8 Μάρτη 2022: Ενάντια στην έμφυλη βία, τον θεσμικό σεξισμό, την πολλαπλή ανισότητα
Ο τραγικός απολογισμός του 2021 έκλεισε στις 17 επίσημα καταγεγραμμένες γυναικοκτονίες, με τους πραγματικούς αριθμούς να παραμένουν άγνωστοι λόγω της περιορισμένης καταγγελίας και της υποκαταγραφής από τις αρχές. Παράλληλα, λίγο πριν την εκπνοή του έτους, το φως της δημοσιότητας είδε η υπόθεση «εκδικητικής πορνογραφίας» -όπως έχει αποκληθεί- με θύτη τον παρουσιαστή Στάθη Παναγιωτόπουλο και θύματα εννέα μέχρι στιγμής γυναίκες (εκ των οποίων οι τρεις έχουν προβεί σε επίσημη καταγγελία).
Η επικαιρότητα της έμφυλης βίας όλων των βαθμών και των εκφάνσεων (γυναικοκτονιών, βιασμών, παρενοχλήσεων, trafficking, “revenge porn”, κ.ά.) σφράγισε το 2021 και κατέδειξε με αιματηρό και επώδυνο τρόπο ότι η ιδεολογία του σεξισμού που νομιμοποιεί την καταπίεση των γυναικών, την εκμηδένιση των ζωών και των σωμάτων τους, την κακοποίηση, όχι μόνο δεν έχει εκριζωθεί από τις “προηγμένες” δυτικές κοινωνίες, αλλά αντίθετα καθορίζει την πραγματικότητα των έμφυλων σχέσεων μέσα σε αυτές.
Την ίδια στιγμή, οι γυναίκες σε όλο τον κόσμο βρίσκονται αντιμέτωπες με μία συστημικής προέλευσης επίθεση στα δικαιώματά τους, στην οποία επιχειρούν να απαντήσουν με μεγαλύτερους ή μικρότερους αγώνες. Εδώ και κάποια χρόνια, σε πολλές χώρες του κόσμου βλέπουμε τις γυναίκες να βγαίνουν στο δρόμο είτε για να διεκδικήσουν δικαιώματα που δεν έχουν ακόμη κατοχυρωθεί σε νομικό επίπεδο (στην Αργεντινή μόλις πριν ένα χρόνο κατοχυρώθηκε νομικά το δικαίωμα σε νόμιμη και ασφαλή έκτρωση έπειτα από πολύμηνες μαζικές γυναικείες διαδηλώσεις), είτε για να υπερασπιστούν δικαιώματα μέχρι πρότινος κεκτημένα, που το σύστημα θέτει ξανά υπό διακύβευση (απαγόρευση του δικαιώματος στην έκτρωση στην Πολωνία, απόσυρση της Τουρκίας από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, κ.ά.).
Θεσμικός σεξισμός και κυβερνητική πολιτική
Στην Ελλάδα, ο χρόνος που πέρασε σημαδεύτηκε από τρεις νομοθετικές μεταρρυθμίσεις με δυσμενή –άμεσο ή έμμεσο- αντίκτυπο στις ζωές των μη προνομιούχων γυναικών. Ο σκληρά νεοφιλελεύθερος νόμος Χατζηδάκη συνθλίβει θεμελιώδεις κατακτήσεις του εργατικού κινήματος και επιτίθεται στο σύνολο των εργαζομένων. Ταυτόχρονα, η αποθέωση της ελαστικής εργασίας μέσω της τηλεργασίας έχει κατ΄εξοχήν έμφυλο πρόσημο: ο ίδιος ο Υπουργός διατράνωνε από την περασμένη άνοιξη πόσο θα διευκολύνει η τηλεργασία τις γυναίκες στην «εναρμόνιση της επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής».
Συντηρώντας και αξιοποιώντας τους στερεότυπους έμφυλους ρόλους στην οικογένεια, το σύστημα επιφορτίζει τις γυναίκες με την «ευελιξία που απαιτούν οι καιροί», την ίδια στιγμή που απομυζά την απλήρωτη εργασία τους στο σπίτι. Η κύρωση της Διεθνούς Σύμβασης 190 για την εξάλειψη της βίας και παρενόχλησης στον κόσμο της εργασίας, εκτός από ανεπαρκής, παραμένει και βαθιά υποκριτική στο βαθμό που αναθέτει την πρόληψη και διαχείριση του φαινομένου στην εργοδοσία.
Ο νόμος Χατζηδάκη δεν είναι το μοναδικό παράδειγμα αντιδραστικής μεταρρύθμισης που φτιασιδώνεται με επιφάσεις προοδευτικότητας. Ο νόμος Τσιάρα «για την αναμόρφωση του οικογενειακού δικαίου» -ακόμη και αν στην τελική του μορφή δεν εισάγει μοντέλο υποχρεωτικής συνεπιμέλειας- δυσχεραίνει τη θέση χιλιάδων, ιδίως μη προνομιούχων, γυναικών, την ίδια στιγμή που κωφεύει στα αιτήματα του φεμινιστικού κινήματος για δημόσια και δωρεάν διαμεσολάβηση, ίδρυση οικογενειακών δικαστηρίων, υποστηρικτικές δομές και υπηρεσίες, αλλά και για νομική αναγνώριση εναλλακτικών μοντέλων οικογένειας (ομόφυλος γάμος, τεκνοθεσία από ομόφυλα ζευγάρια, τρανς γονεϊκότητα, κ.ά.). Εξίσου προκλητικά, από το νέο Ποινικό Κώδικα απουσιάζει η νομική αναγνώριση της γυναικοκτονίας, την ίδια στιγμή που αυστηροποιείται το πλαίσιο ποινών για πλειάδα εγκλημάτων. Παρά τις υποκριτικές εξαγγελίες που ακολούθησαν το κίνημα #metoo και το μακρύ κατάλογο δολοφονημένων γυναικών του περασμένου έτους, η Κυβέρνηση αποδεικνύει ότι δεν έχει την πολιτική βούληση να ικανοποιήσει ένα ώριμο κοινωνικό αίτημα για μία στοιχειώδη νομική μεταρρύθμιση.
Πανδημία, κρίση φροντίδας και συστημική καταπίεση
Αυτές οι πολιτικές θεσμικού σεξισμού έρχονται να σωρευθούν στο έδαφος μίας δεκαετίας κρίσης, κατά την οποία οι μη προνομιούχες γυναίκες, οι γυναίκες της εργατικής τάξης, έγιναν οι «φτωχότερες των φτωχών». Ούσες ήδη υποαμειβόμενες, επλήγησαν δυσβάσταχτα από τις μισθολογικές περικοπές, ενώ, συγχρόνως, αποτέλεσαν κατά πλειονότητα τη δεξαμενή από την οποία αντλήθηκε ελαστικό εργατικό δυναμικό. Η διάλυση του κοινωνικού κράτους, η αποδιάρθρωση των δομών και των υπηρεσιών που εξυπηρετούσαν τις όποιες μέχρι τότε πολιτικές της φροντίδας μετακύλησαν εξ ολοκλήρου στις γυναίκες τα βάρη της ανατροφής των παιδιών, των οικιακών εργασιών, της φροντίδας των ηλικιωμένων.
Στη συνθήκη της πανδημικής κρίσης, οι γυναίκες βρέθηκαν πολλαπλά εγκλωβισμένες στη φτώχεια, την ανεργία, την απλήρωτη οικιακή εργασία, την ενδοοικογενειακή βία, αόρατη καταπίεση. Με το ΕΣΥ υπό κατάρρευση, την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας ανύπαρκτη, με κλειστά τα σχολεία και τους παιδικούς σταθμούς, οι γυναίκες επωμίστηκαν την «ατομική ευθύνη» της 24ωρης κατ’ οίκον φροντίδας των αρρώστων, των ηλικιωμένων, των παιδιών. Η πανδημική κρίση είναι μεταξύ άλλων και κρίση κοινωνικής αναπαραγωγής και φροντίδας.
