Ψηλά στην ατζέντα της πολιτικής επικαιρότητας βρίσκεται η λίστα Λαγκάρντ. Στο επίκεντρο της συζήτησης είναι το ερώτημα εάν εκτός από τον Γ. Παπακωσταντίνου –τον οποίο παραπέμπει η πλειοψηφία– θα οδηγηθεί σε προανακριτική επιτροπή και ο Β. Βενιζέλος –όπως προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Σε μεγάλο τμήμα της κοινής γνώμης σχηματίζεται η εντύπωση πως αυτή η υπόθεση περιέχει μέσα της κάτι από… κάθαρση. Την πιθανότητα να τιμωρηθεί κάποιος ή κάποιοι πολιτικοί και στο πρόσωπό τους το ίδιο το πολιτικό σύστημα για τη «μνημονιακή» καταστροφή που βιώνει η κοινωνική πλειοψηφία.
Πίσω από το θόρυβο για τη λίστα και την, όχι αναίτια, στοχοποίηση των συγκεκριμένων προσώπων, η ίδια η διαχείριση της υπόθεσης αυτής από το πολιτικό σύστημα και τα ΜΜΕ αποκρύπτει επιμελώς από τα μάτια της κοινωνίας όλη την ουσία. Η υπόθεση αναδεικνύει εξ αντικειμένου τη διαπλοκή και τη σύνδεση του πολιτικού συστήματος με τα οικονομικά συμφέροντα και αυτό είναι ένα σημείο απ’ όπου θα μπορούσε να ξεκινήσει το ξετύλιγμα του κουβαριού, η αποκάλυψη του μεγάλου σκανδάλου, της λειτουργίας δηλαδή του συστήματος γενικά και συγκεκριμένα μέσα στην κρίση. Ωστόσο η επικέντρωση στις «ποινικές ευθύνες», στην προανακριτική επιτροπή, περιορίζει τη δυνατότητα αυτή στη στοχοποίηση μεμονωμένων πολιτικών προσώπων και μάλιστα φθαρμένων και προς απόσυρση από το σύστημα.
Φυσικά μέσα σε συνθήκες κρίσης δεν είναι τα πάντα ελεγχόμενα και οι πιθανότητες «συστημικού ατυχήματος» που θα μπορούσε να δημιουργήσει όρους για γενικευμένη αποσταθεροποίηση της κυβέρνησης και της μνημονιακής πολιτικής είναι υπαρκτές, αλλά δεν τροφοδοτούνται αυτόματα από τη νομική-κοινοβουλευτική εξέλιξη της υπόθεσης.
Όλες οι πιθανότητες να συμβάλει η υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ σε μια μείζονα πολιτική κρίση με σημαντικές συνέπειες στην υπόθεση της ανατροπής της μνημονιακής κυβέρνησης και της πολιτικής της διαρκούς λιτότητας, με σημαντικές συνέπειες στη διάθεση και τις ιδέες της πληττόμενης κοινωνικής πλειοψηφίας, στην ενίσχυση της Αριστεράς στο ιδεολογικοπολιτικό ισοζύγιο, δεν μπορούν να μετατραπούν σε πραγματικές δυνατότητες, εάν η πολιτική πάλη και αντιπαράθεση εγκλωβιστεί και κατανοηθεί ως παράμετρος του νομικού πλαισίου.
Από τη σκοπιά της Αριστεράς και συγκεκριμένα του ΣΥΡΙΖΑ η δυνατότητα βελτίωσης του συσχετισμού συνίσταται ακριβώς στην αξιοποίηση της υπόθεσης της λίστας Λαγκάρντ πρωτίστως στο πολιτικό, αλλά και στο ιδεολογικό πεδίο.
Αυτή η λίστα δεν είναι παρά μόνο οι πελάτες μιας συγκεκριμένης ελβετικής τράπεζας. Εύκολα κανείς μπορεί να συμπεράνει την ύπαρξη πλήθους τέτοιων «λιστών» σε πλήθος τραπεζών και χωρών και ακόμη τις «λίστες» που σήμερα γράφονται.
Η λειτουργία του διεθνούς και ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, οι όροι της ελεύθερης κίνησης των κεφαλαίων, οι φορολογικοί «παράδεισοι», η ποικιλία των επιλογών του μεγάλου κεφαλαίου να αποφεύγει τον έλεγχο και τη φορολόγηση, στο μεγαλύτερό τους μέρος αποτελούν δυνατότητες που όχι μόνο δεν είναι «παράνομες», αλλά αντίθετα αποτελούν την έκφραση της ίδιας της νεοφιλελεύθερης αντίληψης και στρατηγικής, της ίδιας της αρχιτεκτονικής και στρατηγικής της ΕΕ και του ευρώ. Του συστήματος που σήμερα βυθίζεται στην κρίση και επιχειρεί να την αντιμετωπίσει με τη μνημονιακή πολιτική της αδιάκοπης λιτότητας. Μ’ αυτή την έννοια η λίστα δεν αποτελεί παρά μια πτυχή του ίδιου του μνημονίου.
Εκεί βρίσκεται η ουσία της διαπλοκής της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας, καθώς το πολιτικό σύστημα εξουσίας, εντελώς ξεκάθαρα μέσα την κρίση, αποτελεί εκφραστή και υπερασπιστή αυτής της «τάξης πραγμάτων».
Σήμερα, στην Ελλάδα του τρίτου μνημονίου, ηγεσία αυτής της πολιτικής αντίληψης και στρατηγικής είναι ο Σαμαράς και οι σχεδιασμοί του. Στο βαθμό που εκτίθενται οι «αριστεροί» του συνέταιροι (το υπό διάλυση ΠΑΣΟΚ και η τραγική ΔΗΜΑΡ), χωρίς να διακυβευτεί σοβαρά ο σχεδιασμός του Σαμαρά, τότε όχι μόνο δεν πλήττεται το «μνημονιακό» σύστημα εξουσίας, αλλά αντίθετα ενδεχόμενα ενισχύεται.
Η ανάγκη της τρικομματικής να προστατευτεί ο Βενιζέλος σ’ αυτή τη φάση, ώστε να μην κλυδωνιστεί η κυβέρνηση, είναι προφανής, αλλά η εκδοχή αυτή δεν φαίνεται πολύ απειλητική και πάντως δεν είναι αυτομάτως καταστροφική, καθώς δεν στοχοποιεί ευθέως τον ίδιο το Σαμαρά και το κεντρο-ακρο-δεξιό σχέδιό του.
Γι’ αυτό και το επιτελείο του Σαμαρά επιλέγει μια τακτική απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ που δεν επικεντρώνεται στο συγκεκριμένο ζήτημα της λίστας, αλλά αντίθετα προσπαθεί να τον πιέσει στη γενικότερη ιδεολογική ατζέντα (με τη βίλλα Αμαλίας, την ΑΣΟΕΕ, στα ζητήματα της «δημοκρατίας», της τάξης και ασφάλειας).
Το κεντρικό ζήτημα για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι ακριβώς η αποφυγή αυτής της «παγίδας».
Πέρα λοιπόν από τα αυτονόητα που αφορούν στην εκμετάλλευση κάθε νομικής δυνατότητας, ώστε να διευρυνθεί το «κάδρο» των κατηγορούμενων πέρα από τον πρώην υπουργό Οικονομικών, περιλαμβάνοντας σε πρώτο χρόνο τον ίδιο τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, οφείλει να αξιοποιήσει την υπόθεση της λίστας για να αποκαλύψει στα μάτια της κοινωνίας τον ταξικό μηχανισμό του μνημονίου. Φωτίζοντας το ρόλο της οικονομικής εξουσίας και όχι μόνο της πολιτικής διαχείρισης, να στοχοποιήσει τον Σαμαρά ως τον ηγέτη της μνημονιακής, νεοφιλελεύθερης στρατηγικής. Να αντιπαραβάλει την εναλλακτική πρότασή του:
Να πέσει η κυβέρνηση – εκλογές τώρα.
Ανατροπή στη λιτότητα με βαριά φορολόγηση του κεφαλαίου. Εθνικοποίηση των τραπεζών και έλεγχος στην κίνηση των κεφαλαίων. Ουσιαστική ρήξη με τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική, ξεκινώντας με τη μονομερή ανατροπή του μνημονίου, την αθέτηση των πληρωμών του χρέους και τη διαγραφή του.