Τα γεγονότα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου αποτελούν ένα αναπόσπαστο κομμάτι της συλλογικής μνήμης που αντλεί από το χθες και τροφοδοτεί το αύριο. Το Πολυτεχνείο νοηματοδοτείται και επανανοηματοδοτείται διαρκώς στο χρόνο μέσα από αφηγήσεις, αφιερώματα, βιβλία, σχολικές γιορτές, εκδηλώσεις μνήμης. Το πραγματικό μήνυμα της εξέγερσης της 17ης Νοέμβρη, όμως, ζει και αναπνέει στα κινήματα, στις αντιστάσεις, στους νικηφόρους αγώνες εκεί που έδειχναν αδιανόητοι.
Η χώρα στο «γύψο»
Το 1973 είχαν προηγηθεί έξι χρόνια που η χώρα βρισκόταν στο χουντικό γύψο. Στα σχολεία, στις σχολές και στους χώρους δουλειάς όλα λειτουργούσαν υπό το βλέμμα των ρουφιάνων και της Ασφάλειας. Τα πολιτικά κόμματα και τα συνδικάτα είχαν διαλυθεί, οι «ύποπτοι» γέμιζαν τα κελιά του ΕΑΤ-ΕΣΑ και ο Τύπος ήταν ελεγχόμενος και φιμωμένος. Οι λέξεις «απεργία», «διαδήλωση», «συνέλευση» ήταν απαγορευμένες. Η λογοκρισία κοσκίνιζε κάθε καλλιτεχνικό έργο ή δημοσιογραφικό πόνημα. Οι δίσκοι του Θεοδωράκη ή οι στίχοι εξόριστων ποιητών αποτελούσαν κυριολεκτικά κόκκινο πανί. Η πιο σκληρή εκδοχή της Δεξιάς έπαιρνε άλλη μια ρεβάνς σε βάρος του κόσμου του κινήματος και της Αριστεράς. Συλλήψεις, στρατοδικεία και ξερονήσια αποτύπωναν μια ζοφερή εικόνα ανελευθερίας και αυταρχισμού, που έδειχνε ανίκητη.
Οι μόνοι που ήταν ωφελημένοι από το καθεστώς των συνταγματαρχών ήταν το ακροδεξιό παρακράτος και κυρίως οι Έλληνες καπιταλιστές. Το ελληνικό κεφάλαιο έκανε χρυσές δουλειές την περίοδο της Χούντας. Οι εργολαβίες διαδέχονταν η μία μετά την άλλη, τη στιγμή που η εργατική τάξη σάπιζε στην εξορία, στα χαμηλά μεροκάματα, στην αστική ανασφάλεια, στο βλέμμα των ρουφιάνων. Αλλά σήμερα, σχεδόν πενήντα χρόνια μετά, ακούμε από τους κληρονόμους των χουνταίων να μας λένε με δημοκρατικό άλλοθι το «ναι, αλλά η χούντα έκανε έργα» ή «επί χούντας κοιμόμασταν με τα παράθυρα ανοιχτά». Πρόκειται για φαιδρά κλισέ που αποκρύπτουν σε ποιων τις πλάτες χτιζόταν αυτή η επίπλαστη ευμάρεια και ασφάλεια. Η Χούντα έκανε πράγματι έργα: Διευκόλυνε το εφοπλιστικό κεφάλαιο, ενίσχυε τους πάση φύσεως εργολάβους, επέκτεινε τα σκάνδαλα με ισχύ διαταγμάτων και επένδυσε σε μια χριστιανική-αρχαιοπρεπή κιτς αισθητική πάνω στην οποία χτίστηκαν τα σύγχρονα τουριστικά κάτεργα.
Την ίδια στιγμή, σε διεθνές επίπεδο, οι συνταγματάρχες φρόντιζαν να τα έχουν καλά με τις ΗΠΑ λειτουργώντας ως μαντρόσκυλο του ΝΑΤΟ στην περιοχή. Το πραξικόπημα του 1967 θεμελίωσε ένα καθεστώς το οποίο λειτουργούσε πρωτίστως υπέρ της ελληνικής αστικής τάξης λύνοντας τα αδιέξοδα που αντιμετώπιζε ο ελληνικός καπιταλισμός μέχρι τότε. Όμως παράλληλα εξυπηρετούσε τα συμφέροντα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στην περιοχή. Υπό τον φόβο του κομμουνιστικού κινδύνου, οι συνταγματάρχες που από τη δεκαετία του ’50 συνεργάζονταν με τις αμερικάνικες μυστικές υπηρεσίες, δήλωναν πιστοί στη δυτική συμμαχία, και ουδέποτε επιχείρησαν να χαράξουν μια πορεία κόντρα στις αμερικανικές επιδιώξεις, παρά τις πατριωτικές κορώνες τους.
