Είτε θέλουμε να το παραδεχτούμε είτε όχι, στην Ελλάδα έχουμε συλλογικότητες που προκρίνουν την ένοπλη πολιτική πάλη. Δεν χρησιμοποιώ τον όρο «τρομοκρατία» γιατί θεωρώ ότι αυτό αφορά κρατικές –ή δυνάμει κρατικές– οντότητες.

Η επί­γνω­ση του αδιέ­ξο­δου και ατε­λέ­σφο­ρου χα­ρα­κτή­ρα που μπο­ρεί να έχουν τέ­τοιες πρα­κτι­κές στη δε­δο­μέ­νη συ­γκυ­ρία δεν αναι­ρεί ότι έχου­με να κά­νου­με με ένα πο­λι­τι­κό φαι­νό­με­νο. Αναρ­χι­κού πε­ρισ­σό­τε­ρο προ­σα­να­το­λι­σμού, με «νι­χι­λι­στι­κές» απο­χρώ­σεις ίσως, σε αντί­θε­ση με τη διεκ­δί­κη­ση των «ιστο­ρι­κών» ορ­γα­νώ­σε­ων να απο­τε­λούν τη μα­χη­τι­κή εκ­δο­χή του κομ­μου­νι­στι­κού κι­νή­μα­τος, αλλά παρ’ όλα αυτά πο­λι­τι­κό.

Η συλ­λή­βδην «κα­τα­δί­κη της τρο­μο­κρα­τί­ας», που ανα­πα­ρά­γε­ται στο τε­λε­τουρ­γι­κό των σχε­τι­κών δη­λώ­σε­ων, μάλ­λον συ­σκο­τί­ζει την ανα­μέ­τρη­ση με ένα πο­λι­τι­κό φαι­νό­με­νο, δεν επι­τρέ­πει την ου­σια­στι­κή πο­λι­τι­κή κρι­τι­κή ή την ανά­δει­ξη του αδιέ­ξο­δου χα­ρα­κτή­ρα και ενί­ο­τε συ­ντο­νί­ζε­ται με τις φωνές που ούτως ή άλλως ανα­ζη­τούν κάθε δυ­να­τή αφορ­μή για κα­τα­σταλ­τι­κή σκλή­ρυν­ση. Πόσο μάλ­λον που η προ­σπά­θεια από­δο­σης ενός ιδιό­τυ­που ρόλου ηθι­κού αυ­τουρ­γού της επί­θε­σης σε ένα σύ­νο­λο ρι­ζο­σπα­στι­κών ανα­φο­ρών ή πρα­κτι­κών δια­μαρ­τυ­ρί­ας κα­τα­δει­κνύ­ει ότι η στό­χευ­ση δεν αφορά στενά την «τρο­μο­κρα­τία» αλλά πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρο την εμπέ­δω­ση μιας συν­θή­κης γε­νι­κευ­μέ­νης πει­θάρ­χη­σης, μιας μό­νι­μης κα­τά­στα­σης εξαί­ρε­σης.

Η πο­λι­τι­κή κρι­τι­κή προς τέ­τοιες ενέρ­γειες, όπως και η πο­λι­τι­κή απόρ­ρι­ψη της λο­γι­κής του αυ­τό­κλη­του τι­μω­ρού που συχνά εμπε­ριέ­χουν, δεν μπο­ρούν να με­τα­τρέ­πο­νται προς μια εκ των υστέ­ρων αγιο­ποί­η­ση των όποιων θυ­μά­των όταν αυτά φέ­ρουν πραγ­μα­τι­κή ευ­θύ­νη για μια χωρίς προη­γού­με­νο κοι­νω­νι­κή κα­τα­στρο­φή. Ιδίως όταν φά­νη­κε ότι στα μάτια των δια­μορ­φω­τών της δη­μο­σιό­τη­τας προ­φα­νώς και η ζωή ενός πρώην μνη­μο­νια­κού πρω­θυ­πουρ­γού είναι ση­μα­ντι­κό­τε­ρη από τη ζωή των θυ­μά­των της ερ­γο­δο­τι­κής ασυ­δο­σί­ας, για πα­ρά­δειγ­μα.

Την ίδια στιγ­μή, η εξαρ­χής επι­λο­γή της κυ­βέρ­νη­σης να αφή­σει ανέ­πα­φο ένα ιδιαί­τε­ρα αυ­ταρ­χι­κό θε­σμι­κό πλαί­σιο και να δια­τη­ρή­σει άθι­κτο τον μη­χα­νι­σμό της Αντι­τρο­μο­κρα­τι­κής, όπως και των δι­κα­στι­κών που χει­ρί­στη­καν αυτές τις υπο­θέ­σεις, σή­μαι­νε ότι αντί για πο­λι­τι­κή αντι­με­τώ­πι­ση συ­νε­χί­στη­κε μια πρα­κτι­κή υπερ­ποι­νι­κο­ποί­η­σης και κα­τα­σκευ­ής ενό­χων, που προ­φα­νώς λει­τουρ­γεί ανα­τρο­φο­δο­τι­κά προς τέ­τοιες πρα­κτι­κές. Η δίκη του Τάσου Θε­ο­φί­λου, λόγου χάρη, με τα εμ­φα­νή στοι­χεία σκευω­ρί­ας που έχει, ή η προ­κλη­τι­κά εκ­δι­κη­τι­κή στέ­ρη­ση κα­το­χυ­ρω­μέ­νων δι­καιω­μά­των όπως οι άδειες από κα­τα­δι­κα­σμέ­νους για προη­γού­με­νες υπο­θέ­σεις ένο­πλης πάλης, απο­τε­λούν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά πα­ρα­δείγ­μα­τα μιας τέ­τοιας ανη­συ­χη­τι­κής συ­νέ­χειας του κρά­τους.

Το φαι­νό­με­νο που έχει πα­ρα­τη­ρη­θεί και αλλού, τέ­τοιες πρα­κτι­κές να εντεί­νο­νται σε συν­θή­κες ήττας του κι­νή­μα­τος –πιο σωστά αδυ­να­μί­ας του–, έχει απο­τε­λέ­σμα­τα και συ­στη­μι­κής εν­σω­μά­τω­σης της αρι­στε­ράς· με λίγα λόγια, το φαι­νό­με­νο μιας αδιέ­ξο­δης απά­ντη­σης σε πραγ­μα­τι­κά αδιέ­ξο­δα θα πρέ­πει να μας απα­σχο­λή­σει σο­βα­ρά. Αν θυ­μη­θού­με, για πα­ρά­δειγ­μα, την ιτα­λι­κή εμπει­ρία, θα προ­σέ­ξου­με ότι η με­γά­λη ενί­σχυ­ση των ένο­πλων ορ­γα­νώ­σε­ων ήρθε ακρι­βώς με τον συν­δυα­σμό ανά­με­σα στη στρα­τη­γι­κή κρίση της ρε­φορ­μι­στι­κής αρι­στε­ράς (με απο­κο­ρύ­φω­μα την από­δο­ση στή­ρι­ξης σε κυ­βέρ­νη­ση λι­τό­τη­τας), την απο­τυ­χία της επα­να­στα­τι­κής αρι­στε­ράς να δώσει εναλ­λα­κτι­κή προ­ο­πτι­κή και τη δια­πί­στω­ση ότι το κί­νη­μα του ’77 δεν μπό­ρε­σε να αλ­λά­ξει τα πράγ­μα­τα. Αντί­στοι­χα, στην ελ­λη­νι­κή πε­ρί­πτω­ση, εάν κοι­τά­ξου­με την ακο­λου­θία από τον νε­α­νι­κό ρι­ζο­σπα­στι­σμό του δεύ­τε­ρου μισού της δε­κα­ε­τί­ας του 2000, με απο­κο­ρύ­φω­μα τον Δε­κέμ­βρη του 2008, και μ’ όλο το αί­σθη­μα ανη­μπό­ριας που έδινε κά­ποια στιγ­μή απέ­να­ντι στην έντα­ση της κα­τα­στο­λής, στην εξε­γερ­σια­κή σχε­δόν ανά­τα­ση της πε­ριό­δου 2010-12, στην όποια ελ­πί­δα για πο­λι­τι­κή αλ­λα­γή έφερε η άνο­δος του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, και τε­λι­κά στην τρα­γι­κή διά­ψευ­ση και ήττα, μπο­ρού­με να αντι­λη­φθού­με το έδα­φος στο οποίο ένας ρι­ζο­σπα­στι­σμός δια­λέ­γει δρό­μους πο­λι­τι­κά αδιέ­ξο­δους που δί­νουν την αί­σθη­ση ότι «κάτι γί­νε­ται».

Η διε­ρεύ­νη­ση αυτή προ­φα­νώς και δεν πρέ­πει να πε­ριο­ρι­στεί απλώς στην ανα­ζή­τη­ση ερ­μη­νευ­τι­κών νη­μά­των ούτε να εξα­ντλη­θεί στην απο­δό­μη­ση του κυ­ρί­αρ­χου «αντι­τρο­μο­κρα­τι­κού» λόγου. Πάνω απ’ όλα πρέ­πει να ανα­με­τρη­θεί με την υπαρ­κτή πρό­κλη­ση να ανα­συ­γκρο­τη­θεί η εμπι­στο­σύ­νη στην πραγ­μα­τι­κή απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα των μα­ζι­κών πο­λι­τι­κών και κι­νη­μα­τι­κών πρα­κτι­κών.

Ετικέτες