Η ελληνική εξωτερική πολιτική ανέκαθεν αξιοποιούσε το ζήτημα της αύξησης των στρατιωτικών εξοπλισμών προκειμένου να διεκδικήσει τη θέση της στο άρμα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Και η αλήθεια είναι ότι πάντοτε το έκανε αυτό με υπερβάλλοντα ζήλο. Η επίσκεψη Μητσοτάκη στο Λευκό Οίκο το επιβεβαίωσε με τον πιο ωμό και ξεκάθαρο τρόπο.
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός έσπευσε να διαβεβαιώσει τον Ντόναλντ Τραμπ ότι η Ελλάδα ενδιαφέρεται για την αγορά των πολεμικών αεροσκαφών F-35, αφού πρώτα εκσυγχρονίσει τα υπάρχοντα F-16. Μάλιστα σε κάποιο σημείο των κοινών τους δηλώσεων διέκοψε τον Αμερικανό πρόεδρο προκειμένου να του θυμίσει ότι το ελληνικό κράτος ξοδεύει μεγαλύτερο ποσό από το προβλεπόμενο κατώτατο όριο που ορίζει το ΝΑΤΟ όσον αφορά τις στρατιωτικές δαπάνες. Αυτό όμως δεν είναι κάτι καινούργιο. Την τελευταία τριακονταετία ο ελληνικός καπιταλισμός έχει μπει για τα καλά στο χορό των εξοπλιστικών προγραμμάτων. Ένας τεράστιος μηχανισμός, αποτελούμενος από πολεμικές βιομηχανίες, κορυφαία κυβερνητικά στελέχη και κάθε είδους μεσάζοντες, λειτουργεί επί δεκαετίες σε βάρος της κοινωνικής πλειοψηφίας. Ιδιαίτερα στα χρόνια του σημιτικού ΠΑΣΟΚ κομμάτι του εκσυγχρονισμού ήταν και η «αμυντική θωράκιση» της χώρας. Μάλλον όμως αυτά που θωρακίστηκαν ακόμη περισσότερο ήταν συγκεκριμένα φουσκωμένα πορτοφόλια.
Πάνω από 24 δισ. ευρώ ξοδεύτηκαν από το 1996 μέχρι σήμερα για εξοπλιστικά προγράμματα. Μόνο το «Ενιαίο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Ανάπτυξης και Εκσυγχρονισμού των Ενόπλων Δυνάμεων» του Άκη Τσοχατζόπουλου το 1996 κόστισε 4 τρισ. δραχμές. Ποσά ασύλληπτα για εκείνη την εποχή που πληρώνονταν μέσω της υπερφορολόγησης και του πετσοκόμματος των κοινωνικών δαπανών. Θεωρείται ότι το συνολικό κόστος των εξοπλιστικών προγραμμάτων μέχρι το 2003 έφτασε τα 17 τρισ. δραχμές και αφορούσε κυρίως υπερκοστολογημένα οπλικά συστήματα, χαριστικές συμφωνίες για τις ανάδοχες εταιρείες και μηχανήματα που ξεπερνούσαν τις δυνατότητες των υπαρχουσών στρατιωτικών υποδομών. Ένα τεράστιο «πάρτι» της πολεμικής αγοράς είχε στηθεί στις πλάτες των εργαζομένων. Ένα πάρτι στο οποίο περιλαμβάνονταν «μίζες», ευνοϊκές μεταχειρίσεις συγκεκριμένων οπλοπαραγωγών και συμφωνίες κάτω από το τραπέζι. Οι υποθέσεις Τσοχατζόπουλου και Παπαντωνίου αποδεικνύουν περίτρανα το «φαγοπότι» πάνω στα εξοπλιστικά τα τελευταία 25 χρόνια.
Το ίδιο παιχνίδι συνεχίζεται και σήμερα. Το ελληνικό κράτος προσπαθώντας να αξιοποιήσει τους ανταγωνισμούς και τα συμφέροντα που αναπτύσσονται στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, διεκδικεί το ρόλο του τοποτηρητή του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στην περιοχή. Πατώντας σε αντιδραστικές συμμαχίες, συνεχίζει να ενισχύεται στρατιωτικά και να εμπλέκεται σε πολύ επικίνδυνα μονοπάτια. Την ίδια στιγμή κλείνει το μάτι σε ενδεχόμενο περεταίρω ενίσχυσης των εξοπλισμών, υποσχόμενη κι άλλα κέρδη στα αδηφάγα κοράκια της πολεμικής βιομηχανίας. Στη συνάντηση των Υπουργών Άμυνας του ΝΑΤΟ, που έγινε το προηγούμενο καλοκαίρι, για μια ακόμη χρονιά διαπιστώθηκε ότι η Ελλάδα είναι η δεύτερη χώρα, μετά τις ΗΠΑ σε παγκόσμιο επίπεδο, που δαπανά το μεγαλύτερο ποσοστό επί του ΑΕΠ για στρατιωτικούς εξοπλισμούς. Το κατώτερο όριο που έχει ορίσει το ΝΑΤΟ είναι 2% του ΑΕΠ και η Ελλάδα δαπάνησε 2,24. Μάλιστα το 2019 παρατηρήθηκε αύξηση 6,23% συγκριτικά με τις αντίστοιχες δαπάνες του 2014, καθώς από 4,354 δισ. το 2014, ανέβηκε στα 4,624 δισ. τη χρονιά που μας πέρασε.
Κάπως έτσι ανοίγει ξανά η συζήτηση για τα περίφημα F-35. Και η αλήθεια είναι ότι όλα τα μέσα ενημέρωσης αναφέρονται στα «υπερσύγχρονα συστήματά» τους και στις «νέες τεχνολογίες» που διαθέτουν τα συγκεκριμένα αεροσκάφη, παρακάμπτοντας όμως κάποια άλλα πιο σημαντικά στοιχεία. Κάθε F-35, για τα οποίο δηλώνει περήφανα ενδιαφέρον ο Κυριάκος Μητσοτάκης, κοστίζει 100 εκατομμύρια ευρώ, ενώ κάθε ώρα πτήσης 44.000 δολάρια. Το αντίστοιχο κόστος κάθε ώρας πτήσης των F-16 αγγίζει τα 15.000 δολάρια. Κάθε φορά δηλαδή που οι πολέμαρχοι του Αιγαίου αναχαιτίζουν ο ένας τις πτήσεις του άλλου, και καμαρώνουν περήφανα οι ρεπόρτερ και οι σχολιαστές, δαπανούνται τεράστια ποσά, τα οποία προφανώς πληρώνουν άμεσα οι λαοί. Κάπως έτσι οι γκρίζες ζώνες των συνόρων συνδέονται με τις γκρίζες ζώνες της φτώχειας και της ανέχειας.
Αν υπολογιστεί ότι η ελληνική πολεμική αεροπορία θα παραγγείλει τουλάχιστον μία μοίρα F-35, δηλαδή 12 αεροσκάφη, τότε αντιλαμβάνεται κανείς ότι το κόστος ξεπερνά το 1 δισ. ευρώ. Μιλάμε για προκλητικά ποσά σε περιόδους απίστευτης συρρίκνωσης του εισοδήματος της κοινωνικής πλειοψηφίας. Όμως ο λογαριασμός των F-35 δεν σταματάει εδώ. Τα συγκεκριμένα αεροσκάφη ενσωματώνουν νέες τεχνολογίες στις οποίες δεν ανταποκρίνονται οι υπάρχουσες δομές της πολεμικής αεροπορίας. Αυτό σημαίνει ότι απαιτείται η εγκατάσταση νέων εξοπλισμών υποστήριξης των αεροσκαφών, καθώς και εξειδίκευση του προσωπικού στις νέες τεχνολογίες. Πρόκειται για μια παρανοϊκή συζήτηση, αν σκεφτεί κανείς ότι αφορά αεροσκάφη που έχουν φτιαχτεί για επιθετικό πόλεμο. Την ίδια στιγμή η Ελλάδα ενισχύεται και στη θάλασσα, απευθυνόμενη στη γαλλική αγορά αυτή τη φορά. Μόνο που οι «φρεγάτες» του Μακρόν κοστίζουν και αυτές κάτι παραπάνω. Μίνιμουμ 1,5 δισ. ευρώ θεωρείται το κόστος της καθεμιάς από αυτές.
Η συζήτηση περί των στρατιωτικών εξοπλισμών στο φόντο τις όξυνσης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών στη νοτιοανατολική Μεσόγειο καθίσταται ιδιαίτερα επικίνδυνη. Καθημερινά στα ΜΜΕ παρελαύνουν πάσης φύσεως «ειδικοί» επί γεωπολιτικών θεμάτων και προετοιμάζουν το έδαφος μιας ενδεχόμενης στρατιωτικής όξυνσης. Όλοι αυτοί δεν είναι τίποτε άλλο από άτυποι εκπρόσωποι της πολεμικής βιομηχανίας και της επικίνδυνης διπλωματίας. Η μάχη για τις ΑΟΖ και την εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου στην περιοχή εκτός από έναν τεράστιο οικολογικό κίνδυνο συνιστά και μια πολεμική προειδοποίηση. Η επίσκεψη Χαφτάρ στην Αθήνα το επιβεβαίωσε με τον πιο εμφατικό τρόπο. Απέναντι στα σχέδιά τους, το αντιπολεμικό κίνημα πρέπει να βγει ξανά στο δρόμο. Τα αιτήματα ενάντια στους στρατιωτικούς εξοπλισμούς, στον κοινό άξονα με ΗΠΑ-Ισραήλ και στον East Med, αποτελούν το πιο σημαντικό εργαλείο του κόσμου του κινήματος και της Αριστεράς μπροστά στο ενδεχόμενο μιας ακόμη σκληρότερης γεωπολιτικής σύγκρουσης.
Την ώρα που τσακίζεται το λαϊκό εισόδημα, που υπερφορολογούνται τα εργατικά στρώματα και ιδιωτικοποιούνται οι δημόσιοι φορείς, είναι προκλητικό κάποιοι να μιλούν για ενίσχυση των εξοπλισμών και των βάσεων του θανάτου. Το αντιπολεμικό κίνημα και η Αριστερά οφείλουν μαζικά και συντονισμένα να αντιπαρατεθούν στον μιλιταρισμό και τον εθνικισμό. Το επόμενο διάστημα πρέπει να δυναμώσει η αντιιμπεριαλιστική πάλη, βάζοντας στο επίκεντρο της κουβέντας το κλείσιμο των βάσεων, την ειρήνη στο Αιγαίο και την αποτροπή κάθε στρατιωτικής εμπλοκής στα εσωτερικά ζητήματα της Λιβύης. Η αντιπολεμική διαδήλωση του Σαββάτου 11 Γενάρη ήταν μια πρώτη απάντηση. Χρειάζεται όμως οι εργαζόμενοι και η νεολαία να συντονιστούν και να αναπτύξουν πλατιά και ενωτική αντιπολεμική δράση, ικανή να προκαλέσει τριγμούς και τελικώς να τσακίσει τα επικίνδυνα σχέδιά τους. Οι πρωτοβουλίες σε αυτή την κατεύθυνση πρέπει να παρθούν άμεσα και δυναμικά. Πριν να είναι πολύ αργά.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά