Με βάση τη συζήτηση που έχει ανοίξει για την επικείμενη «δίκη της Χρυσής Αυγής» και τη συζήτηση μέσα στην Αριστερά για τον τρόπο αντιμετώπισης του νεοναζιστικού μορφώματος, προτείνω προς περαιτέρω προβληματισμό τις παρακάτω αιτιολογημένες νομικές και πολιτικές θέσεις:
- Η Χ.Α. είναι -πέρα από κάθε άλλη συντρέχουσα ιδιότητα- και νόμιμο μαζικό πολιτικό κόμμα. Έχει ηγεσία, μέλη, φίλους, οπαδούς και εκατομμύρια ψηφοφόρους. Δεν γνωρίζω αν τα μέλη της είναι «εικονικά», πάντως ακόμη και ως τέτοια υπάρχουν. Ως πολιτικό κόμμα η Χ.Α. δεν μπορεί να απαγορευθεί συνολικά, ακόμη και αν οι σκοποί ή η δράση της αντίκεινται στις αρχές του πολιτεύματος - εξαιρείται με βάση το ισχύον νομικό πλαίσιο η περίπτωση που ένα κόμμα θα καθοδηγήσει ένοπλη εξέγερση. Το ελληνικό πολίτευμα είναι ευτυχώς αξιολογικά ανοιχτό και όχι αξιολογικά δεσμευμένο.
Με βάση τη συζήτηση στην Ε’ Αναθεωρητική Βουλή το 1975 (12 Σχ.Σ., που τελικά αποσύρθηκε, για την απαγόρευση πολιτικών κομμάτων) και το άρθρο 29 παρ. 3 Συντάγματος, ως έχει, προκύπτει απόλυτη αδυναμία συνταγματικής απαγόρευσης πολιτικού κόμματος ή έστω διάλυσής του ως σωματείου. Ούτε υφίσταται δυνατότητα εξαίρεσης από ανακήρυξη συνδυασμών εκ μέρους του Αρείου Πάγου (παρά το ότι αυτό αντισυνταγματικά έχει συμβεί στο παρελθόν).
-Η θέση ότι το πολιτικό κόμμα είναι ο μανδύας ή η παρένδυση της εγκληματικής οργάνωσης είναι μια θέση πολιτικά ακατανόητη και νομικά έωλη και επικίνδυνη. Ακόμη και ως «ενεργούμενα», όσοι μετέχουν νόμιμα σε ένα φασιστικό κόμμα δεν είναι όλοι εγκληματίες. Ουσιαστικά, η θέση αυτή αποσκοπεί στο να διαλύσει (aufloesen) έμπρακτα ένα νόμιμο πολιτικό κόμμα, υποκαθιστώντας τη συνταγματική αδυναμία της νομικής απαγόρευσης. Ποιος μας λέει ότι αύριο δεν θα προταθεί η διάλυση π.χ. του ΚΚΕ ή ενός «ακραίου αριστερού σχηματισμού» λόγω κάποιου παράνομου εγκληματικού μηχανισμού μέσα σε αυτό; Θα αντειπωθεί ότι το ΚΚΕ δεν «παρανομεί» με βίαιο τρόπο. Όμως, πέρα από αυτό που συμβαίνει, σε μια κοινωνία επικοινωνίας υπάρχει και αυτό που μπορεί να «κατασκευαστεί»...
- Η Χ.Α. -αν υποτεθεί ότι σχετίζεται με εγκληματική οργάνωση του 187, πράγμα που φαίνεται από πολλά στοιχεία και ενδείξεις να θεμελιώνεται- δεν αποτελεί ως πολιτικό κόμμα μελών ή ως άθροισμα ψηφοφόρων συνολικά εγκληματική οργάνωση. Θα έπρεπε όλο το κόμμα ή και όλοι οι ψηφοφόροι να σχετίζονται οργανωτικά με την εγκληματική δραστηριότητα. Αυτό είναι απίθανο και μη αποδείξιμο. Επιπλέον, οδηγεί στον εμφύλιο πόλεμο χαμηλής έντασης.
Η συλλογική ευθύνη ως ιδέα και πρακτική είναι απαράδεκτη. Άρα, στη Χ.Α. ενυπάρχει μια εγκληματική οργάνωση νομικά, δεν είναι το ίδιο το πολιτικό κόμμα νομικά εγκληματική οργάνωση. Ποιοι ακριβώς εκ των στελεχών ή μελών του κόμματος στελεχώνουν την εγκληματική οργάνωση και με ποιο ακριβώς κριτήριο; Αυτό οφείλει να απαντηθεί.
- Η εγκληματική οργάνωση νομικά (187 Π.Κ.) δεν ταυτίζεται με την πολιτική οργάνωση με ιστορικά «εγκληματική» ιδεολογία ή με ιστορικό «εγκληματικό παρελθόν».
Παρά το ότι ο φασισμός είναι μια αναμφισβήτητα εγκληματική ιδεολογία, κάθε ριζοσπαστική πολιτική ιδεολογία μπορεί να συσχετισθεί με μαζική βίαιη δραστηριότητα, που οι αντίπαλοί της θα προσδιόριζαν ως «εγκληματική» (βλ. και απόφαση-πλαίσιο 913/2008 ΕΕ). Ο δε κομμουνισμός, με βάση τη σταλινική εμπειρία, δύσκολα θα ξέφευγε από αυτήν την εξέλιξη.
- Είμαστε κατά του κακουργηματικού 187 Π.Κ. («εγκληματική οργάνωση» στον «τρομονόμο») ως Αριστερά και θέλουμε προγραμματικά να το καταργήσουμε. Ακόμη περισσότερο είμαστε κατά του 187Α Π.Κ. (δεύτερος και ακόμη πιο φρονηματικός τρομονόμος). Θέλουμε κάποιο δικαστήριο κάποια στιγμή να κηρύξει το κακουργηματικό άρθρο 187 Π.Κ. αντισυνταγματικό και να μην το εφαρμόσει, λόγω της κατάργησης του πολιτικού εγκλήματος αλλά και της αφόρητης αοριστίας του και επέκτασης του αξιοποίνου χώρου μέσω αυτού. Αυτό θα μπορούσε να είναι οποιοδήποτε ποινικό δικαστήριο, αλλά ενδεχομένως -θεωρητικά- και το δικαστήριο της Χ.Α. Τότε τι θα πούμε; ότι δικάζονται με το 187 Π.Κ. νεοναζιστές; Η Αριστερά έχει μια ποινική πολιτική αρχών και δεν κρίνει ένα νομοθέτημα με βάση το ποιος δικάζεται με αυτό, αλλά το αν αυτό σέβεται την ελευθερία έκφρασης και οργάνωσης και την αρχή της νομιμότητας και αναλογικότητας των ποινών.
- Σε κάθε περίπτωση, οφείλουμε να προκρίνουμε μια ποινική δίωξη κατά της Χ.Α. που στηρίζεται κυρίως σε εξατομικευμένες ευθύνες (σχέση με επιμέρους βίαιες πράξεις) και δευτερευόντως ή επικουρικά στο 187. Η λογική ότι το 187 μπορεί να καλύψει ό,τι δεν καλύπτουν οι εξατομικευμένες ευθύνες δεν θα έπρεπε να είναι η δική μας λογική, παρά το ότι κάποιοι φλερτάρουν έντονα με αυτήν. Επιπλέον, θα ηρωοποιήσει και θα ενισχύσει τη φασιστική τάση. Υπάρχει, βεβαίως, και η άποψη ότι όσο οι φασίστες διά των δικών χάνουν σε επίδειξη συμβολικής δύναμης, τόσο "ζαρώνουν" πολιτικά. Αυτό με βάση τις δημοσκοπήσεις, αλλά και τα εκλογικά αποτελέσματα των ευρωεκλογών 2014, δεν είναι επιβεβαιωμένο. Επίσης, ας λάβουμε υπόψη μας ότι η στήριξη της κατηγορίας κυρίως στο 187 μπορεί να οδηγήσει όχι μόνο σε μια άδικη καταδίκη αλλά και σε μια αθεμελίωτη προκλητική αθώωση, είναι ένα σαθρό έδαφος στήριξης της κατηγορίας που βολεύει το παρόν κράτος.
- Καθώς τα αδικήματα της Χ.Α. είναι με βάση την ορθότερη υποκειμενική θεωρία -δηλαδή τη θεωρία των εγκληματικών κινήτρων- πολιτικά αδικήματα, τα στελέχη της πρέπει να δικασθούν από μικτά ορκωτά δικαστήρια κατά το άρθρο 97 του Συντάγματος - με αυξημένη βέβαια προστασία και διασφάλιση των ενόρκων. Υπάρχει και η άποψη ότι τα κίνητρα των χρυσαυγιτών είναι κοινά και όχι πολιτικά. Αυτό, όμως, αντιβαίνει ευθέως στην ιστορία του φασιστικού φαινομένου αλλά και στην ίδια την προβληματική του ρατσιστικού κινήτρου των εγκλημάτων που η Αριστερά υπεράσπισε στην παρούσα Βουλή. Όσο δε για το ότι τα πολιτικά εγκλήματα μπορούν να συνδυασθούν και με κοινά (π.χ. ληστεία, εκβιασμός κ.λπ.), αυτό είναι κάτι που -δυστυχώς ή ευτυχώς- δεν αφορά μόνο την περίπτωση της Χ.Α.
- Αν έστω αποδεχθούμε την εφαρμογή του 187 Π.Κ. με βάση την «πολιτική σκοπιμότητα» κατά παραχώρηση ή πιο σωστά με βάση την ισονομία, αυτό πρέπει να εφαρμοσθεί στενά, δηλαδή κατά το δυνατόν δικαιοκρατικά. Τι σημαίνει αυτό; Οι ενεχόμενοι στην εγκληματική οργάνωση και φερόμενοι ως δράστες πρέπει με τη δράση τους να διακινδυνεύουν συγκεκριμένα τη δημόσια τάξη και τα υλικά αγαθά που προσβάλλονται από τις τελικές βίαιες πράξεις. Δηλαδή, οι ενεχόμενοι πρέπει ατομικά να συνδέονται αποδεδειγμένα τόσο με την ύπαρξη της οργανωτικής υποδομής (όπλα, γιάφκες, μηχανισμοί κ.λπ.) όσο και με σχέδια τέλεσης συγκεκριμένων εγκληματικών πράξεων (τη θανάτωση ή τη σωματική βλάβη του Α ή του Β κ.λπ.). Άλλως, η αφήγηση και μόνο της συμμετοχής σε μια συλλογικότητα που στην πορεία του χρόνου σχεδιάζει και εκτελεί πράξεις (που την είδαμε με άλλη μορφή και στις δίκες της «αριστερής τρομοκρατίας») και όπου στη συνέχεια κάθε κατηγορούμενος υπάγεται, συνεπάγεται «συλλογική ευθύνη». Επίσης, ο δόλος του εγκλήματος σημαίνει -κατά τη γνώμη μου- γνώση και αποδοχή της ύπαρξης της υποδομής και της ύπαρξης σχεδίων εγκληματικής δράσης και ο ειδικός σκοπός τέλεσης κακουργημάτων με ατομική δικτύωση στο σχεδιασμό των κακουργηματικών ενεργειών. Τα φρονηματικά κριτήρια, ακόμη και αν αναφέρονται στη βία, ή η ηγετική θέση στο κόμμα από μόνη της, είναι άσχετα προς την κατηγορία. Το «δέσιμο» της κατηγορίας μόνο με αυτά τα κριτήρια μπορεί να εξετασθεί.
- Ό,τι κατηγορήσαμε στις δίκες της «αριστερής τρομοκρατίας» ως δικονομική αυθαιρεσία, δεν πρέπει να το επικροτήσουμε -και μάλιστα να πρωταγωνιστήσουμε σε αυτό- στις δίκες της «δεξιάς τρομοκρατίας». Αυτό θα μας υπονόμευε όχι μόνο ως γνήσια αριστερούς αλλά και ως απλούς δημοκράτες (με όποια αξία έχει αυτός ο όρος σήμερα). Παρακολουθήσεις, υποκλοπές (που μάλιστα δημοσιεύονται σε προοδευτικές εφημερίδες) κ.ά., είναι κάτι το πολιτικά και πολιτιστικά ανυπόφορο, όπως επίσης η σύλληψη επ’ αυτοφόρω βουλευτών χωρίς άρση ασυλίας, βάσει νομικών κατασκευών, είναι κάτι το απαράδεκτο που προοιωνίζεται και στρατηγικές ποινικοποίησης των αντιεξουσιαστών και της (ελάσσονος;) Αριστεράς. Επίσης, η Αριστερά δεν δικαιούται να καταφρονήσει ή να επικρίνει από θέση αρχής τους δικηγόρους των φασιστών, εκτός και αν αυτοί εκτραπούν σε μια φασιστική ρητορεία ή εγκωμίαση. Ο ποινικός δικηγόρος, ανεξάρτητα από το ποιον υπερασπίζεται, είναι μια κατάκτηση του πολιτισμού. Διαφορετικά, ας προτείνουμε στρατοδικεία για τους αντιπάλους μας και ας τελειώνουμε. Επίσης, η Αριστερά δεν μπορεί να ψηφίζει ατιμώρητα την αναστολή χρηματοδότησης κομμάτων όταν οι υπόδικοι ηγέτες τους καλύπτονται ακόμη από το τεκμήριο αθωότητος, ελλείψει αμετάκλητης ποινικής απόφασης.
- Ο φασισμός ως ιδεολογία και πολιτική δεν κατανικάται κυρίως από τους εισαγγελείς μιας χωλής και αυταρχικής «δημοκρατίας» αλλά από το αντιφασιστικό-αντικαπιταλιστικό μαζικό κίνημα (Γερμανία 1923- απαγόρευση NSDAP, Γερμανία 1930-απαγόρευση SA-Ταγμάτων Εφόδου, Δυτική Γερμανία 1956 (απαγόρευση φασιστικού κόμματος) - ως σήμερα. Η συμμαχία με επίκεντρο τις ΜΚΟ, τους «ανήσυχους κεντρώους», τα πολιτιστικά κέντρα αλλοδαπών κομμάτων και το χώρο των «ευαίσθητων κεντροαριστερών» του τύπου της κ. Ρεπούση κατά του φασισμού είναι βαθιά αποπροσανατολίστική. Η δίκη-μείζον πολιτικό θέαμα περισσότερο ενισχύει τον ολοκληρωτικό κοινοβουλευτισμό του «ακραίου κέντρου» παρά το αντιφασιστικό κίνημα ή τους μετανάστες. Η διοικητική-δικαστική επίλυση του φασιστικού ζητήματος ως αποτελεσματική λύση δεν υφίσταται. Αυτό φυσικά δεν αναιρεί την ανάγκη ποινικής καταδίκης -και μάλιστα σκληρής- όσων αποδεδειγμένα ενέχονται σε σοβαρές ποινικές πράξεις (βασικά βίαιες) και στο σχεδιασμό τους.
- Υπάρχει κίνδυνος ποινικοποίησης της Αριστεράς στην Ελλάδα και διεθνώς. Αυτό είναι αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα και όχι ρητορικό ερώτημα. Δεν πρόκειται για ιδεοληψία ή φενάκη. Ας κοιτάξουμε γύρω μας: Ουκρανία, Τσεχία, Πολωνία, Βαλτικές, αντικομμουνισμός στην Ε.Ε., δράσεις κατά του μικρού Κ.Κ στην Γερμανία, θεωρία της αναρχικής τρομοκρατίας κ.λπ. Η άποψη που θέλει την Αριστερά απαραβίαστη και άτρωτη στο σημερινό νομικό σύστημα πιθανά υποθέτει ότι η Αριστερά σύντομα θα πάψει να είναι μια επικίνδυνη δύναμη. Αν έτσι έχουν τα πράγματα -κάτι που απεύχομαι βαθύτατα-, τότε οι φορείς αυτών των θέσεων έχουν δίκιο.
- Η θέση περί υπέρμετρης και καθολικής ποινικοποίησης του φασιστικού φαινομένου οδηγεί στο «πολιτικό κέντρο» και στο συνταγματικό τόξο ως κυβερνητική πολιτική επιλογή. Οδηγεί στη νομιμοποίηση των αυταρχικών δικαστικών θεσμών και μηχανισμών ως «ρομφαίας της δημοκρατίας». Στη νομιμοποίηση εν τέλει του αυταρχικού κοινοβουλευτικού αστικού κράτους. Πράγματι, πώς συμβιβάζεται η μαρξιστική θέση ότι η Δικαιοσύνη, ως συνισταμένη και παρά τις αντιθέσεις της, είναι βασικός μηχανισμός καπιταλιστικής κρατικής καταστολής, «τσακίζει» καθημερινά την εργατική τάξη, τους μετανάστες, τους «διαφορετικούς» κ.λπ. με την θέση ότι η ίδια και απαράλλακτη Δικαιοσύνη θα «τσακίσει» τους φασίστες; Πώς καταλαβαίνουμε την πρόταση να μας απαλλάξει από τους φασίστες ένα κράτος που εμείς οι ίδιοι το ορίζουμε ως «κράτος έκτακτης ανάγκης»; Βεβαίως, θα μας πούνε ότι θέλουμε πράγματι η αστική δικαιοσύνη να φυλακίζει τους βιαστές και τους ανθρωποκτόνους και να προστατεύει τους πολίτες από τη βία, δεν είμαστε με την αυτοδικία κ.λπ. Προφανώς, αλλιώς η κοινωνία θα μετατρεπόταν σε "bellum omnium contra omnes", σε ζούγκλα. Όμως, όχι αυτούς που απλώς έχουν βίαιο φρόνημα ή μιλούν βίαια και πολιτικά ακραία ή ασπάζονται και διακινούν μια βίαιη ιδεολογία, έστω και με οργανωμένο τρόπο. Ακόμη και αυτή η νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, έχει παλιότερα ορθά διακρίνει ανάμεσα στον «ακραίο» ή και «αφηρημένα βίαιο» λόγο και στην υλική βία ή στο λόγο που άμεσα προξενεί την έκλυση της υλικής βίας.
- Η ίδια θέση υποθέτει ότι το κράτος και η κοινοβουλευτική Δεξιά, λόγω της αλληλεπίδρασής τους με την Χ.Α., φασιστικοποιούνται πλήρως. Η θέση αυτή είναι λαθεμένη: ο κοινοβουλευτικός ολοκληρωτισμός αξιοποιεί αλλά και περιορίζει/ελέγχει τη φασιστική δράση, δεν είναι καθόλου ανοιχτός σε μια καθαρή φασιστικοποίηση του κράτους. Οι ακροδεξιοί θύλακοι (π.χ. ΜΑΤ ή μυστικές υπηρεσίες) είναι πεδίο ενότητας αλλά και πεδίο αλληλοαποκλείουσας αντιπαράθεσης ακραίων κοινοβουλευτικών δεξιών και φασιστών. Η θέση αυτή περί «εθνικού κορμού» συγχέει την ευρεία διάδοση εθνικιστικών και ακροδεξιών θέσεων -λόγω της κρίσης- με το φασισμό, ο οποίος είναι ένα ειδικό ακροδεξιό φαινόμενο με μαζική κινηματική δομή και ριζοσπαστική δεξιά μαζική υπόσταση/υποστήριξη, που ενδέχεται κάποια στιγμή να συγκλίνει με το ηγετικό σχέδιο. Η Λε Πεν και ο Φάρατζ είναι ακροδεξιοί εθνικιστές που υποκαθιστούν στην κρίση εκπροσώπησης μια υπνώττουσα Αριστερά, αλλά όχι φασίστες ή ναζί. Επίσης, η ίδια θέση παραγνωρίζει ότι η κοινοβουλευτική Δεξιά στην Ε.Ε., ακόμη και αν λόγω κρίσης συγχρωτίζεται «κρατώντας τη μύτη της» με ακροδεξιούς, δεν μπορεί να διακυβερνήσει χωρίς να επικαλείται το «δικαιωματικό λόγο», τα δικαιώματα στη διαφορά, τη δυτική πολιτιστική λογική ή και γενικά την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Όλη η ισλαμοφοβία και οι στρατιωτικές επεμβάσεις του ιμπεριαλισμού θα στηριχτούν στο εξής σε μια ρητορεία ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Άλλο το θέμα αν η Δεξιά του κοινοβουλίου προασπίζεται ή παραβιάζει στην πράξη αυτά τα ατομικά δικαιώματα: ξέρουμε ότι δεν τα προασπίζεται, όταν αφορούν τους πληβείους. Όσο για τα συλλογικά δικαιώματα, τα τσακίζει παραδειγματικά.
- Η ίδια θέση στηρίζεται στη λαθεμένη πολιτική θέση περί «εθνικού κορμού» - θέση προσφιλή στην κεντροαριστερά, σε τμήματα του δικαιωματικού χώρου αλλά και στην antifa τάση του αντιεξουσιαστικού χώρου. Ότι δηλαδή η αστική τάξη συγκροτεί την εθνική της ηγεμονία αποκλειστικά ή και κυρίως πάνω στον εδαφικό ή φυλετικό εθνικισμό-σωβινισμό, το φυλετικό, έμφυλο ή σεξουαλικό ρατσισμό, τη σπίλωση - καταστολή - ξεζούμισμα των μεταναστών, την άγρια κρατική καταστολή και μόνον και την εθνική ριζοσπαστικοποίηση των μικροαστών και αστών. Δηλαδή, ότι ζούμε σε ένα μισοφασιστικό κράτος εντός μιας βασικά πλειοψηφικής κρυπτοφασιστικής κοινωνικής ολότητας. Όμως:
-Η αστική τάξη είναι πρωτεϊκή τάξη
Η ελληνική αστική τάξη έχει μια εύθραστη συμμαχία με τα μικροαστικά και μεσοαστικά στρώματα. Στην πραγματικότητα τα συνθλίβει τώρα κοινωνικά και μόνο περιορισμένα μπορεί να τα ανασυγκροτήσει κοινωνικά ή πολιτικά. Η απαξίωση του μικρού κεφαλαίου και των μικροαστών λόγω της καπιταλιστικής κρίσης και των αστικών στρατηγικών εξόδου από αυτήν αποδυναμώνει καίρια τη δυνατότητα οργανικής ένταξής τους στο πολιτικό σύστημα, και μια ορισμένη απορρόφησή τους από τη Νέα Δημοκρατία ή μια πιο μετριοπαθή ακροδεξιά έχει κοντά πόδια (βλ. και σε περιοδικό «Παιδιά της γαλαρίας" 16-17/2014). Αυτό αφήνει κάποιο έδαφος σε έναν «αντισυστημικό» φασισμό - με όρια όμως. Άρα, το σχήμα μιας σταθερής συμμαχίας Νέας Δημοκρατίας - Μπαλτάκων - Ακροδεξιάς, που θα την ακύρωναν οι δραστήριοι δικαστές και εισαγγελείς, είναι πιο πολύ ρητορικό παρά εφαρμόσιμο.
-
Προσωρινό συμπέρασμα:
Αν τα παραπάνω ισχύουν σε κάποιο βαθμό, χρειάζεται να ξανασκεφτούμε πάνω στους τρόπους ανάπτυξης του αντιφασισμού, στον αντιθεσμικό- αντικαπιταλιστικό του χαρακτήρα αλλά και στα κενά σημεία και δυνατότητες προσβολής της αστικής ηγεμονικής στρατηγικής. Ιδίως δε να καταλήξουμε στο αν θέλουμε μια Αριστερά όχι ως μέρος του προβλήματος «αστικό πολιτικό σύστημα» αλλά ως μέρος της σύγκρουσης με αυτό. Μέχρι να αποφασίσουμε πάνω σε αυτό το σοβαρό ζήτημα, πρέπει να κάνουμε βασικά τρία πράγματα:
Να συνδέσουμε τον αντιφασισμό με μια κυρίαρχα εξωθεσμική, κινηματική, αντικαπιταλιστική κατεύθυνση και να μην τον εγκλωβίσουμε στα όρια των δικαστικών αιθουσών. Επίσης, να δουλέψουμε πάνω σε μια γραμμή που θα διευκολύνει την ενότητα της ελληνικής και της μεταναστευτικής εργατικής τάξης κατά του φόβου και του ρατσισμού.
- Να συνδέσουμε την αντιφασιστική πάλη με μια αριστερή ριζοσπαστική απάντηση στην εθνική-κοινωνική κρίση και με έναν νέο διεθνισμό που δεν θα φοβάται να αποσπάσει το «έθνος» από την αστική ηγεμονία και να ηγεμονεύσει σε αυτό, συνδέοντας/εναρμονίζοντας τη διαφορετικότητα και την ταξική μεροληψία με μια νέου τύπου ολοποιητική παράσταση. Η θεωρία του «εθνικού κορμού» δεν μας βοηθά σε αυτήν την κατεύθυνση.
- Να υπερασπισθούμε τη δημοκρατία και την ελευθερία έκφρασης και πολιτικής οργάνωσης και να μην επιτρέψουμε στον κοινοβουλευτικό ολοκληρωτισμό να τα απαλλοτριώσει στο όνομα του «αντιφασιστικού» του πολιτικού μανδύα.