Κοινωνία και επαναστατική Αριστερά
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες απαγόρευσης, επιτήρησης και φόβου, δημιουργείται ένα εκρηκτικό κοινωνικό δυναμικό, κυρίως στα αστικά κέντρα. Οι εργάτες βιώνουν στο πετσί τους την εκμετάλλευση και την καταπίεση και θέλουν να οργανωθούν. Η νεολαία στις μεγάλες πόλεις, αρχίζει να διαβάζει «παράνομα» βιβλία και να πολιτικοποιείται στη σκιά των περιπολικών. Στο αθηναϊκό αστικό περιβάλλον συγκεντρώνονται στις τσιμεντένιες πολυκατοικίες του κέντρου νέοι φοιτητές από την επαρχία, φτωχοί εργαζόμενοι και μαθητές που απλώς θέλουν να μακρύνουν τα μαλλιά τους. Την ίδια περίοδο, τα απόνερα του παγκόσμιου 1968 αρχίζουν να φτάνουν στη μουδιασμένη Ελλάδα. Η ροκ μουσική του ’60, τα μηνύματα ενάντια στο μιλιταρισμό και τον πόλεμο στο Βιετνάμ, το νεολαιίστικό ξέσπασμα στη Γαλλία, το εργατικό φθινόπωρο στην Ιταλία και οι αγώνες για δικαιώματα στις ΗΠΑ, φτάνουν ετεροχρονισμένα στην ελληνική επικράτεια, εξοπλίζοντας την εργατική τάξη και τη νεολαία πολύ σημαντικά.
Σε αυτό το περιβάλλον και πάνω σε αυτές τις βάσεις εισέρχεται στην κοινωνική και πολιτική αρένα η επαναστατική Αριστερά. Νέες οργανώσεις και ρεύματα, που είχαν ξεπηδήσει από το καζάνι του Μάη του ’68 και είχαν αποκοπεί από τη σοβιετική ορθοδοξία, μπήκαν δυναμικά στο προσκήνιο συνδεόμενα με τα πιο καταπιεσμένα τμήματα της κοινωνίας και επιδιώκοντας την πολιτική έκφραση των συνθημάτων τους. Τροτσκιστές, Μαοϊκοί, Γκεβαριστές, μεμονωμένα στελέχη της παραδοσιακής Αριστεράς και πλήθος άλλων ριζοσπαστών νεολαίων, αρχίζουν να αμφισβητούν τη διστακτικότητα της μαζικής Αριστεράς του ΚΚΕ και του ΚΚΕ εσωτερικού και εισάγουν στο κοινωνικό προσκήνιο πιο προωθημένα αιτήματα και αντιχουντικές πρακτικές. Χιλιάδες εργάτες, φοιτητές και μαθητές οργανώνονται παράνομα και αρχίζουν να διακινούν υλικό, να συζητούν, να πολιτικοποιούνται δυναμικά.
Το καθεστώς των συνταγματαρχών, έχοντας το μάτι του παντού, αντιλαμβανόταν την κατάσταση και την ισχνή κοινωνική αποδοχή του. Αυτός είναι και ο λόγος που προετοίμαζε τη φιλελευθεροποίησή του προκειμένου η ηγεσία του να εξασφαλίσει τη θέση της την επόμενη ημέρα. Σχεδίαζε δηλαδή τη ομαλή μετάβαση από τη δικτατορία σε μια σιδερόφρακτη αστική δημοκρατία με ταυτόχρονη εξασφάλιση του ατιμώρητου των πρωτεργατών του πραξικοπήματος. Σε αυτή τη λογική ως ένα βαθμό προσαρμόστηκαν και οι ηγεσίες των «επίσημων» και κυρίαρχων τμημάτων της Αριστεράς. Στις αρχές του 1973 το ΚΚΕ Εσωτερικού σκεφτόταν ακόμη και συμμετοχή στις χουντοεκλογές που ετοίμαζε ο Μαρκεζίνης, ενώ το ΚΚΕ συμμεριζόταν παρόμοιες αντιλήψεις χωρίς να επιδιώκει μια ανοιχτή σύγκρουση με το καθεστώς.
