Η Δεξιά ισχυρίζεται ότι η επανάσταση του 1917 ήταν ένα αντιδημοκρατικό πραξικόπημα που αποδεικνύει ότι οι επαναστάσεις οδηγούν στην τυραννία και ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση στην κοινωνία όπου ζούμε σήμερα. Όμως, στα χρόνια που έχουν μεσολαβήσει από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, παρόμοια επιχειρήματα γίνονταν όλο και περισσότερο αποδεκτά και από ένα μεγάλο μέρος της Αριστεράς, ενός τμήματος που πίστευε ότι το αποτυχημένο «σοβιετικό» κράτος ενσωμάτωνε την κληρονομιά της Επανάστασης του 1917. Κάποιοι κατάληξαν στο ότι το καλύτερο που μπορούμε να ελπίζουμε είναι μερικές ήπιες μεταρρυθμίσεις του υπάρχοντος συστήματος, άλλοι ότι πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να αλλάξουμε την κοινωνία, τρόπο που όμως δε θα προϋποθέτει την κατάληψη της κρατικής εξουσίας. Κάθε άλλο παρά αντιδημοκρατική, η Ρωσική Επανάσταση ήταν το πρώτο παράδειγμα στην ιστορία, όπου εργαζόμενοι πήραν στα χέρια τους τον έλεγχο της χώρας που ζούσαν. Η επανάσταση επομένως ανέδειξε την προοπτική ενός πολύ διαφορετικού και πολύ πιο δημοκρατικού είδους κοινωνίας. Η τραγωδία ήταν ότι αυτή η προοπτική δεν έγινε ποτέ πλήρως κατανοητή, γιατί μέσα σε λίγα χρόνια η επανάσταση είχε, ουσιαστικά, ηττηθεί. Η κατοπινή ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης αντιπροσωπεύει όχι τη συνέχιση της επανάστασης, αλλά την άρνηση όλων όσων εκπροσωπούσε η επανάσταση.

Στην πραγματικότητα το 1917 υπήρξαν δύο επαναστάσεις στη Ρωσία. Η πρώτη έγινε τον Φεβρουάριο (Μάρτιο με το νέο ημερολόγιο) ως αποτέλεσμα της καταστροφικής συμμετοχής της Ρωσίας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και της ουσιαστικής κατάρρευσης της ρωσικής οικονομίας. Το παλιό τσαρικό καθεστώς σαρώθηκε από μια μεγάλη εξέγερση εργατών, αγροτών και στρατιωτών, που ξέσπασε την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας και με επικεφαλής τις εργάτριες της υφαντουργίας στην Πετρούπολη.

«Οι εργαζόμενες γυναίκες», έγραψε ένας αυτόπτης μάρτυρας, «οδηγημένες στην απόγνωση από την πείνα και τον πόλεμο, παρουσιάστηκαν σαν την καταιγίδα που καταστρέφει τα πάντα στο διάβα της με τη σφοδρότητα των δυνάμεων της φύσης».

Αλλά ενώ το παλαιό καθεστώς κατέρρευσε, δεν συνέβη το ίδιο με την παλιά ταξική δομή. Αυτό αντικατοπτριζόταν στην προσωρινή κυβέρνηση που συστάθηκε μετά την πτώση του τσάρου. Ο σκοπός της ήταν να κινηθεί προς την κατεύθυνση της περιορισμένης συνταγματικής δημοκρατίας, όπως αυτής που υπάρχει σήμερα στις χώρες του καπιταλισμού. Οι μάζες θα μπορούσαν να συμμετέχουν σε εκλογικές τελετές κάθε λίγα χρόνια, αλλά η πραγματική εξουσία θα παρέμενε στα χέρια της μικρής μειοψηφίας που έλεγχε τον πλούτο της χώρας.

