Οι διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό και οι εύθραστες ισορροπίες στα Ελληνοτουρκικά.
Οι διαπραγματεύσεις για μια κάποια «λύση» στο Κυπριακό βρίσκονται αναμφίβολα σε φάση επιτάχυνσης. Οι λόγοι είναι γνωστοί, κυρίως από την πλευρά των δυτικών Μεγάλων Δυνάμεων: Στην περιοχή προωθείται, αργά αλλά σταθερά, ένας «αναδασμός» επιρροής και δύναμης με βάση τις εξελίξεις στα πεδία των μαχών στο έδαφος του Ιράκ και της Συρίας. Στην περιοχή εκδηλώνονται αξιοσημείωτες αλλαγές συμμαχιών, με κορυφαία σημεία την αντιδυτική στροφή της Τουρκίας του Ερντογάν και αντίστροφα την εμπέδωση του φιλοαμερικανικού άξονα Ισραήλ-Κύπρου-Αιγύπτου και Ελλάδας. Το σύνθετο αυτό γεωπολιτικό «σταυρόλεξο» περιπλέκεται με την οικονομία και διπλωματία των υδρογονανθράκων της ΝΑ Μεσογείου, που έχουν προσελκύσει το ενδιαφέρον των μεγάλων ενεργειακών πολυεθνικών, με ηγετικό ρόλο της αμερικανικής Exxon-Mobile, που διευθυνόταν μέχρι χθες από τον νέο υπουργό Εξωτερικών του Τραμπ. Οι παράγοντες αυτοί αναζωπυρώνουν το ενδιαφέρον των ΗΠΑ και της ΕΕ για μια κάποια «ενοποίηση» της Κύπρου, που θα προσέφερε τη δυνατότητα ενός σταθερότερου (σε σύγκριση με την κατάσταση στη γειτονιά) «ορμητηρίου» του δυτικού ιμπεριαλισμού, που θα μπορούσε να φτάνει ακόμα και στην ένταξη της «νέας» Κύπρου επισήμως στο ΝΑΤΟ.
Όμως η επιτάχυνση του ρυθμού των διαπραγματεύσεων έχει όρια και περιορισμούς: αυτά αποδεικνύονται στην ίδια τη σύγκλιση της Διεθνούς Διάσκεψης στη Γενεύη, πριν καν αυτή αρχίσει.
Διάσκεψη Γενεύης
Λίγα 24ωρα πριν από τις 12 Γενάρη, δεν είναι γνωστή ούτε η σύνθεση της Διάσκεψης (πέρα από τη συμμετοχή των «εγγυητριών» Ελλάδας-Τουρκίας-Βρετανίας) ούτε το επίπεδο εκπροσώπησης της ελλαδικής και τουρκικής πλευράς.
Μια παραδοσιακή «πατριωτική» πλευρά στην Ελλάδα και στην Κύπρο έσπευσε να προκαταλάβει: ακόμα και η σύγκλιση της Διάσκεψης είναι «ήττα», ο Αναστασιάδης εγκλώβισε τον Τσίπρα σε έναν «διάλογο» εξ αντικειμένου «ενδοτικό», η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να υποβαθμίσει τη συμμετοχή της ή ακόμα και να μποϊκοτάρει τη Γενεύη. Το βασικό επιχείρημα αυτής της «απορριπτικής» πλευράς είναι ότι στη Γενεύη ο Αναστασιάδης θα εκπροσωπεί την ελληνοκυπριακή πλευρά και όχι ολόκληρη την Κύπρο. Πρόκειται για προφανή μαξιμαλισμό: Αφενός, θα ήταν παράλογη μια «διαπραγμάτευση» για το Κυπριακό μεταξύ Αναστασιάδη-εγγυητριών δυνάμεων-Μεγάλων Δυνάμεων, χωρίς δηλαδή την εκπροσώπηση των Τουρκοκυπρίων (παρεμπιπτόντως, η άποψη αυτή «χαρίζει» την εκπροσώπηση των Τουρκοκυπρίων στον Ερντογάν, θέση που είναι λαθεμένη αλλά και παραγνωρίζει σημαντικές «αποκλίσεις» που έχουν ιστορικά αλλά και σήμερα διατυπωθεί...). Αφετέρου, η στάση αυτή κάνει πως ξεχνά το γεγονός ότι πέρα από το «τυπικό» της Διάσκεψης, η θέση του «διεθνούς παράγοντα» σχετικά με τις «αναγνωρίσεις» στην Κύπρο είναι πιο πάγια και διαρκής: η (ελληνο)Κυπριακή Δημοκρατία είναι χώρα-μέλος της ΕΕ, το «εμπάργκο» προς το βόρειο τμήμα του νησιού παραμένει σε ισχύ, η τουρκοκυπριακή πλευρά εξακολουθεί να είναι «δεύτερης κατηγορίας» συνομιλητής των Μεγάλων Δυνάμεων...
Όμως, πριν καν προλάβει να κορυφωθεί αυτή η συζήτηση, ήρθε η ίδια η συγκυρία να τη σταματήσει: Ο Ερντογάν δήλωσε ότι δεν έχει πρόθεση να παραστεί στη Γενεύη και ο τουρκικός καθεστωτικός Τύπος πλημμύρισε από αναλύσεις ότι η Τουρκία σύρεται σε ένα «τραπέζι» όπου ο συσχετισμός δύναμης δεν θα είναι καθόλου φιλικός και όπου το μόνο επίδικο θα είναι να κάνει παραχωρήσεις...
Αντίστοιχα, η ελλαδική πλευρά ξεκαθάρισε ότι, τελικά, δεν έχει λόγους να επείγεται: ο Τσίπρας διαμηνύει ότι θα παραστεί στη Γενεύη μόνο αν παραστεί ο Ερντογάν και μόνο αν έχουν διαπιστωθεί συγκεκριμένες δυνατότητες για επίτευξη συγκεκριμένης λύσης. Σε συνδυασμό με τις «προϋποθέσεις» για οποιαδήποτε λύση που, προκαταβολικά, προέβαλε ο Ν. Κοτζιάς (αποχώρηση των στρατιωτικών δυνάμεων, κατάργηση της συμφωνίας του ’60 για το καθεστώς «εγγυήσεων»), η θέση της Αθήνας είναι ότι η συζήτηση για «λύση» μπορεί να προχωρήσει μόνο αν η Τουρκία εξαρχής παραιτηθεί από τα κέρδη της νίκης της στον πόλεμο του ’74 και την εισβολή που ακολούθησε το πραξικόπημα της χούντας των Ελλαδιτών συνταγματαρχών.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ (με τη συναίνεση της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ) δηλώνει ότι δεν επείγεται για αποτελέσματα στη Γενεύη. Αντιμετωπίζει τις διαπραγματεύσεις ως διαδικασία «ανοιχτού ορίζοντα» (open ended) και θεωρεί ότι η παράτασή της οδηγεί πιθανότατα σε επιτυχίες. Σε απλά ελληνικά αυτό σημαίνει την εκτίμηση ότι οι διπλωματικές πιέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων πάνω στην Τουρκία θα συνεχιστούν. Είναι μια εκτίμηση που ταιριάζει με τα άμεσα χαρακτηριστικά της συγκυρίας (αλλαγή ηγεσίας στις ΗΠΑ), αλλά και κάποια πιο μόνιμα (επιδείνωση των σχέσεων Τουρκίας-ΗΠΑ-ΕΕ). Και χωρίς μια σαφέστερη εκτίμηση γι’ αυτά, κανείς δεν πρόκειται να προσεγγίσει την πραγματικότητα αυτών των «διαπραγματεύσεων».
Αντιδυτική στροφή
Ο Τούρκος υπουργός Άμυνας, Φικρί Ιζίκ, δήλωσε ότι η κυβέρνησή του θα απαγορεύσει (!) στις δυνάμεις του ΝΑΤΟ τη χρήση της μεγάλης βάσης στο Ιντσιρλίκ, τουλάχιστον σχετικά με τις επιχειρήσεις στη Συρία και στο Ιράκ. Πρόκειται για μια σκληρή, αλλά όχι απομονωμένη θέση.
Η τουρκική κυβέρνηση εκτιμά ότι η αμερικανική και ευρωπαϊκή στρατηγική για τη Μέση Ανατολή οδηγεί σε δυσμενέστατες γι’ αυτήν λύσεις στα νότια σύνορά της. Αφενός στην (έστω άτυπη) σύσταση κουρδικού κράτους και στη φανερή στρατιωτική ενίσχυση των Κούρδων της Συρίας και του Βόρειου Ιράκ. Αφετέρου στην υποστήριξη μιας σιιτικής «λύσης» για την πλειοψηφικά σουνιτική Μοσούλη, της οποίας η «απελευθέρωση» επαφίεται στις πολιτοφυλακές του Ιράν και της Χεζμπολά. Θα πρόκειται για στρατηγικές ήττες της τουρκικής διπλωματίας και πολιτικής.
Όμως το πρόβλημα έχει γίνει γενικότερο και αφορά πλέον την ίδια τη συγκρότηση του τουρκικού κράτους: Στο εσωτερικό της τουρκικής πολιτικής ζωής έχει εμπεδωθεί η εκτίμηση ότι το πραξικόπημα του καλοκαιριού του 2016 (μετά τα ανάλογα, μικρότερης κλίμακας «επεισόδια» Εργκένεκον και Βαριοπούλα...) είχε αμερικανική-νατοϊκή καθοδήγηση.
Η αντιδημοκρατική επιθετικότητα του Ερντογάν στο εσωτερικό της Τουρκίας έχει προφανώς απαράδεκτα αντιδραστικούς στόχους (τους Κούρδους, την Αριστερά, τα ανεξάρτητα συνδικάτα και κοινωνικά κινήματα), αλλά έχει και μια ακόμα πτυχή: προσπαθεί να συντρίψει και να ανασυγκροτήσει σχεδόν εκ του μηδενός κρίσιμες κρατικές ελίτ (αξιωματικούς, δικαστές, πανεπιστημιακούς κ.ά.) που παραδοσιακά «υπηρέτησαν» το τουρκικό κράτος ως «συνδεδεμένοι» με τους Αμερικανούς, τη Δύση και το ΝΑΤΟ. Αυτήν τη στιγμή κανείς δεν γνωρίζει τον τελικό νικητή αυτής της σύγκρουσης. Είναι πιθανό ο Ερντογάν (ενισχυμένος μετά την αποτυχία του πραξικοπήματος) να επικρατήσει αναδομώντας (με απώλειες) τον παραδοσιακό κρατικό μηχανισμό. Είναι όμως εξίσου πιθανό να ανατραπεί, μέσα από ένα νέο πραξικόπημα ή από μια βαθιά πολιτική κρίση, και το εμφανιζόμενο σήμερα ως πανίσχυρο ΑΚΡ να διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη.
Αυτή η σύνθετη πολιτική κατάσταση επιδεινώνεται από την κρίση στην τουρκική οικονομία, που βάζει σε δοκιμασία την αντοχή του συστήματος «αλληλεγγύης» του ΑΚΡ, πάνω στην οποία ο Ερντογάν έχτιζε την πολιτική αντοχή του.
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η στροφή του Ερντογάν προς τη Ρωσία, που δεν περιορίζεται στη διπλωματία και στην οικονομία. Πολλές «πηγές» στον δυτικό Τύπο επιμένουν στην εκτίμηση ότι ο Ερντογάν διεσώθη στο πραξικόπημα του 2016 λόγω της έγκαιρης πληροφόρησης που πήρε από τις ρωσικές υπηρεσίες...
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, είναι απολύτως ανόητη η θέση κάποιων Ελλαδιτών και Κύπριων «απορριπτικών» που αντιμετωπίζουν τη Γενεύη ως διαδικασία τάχα «εξευμενισμού» της Τουρκίας που θα οδηγήσει σε «εθνικές απώλειες» για την Ελλάδα και την Κύπρο. Αυτή η θέση δεν ταιριάζει με τις τοποθετήσεις των αξιωματούχων των «θεσμών» (των ΗΠΑ, του ΟΗΕ, της ΕΕ) αλλά, κυρίως, με τη γενική εικόνα της συγκυρίας: όπου οι σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση προφανώς επιδεινώνονται, όπου το «αντίβαρο» της Ρωσίας δεν είναι αρκετό για να καλύψει όλα τα κενά που δημιουργούνται, όπου στο εσωτερικό της χώρας ξεδιπλώνεται μια ακραία αστάθεια, μια πολιτική κρίση ανοιχτή ακόμα και σε αιματηρά ενδεχόμενα ανατροπών.
Στην πραγματικότητα η τουρκική πολιτική όχι μόνο δεν προσεγγίζει «νεοοθωμανικές» αυτοκρατορικές βλέψεις, αλλά βρίσκεται μπροστά στον ορατό κίνδυνο να καταγράψει μεγάλες απώλειες στα νότια και νοτιοανατολικά σύνορά της, ενώ, προσπαθώντας να αντιδράσει δυναμικά σε αυτές, αρχίζει τώρα να διαβλέπει κίνδυνο απωλειών και στα «δυτικά», μπροστά σε σκληρές θέσεις των δυτικών ιμπεριαλιστών σχετικά με το Κυπριακό και τις ΑΟΖ στη ΝΑ Μεσόγειο.