Εξέγερση
Η ιστορία έδειξε, όμως, ότι η νεολαία και ο κόσμος της εργασίας βρίσκονταν πολύ πιο μπροστά από τις ηγεσίες της Αριστεράς. Η κατάληψη της Νομικής το Φλεβάρη του 1973 και εν συνεχεία η κατάληψη του Πολυτεχνείου το Νοέμβρη, ανέδειξαν ότι η συντριβή της Χούντας ήταν ζήτημα εξέγερσης και κινητοποίησης των μαζών και όχι ζήτημα συμφωνίας από τα πάνω. Συνθήματα όπως «Κάτω η Χούντα», «Απεργία γενική», «Εργάτες-Αγρότες-Φοιτητές», «Κάτω το κεφάλαιο», «Λαϊκή εξουσία» γέμιζαν τους τοίχους του κέντρου της Αθήνας το Νοέμβρη του 1973. Ο φοιτητικός ξεσηκωμός αποτέλεσε τη σπίθα για την ανοιχτή και δημόσια εναντίωση στη Χούντα, όμως το εργατικό κίνημα που αγκάλιασε τις κινητοποιήσεις των φοιτητών εκείνες τις ημέρες ήταν αυτό που έδωσε άλλη βαρύτητα στις κινητοποιήσεις.
Την ώρα που η επίσημη Αριστερά φοβόταν τους «προβοκάτορες» μέσα στο Πολυτεχνείο, χιλιάδες εργάτες, αγρότες, μαθητές και φοιτητές έκλειναν όλη την Πατησίων, μοίραζαν προκηρύξεις, φώναζαν συνθήματα ενάντια στους δικτάτορες, το κεφάλαιο και τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Οι αγώνες του κόσμου είχαν ξεπεράσει τις δυνατότητες και τις προσδοκίες της παλιάς Αριστεράς. Ένας νέος ριζοσπαστισμός από τα κάτω έβαζε φωτιά στα θεμέλια ενός καθεστώτος που έδειχνε συμπαγές, αλλά δεν ήταν. Αυτός ήταν και ο λόγος που πάρθηκε η απόφαση της ωμής καταστολής της εξέγερσης του Πολυτεχνείου με τα τανκς, τις συλλήψεις, το ξύλο και τα βασανιστήρια αξημέρωτα της 17ης Νοέμβρη.
Όμως, παρά τη στρατιωτική ήττα, το Πολυτεχνείο δεν ηττήθηκε πολιτικά. Αντίθετα, κατέστησε σαφές ότι είχε ξεκινήσει η αρχή του τέλους του καθεστώτος του 1967, αλλά και η εμφάνιση ενός νέου μαζικού και δυναμικού κύματος ριζοσπαστισμού. Μπορεί η επίσημη ιστοριογραφία να θεωρεί ότι η Χούντα κατέρρευσε λόγω της «εθνικής προδοσίας στην Κύπρο» και όχι ότι ανατράπηκε λόγω της μαζικής δράσης των εργατών και των φοιτητών υπό το βάρος των γεγονότων του Πολυτεχνείου, όμως, είναι εγγεγραμμένο στη συλλογική μνήμη ότι η σύνδεση της Αριστεράς με τα πιο καταπιεσμένα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας, ήταν ο βασικός παράγοντας της ανατροπής του χουντικού καθεστώτος λίγους μήνες μετά.
Το Πολυτεχνείο σήμερα
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου αποτέλεσε το έναυσμα για το ξεδίπλωμα αγώνων δεκαετιών που ισχυροποίησαν τους από κάτω σε τεράστιο βαθμό. Δεν είναι τυχαίο ότι όλος ο σύγχρονος νεοφιλελεύθερος πολιτικός συρφετός τα βάζει με την περίφημη «μεταπολίτευση». Η μαζική είσοδος των μαζών στο πολιτικό και κοινωνικό προσκήνιο μετά την ανατροπή των συνταγματαρχών, αποτελεί μέχρι σήμερα μια κακή ανάμνηση για το αστικό πολιτικό κατεστημένο. Οι αγώνες της μεταπολίτευσης, μέσα από τις μαζικές εργατικές κινητοποιήσεις, τον εργοστασιακό συνδικαλισμό, τα γεμάτα φοιτητικά αμφιθέατρα σε συνελεύσεις, τις συγκρουσιακές πορείες, τις μαθητικές καταλήψεις και τη μαζικοποίηση της ριζοσπαστικής Αριστεράς, δημιούργησαν ένα περιβάλλον στο οποίο κανένας Άδωνις, κανένας Βορίδης, κανένας Βελόπουλος και κανένας Κασιδιάρης δεν θα είχε θέση.
Αυτός είναι και ο λόγος που η πορεία του Πολυτεχνείου, παρά την εθιμοτυπία που της αποδίδεται, αποτελεί διαχρονικά ένα σημείο αναφοράς για την εργατική τάξη και τη νεολαία, ακόμη και κάτω από τις πιο δύσκολες συνθήκες. Η διαδήλωση προς την αμερικάνικη πρεσβεία κάθε χρόνο στις 17 του Νοέμβρη συνδέεται με τα αιτήματα όλων εκείνων που ασφυκτιούν στο σύγχρονο καπιταλισμό, με τις μάχες που δίνονται στο σήμερα παίρνοντας τη σκυτάλη από το χθες. Ακόμη και πέρυσι, κάτω από τις πρωτοφανείς συνθήκες του καθολικού lockdown, ο κόσμος τηρώντας ευλαβικά τα μέτρα αυτοπροστασίας, βγήκε δυναμικά στο δρόμο θυμίζοντας ότι οι κοινωνικοί αγώνες ήταν, είναι και θα είναι εδώ. Και σε αυτό συνέβαλε καθοριστικά το αίμα του Νοέμβρη, ανοίγοντας ένα δρόμο, που τον κρατάνε ανοιχτό οι σόλες των παπουτσιών μας όσο πατάνε στην άσφαλτο η μία δίπλα στην άλλη.
Σήμερα, που η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιτίθεται απροκάλυπτα στα εργατικά δικαιώματα, που αφήνει στη μοίρα της τη δημόσια δωρεάν παιδεία, που δίνει λεφτά για φρεγάτες και πολεμικά αεροπλάνα τη στιγμή που τα νοσοκομεία καταρρέουν, που αδιαφορεί απέναντι στην κλιματική αλλαγή αφήνοντας τη χώρα να καεί και να πλημμυρίσει, και που κάνει πλάτες σε όλο τον ακροδεξιό εσμό και τον αστυνομικό του βραχίονα, η επέτειος του Πολυτεχνείου αποκτά αναβαθμισμένη αξία. Ο κόσμος της δουλειάς και η νεολαία πρέπει να βάλουν φρένο σε αυτή την πολιτική, χωρίς καμιά εμπιστοσύνη στη «χλωμή» αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ, στέλνοντας το μήνυμα ότι ήμασταν, είμαστε και θα είμαστε στα κινήματα και στους δρόμους μέχρι να ανατραπούν οι πολιτικές τους. Απλούστατα γιατί όπως λέει και το τραγούδι «Μας έμαθε πολλά το αίμα του Νοέμβρη».
Η εργατική συνέλευση
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Αντ. Νταβανέλου, «Νοέμβρης 1973»)
Από την πρώτη νύχτα της κατάληψης εκατοντάδες εργάτες βρέθηκαν μέσα στο Πολυτεχνείο. Με πρωτοβουλία αγωνιστών της Επαναστατικής Αριστεράς –με ιδιαίτερο ρόλο της οργάνωσης Σοσιαλιστική Επαναστατική Πάλη (ΣΕΠ), της ΟΚΔΕ και του Μαχητή– πραγματοποιήθηκε η πρώτη εργατική συνέλευση μέσα στο ΕΜΠ. Σαν βασικό της καθήκον έβαλε την απεύθυνση στα εργοστάσια και τα γιαπιά. Δημιούργησε μικτές επιτροπές από εργάτες και φοιτητές που με χιλιάδες προκηρύξεις, τρυκ και συνθήματα εξόρμησαν από τα χαράματα στους εργατικούς χώρους. Τα καλέσματά τους έπεφταν σε πρόσφορο έδαφος. Χιλιάδες εργάτες ανταποκρίθηκαν και μπήκαν σε κίνηση. Η παρουσία τους μέσα και γύρω από το ΕΜΠ ήταν ιδιαίτερα αισθητή όλη την Πέμπτη. Την Παρασκευή έγινε κυριολεκτικά συγκλονιστική.
Την Πέμπτη 16 Νοέμβρη πραγματοποιήθηκε η 2η εργατική συνέλευση μέσα στο Πολυτεχνείο. Πάνω από 500 εργάτες ενέκριναν διακήρυξη και εξέλεξαν αντιπροσώπους για τη Συντονιστική Επιτροπή.
[…]
«Το πρωί της Παρασκευής χιλιάδες εργάτες απευθύνονται στην εργατική επιτροπή κινητοποίησης, που εκπροσωπείται με δυο μέλη στη Σ.Ε., δηλώνοντας την πρόθεσή τους να κατέβουν σε απεργία και ζητώντας οδηγίες. Με τη μαζική είσοδο των οικοδόμων το πρωί της Παρασκευής, πληθαίνουν οι αποστολές ομάδων κινητοποίησης, που πια έχουν πάρει εντυπωσιακές διαστάσεις και συνδέουν το Πολυτεχνείο με δεκάδες χιλιάδων εργαζόμενους» (Στ. Λυγερός, σελ. 84).
Το απόγευμα της Παρασκευής γίνεται στο Πολυτεχνείο η τελευταία εργατική συνέλευση με τεράστια συμμετοχή. Οι εργάτες εγκρίνουν τον απολογισμό δουλειάς της επιτροπής και τη δεύτερη διακήρυξη.
[…]
Αξίζει να αναφερθούμε αναλυτικότερα στο σύνθημα της Γενικής Απεργίας. Το σύνθημα αυτό αποτέλεσε ένα σημείο αιχμής στην αντιπαράθεση ανάμεσα στη ρεφορμιστικής και την επαναστατική Αριστερά. «Το βράδυ της Πέμπτης ρίχτηκε το σύνθημα: “Γενική Απεργία”… Αντιπαρατάχθηκε και στην κάπως υπερβολική επιμονή των δικών μας για φοιτητικά μόνο αιτήματα. Πάντως το σύνθημα αυτό δημιούργησε συγχύσεις […]» (Έκθεση ΚΕ ΚΚΕ, σελ. 50).
Το σύνθημα αυτό έπεσε από τους συντρόφους που πρωτοστατούσαν στην εργατική συνέλευση, και στο φοιτητικό χώρο κύρια από την ΟΣΕ. Ακόμα και οι μαοϊκές οργανώσεις της άκρας Αριστεράς το υποτιμούσαν. Όμως, το σύνθημα της Γενικής Απεργίας είχε τεράστια σημασία. Έδινε στους εργάτες που κατέβαιναν στο Πολυτεχνείο συγκεκριμένα καθήκοντα σε σχέση με τους χώρους τους. Έδινε τη δυνατότητα εξάπλωσης της εξέγερσης και αποφασιστικής στήριξής της στην εργατική τάξη. Έδινε, τέλος, απάντηση στο ερώτημα της προοπτικής: Πώς πάμε παρακάτω; Πώς μπορεί να πέσει η χούντα;
Ακριβώς γι’ αυτό, το σύνθημα «Απεργία Γενική» είχε τεράστια απήχηση. Το ίδιο το ΚΚΕ ομολογεί: «(Το σύνθημα αυτό) παρ’ όλο που ανακλήθηκε εξακολουθούσε να επιδρά στις ενέργειες των εργαζομένων. Και είναι πολλοί που δεν πήγαν στις δουλειές τους, ή άλλοι που ακόμα και την Παρασκευή το πρωί, σταματούσαν τα λεωφορεία και κατέβαζαν τον κόσμο». (Έκθεση, σελ. 50).
Πρόκειται για μια μάλλον «σεμνή» περιγραφή του ενθουσιασμού που ξεσήκωναν στα γιαπιά και στα εργοστάσια οι σύντροφοι της Εργατικής Συνέλευσης, αλλά και του κόσμου στην Πατησίων που βροντοφώναζε: Απεργία Γενική!
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά