Με αφορμή τις συγκρούσεις στο Σάρλοτσβιλ των ΗΠΑ μια αναφορά στον αμερικανικό ναζισμό και στο πώς γεννήθηκε κι έχασε τη μάχη από το εργατικό κίνημα τη δεκαετία του ‘30

* "Τρικυμία", Σέξπιρ

Οι αμερικανοί ναζί που χτύπησαν την αντιφασιστική διαδήλωση στο Σάρλοτσβιλ, αφήνοντας πίσω τους νεκρούς και τραυματίες, δεν ήρθαν από το πουθενά. Είναι σάρκα από τη σάρκα της πιο “σκοτεινής” και συντηρητικής Αμερικής, ζυμωμένοι με το ρατσιστικό και φυλετικό μίσος που επιβιώνει ακόμα και σήμερα στον Νότο, ενάμιση και πλέον αιώνα μετά τον εμφύλιο πόλεμο. Πρόκειται για τον πόλεμο στον οποίο  συντρίφτηκαν στρατιωτικά οι νότιες Πολιτείες και αναγκάστηκαν να απελευθερώσουν τους μαύρους σκλάβους τους. Ο Ρόμπερτ Λη, επικεφαλής του στρατού των Νοτίων, φανατικός υποστηρικτής της δουλείας και των προνομίων των γαιοκτημόνων, υπήρξε έκτοτε η σημαία και το σύμβολο της “λευκής ανωτερότητας” για τον κάθε ρατσιστή. Η απομάκρυνση, λοιπόν, στον 21ο αιώνα του αγάλματος του “στρατηγού Λη” πυροδότησε τα αντανακλαστικά των επιγόνων του. Οι συγκρούσεις στο Σάρλοτσβιλ (πολιτεία της Βιρτζίνια) μεταξύ των νοσταλγών του ναζισμού και των αντιφασιστ(ρι)ών, ήρθαν να υπενθυμίσουν ότι όσο δεν ξεμπερδεύουμε με τις αιτίες που γεννούν τον φασισμό, αυτός παραμένει ένα εφιαλτικά ρεαλιστικό ενδεχόμενο.

Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι η νεκρανάσταση των ζόμπι του ναζισμού συμπίπτει με την προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ. Χτύπημα στα δικαιώματα και τις ελευθερίες, διάλυση των -όποιων- υπολειμμάτων του κοινωνικού κράτους, ισλαμοφοβία, σεξιστική ρητορεία, εθνικιστική έπαρση, κομπασμοί στρατιωτικής υπεροχής και ανοιχτή απειλή επέμβασης απέναντι σε Βόρεια Κορέα και Βενεζουέλα, οδήγησαν στο αναμενόμενο: Αναθάρρηση των αμερικανών ναζί και επανεμφάνισή τους στον δρόμο. Στην αρχή στήριξαν ανοιχτά τις συγκεντρώσεις της δεξιάς υπέρ του Τραμπ και τις επιθέσεις ενάντια σε διαδηλώσεις της αριστεράς. Μετά ήρθε η ώρα για τη δική τους αυτόνομη παρουσία, όπως στη Βιρτζίνια, με το χαρακτηριστικό τίτλο “Unite the Right” (“Ενώστε τη Δεξιά”).          

Ο αμερικανικός ναζισμός, γέννημα-θρέμμα της δεκαετίας του ’30, αναμετρήθηκε με την αμερικάνικη εργατική τάξη και τα συνδικάτα σε μια σειρά άγριες συγκρούσεις στον δρόμο και προσπάθησε να αποτελέσει το μαχητικό στήριγμα της εργοδοσίας, των απεργοσπαστικών οργανώσεων και της αστυνομίας. Οι αμερικανοί ναζί απέτυχαν και στρατιωτικά και πολιτικά σε αυτές τις μάχες, και έτσι δεν εξελίχθηκαν ποτέ σε σοβαρή απειλή για το εργατικό κίνημα, ανάλογη με τους ομοϊδεάτες τους στην Ευρώπη. Η αναδρομή στις μάχες που έδωσε η αμερικάνικη εργατική τάξη κατά τη δεκαετία του ’30 και ιδιαίτερα στο πώς έφραξε το δρόμο στους φασίστες παραμένει κρίσιμη για τις μάχες του σήμερα -και όχι μόνο για τις ΗΠΑ.   

Φασισμός στην Αμερική του ’30

Is there anything left to us but to organize and fight?

For the union makes us strong*

«Όταν θα απλώσετε τα χέρια σας …. να αρπάξετε τα παλάτια μας και τη χρυσωμένη μας άνεση, θα σας δείξουμε τι σημαίνει δύναμη. Θα απαντήσουμε με οβίδες και ριπές πολυβόλων. Θα λιώσουμε εσάς τους επαναστάτες κάτω από τη φτέρνα μας και θα περπατήσουμε πάνω στα πρόσωπά σας».

“Η Σιδερένια Φτέρνα” – Τζάκ Λόντον (1907)

Το προφητικό βιβλίο του αμερικανού Τζ. Λόντον έμελλε να περιγράψει με μαθηματική ακρίβεια το φασιστικό κίνημα: για ποιο λόγο και πώς συγκροτείται και εξαπλώνεται, τη στήριξη που απολαμβάνει από τους αστούς και τη λυσσασμένη τους αντίδραση απέναντι σε ό,τι επιχειρεί να το φρενάρει.   

Τα συστατικά του φασισμού είναι πάντα και παντού τα ίδια, σχεδόν απαράλλαχτα: φτώχεια, απελπισία, απογοήτευση από το εργατικό κίνημα, αδυναμία της αριστεράς να ανταποκριθεί στο ύψος των καθηκόντων που της αναλογούν.  

Σε ποιες συνθήκες, όμως, αρχίζει να κάνει την εμφάνισή του ο φασισμός στην Αμερική;

Σε μια Αμερική που παραληρούσε με το εμβληματικά ρατσιστικό φιλμ, “Η Γέννηση ενός Έθνους”, όπου οι μαύροι του Νότου παρουσιάζονταν σαν τέρατα που θέλουν να κατασπαράξουν τον πολιτισμό των λευκών.

Σε μια Αμερική με βαθιά ριζωμένο τον εθνικισμό ήδη από τα χρόνια του Αμερικανικού Εμφυλίου: “Μία χώρα! Μία γλώσσα! Μία σημαία!”.

Σε μια Αμερική που εισήγαγε στον κόσμο την έννοια του “λυντσαρίσματος” ανάγοντας τις ρατσιστικές επιθέσεις εναντίων των μαύρων πολιτών της σε δημόσιο θέαμα με εκατοντάδες συμμετέχοντες. Δεν ήταν ένα αξιοκατάκριτο περιστατικό λίγων φανατικών, αλλά μια ευρύτατα αποδεκτή πρακτική, όπου εμπλεκόταν ολόκληρη η τοπική κοινωνία. Μια Αμερική που πουλούσε για 50 σεντς καρτ ποστάλ, με τα παιδάκια της να ποζάρουν δίπλα στα άψυχα κορμιά μαύρων, που κρέμονταν από τα δέντρα σαν “περίεργα φρούτα”.  

Σε μια Αμερική που στην πραγματικότητα νομιμοποιούσε τη δράση της Κου Κλουξ Κλαν, η οποία ήδη το 1924 αριθμούσε 4,5 εκατομμύρια μέλη, με το 20% των λευκών ανδρών του Νότου να δηλώνουν περήφανα την ένταξή τους σε αυτήν. Σε μια Αμερική, που ανεχόταν μια ρατσιστική οργάνωση πανεθνικής εμβέλειας με ιδεολογία αρκετά κοντινή με την ιδεολογία των ναζί. Ένιωθε σαν καθήκον να σώσει την χώρα από “το χάος και την αναρχία των Νέγρων”, να διαφυλάξει την τάξη και τις παραδοσιακές “αμερικανικές αξίες” και μιλούσε ανοιχτά κατά των εβραίων, των καθολικών, των μεταναστών, των κομμουνιστών, των άθεων, των ομοφυλόφιλων.

Σε μια Αμερική που δεν σοκαρίστηκε με την είδηση του φυλετικού διαχωρισμού των εβραίων στη Γερμανία ή της δίωξης των κομμουνιστών ή της διάλυσης των εργατικών συνδικάτων. Οι διακρίσεις, ο αποκλεισμός, η στέρηση δικαιωμάτων από συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών ήταν εξαιρετικά οικεία για την αμερικανική νοοτροπία και πρακτική.

Σε μια Αμερική όπου ήδη από το 1919 έκανε λόγο για την Κόκκινη Απειλή και την συνδύαζε με την ταχύτατη ανάπτυξη των εργατικών συνδικάτων και την αναγνώριση της δράσης τους από μεγάλα τμήματα του εργατικού πληθυσμού.

Σε μια Αμερική που δεν δεχόταν ότι οι άνθρωποι είναι τα προϊόντα του κοινωνικού τους περιβάλλοντος και μια σειρά από προγράμματα ευγονικής χρηματοδοτούνταν από πάμπλουτους καθ’ όλα ευυπόληπτους αμερικανούς, όπως ο Άντριου Κάρνεγκι και ο Τζων Ροκφέλλερ. Η προσπάθεια αποσκοπούσε στο να «διορθωθούν» τα προβλήματα γενετικής με υποχρεωτικές στειρώσεις φυλακισμένων, άπορων και ψυχικά ασθενών. Στόχος: η διατήρηση της φυλετικής καθαρότητας του αμερικανικού έθνους.

Σε μια τέτοια Αμερική ο φασισμός μπορούσε να βγάλει ρίζες και να απλωθεί. Έγινε όμως έτσι;

Ο σκοτεινός ρόλος του κυρίου Φορντ και άλλων

Τόσο τα φασιστικά καθεστώτα στην Ευρώπη όσο και οι φασιστικές οργανώσεις στις ΗΠΑ ενισχύθηκαν και χρηματοδοτήθηκαν από μια κλίκα αμερικανών επιχειρηματιών. Φορντ, Χήρστ, Ροκφέλλερ, Τζόζεφ Κέννεντυ, Standard Oil, Coca Cola, General Motors, General Electric, National City Bank υποστήριξαν ανοιχτά τον φασισμό ως την καλύτερη εναλλακτική λύση απέναντι στην εξάπλωση του κομμουνισμού. Ιδιαίτερα μάλιστα η σχέση του Χηρστ με τους Ναζί το 1934 εξελίχθηκε σε κρίσιμο παράγοντα για την εξάπλωση της αντικομμουνιστικής προπαγάνδας μέσα από τον αμερικανικό Τύπο, σε μια προσπάθεια να διευρύνει τη συμπάθεια των αμερικανών για τον φασισμό, εξιδανικεύοντάς τον.

Ο Φορντ, από την άλλη πλευρά, ένας ορκισμένος εχθρός των συνδικάτων και της οργανωμένης εργατικής τάξης, στην προσπάθειά του να χτυπήσει τον συνδικαλισμό στα εργοστάσια, καθιέρωσε την εβδομάδα των 5 ημερών, με 8 ώρες δουλειάς και 5 δολάρια μεροκάματο, σε μια εποχή που το μέσο μεροκάματο στις αυτοκινητοβιομηχανίες ήταν 2,5 δολάρια. Η προϋπόθεση για την πρόσληψη (με τον “προνομιακό” μισθό των 5 δολαρίων) ήταν η έγγραφη βεβαίωση από τους εργαζόμενους ότι δεν πρόκειται να ενταχτούν ποτέ σε κάποιο συνδικάτο. Την ίδια στιγμή ο Φορντ διακήρυττε με πάθος το αντισημιτικό του μένος: “Το μόνο αντίδοτο στην επιρροή των εβραίων είναι η επιστροφή στην περηφάνια της φυλής”.  

Πότε κάνουν την εμφάνισή τους οι φασίστες στην Αμερική;

Όταν αναφερόμαστε σε φασιστικό κίνδυνο στις ΗΠΑ, προσανατολιζόμαστε στα τέλη της δεκαετίας του ’30, οπότε και αρχίζουν να γίνονται ορατοί στους δρόμους ως άμεσος κίνδυνος. Και πριν από αυτό το χρονικό σημείο όμως, οι εξαθλιωμένοι εργάτες και αγρότες, οι λούμπεν και οι μικροαστοί, που ένιωθαν να συνθλίβονται ανάμεσα στο μεγάλο κεφάλαιο και τη βιομηχανική εργατική τάξη, έβρισκαν το ρόλο τους μέσα σε συμμορίες που δρούσαν γκανγκστερικά, συμμετέχοντας σε οργανωμένες επιθέσεις σε συνδικαλιστές, γραφεία σωματείων, κομμουνιστές.   

Από την πλευρά του εργατικού κινήματος και της αριστεράς είχε κατανοηθεί εγκαίρως ότι δεν έπρεπε να υποτιμηθεί ο μικρός αριθμός ή ο τοπικός χαρακτήρας των φασιστικών οργανώσεων. Ένα φασιστικό ρεύμα από τα κάτω θα μπορούσε να εξαπλωθεί ραγδαία μέσα σε ελάχιστα χρόνια, όπως συνέβη σε Ιταλία και Γερμανία, όπου οι φασίστες από μια περιθωριακή πολιτική δύναμη έφτασαν να καταλάβουν την εξουσία.

Η αμερικανική αριστερά (το ΚΚ, το Σοσιαλιστικό Κόμμα και οι Τροτσκιστές του SWP) κινητοποίησαν χιλιάδες μέλη στον αντιφασιστικό αγώνα κάνοντας έκκληση στα σωματεία να είναι σε επαγρύπνηση ενάντια στο φασιστικό κίνδυνο. “Δώσαμε αίμα και μάρτυρες για να χτίσουμε αυτά τα σωματεία. Θα τα υπερασπιστούμε μέχρι θανάτου”. Και πράγματι το έκαναν, δείχνοντας με τον τρόπο αυτό οι ηγέτες του SWP ότι αξιολογούσαν ως ιδιαίτερα σοβαρή τη φασιστική απειλή. 

1934: το εργατικό κίνημα σε πρωταγωνιστικό ρόλο

Μια σειρά πολύ επιθετικές, καλά οργανωμένες και υποδειγματικά περιφρουρημένες απεργίες συντάραξαν την αμερικανική βιομηχανία και άλλαξαν τον τρόπο δράσης των εργατών, με την οργάνωση επιτροπών εργατών και ανέργων και την οργάνωση ομάδων αυτοάμυνας. Το 1934 θα μπορούσε να χαρακτηριστεί  ως η χρονιά του Τολέδο (απεργία στην Auto-Lite), της Μινεάπολις (απεργία των Τήμστερς – των οδηγών φορτηγών) και του Σαν Φρανσίσκο (λιμενεργάτες). Είναι η χρονιά που δόθηκε η μάχη από τη βάση των συνδικάτων, συχνά σε κόντρα με τις συνδικαλιστικές ηγεσίες. Ένας από τους παράγοντες που έκριναν την έκβαση και των τριών απεργιών ήταν το γεγονός ότι στην καθοδήγηση βρίσκονταν έντονα ριζοσπαστικοποιημένοι εργάτες και επαναστάτες.

Οι απεργοί δεν είχαν να αντιμετωπίσουν μόνο την εργοδοτική καταστολή. Οι οργανωμένοι και πληρωμένοι απεργοσπάστες της εταιρείας Πίνκερτον και οι περιφερόμενες συμμορίες λούμπεν, οι “βοηθοί” (deputies), οι τραμπούκοι δηλαδή που τους είχαν ανατεθεί προσωρινά αστυνομικά καθήκοντα, χτυπούσαν από κοινού με την αστυνομία σε μια συντονισμένη προσπάθεια να σπάσουν τις απεργίες. Απειλές, ξυλοδαρμοί, εκβιασμοί, σπασμένα πόδια γυναικών, που αφήνονταν λιπόθυμες στα πεζοδρόμια, δολοφονίες. “Η ραχοκοκαλιά του φασισμού στην Αμερική θα είναι τα gangs, οι ένοπλες συμμορίες που χρησιμοποιούν τα αφεντικά απέναντι στους εργάτες”, προειδοποιούσε ο Τρότσκι και ήρθε η ιστορία να τον δικαιώσει. 

Τολέδο: Η απεργία ξεκίνησε από μια μικρή μειοψηφία εργατών, όμως οι απεργιακές φρουρές άρχισαν να ενισχύονταν με εθελοντές ανέργους, που δύο χρόνια πριν είχαν οργανωθεί σε επιτροπές. Η απεργία έγινε υπόθεση όλων των εργατών της περιοχής, που άφηναν τις δουλειές τους για να ενισχύσουν την περιφρούρηση των απεργών και των ανέργων φτάνοντας κάποια στιγμή τις 10.000. Χρησιμοποιούσαν πέτρες, τούβλα, σφεντόνες από λάστιχα, και έδιναν μάχες -κυριολεκτικά- σώμα με σώμα για να ανακαταλάβουν το εργοστάσιο από τους απεργοσπάστες που είχαν κλειστεί μέσα. Χρειάστηκε η συνδρομή της Εθνοφρουράς, ο τραυματισμός εκατοντάδων και η δολοφονία δύο εργατών για να φτάσουμε στην αποφασιστική στιγμή που το Εργατικό Κέντρο του Τολέδο απείλησε ότι θα κηρύξει γενική απεργία σε ένδειξη συμπαράστασης, έχοντας την στήριξη 83 πρωτοβάθμιων σωματείων. Η εργοδοσία δεν είχε άλλο δρόμο από τη συνθηκολόγηση και την υποχώρηση στα αιτήματα των απεργών. Οι τραμπούκοι ξανακλείστηκαν στους υπονόμους τους.

Μινεάπολις (ή αλλιώς το θρυλικό Παράρτημα 574 των Τήμστερς): Εδώ το εργατικό κίνημα έπρεπε να αντιμετωπίσει -παράλληλα με την αστυνομία και την Εθνοφρουρά- και την αντίδραση των τραμπούκων της Συμμαχίας Πολιτών (Citizens Alliance), μιας ένωσης εργοδοτών με ημι-φασιστικά χαρακτηριστικά, που προσπαθούσε με κάθε τρόπο να διαλύσει τα συνδικάτα στην περιοχή, σπάζοντας τις απεργίες με ωμή και απροκάλυπτη βία. 

Οι απεργοί είχαν οργανώσει δικά τους νοσοκομεία με αλληλέγγυους γιατρούς και νοσηλευτές, μαζικά συσσίτια με τη συμπαράσταση του σωματείου Μαγείρων και Σερβιτόρων, έβγαζαν καθημερινά απεργιακό φύλλο, είχαν απεργιακό ταμείο, περιφρουρούσαν τους δρόμους της πόλης. Το καινούριο στοιχείο ήταν η τακτική της “κινητής απεργιακής φρουράς”. Οι απεργιακές φρουρές αντί να μένουν σταθερές στα σημεία που έπρεπε να προστατεύουν, γυρνούσαν την πόλη με φορτηγά, ψάχνοντας -στην κυριολεξία- τα απεργοσπαστικά φορτηγά και τις ένοπλες ομάδες των τραμπούκων. Σύμφωνα με μαρτυρία εκείνης της εποχής: “Το συνδικάτο είχε αντιμετωπίσει στα ίσα την εκπαιδευμένη γι’ αυτές τις περιστάσεις αστυνομία και ούτε ένα απεργοσπαστικό φορτηγό δεν κινήθηκε”. Είναι χαρακτηριστικό το πρωτοσέλιδο του Northwest Organizer, της εφημερίδας των Τήμστερς: “Στη δολοφονική δράση των φασιστών οι Τήμστερς απαντούν με ομάδες αυτοάμυνας του Σωματείου” και καλούσαν παράλληλα και άλλα σωματεία να οργανώσουν κάτι ανάλογο. Στην προσπάθεια να συντονιστούν καλύτερα οι ενέργειες των εργατών είχε δημιουργηθεί άτυπα ένα δίκτυο υποστηρικτών της αντιφασιστικής δράσης, που συγκέντρωνε πληροφορίες σχετικά με τη δράση των φασιστών. Για το σπάσιμο της απεργίας επιστρατεύτηκαν τα μεγάλα μέσα με την κήρυξη στρατιωτικού νόμου στην περιοχή, την έφοδο στα γραφεία του συνδικάτου και τις συλλήψεις των μελών του. Είναι η στιγμή που πέφτουν οι μάσκες του “προοδευτικού” κυβερνήτη Όλσον, “φίλου των εργατών” ή της ηγεσίας της AFL (της αντίστοιχης ΓΣΕΕ των ΗΠΑ), που χρησιμοποίησε κάθε μέσο για να υπονομεύσει την απεργία αρνούμενη την οποιαδήποτε στήριξη και καταγγέλλοντάς την. Ευτυχώς η εργατική ιστορία γράφεται και χωρίς την πένα των συνδικαλιστικών ηγεσιών.

Σαν Φρανσίσκο: Το σενάριο επαναλήφθηκε για άλλη μια φορά. Χιλιάδες λιμενεργάτες αποφασισμένοι να διεκδικήσουν αυτό που θεωρούν ότι τους ανήκει, με το ΚΚ ΗΠΑ αυτή τη φορά να ηγείται και να οργανώνει έναν υποδειγματικό απεργιακό αγώνα σε αντιπαράθεση με την AFL. Η βάση αποκτώντας τον απόλυτο έλεγχο εκλέγει μια απεργιακή επιτροπή και όλος ο απεργιακός αγώνας περνά πλέον στα χέρια της. Μέσα σε δύο μήνες έχουν κλείσει όλα τα λιμάνια του Ειρηνικού. Δεκάδες συνδικάτα (ναυτεργάτες, οδηγοί φορτηγών) σπεύδουν σε αλληλεγγύη στηρίζοντας την απεργία. Οι εργοδότες μανιασμένοι από την αντίδραση των εργατών και χάνοντας καθημερινά τεράστια κέρδη από το κλείσιμο των λιμανιών, δεν δέχονται ούτε καν τη μεσολάβηση του Ρούζβελτ για να βρεθεί μια “συμβιβαστική λύση”. Όσο κλιμακώνεται ο απεργιακός αγώνας με συγκρούσεις, τραυματίες και νεκρούς, αρχίζει και η παράλληλη δράση συμμοριών “αγανακτισμένων πολιτών” με επιθέσεις κυρίως στα γραφεία και τα μέλη του ΚΚ, με ξυλοδαρμούς, συλλήψεις των θυμάτων, ποινική δίωξη των εργατών για αλητεία με εξοντωτικά πρόστιμα χιλιάδων δολαρίων και την αμερικανική κοινωνία να ενθαρρύνει καθώς “μπαίνει επιτέλους μια τάξη και τσακίζονται οι κόκκινοι”. Δυστυχώς γι’ αυτούς, η τάξη δεν επιβλήθηκε ποτέ στο Σαν Φρανσίσκο, η απεργία νίκησε, οι εργάτες δικαιώθηκαν, ενώ οι “κόκκινοι” παρά τις άγριες επιθέσεις άντεξαν, διπλασίασαν τα μέλη τους, δυνάμωσαν το συνδικάτο και έδειξαν πώς κερδίζονται οι αγώνες κόντρα σε κυβερνήσεις, στρατούς και πληρωμένους φασίστες.     

Επανεμφάνιση του φασισμού

Οι μεγάλες νίκες, ωστόσο, στις απεργίες του 1934 δεν κλιμακώθηκαν. Το κίνημα ακολούθησε πτωτική τάση, υποχώρηση και αποσυσπείρωση των εργατικών σωματείων. Στα τέλη της δεκαετίας του ’30 με την ανεργία στα επίπεδα προ του 1933, την ξεκάθαρη δεξιά στροφή στην πολιτική της αμερικανικής κυβέρνησης και το έντονο κύμα αντικομμουνισμού και αντισημιτισμού, η επανεμφάνιση του φασισμού ήρθε σαν φυσική και άμεση συνέπεια. Η ιδεολογική σύγχυση, η απελπισία λόγω της οικονομικής κρίσης και το τυφλό ρατσιστικό μίσος που έθρεψε γενιές αμερικανών, σε συνδυασμό με τις νίκες του Φράνκο και του Χίτλερ στην Ευρώπη συνέθεσαν ένα εκρηκτικό μείγμα.

Η πιο γνωστή και καλά οργανωμένη φασιστική δύναμη που εμφανίζεται στα τέλη της δεκαετίας του ’30 είναι η ΓερμανοΑμερικανική Μπουντ, που διαδέχτηκε την οργάνωση Φίλοι της Νέας Γερμανίας, με στρατιωτική δομή προσαρμοσμένη στα πρότυπα των ναζί. Με ηγέτη της τον Fritz Kuhn, μέλος του ναζιστικού γερμανικού κόμματος, οργάνωσε το 1939 μια συγκέντρωση 20.000 φασιστών στο πιο κεντρικό σημείο του Μανχάταν, υπό την προστασία της αστυνομίας. Σοκαριστικό, αν σκεφτεί κανείς ότι βρισκόμαστε στη μεγαλύτερη πόλη των ΗΠΑ, με την πολυπληθέστερη εβραϊκή κοινότητα παγκοσμίως.

Παράλληλα με τις ξεκάθαρα φασιστικές γκρούπες, όπως ήταν η Αμερικανική Λεγεώνα που συνδέονταν άμεσα με τους φασίστες στην Ιταλία του Μουσολίνι, παρόμοια ή και περισσότερο απειλητικό στους δρόμους εμφανιζόταν το Χριστιανικό Μέτωπο, με ηγέτη τον ιερέα Charles Coughlin. Ο Coughlin πυροδοτούσε μέσα από την ραδιοφωνική εκπομπή του τα ρατσιστικά αντανακλαστικά εκατομμυρίων ακροατών του και τη συνέχεια αναλάμβαναν οι νέοι του Χριστιανικού Μετώπου με ανοιχτές επιθέσεις στους δρόμους της Βοστόνης και της Νέας Υόρκης, της πιο “αριστερής” πόλης των ΗΠΑ.  

Οι Silver Shirts με ηγέτη τον William Dudley Pelley, με 15.000 μέλη και δική τους εφημερίδα, έβρισκαν υποστήριξη στα στρώματα των συνταξιούχων επιχειρηματιών της μεσαίας τάξης και στους ειδικευμένους εργάτες, που βρίσκονταν σε απόγνωση βλέποντας τις ζωές τους να καταστρέφονται ήδη από τα χρόνια της Μεγάλης Ύφεσης. Σε πολλές περιοχές των ΗΠΑ η δράση τους επικαλύπτονταν από την αντίστοιχη της παραδοσιακής ακροδεξιάς οργάνωσης της Κου Κλουξ Κλαν.

Τα απομεινάρια της Κου Κλουξ Κλαν σχηματίζουν κατά τη δεκαετία του ’30 τη Μαύρη Λεγεώνα, που ήταν μεγαλύτερη, με 7 εκατομμύρια μέλη πανεθνικά και πιο επιθετική. Κύριος στόχος της η υπεράσπιση της λευκής, “καθαρής”, προτεσταντικής Αμερικής, ενώ η δράση τους περιλάμβανε λυντσαρίσματα, απαγωγές, πυροβολισμούς, μαστιγώματα, δολοφονίες. Χρηματοδοτούνταν άμεσα από επιχειρηματίες. Έμπαιναν στα σωματεία με σκοπό να τα διαλύσουν, εκτόξευαν απειλές στους συνδικαλιστές, ενώ συμμετείχαν στο Στρατό  και στην Εθνοφρουρά.

“Στο Λευκό Οίκο έχουμε έναν φίλο”

Το Νιου Ντηλ του Ρούζβελτ παρείχε πράγματι κάποιες συνδικαλιστικές ελευθερίες, που έδωσαν άλλη ώθηση στην ανάπτυξη του εργατικού κινήματος. Ωστόσο, δεν ήταν παρά το αποτέλεσμα της οργανωμένης δράσης των εργατών. Οι απρόθυμες αυτές παραχωρήσεις προέρχονταν από την προσπάθεια του Ρούζβελτ να βγάλει την Αμερική από το τέλμα της Ύφεσης, κυρίως όμως να προλάβει τα χειρότερα, δηλαδή την εργατική αντίδραση και την κλιμάκωση των ταραχών.   

Εάν έδειξε κάτι ο αντιφασιστικός αγώνας στις ΗΠΑ αυτό είναι ότι το οριστικό ξερίζωμα του φασισμού δεν μπορεί ποτέ να είναι θεσμική υπόθεση και να εξαρτάται από την αγαθή προαίρεση μιας αστικής κυβέρνησης.

Οι τραμπούκοι ιδίως στις μεγάλες απεργίες της χρονιάς-σταθμού (1934) αντιμετωπίστηκαν επιτυχώς όχι από την κρατική αστυνομία, αλλά από το εργατικό κίνημα. Η λύση δεν ήρθε ούτε από τις τοπικές αρχές ούτε από την κυβέρνηση Ρούζβελτ. Ένας από τους συνδικαλιστές ανέφερε χαρακτηριστικά: “Πολλοί από εμάς δεν καταλάβαιναν, δεν κατανοούσαν πλήρως το ρόλο της κυβέρνησης σε μια σύγκρουση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία. Πολλοί από εμάς δεν καταλάβαιναν αυτό που καταλαβαίνουμε τώρα: ότι η κυβέρνηση προστατεύει τους ισχυρούς κι όχι τους αδύνατους, κι ότι λειτουργεί υπό την πίεση και ικανοποιεί εκείνη την ομάδα που είναι αρκετά ισχυρή ώστε να επικρατήσει… ξέρουμε τώρα ότι θα ήμαστε αφελείς αν στηριζόμαστε στη δύναμη της κυβέρνησης για να μας προστατεύσει”. Οι τοπικοί κυβερνήτες στο Τολέδο, τη Μινεάπολις και το Σαν Φρανσίσκο, όταν ήρθαν αντιμέτωποι με την ανυποχώρητη στάση των απεργών, έσπευσαν να κηρύξουν στρατιωτικό νόμο και να καλέσουν την Εθνοφρουρά, που αποτελούνταν από λευκούς αμερικανούς, εθνικιστές και μικροαστούς που έβλεπαν απειλητικά τη δράση της εργατικής τάξης.       

Στη φασιστική συγκέντρωση της Μπουντ το 1939 στο Μανχάταν ο κεντρικός ομιλητής τους δε θα μπορούσε να είναι πιο εύγλωττος: “Οργανώνουμε τη συγκέντρωσή μας με τη βοήθεια της αστυνομίας. Η αστυνομία ξέρει πολύ καλά πως κάποια μέρα θα χρειαστούν τη δική μας βοήθεια και αυτός είναι και ο λόγος που έρχεται να μας προστατεύσει σήμερα”. Το ηχηρό και ξεκάθαρο μήνυμα, ωστόσο, ήρθε από την αντισυγκέντρωση 100.000-200.000 αντιφασιστών, που οργάνωσε το SWP, γεγονός που απέτρεψε τους φασίστες να επιχειρήσουν κάτι ανάλογο στο μέλλον.

