντι Βανς, που επιλέχθηκε στις 15 Ιουλίου ως υποψήφιος αντιπρόεδρος του Τραμπ, έγραψε λίγες ώρες μετά την απόπειρα δολοφονίας: «Η σημερινή μέρα δεν είναι ένα μεμονωμένο περιστατικό. Η κεντρική θέση της προεκλογικής εκστρατείας του Μπάιντεν είναι ότι ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ είναι ένας αυταρχικός φασίστας που πρέπει να εμποδιστεί πάση θυσία. Αυτή η ρητορική οδήγησε άμεσα στην απόπειρα δολοφονίας κατά του προέδρου Τραμπ». Ταυτόχρονα, ο Ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής από τη Νότια Καρολίνα, Τιμ Σκοτ, ισχυρίστηκε ότι η απόπειρα δολοφονίας «υποβοηθήθηκε από τη ριζοσπαστική Αριστερά και τα πουλημένα μέσα ενημέρωσης που αποκαλούν αδιάκοπα τον Τραμπ απειλή για τη δημοκρατία, φασίστα ή και χειρότερο». Αφήνοντας στην άκρη το ότι ο -νεκρός πλέον- ένοπλος ήταν εγγεγραμμένος ψηφοφόρος των Ρεπουμπλικάνων και «λάτρης» των όπλων, το «κίνητρο» του ίσως να μην αξίζει περισσότερη εξέταση από εκείνα των διαταραγμένων νεαρών που, το 2022, σκότωσαν 21 άτομα σε δημοτικό σχολείο του Ουβάλντε, στο Τέξας, ή επτά άτομα σε παρέλαση της 4ης Ιουλίου στο Χάιλαντ Παρκ του Ιλλινόις.
Η προσπάθεια των οπαδών του Τραμπ να επιρρίψουν τις ευθύνες στην «Αριστερά», έχει ως στόχο να υποχρεώσει τους Δημοκρατικούς και τους φιλελεύθερους στην διατύπωση ενός πιο «δειλού» δημόσιου λόγου όταν αυτός αφορά την κριτική στον Τραμπ. Η τακτική αυτή φαίνεται, ήδη, να αποδίδει καρπούς, με τον συντηρητικό Δημοκρατικό βουλευτή του Μέιν, Τζάρεντ Γκόλντεν να δηλώνει: «Για αρχή μπορούμε να εγκαταλείψουμε τις υπερβολικές απειλές σχετικά με το διακύβευμα αυτών των εκλογών. Δεν θα πρέπει να παρουσιάζονται παραπλανητικά ως μια μάχη μεταξύ δημοκρατίας ή αυταρχισμού, ή μια μάχη εναντίον φασιστών ή σοσιαλιστών που έχουν σκοπό να καταστρέψουν την Αμερική. Αυτά είναι επικίνδυνα ψέματα».
Τι γίνεται, όμως, με τις περιπτώσεις εκείνες που η πολιτική βία στρέφεται κατά της Αριστεράς και οι δεξιοί πολιτικοί την καλωσορίζουν; Δεν πάει και τόσος καιρός από όταν οι Τραμπιστές ηρωοποίησαν τον Κάιλ Ρίτενχαουζ, τον (τότε) 17χρονο «αυτόκλητο τιμωρό» που δολοφόνησε δύο διαδηλωτές του Black Lives Matter στην Κενόσα του Ουισκόνσιν το 2020. Ή όταν ο κυβερνήτης του Τέξας, Γκρεγκ Άμποτ, απένειμε πρόσφατα χάρη στον Ντάνιελ Πέρι, ο οποίος είχε καταδικαστεί για τη δολοφονία ενός βετεράνου της Πολεμικής Αεροπορίας που συμμετείχε ως ειρηνοποιός σε μια διαδήλωση του 2020 κατά της αστυνομικής βίας. Και ακόμα, στην περίπτωση των ακροδεξιών όχλων που επιτέθηκαν σε ειρηνικές κατασκηνώσεις αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη, στο UCLA (University of California, Los Angeles) τον Μάιο, σχεδόν κανείς από το πολιτικό κατεστημένο -είτε από την πλευρά των Ρεπουμπλικανών είτε από των Δημοκρατικών- δεν τοποθετήθηκε επικριτικά απέναντι τους.
Φυσικά, υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις ένοπλων επιθέσεων και αγριοτήτων που διέπραξαν άτομα σαφώς επηρεασμένα από τις ακροδεξιές ιδέες που έχει ενισχύσει ο Τραμπ. Για παράδειγμα, η επίθεση στη συναγωγή «Δέντρο της Ζωής» στο Πίτσμπουργκ το 2018, οι ρατσιστικοί πυροβολισμοί κατά ανυποψίαστων Μαύρων και «Λατίνων» σε εμπορικά κέντρα στο Μπάφαλο και στο Σαν Αντόνιο το 2022, οι μαζικοί πυροβολισμοί στο ΛΟΑΤΚΙ νυχτερινό κέντρο “Pulse”, στην Τάμπα το 2019, και αυτοί σε ένα drag show στο “Colorado Springs” του Κολοράντο, το 2022.
Πρόκειται για τις πιο πρόσφατες εκδηλώσεις ενός υπόγειου ρεύματος δραστηριοποίησης βίαιων ακροδεξιών που υπέβοσκε για δεκαετίες πριν έρθει στην επιφάνεια με φρικαλεότητες όπως η δολοφονία 168 ανθρώπων από τον Τίμοθι ΜακΒέι το 1995 με βομβιστική επίθεση στο ομοσπονδιακό κτίριο της Οκλαχόμα Σίτι. Ή όπως η δολοφονία εννέα Αφροαμερικανών που βρίσκονταν σε μελέτη της Βίβλου, από τον λευκό ρατσιστή Ντίλαν Ρουφ το 2015 στο Τσάρλεστον στη Νότια Καρολίνα.
«Δεν είναι αυτό η Αμερική», ισχυρίζονται μετά από κάθε βάρβαρο περιστατικό οι «ειδικοί» και οι πολιτικοί. Η Αμερική δεν θα έπρεπε να είναι «αυτό», αλλά «αυτό» ακριβώς είναι.
Η κανονικοποίηση της ακροδεξιάς και βίαιης ρητορικής από τον Τραμπ, διαμορφώνει μια κοινωνική «δομή αποδοχής» της που καθιστά τέτοιου είδους δεξιές επιθέσεις πιο πιθανές. Μάλιστα, ο ίδιος ενθαρρύνει συστηματικά τους οπαδούς του να κινηθούν βίαια εναντίον διαδηλωτών ή δημοσιογράφων. Στο παρελθόν είχε διακωμωδήσει την επίθεση που δέχτηκε ο ηλικιωμένος σύζυγος της πρώην προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων, Νάνσι Πελόζι, στη διάρκεια μιας αποτυχημένης απόπειρας δολοφονίας εναντίον της. Επίσης, εάν εκλεγεί, υπόσχεται να απονείμει χάρη στα μέλη του βίαιου, αντιδημοκρατικού όχλου που προχώρησε στα βίαια επεισόδια στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ, στις 6 Ιανουαρίου 2021, για να εμποδίσει τότε την επικύρωση της εκλογής του Μπάιντεν.