Κύπρος
Αυτό το πλαίσιο παρέχει μια σταθερότερη βάση για την ερμηνεία της πολιτικής της ελληνοκυπριακής αστικής τάξης και του Αναστασιάδη.
Είναι σαφές ότι αυτό το τμήμα προχωρά πιο «θαρραλέα» προς μια λύση ενοποίησης, υπολογίζοντας κυρίως στην πληθυσμιακή, την οικονομική και τη διπλωματική υπεροχή της ελληνοκυπριακής πλευράς.
Η κατηγορία των «απορριπτικών» ότι η πολιτική του Αναστασιάδη (και των κοινωνικών στηριγμάτων του) είναι εξαρχής «ενδοτική» είναι εσφαλμένη και δεν ταιριάζει με την ιστορία και την παράδοση της ελληνοκυπριακής αστικής τάξης. Πρόκειται για την προσπάθεια να επεκτείνουν τον έλεγχο πάνω σε όλο το νησί, προσπάθεια που γίνεται πιο «ενδιαφέρουσα» λόγω της προοπτικής της Κύπρου να γίνει σημαντικός «κόμβος» της οικονομίας των υδρογονανθράκων.
Η στιγμή που εκδηλώνεται αυτή η τάση για «πρωτοβουλίες» δεν είναι τυχαία: υπολογίζει στην επιδείνωση των σχέσεων της Τουρκίας με τη Δύση, υπολογίζει στη στρατιωτική δύναμη του άξονα με το Ισραήλ και την Αίγυπτο ως «αντίβαρο» στη γειτνίαση με την Τουρκία.
Στη βάση αυτής της εκτίμησης, η ελληνοκυπριακή πολιτική και κοινωνική ηγεσία μπορεί να είναι «γενναιόδωρη» σχετικά με τις εσωτερικές ρυθμίσεις της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας (ΔΔΟ), γνωρίζοντας ότι αν οι εξελίξεις περιοριστούν στο εσωτερικό της Κύπρου, τότε οι Τουρκοκύπριοι δεν θα αποτελούν δύσκολο αντίπαλο.
Ασφαλώς, το Κυπριακό είναι πρόβλημα κατοχής και το αίτημα για απόσυρση όλων των ξένων δυνάμεων είναι θεμιτό και δίκαιο. Ασφαλώς το Κυπριακό είναι πρόβλημα εισβολής (έμμεσης, αρχικά, με το ελλαδικό πραξικόπημα και άμεσης, τελικά, με την εισβολή της Τουρκίας) και γι’ αυτό το αίτημα για κατάργηση των «εγγυήσεων» είναι θεμιτό και δίκαιο. Όμως αυτά είναι η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή είναι το αίμα που χύθηκε ανάμεσα στις δύο κοινότητες πριν από το 1974. Σε αυτήν τη βάση, οι ειδικές προστασίες της μειονότητας που προβλέπει π.χ. η ΔΔΟ είναι επίσης θεμιτές και δίκαιες. Και αυτή η πλευρά της ιστορίας και της αλήθειας στην Κύπρο παραβιάζεται έντονα από τους «απορριπτικούς» κυρίως στην Ελλάδα που υποστηρίζουν (;) μια ενοποίηση της Κύπρου στη βάση της «αρχής της πλειοψηφίας», δηλαδή στη βάση της κυριαρχίας της ελληνοκυπριακής πλευράς.
Όλοι γνωρίζουν ότι μια τέτοια λύση δεν έχει καμιά ρεαλιστική βάση. Και είναι γνωστό ότι πολλοί την υποστηρίζουν ως μέθοδο «μετάβασης» είτε στο λεγόμενο «βελούδινο διαζύγιο» (δηλαδή στη δημιουργία δύο ανεξάρτητων κρατών στο νησί) είτε στη «διπλή ένωση», μια φιλοπόλεμη λύση που ονειρεύεται ελληνοτουρκικά σύνορα στη μέση της Κύπρου.
Στο ζήτημα των προϋποθέσεων που έχει θέσει η Αθήνα, παρότι δεν είναι γνωστή η τελική τουρκική θέση, τα στοιχεία που έχουν έρθει στη δημόσια συζήτηση έχουν ενδιαφέρον. Μια αποχώρηση του 75% των τουρκικών δυνάμεων κατοχής την επομένη μιας πιθανής συμφωνίας αποκαθιστά «ισότητα πυρός» στο νησί, ενώ αν συνδυαστεί με σαφές συμφωνημένο χρονοδιάγραμμα πλήρους αποχώρησης οδηγεί, έστω σταδιακά, στην ανατροπή των αποτελεσμάτων του πολέμου του 1974. Στο ζήτημα των «εγγυήσεων», η διεύρυνση της ομάδας των εγγυητριών χωρών (π.χ. σε... 8) δεν έχει άλλο νόημα πέρα από την άτυπη ενίσχυση του διεθνούς παράγοντα. Όμως έχει αρχίσει να διαφαίνεται μια πιο επικίνδυνη εναλλακτική (που ίσως αποτελεί και την κρυφή επιθυμία): να αναλάβουν την «εγγύηση» της λύσης διεθνείς θεσμοί, δηλαδή να γίνει η Κύπρος και επισήμως μέλος του ΝΑΤΟ. Αν αυτό έρθει, τελικά, πάνω στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων θα κάνει σαφές το ποιος υπαγόρευσε τη «λύση» και ποιος κυρίως εξυπηρετείται από αυτήν.
Η στάση της Αριστεράς
Στην Κύπρο ένα βασικό πρόβλημα είναι η στάση της Αριστεράς. Ένα μεγάλο φάσμα της, από το ΑΚΕΛ μέχρι τις αναρχικές ομάδες, τείνει στο ΝΑΙ, θεωρώντας ότι έτσι ανοίγει ένας δρόμος επαναπροσέγγισης με τους Τουρκοκύπριους, κλεισίματος της καταθλιπτικής υπεροχής του «εθνικού» πάνω σε κάθε άλλη διεργασία, επιστροφής στις δυνατότητες για κοινωνική και πολιτική αντιπαράθεση. Με τον τρόπο αυτόν μεγάλες δυνάμεις μετατρέπονται σε ουρά του Αναστασιάδη.
Η προϊστορία του Κυπριακού αποδεικνύει ότι δεν μπορεί να υπάρχει καμιά εμπιστοσύνη στην πολιτική των κυρίαρχων κομμάτων του αστισμού, όπως και καμιά εμπιστοσύνη στους διεθνείς «θεσμούς». Πολύ περισσότερο σήμερα, που οι συμμαχίες και οι πολιτικές γραμμές αναδιατάσσονται ταχύτατα μέσα στην κινούμενη άμμο της περιοχής. Η Αριστερά οφείλει να παραμείνει ανεξάρτητη δύναμη, δηλώνοντας το «καμιά εμπιστοσύνη» απέναντι στην κυβέρνηση, στους διαπραγματευτές, στις διασκέψεις, στους τάχα συμμάχους κ.ο.κ. Οφείλει να πάρει τις δικές της ανεξάρτητες πρωτοβουλίες «επαναπροσέγγισης» και να ανοίξει με έμφαση τα κοινωνικά ζητήματα όπου αυτή θα κριθεί. Οφείλει, τέλος, να μην προτρέχει, να μη δεσμεύεται στην υποστήριξη ενός «σχεδίου» που δεν έχει δει, δεν έχει ακόμα προκύψει. Η τελική θέση της δεν θα πρέπει να προκύψει μόνο από κάποιες γενικές αρχές, αλλά μέσα από τη σαφή διαπίστωση του ποιες δυνάμεις καθορίζουν τη «λύση», ποιες δυνάμεις εξυπηρετούνται από αυτήν, τι νέοι κίνδυνοι δημιουργούνται κ.ο.κ.
Ανήκουμε σε αυτούς που παραδοσιακά συγκρούονται με τον ελληνικό εθνικισμό, που υποστηρίζουν μόνιμα την επαναπροσέγγιση με τους Τουρκοκύπριους σε ταξική βάση, που έχουν ως προτεραιότητα την αντιπολεμική στάση.
Απέναντι στο σχέδιο Ανάν υποστηρίξαμε το ΟΧΙ, εκτιμώντας ότι ήταν μια «λύση» που προσέδενε την Κύπρο άμεσα και συγκεκριμένα στα πολεμικά σχέδια της αμερικανικής εφόδου στο Ιράκ. Αντίστοιχοι κίνδυνοι υπάρχουν και σήμερα: η ενίσχυση του αντιδραστικού «άξονα» γύρω από το Ισραήλ και η μετατροπή της Κύπρου σε νέα χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ είναι τμήματα της «μεγάλης εικόνας» που όλοι οφείλουμε να πάρουμε υπόψη.
*Προδημοσίευση από την "Εργατική Αριστερά" που κυκλοφορεί αύριο Τετάρτη 10/1