Αντί επιλόγου…

Το θετικό είναι ότι στις ΗΠΑ ο φασισμός δεν διεκδίκησε ποτέ στα σοβαρά την κατάληψη της εξουσίας. Όταν επιχείρησε να αποκτήσει μια αυτονομία, είδε να ορθώνεται απέναντί του ένα εργατικό κίνημα στις καλύτερες και πιο δυνατές στιγμές του. Παρά το μεγάλο αριθμό φασιστικών οργανώσεων, καμία από αυτές δεν έφθασε ποτέ στην πολιτική υπέρβαση και δεν μπόρεσε να απειλήσει την αστική δημοκρατία.

Ενώ το εργατικό κίνημα αμύνθηκε, δεν μπόρεσε ωστόσο να ξεριζώσει τις αιτίες που γεννούν τον φασισμό. Ο αποφασιστικός παράγοντας που έλειψε στην Αμερική τη δεκαετία του ’30 ήταν μια επαναστατική οργάνωση ικανή να επηρεάσει την πορεία της ταξικής πάλης και να ξεμπερδέψει μια για πάντα με το φασιστικό φαινόμενο. Το ΚΚ ΗΠΑ είχε το ικανό εκείνο μέγεθος (σχεδόν 100.000 μέλη), είχε ωστόσο από καιρό πάψει να είναι επαναστατικό. Στα τέλη της κρίσιμης δεκαετίας του ’30 πολλά μέλη το εγκατέλειψαν μέσα σε απόλυτη σύγχυση για την υπογραφή του συμφώνου Στάλιν-Χίτλερ. Πολλοί μαύροι εργάτες αποχώρησαν μη μπορώντας πλέον να υποστηρίξουν ιδεολογικά τη συμμαχία με το μεγαλύτερο παγκοσμίως ρατσιστικό κόμμα.      

Οι μικρότερες αριστερές οργανώσεις όσο γερές βάσεις κι αν είχαν σε κάποια εργατικά συνδικάτα, δεν είχαν την κρίσιμη εκείνη μάζα για να κάνουν τη διαφορά. Οι τροτσκιστές του SWP, που ήταν η μεγαλύτερη οργάνωση, αριθμούσε μόλις 1.500 μέλη.

Υπάρχει η εκτίμηση ότι εάν το ΚΚ ΗΠΑ είχε εγκαίρως αποβάλλει τις αυταπάτες για τον προοδευτικό ρόλο του Ρούζβελτ και εάν οι απεργίες είχαν κλιμακωθεί αντί να υποχωρήσουν από το 1937 και μετά, η δεκαετία που έχει χαρακτηριστεί ως η δεκαετία της Ύφεσης θα μπορούσε να λήξει νικηφόρα και για το εργατικό κίνημα και για την εξάλειψη του φασιστικού κινδύνου.

Όσο παραμένουν ανέγγιχτες οι πραγματικές γενεσιουργές αιτίες, ο φασισμός θα παραμένει μια ανοιχτή απειλή. Είναι στο χέρι μας ως αριστερά και ως εργατικό κίνημα να επιβεβαιώσουμε τους χειρότερους φόβους αμερικανού γερουσιαστή, που προειδοποιούσε ήδη από το 1935: “Έχετε δει τις απεργίες στο Τολέδο. Έχετε δει τη Μινεάπολις, το Σαν Φρανσίσκο και κάποιες ακόμη απεργίες στο Νότο. Αλλά δεν έχετε δει ακόμα να ανοίγουν οι πύλες της κολάσεως και αυτό είναι που μέλλει να συμβεί από δω και πέρα”.      

*Στίχοι από το κλασικό εργατικό αμερικανικό τραγούδι “Solidarity forever

Βιβλιογραφία

1. Newsinger J., Η αμερικάνικη εργατική τάξη τη δεκαετία του’30, Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο, Αθήνα, 2013

2. Allen J., “The Rise of the ‘Ratzis’”, Socialist Worker, 2013, http://socialistworker.org/2013/11/19/the-rise-of-the-ratzis

3. Allen J., “It Can’t Happen Here? Confronting the fascist threat in the United States in the 1930s”, International Socialist Review, 2011

http://isreview.org/issue/85/it-cant-happen-here

4. Lucia D., “The Unemployed movement in the 1930s – Bringing misery out of hiding”, International Socialist Review, 2011 

http://isreview.org/issue/71/unemployed-movements-1930s

5. Price R.G., “Fascism Part II: The Rise of American Fascism”, 2004

http://rationalrevolution.net/articles/rise_of_american_fascism.htm

6. Smith Sh., “The 1930’: Turning Point for US Labor”, International Socialist Review, 2002 http://www.isreview.org/issues/25/The_1930s.shtml

Ετικέτες