Από την άλλη και τον Μπάιντεν δεν τον λες άσπιλο υπερασπιστή της ενότητας, της ειρήνης και του πολιτισμού. Στην ομιλία του στο Οβάλ Γραφείο στις 14 Ιουλίου, δήλωσε ότι «δεν μπορούμε να επιτρέψουμε να κανονικοποιηθεί η βία». Αλλά αν ο ίδιος και οι υπόλοιποι πολιτικοί ηγέτες ανησυχούν μήπως η αμερικανική κοινωνία έχει συνηθίσει στη βία, θα πρέπει να σκεφτούν τα λόγια του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ Τζούνιορ το 1967. Στην ιστορική ομιλία του το 1967, στην οποία ανακοίνωνε για πρώτη φορά δημόσια την αντίθεσή του στον πόλεμο του Βιετνάμ, ο Κινγκ σημείωσε: «Έχω βαδίσει ανάμεσα στους απελπισμένους, εγκαταλελειμμένους και εξαγριωμένους νέους, και συνήθιζα να τους λέω ότι οι βόμβες μολότοφ και τα τουφέκια δεν θα έλυναν τα προβλήματά τους. Προσπάθησα να τους προσφέρω την πιο βαθιά συμπόνια μου, διατηρώντας παράλληλα την πεποίθησή μου ότι η κοινωνική αλλαγή έρχεται πιο ουσιαστικά μέσω της μη-βίαιης δράσης. Αλλά ρωτούν -και δικαίως- “και για το Βιετνάμ τι λες;”».
Εννοείται ότι ο επίδοξος δολοφόνος του Τραμπ δεν έχει κανένα κοινό με τους «εξαγριωμένους νέους» στους οποίους αναφερόταν ο Κινγκ, αλλά οι πολιτικοί που μιλούν για τη βία ως κάτι το ξένο στην πολιτική κουλτούρα των ΗΠΑ, ίσως θα έπρεπε να αναμετρηθούν με το ερώτημα «και για τη Γάζα τι λέτε;». Την ίδια στιγμή, δηλαδή, που το πολιτικό σύστημα επικεντρώνεται σε ένα άτομο που παραλίγο να σκοτώσει τον πολιτικό αντίπαλο του Μπάιντεν (και σκότωσε όντως έναν παρευρισκόμενο στη συγκέντρωση), το ίδιο εξακολουθεί να χρηματοδοτεί, να εξοπλίζει και να υποστηρίζει τη μαζική σφαγή εκατοντάδων χιλιάδων άοπλων αμάχων στη Γάζα.
Μόλις λίγα λεπτά μετά από την κυκλοφορία της φωτογραφίας με τον ματωμένο Τραμπ να υψώνει αγέρωχα τη γροθιά του, καθώς πράκτορες της Μυστικής Υπηρεσίας τον απομακρύνουν από την εξέδρα της συγκέντρωσης, ειδήμονες και πολιτικοί υπογράμμιζαν ότι το θέμα «εκλογές» έληξε, με τον Τραμπ και τους Ρεπουμπλικάνους να τις κερδίζουν κατά κράτος.
Ωστόσο, είναι πάρα πολύ νωρίς για να κρίνουμε τι αντίκτυπο θα έχει η απόπειρα δολοφονίας στη συνολική πορεία του προεκλογικού αγώνα, καθώς αναμένονται πολλά ακόμη γεγονότα που θα τον μετατοπίσουν προς απροσδόκητες κατευθύνσεις. Αυτό που παραμένει σταθερό, πάντως, είναι ότι η αμερικανική κοινωνία παραμένει εξαιρετικά πολωμένη. Οι δύο υποψήφιοι των μεγάλων κομμάτων είναι ιδιαίτερα αντιδημοφιλείς, και το μεγαλύτερο μέρος του εκλογικού σώματος εύχεται να είχε διαφορετικές επιλογές. [Rp: το άρθρο γράφτηκε πριν την απόσυρση του Μπάιντεν] και οι περισσότεροι Αμερικανοί πολίτες διατηρούν έντονη δυσπιστία απέναντι στους σημαντικούς πολιτικούς θεσμούς -την προεδρία, το Κογκρέσο, το Ανώτατο Δικαστήριο. Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι αδύνατο να κάνει κανείς σίγουρες προβλέψεις για τον Νοέμβριο, με βάση την εικόνα που επικρατεί τον Ιούλη.