Οι μνημονιακές, πολιτικές δυνάμεις θέλουν να σημαδέψουν ταξικά και αντιδημοκρατικά την πολιτειακή τράπουλα.

Έχουμε ξαναγράψει στο παρελθόν για τη συνταγματική αναθεώρηση, που υποτίθεται ότι αποτελεί την τελευταία, μεγάλη εκκρεμότητα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, προτού αυτή συναντηθεί εκ νέου με τη «συμφωνία» των Πρεσπών, στα μέσα της άνοιξης. Χθες, δόθηκαν στη δημοσιότητα οι προτάσεις της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ, σχετικά με τις προτεινόμενες, αναθεωρητέες διατάξεις και αν και ο πειρασμός είναι μεγάλος για μία «άρθρο το άρθρο» αντιπαράθεση και κριτική, καλό θα ήταν να δούμε πίσω από τις γραμμές και να εστιάσουμε στη μεγάλη εικόνα.

1ον. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια παγκόσμια τάση αναθεώρησης των συνταγμάτων ως θεωρούμενων ύψιστων και αυστηρών, πολιτειακών κανόνων σε μια σειρά από κράτη στην Ευρώπη, την Ασία και την Λατινική Αμερική, με ένα κοινό παρονομαστή - το πάλαι ποτέ «κύμα εκδημοκρατισμού» που υποτίθεται ότι προέκυψε μετά την αποικιοκρατία και την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, όχι μόνο επιβραδύνεται, αλλά σβήνει και δείχνει να χάνεται.Μια έστω και χλιαρή αστική δημοκρατία με φιλελεύθερες αντιλήψεις θεωρείται ντεμοντέ.

Τα νέα πολιτειακά συστήματα και οι κανόνες τους προσομοιάζουν στην Κίνα του ψευδώνυμα Κομμουνιστικού Κόμματος, τη Ρωσία του Πούτιν ή την Τουρκία του Ερντογάν,που έκανε και αυτός τα προηγούμενα χρόνια, μια χαρακτηριστική του κλίματος αναθεώρηση στο σύνταγμα για να μεταπηδήσει στην ενισχυμένη προεδρία. 

2ον. Όσοι επισπεύδουν ή συμμετέχουν στη διαδικασία αναθεώρησης δεν κρύβουν τον απώτερο στόχο τους - αφενός να αναδιατάξουν την ισχύ προϋπαρχόντων θεσμών ή την καθιέρωση νέων, με στόχο την απαγκίστρωση τους από τον πλατύ και άμεσο λαϊκό έλεγχο και αφετέρου να φέρουν το πολιτικό και οικονομικό παιχνίδι των όποιων εκλογικών διαδικασιών στα μέτρα τους, έτσι ώστε να εξασφαλίσουν την μακροημέρευσή τους στην εξουσία, κεντρική, τοπική ή περιφερειακή.

Αυτό παρατηρείται πχ όταν ενισχύεται ο ρόλος του προέδρου της δημοκρατίας ή όταν καθιερώνεται δεύτερη Βουλή πχ ως Γερουσία για την επικύρωση νόμων ή τον αποφασιστικό ρόλο στον διορισμό δικαστών ή άλλων ανώτατων κρατικών λειτουργών.

Με άλλα λόγια, η νεοφιλελεύθερη, καπιταλιστική αντεπανάσταση χρησιμοποεί τους θεσμούς που υποτίθεται ότι προστατεύουν τη δημοκρατία για να εξεγερθεί εναντίον της, αν όχι στο θεσμικό σκέλος που εξωτερικά δεν δείχνει να τροποποιείται, στο ουσιαστικό, δηλαδή στο αν όντως οι αναβαπτισμένοι «νέοι» θεσμοί έχουν έρεισμα στη λαϊκή κυριαρχία και ευρεία, κοινωνική νομιμοποίηση και βάση.

3ον Και εδώ ερχόμαστε στην τρίτη παράμετρο, που παρατηρείται ότι διαβρώνει και αλλοιώνει ραγδαία πια τις δημοκρατίες «μας». Τα συντάγματα που προκύπτουν στις μέρες μας, είναι κατά κανόνα οικονομικά, φιλοεπιχειρηματικά και στοχοπροσηλωμένα στη λιτότητα είτε στα αμιγώς δημοσιονομικά είτε στα ας τα πούμε κοινωνικά μεγέθη.

Με άλλα λόγια, υφίσταται μια «συνταγματοποίηση των μνημονίων» ακόμη και σε χώρες (πχ, Ιταλία) που τυπικά δεν μπήκαν σε μνημόνιο. Εξού και πλείστες προτάσεις προχωρούν στην άλωση από ιδιωτικά συμφέροντα χώρων που υποτίθεται ότι έως χθες ήταν αν όχι προνομιακός και μονοπωλιακός τόπος του κράτους και του δημόσιου τομέα, πάντως πεδίο όπου η κερδοσκοπία και ο ευτελισμός των υπηρεσιών από την ιδιωτική πρωτοβουλία έβρισκε κάποιο ελάχιστο, κανονιστικό και αποτρεπτικό πλαίσιο. Τυπικά παραδείγματα, η τριτοβάθμια εκπαίδευση, η υγεία, η κοινωνική ασφάλιση που εκχωρούνται πια με την «νομιμότητα του συντάγματος» σε ιδιωτικά, αρπακτικά χέρια.

4ον Αναπόφευκτα, η πολιτειακή και πολιτική κατάσταση που διαμορφώνεται από τον συνδυασμό των παραπάνω, οδηγεί σε κόμματα ή «κινήματα» ή «προσωπικότητες» που εμφανίζονται σαν σωτήριες λύσεις και μάνα εκ καπιταλιστικού ουρανού και σε εκλογικές αναμετρήσεις όπου το πρώτο μέλημα των κομμάτων-«κινημάτων»-«προσωπικοτήτων» είναι η απόκτηση ικανού αριθού χορηγών προκειμένου να κερδίσουν στην κούρσα των μιντιακών, διαδικτυακών και οικονομικών εντυπώσεων, σε ένα συνταγματικά πια κατοχυρωμένο ματς υποψηφίων που γίνεται όλο και δαπανηρότερο, και όχι μόνο από χρηματική και οικονομική σκοπιά.

Το κόστος για παράδειγμα ενός εξοβελισμού των κομμάτων της Αριστεράς - όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και αλλού - για οικονομικούς λόγους από τις εκλογικές αναμετρήσεις κάθε μορφής και η συνεπακόλουθη συρρίκνωση της απήχησής τους, εντός του θεσμικού πλαισίου, ακριβώς επειδή η πολιτειακή τράπουλα θα είναι σημαδεμένη αρνητικά, δεν υπολογίζεται με χρηματικούς όρους, αλλά με ταξικούς και αντιπροσωπευτικούς, δημοκρατικούς ως προς την ουσία του όρου. Τι θα πράξει σε μια τέτοια περίπτωση η Αριστερά; Θα επικαλείται μια κάποια θεσμική «νομιμότητα» όταν η ίδια η «νομιμότητα» θα την έχει πετάξει εκτός πολιτικού παιχνιδιού;

5ον. Οπως ο πόλεμος είναι πάρα πολύ σοβαρή και βέβαια απευκταία υπόθεση για να την αφήνει κανείς στους στρατιωτικούς, έτσι και η πολιτειακή και θεσμική οργάνωση μιας αστικής δημοκρατίας είναι εξαιρετικά σοβαρή υπόθεση για να την αφήνει κανείς στους αστούς.

Μια αντίληψη που επικρατεί και στους κόλπους της ριζοσπαστικής Αριστεράς ότι η συζήτηση για το σύνταγμα είναι είτε ανούσια, είτε «ενδοαστική» και δεν επιφέρει ουσιαστικές αλλαγές στο μαύρο και κακό ταξικό χάλι που «απολαμβάνει» ο κόσμος μας, ο κόσμος της εργασίας, είναι κατά τη γνώμη μου εσφαλμένη.

Και αυτό γιατί καλώς ή κακώς, το πώς και κυρίως το προς τα πού θα κινηθεί η συνταγματική αναθεώρηση είναι θέμα κατεξοχήν της εργατικής τάξης που θα κληθεί να πληρώσει τον αντιδημοκρατικό και αντιδραστικό δρόμο που θα πάρει ο καταστατικός χάρτης της χώρας, όταν θα έρθει η ώρα να εφαρμοστεί στις πλάτες της.

Γι ΄αυτό και κατά την ταπεινή μου γνώμη, χρειάζεται επαγρύπνηση και κινητοποίηση, ειδικά στο θέμα των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων ή στην περίπτωση μιας εισαγωγής της λιτότητας και των δημοσιονομκών κανόνων πειθάρχησης και καταναγκασμού αλά Ιταλία, κάτι που δεν έχει αποκλειστεί ρητά από καμία πλευρά, κυβερνητική και αντιπολιτευόμενη. 

6ον και προς ώρας τελευταίο. Μελετώντας τις προτάσεις της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ, πολλά μπορεί να γράψει και να σχολιάσει κάποιος και η καθεμιά από αυτές, χρειάζεται ενδεχομένως ξεχωριστό άρθρο.

Ας μου επιτραπεί εδώ να επισημάνω το εξής: Ενώ φαινομενικά υπάρχει ένας «πληθωρισμός» λαϊκής πρωτοβουλίας και νομοθέτησης «από τον λαό» με προτάσεις νόμων ή δημοψηφίσματα, διαπιστώνουμε ότι η Βουλή διατηρεί έναν υψηλό, ελεγκτικό και κανονιστικό ρόλο προκειμένου να εξετάζεται κάθε φορά αν οι παραπάνω ενέργειες θα τυχαίνουν ή όχι θέσπισης, ψήφισης και κυρίως εφαρμογής.

Με άλλα λόγια, το ελληνικό κοινοβούλιο όπως το ξέρουμε «αναδιπλώνεται» σε έναν ερμαφρόδιτο ρόλο Γερουσίας και Βουλής, που θα ποδηγετεί την όποια λαϊκή αντίληψη και «αμεσοδημοκρατική» πρόταση για νέα, τροποποιημένη ή αναθεωρημένη νομοθεσία. Με την παράλληλη ενίσχυση της προεδρίας της δημοκρατίας διά της λαϊκής ψήφου, αλλά μόνο επί των προσώπων που θα έχουν πλειοψηφήσει ανάμεσα στα κοινοβουλευτικά κόμματα, το μοντέλο αρχίζει και θυμίζει εκτρωματικές δημοκρατορίες του καιρού μας, οι οποίες έχουν επιδείξει «εξαιρετικές» οικονομικές επιδόσεις στην διά ροπάλου λιτότητα, έχουν πάψει προ πολλού να είναι δημοκρατίες και φυσικά, δεν έχουν σταματήσει να καταδυναστεύουν και να συνθλίβουν την εργατική τους τάξη.

Αλλά το γενικό συμπέρασμα παραμένει - και η συνταγματική αναθεώρηση στην Ελλάδα έχει οσμή διαζυγίου του καπιταλισμού από τη δημοκρατία και η κυβέρνηση του λαού, από τον λαό, για τον λαό, φαίνεται να έχει βρει τους νεκροθάφτες της στο 21ο αιώνα και μακριά από το πεδίο του Γκέτισμπεργκ.

Ετικέτες