Για αρκετούς μήνες υπήρχε μια εύθραυστη ισορροπία δυνάμεων. Στην ύπαιθρο, όπου ζούσε η πλειονότητα του πληθυσμού της Ρωσίας, εξαθλιωμένοι αγρότες άρχισαν να καταλαμβάνουν τις περιουσίες των γαιοκτημόνων και να τις μοιράζονται. Στις πόλεις, η πάλη διεξαγόταν ανάμεσα στις νέες τάξεις που είχαν αναδυθεί, ως αποτέλεσμα της προσπάθειας της Ρωσίας να εισέλθει στον 20ό αιώνα με τη γρήγορη εκβιομηχάνιση: από τη μια πλευρά οι καπιταλιστές, που έκαναν τεράστιες περιουσίες από τα μεγάλα νέα εργοστάσια, από την άλλη, μια μικρή αλλά εξαιρετικά ισχυρή εργατική τάξη που είχε δημιουργηθεί στα ίδια αυτά εργοστάσια.

Στην επανάσταση του 1905, οι εργάτες, είχαν προκαλέσει την παλαιά τάξη πραγμάτων, με μια σειρά μαζικών απεργιών, αλλά ήρθαν αντιμέτωποι με έναν στρατό αγροτών που παρέμεναν πιστοί στον τσάρο. Τα πρώτα χρόνια μετά την ήττα της Επανάστασης του 1905, το ρωσικό κράτος υιοθέτησε νέα, αυξημένα μέτρα καταστολής. Αλλά οι εργάτες έμαθαν από αυτήν την εμπειρία ότι ήταν ικανοί να διαχειριστούν την καθημερινή λειτουργία της κοινωνίας καλύτερα από τους ηγεμόνες τους.

Στην Πετρούπολη το 1905, οργάνωσαν το δικό τους συμβούλιο εργατών, ή «σοβιέτ», που απαρτιζόταν από αντιπροσώπους εκλεγμένους από τους χώρους εργασίας σε ολόκληρη την πόλη. Το σοβιέτ αρχικά ασχολήθηκε με τα οικονομικά ζητήματα, αλλά σύντομα άρχισε να οργανώνει πολιτικές απεργίες για να υπερασπιστεί τους στασιαστές ναύτες που κινδύνευαν να εκτελεστούν. Ο 26χρονος Λέων Τρότσκι, εκλεγμένος επικεφαλής του σοβιέτ της Πετρούπολης το 1905, έδωσε την ακόλουθη περιγραφή των δράσεων του σοβιέτ:

Τα Σοβιέτ είναι στην πραγματικότητα το έμβρυο της επαναστατικής κυβέρνησης. Οργανώνει περιπόλους στους δρόμους για να εξασφαλίσει την προστασία των πολιτών ... Παίρνει τον έλεγχο ... των ταχυδρομείων, του τηλέγραφου και των σιδηροδρόμων. Καταβάλουν προσπάθεια να εισαχθεί το οκτάωρο ... Το πρώτο κύμα της επόμενης επανάστασης θα φέρει τη δημιουργία των Σοβιέτ σε ολόκληρη τη χώρα.

Μετά τη Φεβρουαριανή Επανάσταση του 1917, τα σοβιέτ εμφανίστηκαν παντού στη Ρωσία. Τους επόμενους μήνες αναπτύχθηκε μια κατάσταση «δυαδικής εξουσίας», ανάμεσα στα σοβιέτ και την προσωρινή κυβέρνηση. Είτε οι προνομιούχες τάξεις θα έπαιρναν τον έλεγχο της παλαιάς κρατικής μηχανής και τα σοβιέτ τελικά θα συντρίβονταν, είτε τα σοβιέτ θα σχημάτιζαν το θεμέλιο μιας νέας κοινωνίας που θα κατέστρεφε τον παλιό κρατικό μηχανισμό και θα ανέτρεπε την παλιά κυρίαρχη τάξη.

Η ρήξη ήρθε τον Οκτώβρη. Η προσωρινή κυβέρνηση είχε απολέσει κάθε αξιοπιστία στα μάτια της μεγάλης πλειοψηφίας. Ήταν ανίκανη να δώσει στους εργάτες και τους αγρότες αυτό που ήθελαν: ειρήνη, ψωμί και γη. Αυτές ήταν οι συνθήκες που επέτρεψαν στο Κόμμα των Μπολσεβίκων, με την ηγεσία του Λένιν και του Τρότσκι, να πρωταγωνιστήσει σε μια δεύτερη επανάσταση που εκτόπισε την παλιά κυρίαρχη τάξη.

Τα σοβιέτ αποτέλεσαν τη βάση για μια νέα επαναστατική κυβέρνηση, που αντιστοιχούσε σε ένα σύστημα πολύ πιο δημοκρατικό από οποιοδήποτε άλλο είχε εμφανιστεί προηγουμένως ή από οποιοδήποτε άλλο υπάρχει σήμερα. «Ποτέ άλλοτε δεν υπήρξε πολιτικό σώμα με μεγαλύτερη ευαισθησία και πιο άμεση ανταπόκριση στη λαϊκή θέληση», έγραψε ο Αμερικανός δημοσιογράφος Τζον Ριντ, που έγινε αυτόπτης μάρτυρας της δράσης των σοβιέτ. «Και αυτό ήταν απαραίτητο, αφού σε καιρούς επανάστασης η λαϊκή θέληση μεταβάλλεται πολύ γρήγορα».

Οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι στα σοβιέτ ήταν ανακλητοί και έπρεπε να λογοδοτούν τακτικά στις μαζικές εργατικές συνελεύσεις. Η μάζα του πληθυσμού λάμβανε μέρος στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων, κάτι που δεν έχει γίνει ποτέ δυνατό στις καπιταλιστικές κοινωνίες.

Την εποχή που οι μπολσεβίκοι πρωτοστάτησαν στην πρώτη σοβιετική κυβέρνηση, περίπου ένας εργάτης στους δέκα ήταν μέλος του κόμματος. Με δεδομένη τη μεγάλη υποστήριξη στους μπολσεβίκους, δεν μας εκπλήσσει το γεγονός ότι το παλαιό καθεστώς κατέρρευσε σαν πύργος από τραπουλόχαρτα. Ο Μάρτοφ, ηγετικό στέλεχος των μενσεβίκων, κύριων πολιτικών αντιπάλων των μπολσεβίκων μέσα στην αριστερά, έγραψε τότε: «Καταλάβετε, σας παρακαλώ, ότι αυτό που έχουμε μπροστά μας εντέλει  είναι η νικηφόρα εξέγερση του προλεταριάτου ‒σχεδόν ολόκληρο το προλεταριάτο υποστηρίζει τον Λένιν και προσδοκά την κοινωνική του απελευθέρωση μέσω της εξέγερσης».

Η επανάσταση ξεκίνησε και καθοδηγήθηκε από την οργανωμένη εργατική τάξη, τραβώντας πίσω της, τις αγροτικές μάζες. Χωρίς την υποστήριξη των εκατομμυρίων αγροτών μέσα στον στρατό, οι εργάτες θα είχαν συντριβεί, όπως το 1905. Επειδή ο ξεσηκωμός των εργατών επέτρεψε στους αγρότες να καταλάβουν και να κρατήσουν τη γη, οι αγρότες δέχτηκαν τη νέα εξουσία των σοβιέτ και την ηγεσία των μπολσεβίκων, που πλειοψηφούσαν πλέον στα σοβιέτ.

Για πρώτη φορά στην ιστορία οι εργάτες πήραν την κρατική εξουσία σε μια χώρα, και φάνηκε ότι ξημέρωνε μια νέα εποχή στην ανθρώπινη ιστορία. Ο Ιταλός επαναστάτης Αντόνιο Γκράμσι, διακήρυσσε εκείνη την εποχή: «Η Ρωσική Επανάσταση είναι ο θρίαμβος της ελευθερίας ... δημιουργώντας για τον εαυτό της ένα προς ένα τα όργανα που χρειάζεται η νέα κοινωνική ζωή».

Όταν πήραν την εξουσία, οι μπολσεβίκοι αμέσως νομιμοποίησαν την κατάληψη της γης από τους αγρότες στην ύπαιθρο και ανακοίνωσαν ότι τα εργοστάσια θα ελέγχονταν από τους εργάτες. Για να καταστεί σαφές ότι οι αποφάσεις δεν ήταν απλές υποσχέσεις μιας ιδιοτελούς ελίτ, ανακοινώθηκε ότι οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι θα λάμβαναν τον μέσο μισθό του ειδικευμένου βιομηχανικού εργάτη.

Η νέα κυβέρνηση κατάργησε τη θανατική ποινή. Ανακοίνωσε το διαχωρισμό του κράτους και της εκπαίδευσης από την εκκλησία και καθιέρωσε πλήρη θρησκευτική ελευθερία, τερματίζοντας τη νομιμοποιημένη καταπίεση των Εβραίων και των άλλων θρησκευτικών μειονοτήτων. Η παιδεία έγινε δωρεάν για όλους και ξεκίνησε μια μαζική εκστρατεία κατά του αναλφαβητισμού. Οι χώρες της παλαιάς Ρωσικής Αυτοκρατορίας απέκτησαν το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. Όλη η παλιά νομοθεσία που είχε χρησιμεύσει για την καταπίεση των γυναικών ανατράπηκε. Οι ίσες αμοιβές καθιερώθηκαν με νόμο. Οι γάμοι μπορούσαν να λυθούν ύστερα από αίτημα οποιουδήποτε από τους συζύγους. Στα μη νόμιμα παιδιά δόθηκαν ίσα δικαιώματα με τα παιδιά εντός γάμου. Όλοι οι νομικοί περιορισμοί για τις αμβλώσεις καταργήθηκαν. Το κράτος προσέφερε κοινωνική προστασία στις μητέρες και στα παιδιά τους, ιδρύοντας στέγες μητρότητας και δωρεάν παιδικούς σταθμούς. Το πιο σημαντικό, γυναικεία τμήματα δημιουργήθηκαν σε όλες τις περιοχές της χώρας με σκοπό να οργανώσουν τις γυναίκες για να παίξουν ενεργό ρόλο στην αλλαγή της κοινωνίας. Σύμφωνα με τον Βρετανό συγγραφέα Κόλιν Γουίλσον, «οι αγρότισσες τραγουδούσαν τραγούδια που μιλούσαν για το πώς θα χώριζαν τους συζύγους τους αν τις χτυπούσαν».

Η ομοφυλοφιλία έπαψε να θεωρείται έγκλημα και όλες οι ερωτικές πρακτικές αφαιρέθηκαν από τον ποινικό κώδικα. Ο διευθυντής του Ινστιτούτου της Μόσχας για τη Σεξουαλική Υγιεινή, δόκτωρ Γκριγκόρι Μπάτκις, περιέγραψε τη νέα προσέγγιση:

Η σοβιετική νομοθεσία ... διακηρύσσει την απόλυτη μη ανάμειξη του κράτους και της κοινωνίας σε σεξουαλικά ζητήματα, εφόσον δεν θίγονται τα συμφέροντα κανενός. Όσον αφορά την ομοφυλοφιλία, τη σοδομία και διάφορες άλλες μορφές σεξουαλικής ικανοποίησης που η ευρωπαϊκή νομοθεσία θεωρεί προσβολές των δημοσίων ηθών, η σοβιετική νομοθεσία τις αντιμετωπίζει ακριβώς όπως τη λεγόμενη «φυσιολογική» συνεύρεση.

Η ζωτικότητα της νέας κοινωνίας αντικατοπτριζόταν στην πολύ μεγάλη καλλιτεχνική δραστηριότητά της. Υπήρξε άνθηση των εικαστικών τεχνών, του θεάτρου, του κινηματογράφου και της λογοτεχνίας. Ο Βικτόρ Σερζ, αναρχοσυνδικαλιστής που προσχώρησε στο Κόμμα των Μπολσεβίκων λίγο μετά την επανάσταση, περιέγραψε αυτές τις πλευρές της άνθησης στο βιβλίο του Έτος Πρώτο της Ρωσικής Επανάστασης:

Μεγάλη δίψα για γνώση προέκυψε σ' ολόκληρη τη χώρα και εμφανίστηκαν παντού νέα σχολεία, μαθήματα ενηλίκων, πανεπιστήμια και εργατικές σχολές. Αναρίθμητες νέες πρωτοβουλίες έφεραν στο προσκήνιο τη διδασκαλία ανήκουστων, εντελώς ανεξερεύνητων γνωστικών πεδίων. Αυτή την περίοδο επίσης τα μουσεία εμπλουτίστηκαν με ιδιωτικές συλλογές που είχαν δημευθεί: η εν λόγω δήμευση καλλιτεχνικού πλούτου έγινε με μεγάλη τιμιότητα και φροντίδα. Ούτε ένα έργο, ανεξαρτήτως της σημασίας του, δεν χάθηκε.

Σε μια μόνο χώρα;

Τα βήματα που έγιναν τους πρώτους μήνες και τα πρώτα χρόνια της επανάστασης ήταν εντυπωσιακά. Ωστόσο, όπως είχε επισημάνει ο Μαρξ, οι άνθρωποι δεν φτιάχνουν την ιστορία μέσα σε συνθήκες δικής τους επιλογής. Οι προηγούμενοι σοσιαλιστές δεν ανέμεναν ότι οι εργάτες θα καταλάμβαναν την εξουσία σε μια χώρα όπως η Ρωσία του 1917. Περίμεναν ότι η επανάσταση θα γινόταν στις οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες της Δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, όπου υπήρχε υψηλή παραγωγικότητα, προηγμένη τεχνολογία και ειδικευμένο εργατικό δυναμικό.

Αντίθετα, η Ρωσία είχε μόλις αρχίσει τη δύσκολη προσπάθεια να βγει από τον Μεσαίωνα. Ο πόλεμος έκανε τα πράγματα ακόμα χειρότερα, καθώς είχε καταστρέψει μεγάλο μέρος της οικονομίας της χώρας, αφήνοντας τους σιδηροδρόμους, τις επικοινωνίες και τη βιομηχανία να παραπαίουν. Το καλοκαίρι του 1918 είχε ξεσπάσει επιδημία χολέρας στην Πετρούπολη και είχε εξαπλωθεί λιμός. Ταυτόχρονα, αντεπαναστατικά στοιχεία άρχισαν να βιαιοπραγούν. Μια δολοφονική απόπειρα κατά του Λένιν τον άφησε βαριά τραυματισμένο.

Τόσο ο Λένιν όσο και ο Τρότσκι ήταν σαφείς ότι χωρίς διεθνή υποστήριξη η επανάσταση δεν θα μπορούσε να επιζήσει στη Ρωσία, όπου η εργατική τάξη αποτελούσε λιγότερο από το 2% του συνολικού πληθυσμού. Η ίδρυση σοσιαλιστικών δημοκρατιών σε ανεπτυγμένες χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία ήταν ουσιώδης. Αυτές θα μπορούσαν να στείλουν τρακτέρ και μηχανήματα για να βοηθήσουν τη γρήγορη εκβιομηχάνιση της Ρωσίας. Διαφορετικά θα βάθαινε η κρίση, θα εμφανίζονταν περισσότερες ελλείψεις και τελικά οι αγρότες θα έπαυαν να υποστηρίζουν το σοβιετικό κράτος. Ο Λένιν έθεσε τα ζητήματα ψυχρά τον Μάρτιο του 1919: «Η απόλυτη αλήθεια είναι ότι χωρίς την επανάσταση στη Γερμανία θα χαθούμε».

Η πίστη στη δυνατότητα της διεθνούς επανάστασης δεν ήταν μια απλή φαντασίωση. Εκατομμύρια εργάτες σε ολόκληρο τον κόσμο είχαν αντλήσει έμπνευση από το κουράγιο και το όραμα των μπολσεβίκων. Μια ηγετική αγωνιστική φυσιογνωμία από τη Βρετανία έγραψε αργότερα για τον αντίκτυπο των γεγονότων της Ρωσίας:

Τον Νοέμβριο του 1917, όταν έφτασαν τα νέα για τη Ρωσική Επανάσταση,    κάθε επαναστάτης εργάτης ένιωσε ρίγη συγκίνησης ... Ρίχτηκα σε οτιδήποτε είχε να κάνει με τη Ρωσική Επανάσταση, και η επίγνωση ότι εργάτες σαν και μένα και σαν όλους τους άλλους γύρω μου είχαν πάρει την εξουσία, είχαν νικήσει την τάξη των αφεντικών, με κρατούσε σε κατάσταση αυξανόμενου ενθουσιασμού.

Στη Γερμανία και την Αυστρία, η μοναρχία κατέρρευσε και δημιουργήθηκαν συμβούλια εργατών, στρατιωτών και ναυτών. Στην Ουγγαρία, τη Βαυαρία, τη Φινλανδία και τη Λετονία, ήρθαν για λίγο στην εξουσία σοβιετικές κυβερνήσεις. Ο Οθωμανός σουλτάνος ανατράπηκε. Στην Ιταλία υπήρξε το κύμα των εργοστασιακών καταλήψεων. Το ιρλανδικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα πολέμησε τον βρετανικό στρατό στα ίσα, και στην ίδια τη Βρετανία υπήρξε μια τεράστια άνοδος του εργατικού ακτιβισμού, με εργατικά συμβούλια να ιδρύονται για λίγο στη Γλασκόβη. Στη Βόρεια Αμερική υπήρξαν γενικές απεργίες στο Σιάτλ και το Γουίνιπεγκ. Αλλά κανένα από αυτά τα κινήματα δεν ήταν τόσο οργανωμένο ώστε να διεκδηκήσει την εξουσία για λογαριασμό της εργατικής τάξης. Πουθενά αλλού εκτός από τη Ρωσία δεν είχε χτιστεί εκ των προτέρων ένα πειθαρχημένο, επαναστατικό κόμμα όπως των μπολσεβίκων.

Η ήττα αυτού του πρώτου κύματος επαναστατικής δράσης που ακολούθησε τη Ρωσική Επανάσταση, δεν σήμαινε ότι ο καπιταλισμός βρισκόταν εκτός κινδύνου. Σε όλο τον κόσμο ιδρύθηκαν κομουνιστικά κόμματα που επιδίωκαν την επαναστατική κατάληψη της εξουσίας, και το 1919 οι μπολσεβίκοι ίδρυσαν την Τρίτη (Κομουνιστική) Διεθνή (Κομιντέρν) για να τα ενώσουν. Η Κομιντέρν ζητούσε την αντιιμπεριαλιστική συμμαχία των εθνικοαπελευθερωτικών και αντιαποικιακών εξεγέρσεων με τη Σοβιετική Ρωσία και με τα εργατικά κινήματα που αντιμάχονταν τον καπιταλισμό.

Ασφαλώς δεν αρκούσε να περιμένουν οι μπολσεβίκοι την επανάσταση σε άλλες χώρες. Το 1918, είκοσι δύο ξένοι στρατοί από χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Βρετανία και η Γαλλία, εισέβαλαν στη Ρωσία και ενίσχυσαν τον Λευκό Στρατό της αποκαθηλωμένης κυρίαρχης τάξης. Η σοβιετική κυβέρνηση αναγκάστηκε να διαθέσει όλους τους πόρους της για την άμυνα της εργατικής δημοκρατίας.

Ο επαναστατικός Κόκκινος Στρατός, υπό την ηγεσία του Τρότσκι, εντέλει νίκησε τις δυνάμεις της αντεπανάστασης, αλλά με τεράστιες ανθρώπινες και υλικές απώλειες. Τον Μάη του 1919, η ρωσική βιομηχανία είχε περιοριστεί στο 10% του κανονικού της εφοδιασμού σε καύσιμα. Η παραγωγή βιομηχανικών αγαθών είχε πέσει στο 13% του ήδη χαμηλού επιπέδου του 1913. Εβδομήντα εννέα τοις εκατό του σιδηροδρομικού συστήματος ήταν εκτός λειτουργίας. Πολλά βασικά καταναλωτικά αγαθά ήταν απρόσιτα.

Ο αριθμός των εργατών στις πόλεις έπεσε από 3 εκατομμύρια σε 1,25 εκατομμύρια. Χιλιάδες αφοσιωμένοι μαχητές της εργατικής τάξης πέθαναν στον εμφύλιο πόλεμο. Ο ιστορικός Ε.Χ. Καρ αναφέρει ότι η έλλειψη τροφίμων οδήγησε σε «μαζική φυγή των βιομηχανικών εργατών από τις πόλεις και επιστροφή στην κατάσταση του αγρότη». Μέχρι το 1921, η Πετρούπολη είχε απολέσει το 57,5% του συνολικού της πληθυσμού και η Μόσχα το 44,5%.

Ό,τι είχε κερδίσει η επανάσταση κινδύνευε να το χάσει λόγω έλλειψης πόρων. Ο ιστορικός Κέβιν Μέρφι έδειξε ότι σε ορισμένα εργοστάσια οι εργάτες διατήρησαν σε σημαντικό βαθμό τον έλεγχο της παραγωγής μέχρι το 1927, κερδίζοντας τακτικές μισθολογικές αυξήσεις. Αλλά σε άλλα, η εργατική εξουσία κατέληξε να αποτελεί αφηρημένο σύνθημα, ενώ τα σοβιέτ έγιναν κάτι λίγο παραπάνω από χώροι συζήτησης. Από το 1919 και για περισσότερους από δεκαοκτώ μήνες δεν έγιναν εκλογές στο Σοβιέτ της Μόσχας.

Μέσα στις δύσκολες συνθήκες του εμφυλίου πολέμου και των συνεπειών του, οι μπολσεβίκοι ένιωσαν υποχρεωμένοι να θέσουν εκτός νόμου τα πολιτικά κόμματα που επέκριναν την επανάσταση, ορισμένα εκ των οποίων είχαν ταχθεί ανοιχτά στο πλευρό της αντεπανάστασης. Αυτή η διάβρωση της δημοκρατίας ήταν άμεσο αποτέλεσμα της παρέμβασης των δυτικών καπιταλιστικών δυνάμεων. Οι αντεπαναστατικές δυνάμεις δεν μπόρεσαν να συντρίψουν το κράτος των εργατών απέξω, αλλά είχαν δημιουργήσει τις συνθήκες για την παρακμή του από μέσα, όπως φαινόταν από τις σοβαρές και ενίοτε βίαιες εντάσεις ανάμεσα στην εργατική τάξη και την αγροτιά.

Την εποχή που πέθανε ο Λένιν, τον Ιανουάριο του 1924, το Κόμμα των Μπολσεβίκων είχε αλλάξει πολύ σε σχέση με την εργατική οργάνωση που ήταν το 1917. Καθώς ατονούσαν τα δημοκρατικά σοβιέτ, το κόμμα πέρασε στον έλεγχο μιας γραφειοκρατίας επαγγελματιών αξιωματούχων και οπορτουνιστών. Το 1922, μόνο ένα μέλος στα σαράντα ήταν στο κόμμα πριν από τον Οκτώβρη του 1917. Επικεφαλής αυτής της διευρυνόμενης γραφειοκρατίας ήταν ο Ιωσήφ Στάλιν, που είχε παίξει έναν περιορισμένο ρόλο στην Επανάσταση του 1917, αλλά που είχε καταφέρει να ανελιχθεί στη θέση του γενικού γραμματέα του κόμματος. Τα πρώτα χρόνια μετά το θάνατο του Λένιν, ο Στάλιν νίκησε όλους τους αντιπάλους του και από, το 1928, είχε πλέον κυριαρχήσει.

Η νέα κομματική/κρατική γραφειοκρατία δεν ενδιαφερόταν πλέον για την παγκόσμια επανάσταση. Αντίθετα, οι γραφειοκράτες ενδιαφέρονταν κυρίως για τα συμφέροντα του σοβιετικού κράτους, και για τα δικά τους ως ηγετών του. Σε συνάφεια με τα παραπάνω, ο Στάλιν και οι υποστηρικτές του προέβαλαν το δόγμα του «σοσιαλισμού σε μια μόνη χώρα». Το καθήκον των κομουνιστικών κομμάτων στις άλλες χώρες δεν ήταν να προετοιμάσουν την επανάσταση, αλλά να υποστηρίξουν τα συμφέροντα του ρωσικού κράτους. Η Κομιντέρν μετατράπηκε σε όργανο της εξωτερικής πολιτικής του Στάλιν και η εγκατάλειψη της παγκόσμιας επανάστασης έγινε αυτοεκπληρούμενη προφητεία.

Τα τελευταία ίχνη της επανάστασης εξαλείφθηκαν καθώς η χώρα ρίχτηκε στη βίαιη εκβιομηχάνιση, στις πλάτες της εργατικής τάξης και της αγροτιάς. Η Ρωσία είχε γίνει ένα τεράστιο στρατόπεδο εργασίας και τα εναπομείναντα μέλη της «παλιάς φρουράς» των μπολσεβίκων έπεσαν θύματα εκκαθαρίσεων. Αυτή η σταλινική αντεπανάσταση μετέτρεψε τη Ρωσία σε χώρα όπου είχε εγκαθιδρυθεί ο κρατικός καπιταλισμός, όπου η οικονομία βρισκόταν στην κατοχή του κράτους, αλλά το κράτος το έλεγχε μια νέα κυρίαρχη τάξη ‒που εκμεταλλευόταν τους εργάτες με τον ίδιο τρόπο που τους εκμεταλλεύονταν οι ιδιώτες καπιταλιστές σε άλλα μέρη του κόσμου.

Ο εκφυλισμός της Ρωσικής Επανάστασης δεν ήταν μονόδρομος. Εάν η επανάσταση είχε εξαπλωθεί από τη Ρωσία στις προηγμένες βιομηχανικές χώρες μετά το 1917, τότε η φρίκη της ηγεμονίας του Στάλιν θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί και οι εργάτες θα είχαν μπορέσει να πάρουν την εξουσία.

Ακόμα και μετά την υποχώρηση του πρώτου επαναστατικού κύματος, υπήρχε εναλλακτική. Ο Τρότσκι και η Αριστερή Αντιπολίτευση στη Ρωσία υποστήριζαν ότι οι μπολσεβίκοι έπρεπε να εξακολουθήσουν να παροτρύνουν την επαναστατική δράση σε άλλες χώρες. Αντ' αυτού η Αριστερή Αντιπολίτευση συνετρίβη, τα μέλη της εκδιώχθηκαν από το κόμμα και φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν. Πάντως, ο Τρότσκι και όσοι τον ακολούθησαν διατήρησαν ζωντανή την υπόθεση του επαναστατικού σοσιαλισμού. Μας υπενθυμίζουν ότι ο δρόμος που πήρε ο Στάλιν ήταν ο ακριβώς αντίθετος από εκείνον που πρότειναν ο Μαρξ και ο Λένιν.

Παρά την τελική ήττα της Ρωσικής Επανάστασης, δεν πρέπει να ξεχνάμε τα επιτεύγματα των μπολσεβίκων. Πρέπει να τιμούμε την επανάσταση, αλλά, το πιο σημαντικό, να αντλούμε τα πολλά της διδάγματα προκειμένου να δυναμώσουμε σήμερα την πάλη μας ενάντια στο καπιταλιστικό σύστημα που αποδεικνύεται όλο και λιγότερο ικανό να καλύψει ακόμα και τις βασικότερες ανάγκες.

*Ο Φιλ Γκάσπερ είναι καθηγητής φιλοσοφίας στο Μάντισον του Γουϊσκόνσιν (ΗΠΑ), στέλεχος της οργάνωσης International Socialist Organization. Αρθρογραφεί συστηματικά στην στήλη «Critical Thinking» του περιοδικού International Socialist Review αλλά και σε σάιτ της αμερικανικής Αριστεράς (socialistworker, Counterpunch, ZNet, MRzine).