Ο μύθος του κρυφού σχολειού είναι τριπλός και διαμορφώθηκε οριστικά πολύ αργά, μόλις στα τέλη του 19ου αιώνα. Όσον αφορά το πρώτο σημείο (τριπλός μύθος) αυτό σημαίνει ότι υπήρξε «σχολειό», ότι δηλ. υπήρξε μαθησιακή διαδικασία, δεύτερον ότι αυτή ήταν κρυφή και τρίτον ότι διοργανώθηκε από την εκκλησία (σε νάρθηκες ναών ή σε μοναστήρια). Παρακάτω προσπαθούμε να αποδομήσουμε τα τρία αυτά στοιχεία. Όσον αφορά το δεύτερο σημείο, θα εξηγήσουμε ότι είχε να κάνει με τις εκστρατείες του ελληνικού κράτους.
Πρωτογενείς μαρτυρίες μηδέν
Κανένας ιστοριογράφος, περιηγητής, Έλληνας ή Ευρωπαίος, δεν παρείχε ποτέ από πρώτο χέρι μαρτυρία για την ύπαρξη τέτοιων σχολείων. Ο συστηματικός ερευνητής του θέματος Γιάννης Βλαχογιάννης αποφάνθηκε: «Μέσα στον αμέτρητο σωρό ανέκδοτου υλικού για της σκλαβιάς τα σκολειά, που έχω συναγμένο, δεν απάντησα τίποτε που να κάνη λόγο για το σκολειό –έξω από το τραγούδι». Εννοούσε εκτός από την περίπτωση του γνωστού τραγουδιού «φεγγαράκι μου λαμπρό» που βέβαια είναι είτε ένα τραγουδάκι προτροπής για πάνε τα παιδάκια στο σχολείο κανονικά νωρίς το πρωί (όταν πια υπήρχαν δημόσια σχολεία) ή/και ένα απλό νανούρισμα –και έχει αποκλειστεί από τους ιστορικούς ότι μπορεί να σχετίζεται με κάποιο «κρυφό σκολειό»: κανένας γονιός δεν έστελνε τα παιδάκια του μέσα στη νύχτα να περπατήσουν στο κρύο προς το μοναστήρι ή προς άλλο απομακρυσμένο σημείο, ενώ καραδοκούσαν σε όλη τη χώρα ληστές και άγρια ζώα. Γι’ αυτό και ο εξαιρετικά διορατικός ιστοριοδίφης Δ. Καμπούρογλου με διάθεση χιουμοριστική αποδομούσε στα τέλη 19ου αιώνα τη σχέση του τραγουδιού με την πραγματικότητα: «Φρονούμε ότι δεν ζημιούται ποσώς η αξία του τρυφερωτάτου τούτου ποιήματος, εάν φαντασθώμεν το παιδάκι εντός της οικίας του –εν τη ασφαλεία– ατενίζον προς την σελήνην και άδον άσμα, όπερ εποιήθη μόνον όπως εμπνεύση εις το παιδίον την ιδέαν ότι τα γράμματα είναι πράγματα του Θεού, και ουχί ως εμβατήριον των εις νυκτερινά σχολεία πορευομένων».
Ο μελετητής Τρ. Ευαγγελίδης έλεγε ότι ήταν αδύνατο και να εισέλθουν καν σε μοναστήρια αμούστακα παιδιά –για προφανείς, φανταζόμαστε, λόγους: «Τα τυπικά των Μονών απηγόρευον την εις αυτά φοίτησιν παίδων λείον εχόντων το πρόσωπον ήτοι αγενείων [υπήρχε νόμος από το 1076 να μη δέχονται νέους κάτω των 21 ετών], επομένως εγίνοντο δεκτοί εκεί γενειάζοντες, εν δε τοις νάρθηξι των εκκλησιών και εν ιδιωτικοίς οίκοις επετρέπετο η φοίτησις των παίδων» («Η Παιδεία επί Τουρκοκρατίας», 1936).
Οι μεγάλες σχολές
Τα μοναστήρια δηλ. μάλλον αποκλείονται. Όμως ακόμη κι αν υπήρξαν τέτοια «σχολεία», στους νάρθηκες των εκκλησιών, δεν υπήρχε κανένας λόγος να είναι κρυφά: Η οθωμανική εξουσία αγνοούσε παντελώς την πολιτική σημασία της γλώσσας και πολύ περισσότερο τη σημασία της εθνογένεσης. Δεν αισθανόταν καμία απειλή από τα «γράμματα» και γι’ αυτό δεν είχε κανένα λόγο να τα απαγορεύσει –είναι χαρακτηριστικό όλες οι γλώσσες της αυτοκρατορίας μιλούνταν και γράφονταν ελεύθερα. Η γελοιότητα της θεωρίας περί ύπαρξης κρυφών σχολείων καταδεικνύεται από το γεγονός ότι την ίδια στιγμή που –υποτίθεται ότι– τα παιδάκια έτρεχαν σε σκοτεινά υπόγεια για να μάθουν υπό το φως του λυχναριού, οι σουλτάνοι επέτρεπαν τη λειτουργία –στο φως της ημέρας, στις μεγαλύτερες πόλεις της αυτοκρατορίας αλλά και στο εσωτερικό ξακουστών μονών– των διάσημων Σχολών, από τις οποίες βέβαια ήταν πολύ πιο πιθανό να αποφοιτήσουν οι μελλοντικοί διανοούμενοι που θα έμπαιναν επικεφαλής μιας ενδεχόμενης εξέγερσης. Γι’ αυτό ένας άλλος σημαντικός λόγιος, ο Μανουήλ Γεδεών, τόνιζε το 1939: «Μέχρι σήμερα ουδαμού ανέγνω εν ομαλή καταστάση πραγμάτων βεζίρην ή αγιάνην ή σουλτάνον εμποδίσαντα σχολείου σύστασιν ή οικοδομήν». Και ο Βλαχογιάννης συμπλήρωνε σκωπτικά: «Ποτέ ο Τούρκος ο αγράμματος δεν εμπόδισε τον Χριστιανό γράμματα να μαθαίνη, και μοναχά πολύ σπάνια έμπαινε στη μέση να χωρίση τους δασκάλους άμα πιάνονταν από τα μαλλιά και γινόνταν σκάνταλο με τα μεγάλα τους σκολειά». Τα σχολεία και οι σχολές που λειτουργούσαν νόμιμα, υπήρξαν σε όλη την έκταση της πρώην Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που κατελήφθη από τους Οθωμανούς αλλά και σε αυτές τις περιοχές που αποτέλεσαν τη μετέπειτα Ελλάδα: Η Μεγάλη του Γένους Σχολή, η Αθωνιάς, η σχολή στις Μηλιές του Βόλου, αλλά και στη Ζαγορά, στη Θεσσαλονίκη, στην Κοζάνη, στη Ζίτσα, στα Ζαχοροχώρια (ανελιπώς από το 1413 έως το 1868), στη Λάρισα, στα Τρίκαλα, στην Αθήνα (φιλοσοφική σχολή Κορυδαλέα που ιδρύθηκε το 1614, αλλά και σε μια σειρά μονών της πόλης), στην Υπάτη, στα περισσότερα μέρη της Πελοποννήσου, στη Χίο, στην Κάρπαθο, στην Κω, στη Μυτιλήνη (όπου το 1530 ιδρύθηκε και η πρώτη σχολή θηλέων), στην Πάτμο. Στα Γιάννενα υπήρξαν περισσότερες από μία σχολές (Σχολή Φιλανθρωπινών, Στρατηγοπούλου) και μάλιστα ο ίδιος ο τοπικός άρχοντας, ο γνωστός Αλή Πασάς έστελνε τα παιδιά του στα μαθήματα του ξακουστού Αθ. Ψαλίδα.
Ο Μιχαήλ Οικονόμου, ένας από τους γραμματικούς του Κολοκοτρώνη, λέει στα «Απομνημονεύματά» του (κείμενο βασικό για την ιστορία του 1821) ότι κατά την Οθωμανική Αυτοκρατορία», «η λατρεία των χριστιανών εξησκείτο ελευθέρως και δημοσία και επροστατεύετο μάλιστα και από τους Τούρκους… επροστατεύετο δε και ελευθέρως ενηργείτο και η εκπαίδευσις». Δεν μπορούσε να πει κάτι άλλο αφού ο ίδιος σπούδασε στη σχολή της πατρίδας του, της Δημητσάνας, δηλ. στη σχολή της Μονής Φιλοσόφου και αργότερα στη Σχολή της Χίου. Αν υπήρχε «κρυφό σχολειό», ο Δημητσανίτης αυτός θα είχε κάθε λόγο να μνημονεύσει κάτι στο βιβλίο του, αφού ένα από τα ισχυρότερα επιχειρήματα στην καλλιέργεια του μύθου υπήρξε του θρυλούμενο «κρυφό σχολειό» της Μονής Φιλοσόφου!
Σκοταδισμός
Εκτός από τις Μεγάλες Σχολές (οι απόφοιτοι των οποίων συχνά στελέχωναν την οθωμανική κρατική διοίκηση) οι σουλτάνοι επέτρεπαν ασφαλώς και την αναπαραγωγή του κλήρου, δηλ. την εκμάθηση των στοιχειωδών κειμένων κυρίως για τις ψαλμωδίες (Οκτώηχος, Ψαλτήρι) ώστε κάποια παιδάκια να αποτελέσουν τους μελλοντικούς παπάδες και να συνεχιστεί έτσι απρόσκοπτα η λειτουργία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, την οποία η Υψηλή Πύλη προστάτευε, όπως έγραφε ο Οικονόμου, και στην οποία είχε αποδώσει πρωτόγνωρα προνόμια όσον αφορά τον έλεγχο και τη διοίκηση των χριστιανικών πληθυσμών. Αυτή η αναπαραγωγή των ψαλτάδων και των ιερέων σίγουρα πραγματοποιήθηκε –αλλά μέχρι εκεί: Τόσο οι «δάσκαλοι» όσο και τα παιδάκια δεν καταλάβαιναν καν τα κείμενα που αποστήθιζαν. Και σε κάθε περίπτωση ο κλήρος δεν είχε θετική συμβολή στις προσπάθειες μόρφωσης της μεγάλης μάζας του πληθυσμού. Αντίθετα, μάλλον την εμπόδιζε. Ο διαπρεπής μαθητής του Α. Κοραή, Ν. Βάμβας (Γυμνάσιον Χίου) κατήγγειλε από το 1820 ότι ο εκκλησιαστικός σκοταδισμός είναι ο σημαντικότερος εχθρός της παιδείας: «Είτε από αδιαφορία, είτε ως αρχή, η Υψηλή Πύλη δεν αντιτάχθηκε καθόλου στην πνευματική αναγέννηση της Ελλάδας. Οι πραγματικότεροι εχθροί σε αυτήν την ευτυχισμένη παλιγγενεσία βρίσκονται στους κόλπους μας. Και αν οι προσπάθειές μας κατορθώσουν να δαμάσουν τις προλήψεις ή την αδιαφορία αυτού του ισχυρού κλήρου που είναι σήμερα ο πρώτος κορμός του ελληνικού έθνους, λίγα θα απομείνουν να κάνουμε απέναντι στους Τούρκους».
Τις απόψεις του Βάμβα επαλήθευσε ξανά και ξανά η ηγεσία της εκκλησίας η οποία αφόρισε όλη την αφρόκρεμα των δασκάλων και των διανοουμένων μιας τεράστιας περιόδου, όπως τον Διονύσιο τον Φιλόσοφο, τον Κύριλλο Λούκαρι, τον Μάξιμο Καλλιπολίτη, τον Άνθμο Γαζή, αλλά και τον Ρήγα Φεραίο, τον Αδ. Κοραή και τον Αλ. Υψηλάντη.
Αναλφαβητισμός
Θα πει κανείς: Καλά, τα μοναστήρια είναι μύθος. Μύθος είναι και το «κρυφό». Μύθος είναι επίσης ότι οι σκοταδιστές παπάδες ή οι μοναχοί είχαν τις γνώσεις να διδάξουν φυσική, μαθηματικά, γεωγραφία ή ιστορία. Ωστόσο δίδαξαν στα παιδιά τη γλώσσα, έστω και για τις ανάγκες της εκκλησίας. Δυστυχώς τα στοιχεία είναι αμείλικτα: Στην πρώτη επίσημη στατιστική έρευνα που έγινε από το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος το 1828 αποκαλύφθηκε ότι το ποσοστό αναλφαβητισμού για τους άνδρες ήταν 91%, ενώ για τις γυναίκες δεν υπήρχε κανένα στοιχείο, αλλά προφανώς το ποσοστό ήταν 100% (μόλις το 1870 και έπειτα από 40 χρόνια λειτουργίας των δημόσιων σχολείων το ποσοστό των αναλφάβητων γυναικών έπεσε στο 94%!). Αν λάβουμε υπόψη μας ότι είναι βέβαιο ότι οι Μεγάλες Σχολές μόρφωσαν αρκετούς άνδρες, αλλά και το γεγονός ότι χιλιάδες γόνοι πλούσιων οικογενειών διδάσκονταν στο σπίτι τους από έμμισθους δασκάλους (όπως δηλ. συνέβαινε και στην υπόλοιπη Ευρώπη), τότε καταλαβαίνουμε από πού προέρχεται αυτό το 9% των μορφωμένων ανδρών. Αν μάλιστα προσθέσουμε ότι ειδικά μετά το 1570 η αναπτυσσόμενη «ελληνική» αστική τάξη των εμπόρων άρχισε να χρηματοδοτεί εκδόσεις και σχολεία και να μετακαλεί από το εξωτερικό λογίους και δασκάλους σε μεγάλα αστικά κέντρα (Κωνσταντινούπολη, Θεσσαλονίκη, Χίο, Αθήνα) γίνεται εντελώς φανερό ότι η συμβολή της εκκλησίας ήταν πρακτικά μηδενική και τελικά ο μύθος καταλύεται πανταχόθεν: ούτε «κρυφό», ούτε από την εκκλησία, αλλά κυρίως ούτε «σχολειό».
Ο πίνακας και οι ανάγκες του κράτους
Για όλους αυτούς τους λόγους ο μύθος του «κρυφού σχολειού» ήταν περιθωριακός μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα. Η ισχύς του ανανεώθηκε από έναν πίνακα του ζωγράφου Ν. Γύζη (ο πίνακας ολοκληρώθηκε το 1886 αλλά έγινε γνωστός αργότερα), ο οποίος έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Γερμανία αλλά είχε από καιρό εξαγγείλει την πρόθεσή του να αποτυπώσει σε πίνακα δημοτικά τραγούδια και θρύλους. Έφτιαξε λοιπόν τον πίνακα εμπνεόμενος από το «Κρυφό Σχολειό» της Αγίας Τριάδας της Τήνου. Πρόκειται για ακόμη μια ιστορική παρεξήγηση: στην Τήνο οι Οθωμανοί δεν πάτησαν παρά τον 18ο αιώνα και μάλιστα δεν εγκαταστάθηκαν ποτέ στο νησί ώστε να χρειάζεται τα παιδιά να μορφώνονται στα κρυφά!
Πολλοί πιστεύουν ότι ο πίνακας αυτός, σε συνδυασμό με το σχετικό ποίημα που έγραψε ο Ιω. Πολέμης εμπνεόμενος μόνον από τον πίνακα, ήταν ο κύριος παράγοντας που ο μύθος ξαναζωντάνεψε. Ωστόσο δεν ήταν μόνον η καταλυτική συμβολή της τέχνης στην εμπέδωση ενός μύθου. Ήταν και η καταλυτική ανάγκη του κράτους. Το ελληνικό κράτος ήταν για πολλές δεκαετίες εχθρικό προς την εκκλησία και τα μοναστήρια κρατώντας την πολιτική παράδοση του πρώτου Βαυαρού βασιλιά. Ωστόσο στα τέλη του 19ου αιώνα η ελληνική άρχουσα τάξη και το κράτος της είχαν δυναμώσει εντυπωσιακά και ξεκινούσαν τις μεγάλες κατακτητικές τους προσπάθειες προς τα Βαλκάνια (και αργότερα προς τα βάθη της Ανατολής). Είχαν ανάγκη να εμφανίζονται ως εκπρόσωποι και προστάτες όλων των ορθόδοξων χριστιανικών πληθυσμών που βρίσκονταν κάτω από την οθωμανική κυριαρχία. Αν η θρησκεία αποτελούσε όπλο για αυτές τις εκστρατείες, γινόταν απαραίτητη η επαναπροσέγγιση και η συμμαχία με την εκκλησία. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να ξεχαστεί ο αντιδραστικός ρόλος που έπαιξε συνολικά η εκκλησία στην επανάσταση του 1821 και η μετέπειτα διένεξη με το κράτος. Και ο μύθος του «κρυφού σχολειού» βόλευε εξαιρετικά αυτή την ιστορική αναθεώρηση.
Ο μύθος βόλευε και τη μετέπειτα ιδεολογία της ακροδεξιάς, της οποίας το τρίπτυχο σλόγκαν ήταν το «Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια». Έτσι η στρατιωτική χούντα του 1967, ζηλεύοντας τη δόξα του Γύζη, κατασκεύασε στη Μονή Πεντέλης ολόκληρη αναπαραστατική σκηνογραφία που παρουσίαζε τον κλήρο ως το μόνον συντηρητή και μεταλαμπαδευτή του ελληνικού πνεύματος, των γραμμάτων και της μόρφωσης. Μάλιστα με σχετική εγκύκλιο του υπ. Παιδείας υποχρεώνονταν τότε να επισκεφθούν το «έργο» όλοι οι μαθητές του Λεκανοπεδίου προς «εθνικόν και θρησκευτικόν φρονηματισμόν».
Αυτή είναι και η εξήγηση για τα διάφορα τοπωνύμια που υπάρχουν σήμερα: Η λόγια παράδοση που δημιούργησε το κράτος σε συνεργασία με την εκκλησία για τις ανάγκες του, μετατράπηκε σε λαϊκή παράδοση. Όλοι σιγά-σιγά «ανακάλυπταν» ότι είχε υπάρξει και στην περιοχή τους ένα «Κρυφό Σχολειό», χωρίς βέβαια να ενδιαφέρονται για την ιστορική ακρίβεια – γι’ αυτό «ανακαλύφθηκε» κρυφό σχολειό ακόμη και, π.χ., στην Τήνο. Πρόκειται για διαδικασία παρόμοια με αυτή του κοκκινοντυμένου χοντρού και γέρου Άι Βασίλη που μπουκάρει με δώρα από τις καμινάδες: ενώ ήταν μια καρικατούρα που δημιουργήθηκε για μια διαφημιστική καμπάνια της Coca Cola στις αρχές του 20ού αιώνα (στη βάση αφηγήσεων της Καθολικής Εκκλησίας για τον άγιο Νικόλαο), πολύ γρήγορα έγινε μέρος της χριστιανικής παράδοσης –και μάλιστα και της ορθόδοξης– σε όλον τον κόσμο, λες και πράγματι υπάρχει ακόμη και σήμερα.