Όπως έχουμε συχνά περιγράψει μέσα από τις σελίδες της εφημερίδας μας, η έμφυλη ανισότητα δεν είναι μία «αστοχία», μία «παραφωνία» του συστήματος. Η διπλή καταπίεση των γυναικών –σε σπίτι και δουλειά- είναι μία συνθήκη αναγκαία και δομική για την ύπαρξη, τη συνέχεια και την αναπαραγωγή του συστήματος. Είναι το ίδιο το σύστημα που μεταχειρίζεται τις γυναίκες ως μηχανές κοινωνικής και βιολογικής αναπαραγωγής μέσα στην οικογένεια, ως αναλώσιμο, φθηνό δυναμικό στην εργασία και για να νομιμοποιήσει την πολλαπλή αυτή εκμετάλλευση συγκροτεί το σεξισμό ως κυρίαρχη ιδεολογία μέσα στην κοινωνία.
Για μία μεγάλη φεμινιστική απεργία και διαδήλωση στις 8 Μάρτη 2022
Για όλους αυτούς τους λόγους, η γυναικεία απελευθέρωση δεν μπορεί πραγματικά να επιτευχθεί παρά μόνο σε ρήξη με το σύστημα της εκμετάλλευσης και της ανισότητας που γεννά τη βία και το σεξισμό. Απέναντι στις φωνές του συστήματος που υποκριτικά και παρελκυστικά μιλούν για «παιδεία» και «ατομική ευθύνη», το φεμινιστικό κίνημα έχει να αντιπαραθέσει τους αγώνες του για ζωή με ισότητα και αξιοπρέπεια, μακριά από τη βία και το φόβο. 165 χρόνια μετά την 8η Μάρτη του 1857, η Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας παραμένει ορόσημο στους αγώνες των γυναικών ανά τον κόσμο και έχει πλέον συνταυτιστεί με την Παγκόσμια Φεμινιστική Απεργία.
Πιάνοντας το νήμα από την εξαιρετικά μαζική και δυναμική διαδήλωση της 25ης Νοέμβρη, αξιοποιώντας προσπάθειες που γίνονται να μεταφερθεί η εμπειρία του ελληνικού #metoo σε περισσότερους εργασιακούς χώρους και να ανοίξει η συζήτηση για την έμφυλη βία στον κόσμο της δουλειάς και τα σωματεία, η φετινή 8η Μάρτη χρειάζεται και μπορεί να προχωρήσει πέρα από τη διεκδίκηση της ορατότητας και της καταγραφής των γυναικείων ζητημάτων. Όπως γράφει η Συνέλευση 8 Μάρτη στο κάλεσμα που απευθύνει σε όλες τις -φεμινιστικές, εργατικές, ΛΟΑΤΚΙΑ+, κλπ.- συλλογικότητες για συντονισμό ενόψει της 8ης Μάρτη 2022 : «φέτος, πιστεύουμε ότι έχει φτάσει η ώρα όχι απλά να αποτυπωθεί η τραγική θέση των γυναικών σε ένα σύστημα που καλλιεργεί αυξανόμενο θεσμικό σεξισμό, με εντεινόμενη την εκμετάλλευση και καταπίεσή τους, με ιδεολογικές και οικονομικές επιθέσεις που γυρνάνε το γυναικείο πληθυσμό δεκαετίες πίσω, τόσο στο σπίτι, όσο και στη δουλειά, αλλά να αναλάβει δράση το οργανωμένο εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα για τη διοργάνωση μιας μεγάλης φεμινιστικής απεργίας και απεργιακής διαδήλωσης στις 8 Μάρτη 2022, που θα την καλέσουν όλα τα σωματεία (μεγαλύτερα και μικρότερα), ομοσπονδίες, εργατικά κέντρα και συνδικάτα και θα απλωθεί σε όλο τον κόσμο της δουλειάς».
Στο διάστημα που μένει μέχρι τη φετινή 8η Μάρτη είναι στοίχημα η οργή και η ευαισθητοποίηση της περασμένης χρονιάς να εκφραστεί μέσα από μία διπλή απεργία, σε σπίτι και δουλειά, που θα εμπλέξει μαζικά τις εργαζόμενες και τους εργαζόμενους, θα καταγγείλει τις κυβερνητικές πολιτικές του θεσμικού σεξισμού και θα αρθρώσει αιτήματα για ίση, αξιοπρεπή και ασφαλή διαβίωση και εργασία, δημόσιες δομές στήριξης και φροντίδας, νομικές μεταρρυθμίσεις για την περιστολή των διακρίσεων και της έμφυλης βίας, κ.ό.κ. Για να γίνει αυτό εφικτό, οι φεμινιστικές συλλογικότητες χρειάζεται από τώρα να πάρουν πρωτοβουλίες που θα θέτουν σε κίνηση τα σωματεία και συγχρόνως θα ενθαρρύνουν τη συνέχεια της σχετικής συζήτησης και δράσης και μετά την 8η Μάρτη. Με τα λόγια -και πάλι- της Συνέλευσης 8 Μάρτη: «φέτος, μας αντιστοιχεί ο συντονισμός ακόμα περισσότερων φεμινιστικών κι εργατικών συλλογικοτήτων και αγωνιστριών, ώστε με πλατιά απεύθυνση, μαζικά καλέσματα και οριζόντιο συντονισμό, η 8η Μάρτη 2022 να γίνει υπόθεση για όσες και όσους αγωνίζονται για μια κοινωνία όπου η απελευθέρωση των γυναικών θα είναι «αυτονόητη και δεδομένη»».
Ζωντανεύει η συζήτηση για την έμφυλη βία στον κόσμο της δουλειάς
Στα πλαίσια μίας προσπάθειας ενεργοποίησης των συνδικάτων γύρω από τα ζητήματα της έμφυλης βίας και παρενόχλησης στους χώρους εργασίας, συνδικαλίστριες από διαφορετικούς εργασιακούς χώρους και περιοχές της χώρας ήρθαμε σε επαφή, συζητήσαμε, ανταλλάξαμε εμπειρίες, σκέψεις, προβληματισμούς και ιδέες για δράση. Έχοντας κάνει την παραδοχή ότι στον κόσμο της δουλειάς, στα σωματεία, ακόμα και στις αριστερές παρατάξεις, τα έμφυλα ζητήματα υπολείπονται ορατότητας και επεξεργασιών, προκύπτει η ανάγκη οι ίδιες οι γυναίκες συνδικαλίστριες και εργαζόμενες να πάρουμε πρωτοβουλίες για την εκκίνηση της σχετικής συζήτησης και αντιμετώπισης.
Είναι η ίδια η συγκυρία που ευνοεί αλλά και επιτάσσει τέτοιες προσπάθειες. Το δυναμικό κίνημα #metoo των περασμένων μηνών έκανε σαφές ότι ο σεξισμός και η έμφυλη βία έχουν επί χρόνια αποτελέσει κανονικότητα σε πολλούς εργασιακούς χώρους και άνοιξε για πρώτη φορά πλατιά στην ελληνική κοινωνία τη σχετική συζήτηση. Ο καταιγισμός καταγγελιών που ξεκίνησε από το χώρο του αθλητισμού μεταφέρθηκε σε αυτόν των τεχνών, όπου ο ρόλος του ΣΕΗ υπήρξε καθοριστικός και απέδειξε πως είναι αναγκαίο κι εφικτό να ανοίξει το ζήτημα της σεξουαλικής παρενόχλησης στους χώρους δουλειάς από τις ίδιες εργαζόμενες που θα απευθύνονται στα σωματεία τους. Σχεδόν ένα χρόνο μετά, το ελληνικό #metoo παραμένει ζωντανό και μάλιστα κάνει την εμφάνισή του ακόμη και σε παραδοσιακά “δύσκολους” κλάδους (π.χ. καθαριότητα). Ήδη, στις πρώτες κρούσεις που έγιναν από τις συνδικαλίστριες, για το θέμα, είναι ενθαρρυντική η άμεση ανταπόκριση ομοσπονδιών όπως η ΕΜΔΥΔΑΣ και αντίστοιχα, από μεγάλες συνδικαλιστικές ριζοσπαστικές παρατάξεις, όπως το ΜΕΤΑ, που προγραμματίζει ειδική θεματική συνεδρίαση εντός των επόμενων εβδομάδων (παρόλο που η ενασχόληση με τα φεμινιστικά-γυναικεία ζητήματα δεν είναι πρωτόγνωρη για το ΜΕΤΑ, έχοντας ασχοληθεί και συμμετάσχει στις φεμινιστικές απεργίες των τελευταίων χρόνων κι έχοντας παράξει και πρωτότυπο σχετικό υλικό για το Νόμο Χατζηδάκη).
Την ίδια στιγμή, η ανάληψη πρωτοβουλιών από πλευράς του συνδικαλιστικού κινήματος υπαγορεύεται από τις κινήσεις του ίδιου του κράτους. Με την υπ’ αριθμόν 82063 ΥΑ, που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή του νόμου Χατζηδάκη (Ν.4808/2021), απευθύνονται στις επιχειρήσεις με περισσότερους/ες από 20 εργαζόμενους/ες «υποδείγματα πολιτικής για την καταπολέμηση της βίας και της παρενόχλησης και για τη διαχείριση εσωτερικών καταγγελιών». Είναι ενδεικτικό ότι οι σχετικές διατάξεις ήδη επιχειρείται να εφαρμοστούν σε μεγάλες επιχειρήσεις, όπως η ΝΟΚΙΑ. Στο βαθμό που θα υλοποιηθούν, η διαχείριση των καταγγελιών θα γίνεται από τον εργοδότη ή πρόσωπο υποδεικνυόμενο από αυτόν. Την ίδια στιγμή, μέτρα υποστήριξης και διευκολύνσεων των εργαζόμενων γονέων, των εργαζομένων με αναπηρίες ή σοβαρά νοσήματα, η προστασία της μητρότητας, η ανέλιξη των γυναικών στην ιεραρχία της επιχείρησης, η ισότητα αμοιβών γυναικών και ανδρών, ο σεβασμός στη διαφορετικότητα, η υποστήριξη των εργαζομένων θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας κ.ά. προβλέπονται ως «βέλτιστες πρακτικές» και όχι ως υποχρεώσεις της επιχείρησης, στερούμενες, συνεπώς, δεσμευτικότητας. Γίνεται σαφές ότι παρά την υποκριτική (κι αναγκαστική) τους ευαισθησία για τα έμφυλα προβλήματα, οι ρυθμίσεις του νόμου Χατζηδάκη είναι από παντελώς ανεπαρκείς έως και περισσότερο επικίνδυνες για τις γυναίκες στους χώρους δουλειάς και όχι απλά δεν επιτυγχάνουν τη βελτίωση της καθημερινότητας των γυναικών, ούτε την περιστολή των παραβιαστικών και κακοποιητικών συμπεριφορών στο εργασιακό περιβάλλον, αλλά εκθέτουν τις εργαζόμενες στον εργοδότη ή στους «δικούς του» ανθρώπους για πολύ σοβαρές καταγγελίες που πιθανά οι ίδιοι θα είναι υπεύθυνοι ή θα έχουν διαπράξει τα καταγγελλόμενα που καλούνται να διαχειριστούν. Την ισότητα και την ασφάλεια των γυναικών στον κόσμο της δουλειάς δεν μπορεί να τις εγγυηθεί άλλος, παρά τα σωματεία, τα συλλογικά όργανα των εργαζομένων. Και οι αντισεξιστικές πολιτικές δεν μπορούν να παραχθούν και να περιφρουρηθούν ούτε αόριστα, ούτε από την εργοδοσία, παρά από το εργατικό και φεμινιστικό κίνημα και από τη δράση των σωματείων, των συνδικάτων, των συλλογικοτήτων.
Μέσα από τις παραπάνω παραδοχές, αποφασίσαμε τη συνδιαμόρφωση ενός κειμένου – πρότασης που θα απευθυνθεί σε σωματεία, παρατάξεις και συλλογικότητες και θα μπορεί να λειτουργήσει ως βάση συζήτησης και δράσης εντός τους και στον χώρο που ενεργούν, με την απαιτούμενη εξειδίκευση ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες και ανάγκες τους. Με κέντρο τη συζήτηση για την έμφυλη βία στην εργασία, τα σωματεία και οι ομοσπονδίες μπορούν να ξεκινήσουν την οργάνωση μίας μεγάλης φεμινιστικής απεργίας τη φετινή 8η Μάρτη, με στόχο την πλατιά κινητοποίηση του εργαζόμενου κόσμου και τη σύγκρουση με τις κρατικές πολιτικές που καλλιεργούν και συντηρούν μία αβίωτη για τις εργαζόμενες καθημερινότητα σεξισμού, βίας και διακρίσεων.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά