Η (αδίκως αποκαλούμενη…) Ισπανική Γρίπη υπήρξε η μεγαλύτερη επιδημιολογική δοκιμασία που αντιμετώπισε ο πλανήτης στο σύνολό του.

Ο φονικός ιός άρχισε το ταξίδι του στο φόντο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, δηλαδή σε μια εποχή που μεγάλα τμήματα του πληθυσμού ήταν ήδη τσακισμένα και σε μια συνθήκη όπου «άνθισαν» και πολλές άλλες λιγότερο ή περισσότερο επικίνδυνες επιδημίες. Ο τελικός αριθμός των θυμάτων ξεπέρασε εκείνα του Α ΠΠ και αποδείχθηκε μεγαλύτερος και από εκείνα του πολύ πιο πολύνεκρου ΒΠΠ. 

Μια τέτοια πρόκληση είναι λογικό να επιφέρει μεγάλες αλλαγές στην Ιστορία. Πιο διάσημες είναι οι εκτιμήσεις για το ρόλο που έπαιξε στην ίδια την έκβαση του πολέμου (με την κατάρρευση της γερμανικής προέλασης της άνοιξης του 1918) αλλά και στο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα της Ινδίας (που απέκτησε μαζική απήχηση στα λαϊκά στρώματα στο φόντο της εγκληματικής βρετανικής πολιτικής που «χρέωσε» στη Δυτική Ινδία το 60% της παγκόσμιας θνητότητας). Αλλά η πιο γενικά αποδεκτή αλλαγή που έφερε η επιδημία θεωρείται η «επαναστατικοποίηση» στην αντίληψη για τη δημόσια υγεία και τον ρόλο της. Όμως τέτοιου είδους μικρές «επαναστάσεις» δεν συμβαίνουν αυθόρμητα: Συνήθως προϋποθέτουν πραγματικές, συνολικές, κοινωνικές επαναστάσεις, που κάνουν με ορμητικά «χτυπήματα» εφικτά όσα (υποτίθεται ότι) απαιτούν 10ετίες «ομαλής σταδιακής εξέλιξης» για να συμβούν. Έχουν γραφτεί πολλά για την Ρωσική Επανάσταση ως τέτοιο παράδειγμα σε μια σειρά τομείς (εκπαίδευση, γυναικεία καταπίεση, δικαιώματα μειονοτήτων κ.ο.κ.). Πώς στάθηκαν όμως οι πρωταγωνιστές εκείνης της «εφόδου στον ουρανό» απέναντι στη θανάσιμη απειλή των επιδημιών; 

Η νίκη των Μπολσεβίκων και η έκκλησή τους για ειρήνη, συνέπεσε με το ξέσπασμα του πρώτου κύματος της γρίπης (τέλη ’17). Μετά το πρώτο κύμα (ως το Μάρτη του ’18), χτύπησε τον Οκτώβρη του 1918 το δεύτερο, θερίζοντας ταχύτατα δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες. Αλλά όπως έγραψε ο John Westmoreland στο counterfire.org: «οι καπιταλιστικές κυβερνήσεις είχαν διαφορετική ατζέντα. Ήθελαν μια ιμπεριαλιστική νίκη και μια ιμπεριαλιστική ειρήνη… Στο Λονδίνο, το Παρίσι και την Ουάσινγκτον ήξεραν ότι η νίκη πλησιάζει. Αυτό σήμαινε ότι ακόμα κι όταν ξέσπασε μια καταστροφή όπως η πανδημία γρίπης δεν υπήρξε βούληση να σταματήσουν οι μάχες και να ανακατευθυνθούν οι πόροι από τις μαζικές δολοφονίες στη μαζική περίθαλψη».   

Πράγματι, ο ιός «θέριεψε» στα χαρακώματα και εξαπλώθηκε διεθνώς από τις μετακινήσεις στρατευμάτων. Επιπλέον, αντιμετωπίστηκε με αδιαφορία –αν όχι με συγκάλυψη για να μην πληγεί η «πολεμική προσπάθεια». Εκεί βρίσκεται η ιστορική αδικία του ονόματος «Ισπανική Γρίπη»: Τα ισπανικά ΜΜΕ ήταν τα πρώτα που μίλησαν ανοιχτά για αυτήν, καθώς το Ισπανικό Κράτος ήταν ουδέτερο στον πόλεμο και οι δημοσιογράφοι του δεν είχαν «πατριωτικές» δεσμεύσεις λογοκρισίας…

Η γρίπη που θέριεψε από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο των δυτικών Μεγάλων Δυνάμεων, υπήρξε πολύ πιο φονική στο «Νότο» και την «Ανατολή». Σε μέρη της Ασίας οι πιθανότητες θανάτου ήταν 30πλάσιες από μέρη της Ευρώπης. Η Ασία και η Αφρική είχαν τα υψηλότερα ποσοστά θνησιμότητας, ενώ η Ευρώπη, η Β. Αμερική και η Αυστραλία τα χαμηλότερα. Ήταν οι πόλεις αυτές που χτυπήθηκαν πιο άγρια, αλλά υπήρξαν ανισότητες και στο εσωτερικό τους. Στο Ρίο Ντε Τζανέιρο χτυπήθηκαν οι φαβέλες, στο Κονέκτικατ χτυπήθηκαν περισσότερο οι Ιταλοί νεοαφιχθέντες μετανάστες,  στο Παρίσι υπήρξε μεγάλη θνησιμότητα σε ένα από τα πλουσιότερα προάστια… οι στατιστικολόγοι  αποκάλυψαν ότι τελικά δεν πέθαιναν οι ιδιοκτήτες των σπιτιών αλλά οι υπηρέτριές τους…

Σε αυτό το τοπίο ανισοτήτων, το νεαρό εργατικό κράτος στη Ρωσία, που με την πρότασή του για ειρήνη θα μπορούσε να είχε συμβάλει στον περιορισμό της πανδημίας, βρέθηκε σε μια κολασμένη θέση. Συνδύαζε την ύπαρξη μεγάλων πυκνοκατοικημένων πόλεων όπως της «Δύσης», με την τσαρική καθυστέρηση που την κατέτασσε στις φονικές συνθήκες της «Ανατολής». Είχε συμμετέχει στον πόλεμο που επιδείνωνε τους επιδημιολογικούς κινδύνους. Έβγαινε από αυτόν ρημαγμένη και σύντομα θα αντιμετώπιζε τον Εμφύλιο Πόλεμο, τον οικονομικό αποκλεισμό και την εισβολή 11 ξένων κρατών (που εξακολουθούσαν να έχουν άλλες προτεραιότητες εν μέσω πανδημίας –όπως το πνίξιμο της ρωσικής επανάστασης). 

Η νεαρή Σοβιετική Δημοκρατία χτυπήθηκε άσχημα από την «ισπανική γρίπη»  -με άγνωστο αριθμό θυμάτων, μεταξύ των οποίων ο Γιάκοβ Σβέρντλοφ, ο 34χρονος επικεφαλής του νέου κράτους. Ακόμα περισσότερα κρούσματα προκαλούσε ο τύφος (μέσω ψειρών), εξαιτίας του οποίου αποδίδεται στον Λένιν η φράση «Είτε ο σοσιαλισμός θα νικήσει την ψείρα ή η ψείρα θα νικήσει τον σοσιαλισμό». Άλλες μεταδοτικές ασθένειες, φτώχεια και ακραία πείνα συμπλήρωναν την ζοφερή εικόνα, ενώ σε επίπεδο προϋπάρχοντων υγειονομικών δομών, οι Μπολσεβίκοι ξεκινούσαν από το μηδέν που είχε κληροδοτήσει η τσαρική Ρωσία. 

Τι έκαναν λοιπόν οι Μπολσεβίκοι απέναντι στις επιδημίες; Ξεκίνησαν από την δημιουργία Λαϊκού Επιτροπάτου Δημόσιας Υγείας τον Ιούλη του 1918. Με επικεφαλής τον Νικολάι Σεμάσκο, το Επιτροπάτο αναλάμβανε να συγκεντρώσει όλες τις υπηρεσίες υγείας και να διασφαλίσει ότι η περίθαλψη είναι δωρεάν δικαίωμα κι όχι προνόμιο. Μοιάζει με αυτονόητο, αλλά δεν ήταν καθόλου. Είναι ένα από τα πολλά «αυτονόητα» στα οποία η νεαρή Σοβιετική Δημοκρατία έπαιξε πρωτοπόρο ρόλο στην εποχή της. 

Η Laura Spinney,  συγγραφέας του «Pale Rider: The Spanish Flu of 1918 and How It Changed the World» (Χλωμός Καβαλάρης: Η Ισπανική Γρίπη του 1918 και Πώς Άλλαξε τον Κόσμο), έχει εξηγήσει τη μεγάλη στροφή στην αντίληψη για τη δημόσια Υγεία μετά την πανδημία. Αναφέρει ότι στη διάρκεια της δεκαετίας του ’20 αρκετές κυβερνήσεις δημιούργησαν για πρώτη φορά Υπουργεία Υγείας ή κινήθηκαν προς την ανάγκη στρατηγικών δημόσιας Υγείας. Επισημαίνει όμως ότι αυτό υλοποιήθηκε σταδιακά. Αντίθετα: «Από το 1920, η Ρωσία ήταν η πρώτη χώρα που είχε δημιουργήσει και λειτουργούσε ήδη ένα συγκεντροποιημένο δημόσιο σύστημα Υγείας, το οποίο χρηματοδοτούσε από ένα κρατικό φορέα ασφάλισης, τα άλλα δυτικά κράτη ακολούθησαν. Αρχικά μπορούσε να καλύπτει μόνο τον πληθυσμό των πόλεων, αλλά παρέμενε ένα τεράστιο επίτευγμα και η κινητήρια δύναμη πίσω του ήταν ο Βλαδίμηρος Λένιν». Η ίδια σημειώνει ότι το διάσημο βρετανικό ΕΣΥ δημιουργήθηκε τελικά το 1948, κι εμείς συμπληρώνουμε ότι οι ΗΠΑ απέκτησαν υπουργείο αρμόδιο για την υγεία το 1953. 

Στη σημασία ενός καθολικού συστήματος δημόσιας Υγείας, κεντρικό ρόλο έπαιζε η αντιμετώπιση μεταδοτικών ασθενειών. Γράφει η Spinney σε περσινό άρθρο της: 

«Σε όλο το βιομηχανοποιημένο κόσμο, οι περισσότεροι γιατροί ήταν αυτοαπασχολούμενοι είτε χρηματοδοτούνταν από φιλανθρωπικά και θρησκευτικά ιδρύματα, με πολλούς ανθρώπους να μην έχουν καμιά πρόσβαση στις υπηρεσίες τους. Οι πολιτικές δημόσιας Υγείας –όπως και οι μεταναστευτικές πολιτικές– καθορίζονταν από τις ιδέες της ευγονικής. Ήταν σύνηθες οι προνομιούχες ελίτ να περιφρονούν τους εργάτες και τους φτωχούς ως κατώτερες κατηγορίες ανθρώπων, που ο έμφυτος εκφυλισμός τους προδιέθετε για ασθένειες. Δεν περνούσε από το μυαλό των ελίτ να αναζητήσουν τις αιτίες των ασθενειών στις συνθήκες ζωής των κατώτερων τάξεων: πυκνοκατοικημένοι οικισμοί, μακρά ωράρια εργασίας, κακή διατροφή. Όταν αρρώσταιναν και πέθαιναν από τύφο, χολέρα κι άλλες φονικές ασθένειες, οι ευγονιστές ισχυρίζονταν ότι έφταιγαν οι ίδιοι, γιατί δεν είχαν το κίνητρο να επιδιώξουν μια καλύτερη ποιότητα ζωής. Σε συνθήκες επιδημίας, αυτό που περιγραφόταν ως προστασία της δημόσιας υγείας αφορούσε γενικά δέσμες μέτρων που είχαν ως στόχο να προστατεύσουν τις ελίτ από την μολυσματική επιρροή του φιλάσθενου όχλου». 

Σύμφωνα με την Spinney, η πανδημία του 1918, αποκαλύπτοντας ότι κανείς δεν έχει ανοσία («οι λιγότεροι προνομιούχοι υπέφεραν τα χειρότερα –αν και όχι για τους λόγους που ισχυρίζονταν οι ευγονιστές– αλλά ούτε οι ελίτ την γλίτωσαν»), άλλαξε αυτήν την αντίληψη. Σημειώνει το συμπέρασμα ότι «Σε μολυσματικές ασθένειες, δεν έχει νόημα να κουνάς το δάχτυλο στους ανθρώπους για την ατομική τους ευθύνη… είναι ένα πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπίζεται σε επίπεδο συνολικού πληθυσμού». Μια διαπίστωση από την οποία παρεμπιπτόντως φαίνεται να οπισθοχωρούν οι σύγχρονες κυβερνήσεις στην αντιμετώπιση του κοροναϊού…

Ωστόσο, την πραγματική ώθηση προς μια νέα αντίληψη για τη δημόσια υγεία, έδωσε το ρωσικό υπόδειγμα. Χρειάστηκε μια κυβέρνηση κι ένα κράτος από τους εργάτες για τους εργάτες, προκειμένου να δείξει την έγνοια και τα αντανακλαστικά αντιμετώπισης των προβλημάτων υγείας τους –και κυρίως των συνθηκών που τα δημιουργούν. 

Οι υπεύθυνοι υγείας των σοβιέτ έδιναν μεγάλη έμφαση στους πόρους που θα κατευθύνονταν στην πρόληψη, δια της βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης. Ο γιατρός Περβούκιν, Κομισάριος Δημόσιας Υγείας της Κομμούνας της Πετρούπολης, περιέγραφε ότι «όλα τα καταλύματα έχουν εθνικοποιηθεί, ώστε να διασφαλίσουμε ότι κανείς πλέον δεν ζει σε συνθήκες επικίνδυνες για την υγεία του, όπως συνέβαινε στο παλιό καθεστώς. Με το μονοπώλιο στα σιτηρά, εγγυόμαστε ότι η τροφή θα φτάσει πρώτα στους ασθενείς και τους αδύναμους». 

Η Spinney γράφει στο βιβλίο της: 

«Το επίσημο όραμα του γιατρού του μέλλοντος διατυπώθηκε το 1924, όταν η κυβέρνηση κάλεσε τις ιατρικές σχολές να εκπαιδεύουν γιατρούς που μεταξύ άλλων θα έχουν “την ικανότητα να μελετούν τις επαγγελματικές και κοινωνικές συνθήκες που γεννούν τις ασθένειες, ώστε να μην τις θεραπεύουν απλά, αλλά να προτείνουν και τρόπους να τις εμποδίζουμε να εμφανιστούν”. Ο Λένιν κατανοούσε ότι η ιατρική δεν έπρεπε να είναι αποκλειστικά βιολογική και πειραματική, αλλά επίσης κοινωνιολογική. Εκείνη την εποχή περίπου αναγνωριζόταν για πρώτη φορά ως επιστήμη η επιδημιολογία –η επιστήμη των μοτίβων, αιτιών κι αποτελεσμάτων μιας ασθένειας, που αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της δημόσιας υγείας». 

Πτυχές αυτής της «κοινωνικής» αντιμετώπισης των επιδημιών ήταν δεκαετίες μπροστά από τις σκοτεινές, ευγονικές αντιλήψεις της εποχή τους. Αλλά φαντάζουν ριζοσπαστικές ακόμα και σήμερα, όπου παρά την πρόοδο που έχει υπάρξει, εμφανίζεται και σήμερα μια κεκαλυμμένη ευγονική (με την αδιαφορία για τους ευπαθείς ηλικιωμένους), ή μια επίκληση στην «ατομική ευθύνη» που δεν παίρνει υπόψη τις δυσκολίες που έχουν οι φτωχότεροι των φτωχών να «τηρήσουν απλά μέτρα» όπως το «μένουμε σπίτι» ή και το «πλένουμε τα χέρια μας». Στις ΗΠΑ, όπου ο Covid σκοτώνει δυσανάλογα μαύρους, επανεμφανίζεται η αισχρή στερεοτυπική συζήτηση για τον «ανέμελο» κι «ανθυγιεινό» τρόπο ζωής των γκέτο, με «καταξιωμένους» (δλδ. αστούς) μαύρους να νουθετούν «τα αδέρφια» να «σκεφτούν την συμπεριφορά τους»… 

Κάποια άλλα μέτρα που πήρε η εργατική εξουσία απέναντι στις επιδημίες παραμένουν ζητούμενα μέχρι και σήμερα. Ένα αφορά το κρίσιμο ζήτημα του φαρμάκου. Ο Περβούκιν περιέγραφε ότι «Νέα εργοστάσια παραγωγής φαρμάκου έχουν χτιστεί και τεράστια αποθέματα φαρμάκων έχουν κατασχεθεί από τους κερδοσκόπους». 

Ο Vijay Prashad, σε πρόσφατο σχετικό άρθρο του, γράφει για την κινητοποίηση του πληθυσμού: 

«Η δημόσια υγεία δεν μπορούσε να αφεθεί μόνο στα χέρια των γιατρών και των νοσηλευτών. Ο Σεμάσκο ζήτησε την κινητοποίηση των εργατών και των αγροτών στον αγώνα για την οικοδόμηση μιας υγιούς κοινωνίας. Το 1918 συγκροτήθηκαν σε πόλεις και χωριά οι Εργατικές Επιτροπές για την Καταπολέμηση των Επιδημιών. Οι εκπρόσωποι αυτών των Επιτροπών –εργάτες κι αγρότες οι ίδιοι– μετέδιδαν τις επιστημονικές πληροφορίες για την υγεία και την υγιεινή, διασφάλιζαν ότι τα δημόσια λουτρά ήταν καθαρά και επόπτευαν τις γειτονιές τους ώστε να διασφαλίζουν ότι κάθε ένδειξη ασθένειας θα αντιμετωπιζόταν με άμεση πρόσβαση σε επαγγελματική ιατρική φροντίδα».  

Σε μια ομιλία του σε συνδιάσκεψη της Εργατικής Διεθνούς Ρωσικής Βοήθειας στο Βερολίνο στα 1923, ο Κομισάριος της Δημόσιας Υγείας, περιέγραψε (καλώντας σε διεθνή υποστήριξη για την εξοπλισμό τους) κι ένα άλλο μοντέλο «πρωτοβάθμιας υγείας» που υλοποιούσε το εργατικό κράτος:

«Δυστυχώς, τα περιορισμένα μέσα στη διάθεσή μας δεν επιτρέπουν να θεραπεύσουμε κατάλληλα την πλειοψηφία των κρουσμάτων των κοινωνικών ασθενειών σε σανατώρια, οπότε έχουν δημιουργηθεί κινητά κέντρα υγείας. Αυτά τα κινητά κέντρα υγείας δεν περιμένουν τους ασθενείς να πάνε οι ίδιοι σε αυτά, αλλά μεταφέρουν τα ίδια βοήθεια και ιατρική φροντίδα στα εργοστάσια, επιδιώκοντας σε κάθε περίπτωση τον καλύτερο τρόπο που θα επιτρέψει να ξεπεραστεί επιτυχώς η ασθένεια. Τα φορητά κέντρα υγείας, μαζί με άλλες μονάδες του Κομισαριάτου Δημόσιας Υγείας, συνεργάζονται στενά με τις διάφορες άλλες εργατικές οργανώσεις».

Στην ίδια ομιλία, η περιγραφή του Σεμάσκο για την αξιοποίηση του καλού κλίματος της Κριμαίας έρχεται σε καταφανή αντίθεση και με το «κλειστείτε σπίτια σας κι ο Θεός να βάλει το χέρι του» επί καραντίνας και με το «γυρίστε στη δουλειά κι η Παναγιά μαζί σας» επί άρσης της. Στην Κριμαία στέλνονταν κάθε χρόνο πολλές χιλιάδες μολυσμένοι εργαζόμενοι: «Σε αυτήν την περιοχή έχουν ανεγερθεί πολλά σανατόρια και αναπαυτήρια, για να επωφεληθούν όσο το δυνατόν περισσότεροι άρρωστοι εργάτες της Ρωσίας, αλλά όχι μόνο γι’ αυτό. Και για να διευκολύνουμε τους εργάτες που έχουν αναρρώσει σχετικά να παραμείνουν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στην Κριμαία, έως ότου η υγεία τους έχει αποκατασταθεί πλήρως». 

Αυτή η σύντομη παρουσίαση αφορά επιμέρους πτυχές που έχουν καταγραφεί σε μια πολύ περιορισμένη βιβλιογραφία. Σίγουρα πολύ περισσότερα θα μπορούσαν να ειπωθούν –και θετικά, αλλά και ελλείψεις και αδυναμίες. Αλλά αρκούν για κάποιες γενικές παρατηρήσεις.  

Το 1918-20, μια εργατική επανάσταση κι οι πρακτικές ενός εργατικού κράτους ήταν αυτά που άνοιξαν έναν δρόμο τον οποίο σταδιακά ακολούθησε ο υπόλοιπος κόσμος (επιδημιολογία, πρόληψη, δημόσια συστήματα Υγείας, άδειες ασθενείας κλπ). Πολλά από αυτά εμπεδώθηκαν –τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο, γιατί ο παγκόσμιος «Νότος» παραμένει μια τραγωδία– στα «χρυσά χρόνια» του καπιταλισμού και την εποχή του κοινωνικού κράτους, όταν κορυφαίοι επιστήμονες ένιωθαν την αυτοπεποίθηση να δηλώνουν με σιγουριά ότι «οι επιδημίες ανήκουν οριστικά στο παρελθόν». Όλοι γνωρίζουμε τι ακολούθησε μετά τη δεκαετία του ’70, όπου ανήκουν αυτές οι προβλέψεις. Η «επιστροφή των επιδημιών» έχει εξηγηθεί σε άλλα άρθρα (εντατική αγροκτηνοτροφία, λεηλασία της φύσης κ.ο.κ.), αλλά μια άλλη μεγάλη αλλαγή που συμπίπτει με την «αντιστροφή» της προόδου που είχε επιτευχθεί αφορά την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού και τη διαρκή διάβρωση των συστημάτων δημόσιας υγείας. 

Οι τεχνικές δυνατότητες της ανθρωπότητας σήμερα είναι μεγαλύτερες από ποτέ (κι από το 1918, αλλά και από τα «χρυσά» μεταπολεμικά χρόνια) και πτυχές της πολιτικής δημόσιας υγείας του πρώτου εργατικού κράτους δείχνουν «απαρχαιωμένες». Αλλά ο Covid-19, μια πιο ήπια απειλή σε σχέση με τα «θηρία» που αντιμετώπισε η ανθρωπότητα στη διάρκεια του 20ού αιώνα, έριξε φως στην παλινδρόμηση και την οπισθοχώρηση που έχει εξελιχτεί στο σύγχρονο καπιταλισμό όσον αφορά τη δυνατότητα (ή την προθυμία) του να δώσει επαρκείς απαντήσεις οργανωμένης κοινωνίας σε υγειονομικούς κινδύνους. Κάτι έχει πάει πολύ στραβά όταν εν έτη 2020, απέναντι σε ένα μεταδοτικό παθογόνο που προκαλεί πνευμονολογικές παθήσεις και απειλεί με θανατηφόρες επιπλοκές τους πιο ευπαθείς, έχει απομείνει ως μοναδικό ασφαλές καταφύγιο η γενικευμένη καραντίνα, μια πρακτική που άρμοζε στην αντιμετώπιση της πανώλης τον Μεσαίωνα.  

Με αυτήν την έννοια, η εμπειρία του νεαρού εργατικού κράτους στη Ρωσία παραμένει «φάρος» ακόμα και στη σύγχρονη πραγματικότητα. Ως πολιτική βούληση, ως κίνητρο και κατεύθυνση της χάραξης πολιτικών με επίκεντρο τον άνθρωπο. Στην εποχή της ξεδιάντροπης παραίνεσης «μην ενοχλείτε το Σύστημα Υγείας γιατί θα υπερφορτωθεί», στην εποχή της «πατέντας» στο φάρμακο, της αισχροκέρδειας στα Μέσα Ατομικής Προστασίας, του γενικευμένου «κλειστείτε όλοι μέσα» ή «εντάξει, τώρα βγείτε όλοι έξω» ως απάντηση, της διαρκούς πριμοδότησης της ιδιωτικής υγείας, της έμφασης στην «ατομική ευθύνη» για «κοινωνικές ασθένειες», οι απαντήσεις που επιχείρησαν να δώσουν οι Μπολσεβίκοι στο ζήτημα των επιδημιών στέκονται στον αντίποδα: Και δείχνουν ότι μια άλλη κοινωνική οργάνωση, με άλλες προτεραιότητες θα μπορούσε (πολύ περισσότερο με τις σημερινές δυνατότητες!) να αντιμετωπίσει πολύ διαφορετικά και πολύ πιο επιτυχημένα την «νέα εποχή επιδημιών» στην οποία έχουμε μπει. 

*Aναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες