Η κυβέρνηση αντιμέτωπη με συνδυασμό κρισιακών φαινομένων

Στο προηγούμενο φύλλο της ΕΑ κάναμε την εκτίμηση που –τότε, πριν αποδειχθεί ανεξέλεγκτη η πανδημία– έμοιαζε παρακινδυνευμένη: «η κυβέρνηση Μητσοτάκη μπαίνει στα δύσκολα».

Όποιος παρακολούθησε τη συνέντευξη του Μητσοτάκη για την εξαγγελία του νέου lockdown, θα κατάλαβε, ακόμα και από τη «γλώσσα του σώματος» του αρχηγού της ΝΔ, ότι στη θέση της προηγούμενης αλαζονείας και αυταρέσκειας αρχίζουν να εμφανίζονται τα σημάδια του πανικού μπροστά στις εξελίξεις.

Δικαιολογημένα. Στα χέρια του Μητσοτάκη έφταναν εκθέσεις επιδημιολόγων που μιλούσαν για προοπτική με 10.000 κρούσματα ημερησίως. Και την παραμονή του διαγγέλματός του, στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη υπήρχαν μόνο 40 κλίνες ΜΕΘ διαθέσιμες.

Η πανδημία αποδεικνύεται, πραγματικά, πολιτικό ναρκοπέδιο. Δεν υπάρχει τίποτε αντικειμενικό σε αυτό. Οι θυσίες και οι απώλειες του κόσμου μας στην προηγούμενη φάση του lockdown, είχαν δημιουργήσει το χρονικό περιθώριο για να καλυφθούν εσπευσμένα οι γνωστές σε όλους «τρύπες» που έχει δημιουργήσει η μακρά περίοδος περικοπών στις κοινωνικές δαπάνες, οι τρύπες που αφήνουν τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού ανοχύρωτη μπροστά σε μια σοβαρή απειλή, όπως ο SARS-Covid19. Έπρεπε να καλυφθούν επειγόντως τα κενά στο ΕΣΥ, στη δημόσια εκπαίδευση, στο σύστημα μαζικών μέσων μεταφοράς και να εμπεδωθούν οι βασικοί κανόνες υγιεινής και ασφάλειας στους μαζικούς χώρους εργασίας.

Ο Μητσοτάκης δεν έκανε τίποτα από αυτά και, αντίθετα, έπαιξε ζάρια με το άνοιγμα, χωρίς ούτε καν τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις, του μαζικού τουρισμού. Που, παρά την επήρεια του κλίματος και του καλοκαιριού, μας έφερε μέχρι τα πρόθυρα του δεύτερου κύματος της πανδημίας, με σχετικά υψηλό επίπεδο πραγματικών κρουσμάτων μόλυνσης και κυρίως με μεγάλη διασπορά σε όλες τις γωνιές της χώρας.

Αυτά όλα τα παρατηρεί και τα διαισθάνεται η κοινωνία, παρά τη σκανδαλωδώς φιλοκυβερνητική παρέμβαση του μεγάλου συστημικού Τύπου. Η εξαγγελία του δεύτερου lockdown έγινε μέσα σε συνθήκες όπου θεωρείται πλέον δεδομένη η δυσαρέσκεια μεγάλου τμήματος του πληθυσμού. Αυτό, συνήθως, είναι η αρχή μιας πολιτικής κρίσης.

Οι προοπτικές είναι ακόμα χειρότερες. Η πανδημία θα εξελιχτεί μέσα στις πιο επικίνδυνες συνθήκες του χειμώνα. Η δυσαρέσκεια θα συνδαυλιστεί από το μεγάλο οικονομικό και κοινωνικό κόστος του δεύτερου lockdown που θα φορτωθεί στις εξασθενημένες πλάτες των εργατών και των φτωχών. Η μόνη «στρατηγική ιδέα» που επικαλούνται τα επιτελεία του Μητσοτάκη είναι το διαβόητο σχέδιο «ακορντεόν», των διαδοχικών lockdown που θα ανοίγουν και θα κλείνουν την οικονομία και την κοινωνία, με βάση τους δείκτες της πανδημίας. Μόνο που σε κάθε τέτοιο «στάδιο», ο κόσμος θα συσσωρεύει απώλειες, θυσίες, πίκρες.

Η πολιτική αντιμετώπιση μιας καταστροφικής απειλής είναι πάντα ζήτημα προτεραιοτήτων. Ο κόσμος αρχίζει να κάνει συνδέσεις: Ο Μητσοτάκης δεν έκανε τίποτα για να ενισχύσει το ΕΣΥ, αλλά δρομολόγησε την επείγουσα πρόσληψη 15.000 επαγγελματικών στελεχών στο στρατό. Η Κεραμέως βαδίζει από φιάσκο σε ναυάγιο στα σχολεία, όμως η κυβέρνηση αποφάσισε την επείγουσα πρόσληψη 3-4 χιλιάδων σεκιουριτάδων για το «σώμα» αστυνόμευσης στις σχολές. Οι εργοδότες δεν πιέστηκαν για να πάρουν ούτε τα στοιχειώδη μέτρα ενίσχυσης της ασφάλειας και τη υγείας στην παραγωγή, πήραν όμως μια σειρά «δώρα» που θα τους επιτρέψουν να μετατρέψουν την κρίση της πανδημίας σε ευκαιρία αύξησης του ποσοστού εκμετάλλευσης των εργαζομένων. Η παρατήρηση όλων αυτών των χτυπημάτων, και ακόμα περισσότερο η συνειδητοποίηση της συλλογιστικής που τα ενοποιεί, είναι πάντα η αφετηρία της μετατροπής της μαζικής δυσαρέσκειας σε πολιτική αντίθεση.

Και αυτό το διαισθάνονται (ή οφείλουν να το διαισθάνονται) όλοι, στα δεξιά, στο κέντρο, στην Αριστερά. Για παράδειγμα, η Φ. Γεννηματά, απευθυνόμενη στα στελέχη του κόμματός της, σημείωσε ότι η πρώτη κάλπη που θα κληθεί να αντιμετωπίσει το ΚΙΝΑΛ μέσα στο 2021, δεν θα είναι η κάλπη εσωκομματικής εκλογής ηγεσίας του, αλλά πιθανότατα η κάλπη των εθνικών εκλογών. Αυτό είναι ένα σενάριο. Υπάρχουν και άλλα. Δεν είναι τυχαίο ότι στον Τύπο αρχίζει μια αδιόρατη συζήτηση περί της πιθανότητας να καταστεί αναγκαία μια κυβέρνηση «έκτακτης ανάγκης».

Για τις δυνάμεις της αυθεντικής ριζοσπαστικής Αριστεράς, η συνειδητοποίηση αυτού του παράγοντα, πρέπει να οδηγεί στην πεποίθηση ότι η σύγκρουση με τον Μητσοτάκη δεν περιορίζεται στις μεθόδους του «συμβολικού», στις μεθόδους ενός αγώνα για την τιμή των όπλων. Η οργάνωση των πρωτοβουλιών με τρόπο που θα αναζητά και θα διευρύνει την άμεση συμμετοχή του κόσμου από τα κάτω, δεν είναι πλέον στη σφαίρα του αναγκαίου, αλλά στη σφαίρα του εφικτού, όπως επίσης είναι και ο μοναδικός τρόπος για να αντιμετωπιστεί ο συρφετός των νεοφιλελεύθερων μουτζαχεντίν που έχει συσπειρωθεί πίσω από τον Μητσοτάκη.

Η πανδημία δεν είναι η μοναδική πτυχή της κρίσης. Μέσα σε αυτόν τον απολύτως πρωτότυπο συνδυασμό κρισιακών φαινομένων που ζούμε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ντόπια και διεθνής κρίση είναι ένας αυτοδύναμος παράγοντας. Το δεύτερο lockdown μετατρέπει σε κυριολεκτικά γελοίες τις κυβερνητικές προβλέψεις που στηρίζουν το σχέδιο προϋπολογισμού, για ύφεση 8,2% του ΑΕΠ μέσα στο 2020 και για «αναπήδηση» ανάπτυξης 7,8% μέσα στο 2021. Ακόμα και ακραία νεοφιλελεύθεροι θεσμοί και αναλυτές, προειδοποιούν ότι στο τέλος του 2022 ο συνολικός όγκος της οικονομίας θα είναι αισθητά μικρότερος από αυτόν στις αρχές του 2019. Στο μεταξύ, οι κρατικές ενισχύσεις (ουπς! Οι «δημοσιονομικές παρεμβάσεις») για την αντιμετώπιση της κρίσης είχαν ξεπεράσει το ασύλληπτο άθροισμα των 13 τρισεκατομμυρίων δολαρίων διεθνώς. Οι «ενέσεις» αυτές αυξήθηκαν μέσα στην πανδημία (αν και τα κονδύλια διοχετεύτηκαν στην πλειοψηφία τους προς τα ταμεία των επιχειρήσεων). Το χρέος των περισσότερων χωρών-μελών της ΕΕ θα ξεπερνά το 2021 το 100% του ΑΕΠ τους, ξεσκίζοντας τον περιορισμό του Μάαστριχ (στο 60%). Το ελληνικό χρέος που το 2010 ήταν στο 127% του ΑΕΠ, εκτιμάται ότι το 2022 θα ξεπερνά το 207%. Οι «θεσμοί» ήδη προειδοποιούν για την επόμενη μέρα, υπογραμμίζοντας ότι αργά ή γρήγορα, «το Σύμφωνο Σταθερότητας θα επανέλθει». Και τότε πιθανώς η Ισπανία, πιθανότατα η Ιταλία, αλλά σίγουρα ξανά η Ελλάδα, θα βρεθούν σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Παρά το τρομακτικό κόστος που πλήρωσε ο κόσμος μας με τα 3 διαδοχικά μνημόνια (του ΓΑΠ, του Σαμαρά και του Τσίπρα), οι κυρίαρχες τάξεις, αν δεν συναντήσουν ένα γενικευμένο εργατικό ξεσηκωμό, βαδίζουν προς μια νέα γενικευμένη αντιμεταρρύθμιση, που μπροστά της θα ωχριά η μνημονιακή πολιτική. Που όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ήταν άμεσα συνυφασμένη με μεγάλους πολιτικούς και κινηματικούς κινδύνους για το καθεστώς, όπως στην Ελλάδα και στην Ισπανία.

Ένα τρίτο πολιτικά σεισμογενές ρήγμα που παραμένει ενεργό, είναι οι γεωπολιτικές εξελίξεις. Η κυβέρνηση, όπως και το σύνολο της ελληνικής δημοσιογραφίας κατά την προεκλογική περίοδο στις ΗΠΑ, ανέβασαν κατά πολύ τις προσδοκίες για μια ευνοϊκότερη στροφή του Μπάιντεν ως προς τις ελληνικές θέσεις στον ανταγωνισμό με την Τουρκία. Ο Μητσοτάκης φρόντισε να υπογραμμίσει αυτές τις προσδοκίες με μια στροφή στην πολιτική της προμήθειας όπλων. Το πρόγραμμα ενίσχυσης του πολεμικού ναυτικού, συνολικού κόστους πάνω από 5 δισ. ευρώ, επέστρεψε αιφνιδίως από τις αναζητήσεις για γαλλικές φρεγάτες τύπου Belhara, στην κατάθεση «επιστολής ζήτησης» για αμερικανικές φρεγάτες τύπου MMSC. Ο «φίλος» Μακρόν θα πρέπει να περιοριστεί στην πώληση των Ραφάλ του. Η «δουλειά» δεν είναι μικρή, γιατί μαζί με τα υπερσύγχρονα επιθετικά Ραφάλ, στη γαλλική αγορά εξακολουθεί να είναι στραμμένη η ζήτηση για πυραύλους και ευέλικτα «έξυπνα» βλήματα, συνολικού κόστους άλλων 5 δισ. ευρώ, που κατά κάποιους «διανοούμενους» του λεγόμενου πατριωτικού χώρου θα δώσουν στο ελληνικό κράτος το «πλεονέκτημα», σε μια νέα αντίληψη «βληματο-κεντρικού» πολέμου (που αναζητά τη νίκη, αδιαφορώντας για τις απώλειες άμαχου πληθυσμού). Αυτές οι κινήσεις ακραίας φιλομιλιταριστικής προετοιμασίας συνδυάζονται με τις πυρετώδεις προετοιμασίες της ελληνικής διπλωματίας για τις «διερευνητικές επαφές» (δηλαδή το διάλογο) με την Τουρκία, που επαναφέρουν την προοπτική καταφυγής στη Χάγη. Το πακέτο πολιτικής μοιάζει πλήρες: προετοιμασία για καταστροφικό πόλεμο – αναζήτηση των δυνατοτήτων καταγραφής πλεονεκτήματος δια της διπλωματίας. Μόνο που η ιστορία δείχνει ότι αυτές οι επιλογές συχνά διχάζουν και δημιουργούν πολιτικές κρίσεις. Παρά την υστερία των ΜΜΕ, οι δημοσκοπήσεις του καλοκαιριού έδειξαν ότι παραμένει πλειοψηφικό στην ελληνική κοινωνία το τμήμα που δεν θέλει πολεμικό τυχοδιωκτισμό. Ταυτόχρονα, η διαρκής καλλιέργεια μαξιμαλιστικών προσδοκιών για τις θαλάσσιες ζώνες στην ανατολική Μεσόγειο, θα κάνει δύσκολους τους ελιγμούς ενόψει Χάης, όπου θα φανερωθεί μια άλλη, τελείως διαφορετική, εκδοχή του Διεθνούς Δικαίου. Και αν οι καθεστωτικές δυνάμεις επιλέξουν τελικά ένα «συμβιβασμό», ακόμα κι έναν επωφελή συμβιβασμό, θα παραμένει πολιτικά δύσκολο το να ξεχαστούν οι υπερφίαλες προσδοκίες για την «ελληνικότητα» του 95% της θάλασσας στο Αιγαίο και για τη «στρατηγική αναβάθμιση» του ρόλου της χώρας στην ανατολική Μεσόγειο. Οι πονοκέφαλοι του Τσίπρα στις Πρέσπες, μπορεί να αποδειχθούν σαν μια ανέφελη παιδική εκδρομή μπροστά σε αυτό που έχει σήμερα να αντιμετωπίσει ο Μητσοτάκης.

Όλα αυτά μαζί, μπορούν να λειτουργήσουν ως τεράστιες δυνάμεις τριβής, που θα αποσυνθέτουν τη δύναμη της κυβέρνησης, θα απειλούν τη συνοχή της και θα δημιουργούν ξανά συνθήκες ανοιχτής πολιτικής κρίσης. Με αυτή τη νοοτροπία θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε το Μητσοτάκη και τη ΝΔ. Μπορούμε, μέσα στην περίοδο που διαμορφώνεται, να τους ανατρέψουμε. Αυτό, ασφαλώς, θα χρειαστεί σοβαρή, διαρκή, οργανωμένη προσπάθεια της πολιτικής Αριστεράς, με αποφασιστικό κριτήριο το στόχο της κινητοποίησης της κοινωνικής Αριστεράς. Της εργαζόμενης πλειοψηφίας.   

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

**Σκίτσο του Πέτρου Ζερβού από την "Εφ.Συν."

Ετικέτες