Κείμενο των δυνάμεων που συγκρότησαν το Rproject, για την ανάγκη δημιουργίας ενός "Κόκκινου Δικτύου" αγωνιστών-στριών στο ΣΥΡΙΖΑ.
Η αναγκαιότητα δημιουργίας ενός δικτύου αγωνιστών/τριών μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ προκύπτει από τη διαπίστωση ότι οι μάχες που έρχονται πρέπει να γίνουν με ένα αξιόμαχο και καθαρών αριστερών ριζοσπαστικών προτάσεων ΣΥΡΙΖΑ. Για να το πετύχουμε αυτό, δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να λειτουργούμε σκόρπια και ασυντόνιστα. Υπάρχουν πολλές δυνάμεις μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ διατεθειμένες να δώσουν αυτή τη μάχη, αλλά υπάρχει και πολύς άλλος κόσμος που προσεγγίζει το ΣΥΡΙΖΑ, που συμμετέχει στις τοπικές συνελεύσεις ο οποίος έχει διάθεση να ενεργοποιηθεί.
Αυτή η προσπάθεια δεν ξεκινάει από το μηδέν. Υπάρχουν πίσω μας οι πολιτικές μάχες που τα τελευταία χρόνια έχουμε δώσει μαζί με χιλιάδες αγωνιστές μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ, ξεκινώντας από κοινές θέσεις και απόψεις και από τη διάθεση για οργάνωση στη βάση και για ριζοσπαστικές και μαχητικές παρεμβάσεις στα κινήματα και την κοινωνία. Οι εκδηλώσεις-συζητήσεις στην ΑΣΟΕΕ που συνέβαλαν στη διαδικασία συγκρότησης αυτού του δικτύου. Πιο πρόσφατα, όλοι/ες μαζί συγκροτήσαμε το R-project, για να οργανώσουμε το διάλογο για τις ιδέες, το πολιτικό σχέδιο και τη στρατηγική, αλλά και την πληροφόρηση και την ανάδειξη πολιτικών διεργασιών και κινηματικών πρωτοβουλιών, με έμφαση στο «από τα κάτω». Συμμετείχαμε αποφασιστικά στην συγκρότηση της λίστας της Αριστερής Πλατφόρμας που στην πρόσφατη συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ κατέγραψε την εμπιστοσύνη του 25,7% των συνέδρων.
Πατώντας πάνω σ’ αυτές τις παρακαταθήκες, η συγκρότηση του «Κόκκινου Δικτύου» έρχεται να καλύψει τρεις ανάγκες: α) του πολιτικού συντονισμού και της σύγκλισης των αριστερών, ριζοσπαστικών πολιτικών απόψεων και προτάσεων που κατατίθενται στα όργανα και τις διαδικασίες του ΣΥΡΙΖΑ: από την Γραμματεία και την Κ.Ε. μέχρι τις Τοπικές και Κλαδικές Οργανώσεις, β) της ανάληψης πολιτικών πρωτοβουλιών που μπορούν να καταγράφουν ουσιαστικά αποτελέσματα, και γ) της δυνατότητας διεύρυνσης και βαθέματος της συζήτησης και της ανταλλαγής εμπειριών μεταξύ των αγωνιστών/τριών για την πολιτική προοπτική των αγώνων, για το πολιτικό μας σχέδιο και το στρατηγικό προσανατολισμό.
Από το σύνολο των διεργασιών που προηγήθηκαν, έχουν αναδειχτεί οι βασικές θέσεις στις οποίες στηριζόμαστε και οι οποίες αποτελούν το σημείο εκκίνησης της προσπάθειάς μας:
1. Το νέο «πακέτο» μέτρων και το νέο μνημόνιο που επέβαλε πρόσφατα η κυβέρνηση, καθώς και τα νέα μέτρα που με μαθηματική ακρίβεια θα έρθουν, συνεχίζουν με ακόμη πιο επιθετική μορφή τις πολιτικές του μνημονίου. Οι νέες περικοπές σε μισθούς στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, στις συντάξεις, στις δαπάνες για υγεία, παιδεία και πρόνοια, αλλά και τα νέα πλήγματα στις εργασιακές σχέσεις, απειλούν να καταστρέψουν όλο το οικοδόμημα των ιστορικών εργατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και κατακτήσεων. Επιδεινώνουν για την εργατική τάξη, τη νεολαία και τα φτωχά λαϊκά στρώματα τις συνθήκες πρωτοφανούς ανεργίας, εκτεταμένης φτώχειας και πλήρους κατάρρευσης των δομών κοινωνικής προστασίας.
Στην αντιπαράθεση με αυτές τις πολιτικές και τις συνέπειές τους και στην υπεράσπιση των εργατικών και κοινωνικών κατακτήσεων οφείλουν να λογοδοτούν το πολιτικό σχέδιο, το πρόγραμμα και ο στρατηγικός προσανατολισμός του ΣΥΡΙΖΑ. Επιμένουμε στη δέσμευσή μας να αγωνιστούμε για την ανατροπή αυτών των πολιτικών και της κυβέρνησης που τις εκφράζει.
Επιμένουμε στη δέσμευση του ΣΥΡΙΖΑ, για τη «μονομερή πράξη» της κατάργησης των μνημονίων και όλων των συνοδευτικών νόμων λιτότητας, με ένα άρθρο στη Βουλή.
Συνδυάζουμε τη θέση αυτή με μια εξίσου μονομερή δέσμευση υπέρ των αιτημάτων των αγώνων του κόσμου μας. Η αποκατάσταση των μισθών και των συντάξεων, η εγγύηση της βιωσιμότητας του δημόσιου σχολείου και νοσοκομείου, η αντιστροφή της «ελαστικοποίησης» των εργασιακών σχέσεων, πρέπει να γίνουν σημαίες του ΣΥΡΙΖΑ και να υπηρετηθούν με όποιο αναγκαίο μέσον.
Στο προεκλογικό μας πρόγραμμα δώσαμε μια απάντηση (υπόσχεση για άμεση αποκατάσταση των κατώτατων μισθών και συντάξεων, δέσμευση ότι οι μέσοι μισθοί και συντάξεις θα αποκατασταθούν σταδιακά). Η θέση αυτή διαφέρει από θέσεις κεντρικών στελεχών μας που σήμερα μιλούν για «πάγωμα» των μισθών και των συντάξεων στο σημερινό επίπεδο, δεσμευόμενοι ουσιαστικά ότι δεν θα παρθούν πρόσθετα μέτρα λιτότητας πέρα από αυτά που ήδη έχουν εμπεδώσει τα μνημόνια. Πρόκειται για διαφορετικές πολιτικές και αυτή η «αμφισημία» πρέπει να λυθεί μέσα στις διαδικασίες του ΣΥΡΙΖΑ.
2.Η πολιτική μας πυξίδα παραμένει σταθερή στην κατεύθυνση της ρήξης και της ανατροπής. Αιχμή του πολιτικού σχεδίου του ΣΥΡΙΖΑ είναι η κυβέρνηση της Αριστεράς. Η κυβέρνηση της Αριστεράς θα είναι κυβέρνηση ταξικά τοποθετημένη στο πλευρό των καταπιεσμένων κι όχι κυβέρνηση «εθνικής - κοινωνικής σωτηρίας». Θα τη συγκροτήσουμε με τις δυνάμεις της Αριστεράς που έχουν ταχθεί με συνέπεια σ’ αυτή την πλευρά, κι όχι με δυνάμεις της «αντιμνημονιακής» Δεξιάς (όπως οι Ανεξάρτητοι Έλληνες) ή της μνημονιακής Αριστεράς (όπως η ΔΗΜΑΡ), και πολύ περισσότερο όχι με δυνάμεις της «λαϊκής κεντροδεξιάς». Τη «δύναμη» που μας λείπει (δύναμη κοινοβουλευτική, αλλά και δύναμη στις πολιτικές μάχες και στους κοινωνικούς αγώνες) θα την αναζητήσουμε στο πολιτικό μέτωπο της Αριστεράς, απευθυνόμενοι στο ΚΚΕ, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλες δυνάμεις της Αριστεράς, παρ’ όλες τις μέχρι σήμερα αρνήσεις τους. Θα την αναζητήσουμε σε έναν κοινωνικό και πολιτικό ανένδοτο αγώνα διαρκείας με στόχο την ανατροπή από τα κάτω της τρικομματικής κυβέρνησης του μνημονίου. Θα την αναζητήσουμε στη συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ ως μαζικού και μαχόμενου κόμματος της Ριζοσπαστικής Αριστεράς που χτίζεται με έμφαση στη βάση και την οργάνωση των κοινωνικών και πολιτικών παρεμβάσεων, με μαζικές οργανώσεις απλωμένες σε όλη τη χώρα και σε όλους τους κοινωνικούς χώρους. Θα την αναζητήσουμε στην αποσαφήνιση του πολιτικού μας σχεδίου και του προγράμματός μας και στην ακόμη πιο μαζική ανταπόκριση εκατοντάδων χιλιάδων και εκατομμυρίων στο προσκλητήριο αγώνα για να διώξουμε την κυβέρνηση και την τρόικα, να καταργήσουμε τα μνημόνια και να ανοίξουμε το δρόμο για το σοσιαλισμό.
Ο προσανατολισμός αυτός τίθεται σε αμφισβήτηση από τοποθετήσεις όπως:
α) Κυβέρνηση αντιμνημονιακών δυνάμεων.
Πρόκειται για καλυμμένη πρόταση συγκυβέρνησης με τους Ανεξάρτητους Έλληνες του Πάνου Καμένου. Είναι μια πρόταση που επιχειρεί να λύσει τα προβλήματα συμμαχιών και το πιθανό αριθμητικό ζήτημα κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, αλλά δημιουργεί σοβαρότατα ζητήματα πολιτικού και στρατηγικού προσανατολισμού για τον ΣΥΡΙΖΑ. Το κόμμα του Π. Καμένου πέρα από την αντιμνημονιακή ρητορική του, παραμένει υποστηρικτής της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, παραμένει κόμμα της σκληρής Δεξιάς και αποτελεί τον πιθανότατο πόλο μιας εθνικιστικής (και τυχοδιωκτικά φιλοπόλεμης) στρατηγικής διεξόδου του ελληνικού καπιταλισμού από την κρίση.
β) Κυβέρνηση «κοινωνικής ή/και εθνικής σωτηρίας».
Ο ΣΥΡΙΖΑ πέρασε με επιτυχία, αυτή τη δοκιμασία στο μεσοδιάστημα των εκλογών του περασμένου Μάη - Ιούνη. Οφείλει να αντέξει στη σχετική πίεση και σήμερα, ακόμα και κάτω από την απειλή σοβαρού οικονομικού αδιεξόδου ή «ατυχήματος». Η συγκυβέρνηση με πλατύ φάσμα αστικών δυνάμεων (συμπεριλαμβάνοντας και το κόμμα του Σαμαρά;) σε κάθε περίπτωση θα λειτουργεί ως παράγων επανασταθεροποίησης του συστήματος και σε ευθύ ανταγωνισμό τόσο με τις προοπτικές της Αριστεράς όσο και με τα συμφέροντα των εργαζομένων και της νεολαίας. Όποιο φτιασίδωμα αυτής της «λύσης» (π.χ. κυβέρνηση «ειδικού σκοπού») δεν είναι δυνατόν να καλύψει πειστικά το πρόβλημα, ενώ κανείς δεν δικαιούται να ξεχνά την οδυνηρή πείρα του 1989….
3. Σχετικά με τους πόρους χρηματοδότησης των φιλεργατικών - φιλολαϊκών μέτρων μιας κυβέρνησης της Αριστεράς.
Πρόκειται για το σοβαρότερο επιχείρημα των αντιπάλων μας. Η απάντηση οικοδομείται από μια σαφέστερη δέσμευση του ΣΥΡΙΖΑ σε τρία βασικά ζητήματα:
α) Άμεση αναστολή πληρωμής τόκων - διαγραφή του χρέους:
Εμείς, όπως και πολλοί άλλοι και άλλες σύντροφοι και συντρόφισσες, υποστηρίζουμε την πολιτική της άμεσης μονομερούς αναστολής πληρωμής τόκων και διαγραφής του χρέους. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει επιλέξει μια πιο «σύνθετη», αλλά και αντιφατική προσέγγιση, ανοιχτή σε επικίνδυνες ερμηνείες: έλεγχος, διαγραφή μεγάλου μέρους, αποπληρωμή με μορατόριουμ και ρήτρα ανάπτυξης, στο πλαίσιο μιας γενικότερης ρύθμισης σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ωστόσο, κυριολεκτικά από την «επόμενη μέρα» θα προκύψει το κρίσιμο δίλημμα: μια κυβέρνηση της Αριστεράς θα εξακολουθήσει να πληρώνει τους τόκους και τα χρεολύσια στους ντόπιους και διεθνείς τοκογλύφους; Αν συνεχίσουμε να πληρώνουμε τους τόκους (με τα σημερινά δεδομένα, ξεπερνούν τα 11 δισ. ευρώ ετησίως), οδηγούμαστε σε πλήρη αφαίμαξη και στην ανάγκη επιβολής ενός «πακέτου» λιτότητας, αντίστοιχου με του Στουρνάρα, κάθε χρόνο. Όσον αφορά το χρέος, είναι πρακτικά αδύνατη η πληρωμή χρεολυσίων (είναι πάνω από το 50% των δημόσιων δαπανών ετησίως) χωρίς εξωτερική χρηματοδότηση. Επειδή λοιπόν η τρόικα δεν θα συνεχίσει να χρηματοδοτεί μια κυβέρνηση της Αριστεράς που θα ανατρέψει τη λιτότητα και τα μνημόνια, η επιλογή είναι αναπόφευκτη και πρέπει να γίνει με σαφήνεια, που θα ενεργοποιεί την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα ενώ θα επιδιώκει να εξουδετερώσει την αντίσταση και υπονόμευση των δυνάμεων του κεφαλαίου…
β) Φορολόγηση του κεφαλαίου και του πλούτου:
Το Σχέδιο Διακήρυξης του ΣΥΡΙΖΑ, σωστά, προτείνει μέτρα φορολόγησης του συσσωρευμένου πλούτου. Όμως συσκοτίζει το κρίσιμο ζήτημα της φορολόγησης των κερδών των επιχειρήσεων. Η προεκλογική θέση του ΣΥΡΙΖΑ για συντελεστή 45% πρέπει να επανέλθει ή να αντικατασταθεί από κάποια άλλη συγκεκριμένη επιλογή με την ίδια στόχευση και τα ίδια αποτελέσματα.
Σε αντίθεση με τη φιλολογία του συρμού, στην περίοδο της κρίσης εκατοντάδες μεγάλες επιχειρήσεις πραγματοποιούν σημαντικά κέρδη. Ακόμα και το ΔΝΤ και η Ε.Ε. υπογραμμίζουν, σήμερα, ότι είναι αδύνατη η αντιμετώπιση του προβλήματος στα δημόσια οικονομικά όσο συνεχίζεται η φορολογική ασυλία του κεφαλαίου. Ασφαλώς μια τέτοια πολιτική οφείλει να συνδυάζεται με μέτρα συνολικού ελέγχου της οικονομίας που θα «καταστέλλουν» τις δυνατότητες δραπέτευσης κεφαλαίων και επιχειρήσεων. Η επιλογή αυτή είναι επίσης αναπόφευκτη και πρέπει να γίνει με συνειδητό τρόπο, που θα αποδεικνύει ότι αντιλαμβανόμαστε το «μεταβατικό» χαρακτήρα της πολιτικής μιας κυβέρνησης της Αριστεράς προς τη γενικότερη σοσιαλιστική ανατροπή.
γ) Εθνικοποίηση των τραπεζών και των ιδιωτικοποιημένων ΔΕΚΟ, αλλά και στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων, υπό κοινωνικό και εργατικό έλεγχο:
Πρόκειται για την τρίτη πλευρά διασφάλισης πόρων, αλλά και εργαλείων στήριξης, μιας φιλεργατικής - φιλολαϊκής πολιτικής. Επίσης πρόκειται για προεκλογική δέσμευση του ΣΥΡΙΖΑ που πρέπει να επαναδιατυπωθεί και να υποστηριχθεί με συνέπεια.
Πρέπει να επιμείνουμε στην αποφασιστική εφαρμογή του προγράμματός μας για εθνικοποιήσεις (πρώτα απ’ όλα των τραπεζών, αλλά και των ΔΕΚΟ που έχουν ιδιωτικοποιηθεί ή είναι σε διαδικασία ιδιωτικοποίησης) χωρίς αποζημίωση των μεγαλομετόχων και χωρίς «σεβασμό» των νόμων και των ρυθμίσεων της αγοράς ή των ευρωπαϊκών οδηγιών για τον ελεύθερο ανταγωνισμό κ.λπ. Με δεδομένη την κοινωνική και οικονομική κατάρρευση που έχει δημιουργήσει η εφαρμογή των μνημονιακών πολιτικών, με δεδομένα τα άδεια δημόσια ταμεία που θα παραλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ από τις μνημονιακές κυβερνήσεις και τη στενότητα πόρων, ούτε εφικτό είναι αλλά ούτε και κοινωνικά δίκαιο να γίνει έστω και μία εθνικοποίηση εμβέλειας με εξαγορά μετοχικών «πακέτων» από τους καπιταλιστές μεγαλομετόχους. Και μια κυβέρνηση της Αριστεράς δεν θα μπορέσει να ασκήσει φιλολαϊκή πολιτική ούτε και να αντέξει στα χτυπήματα των δυνάμεων του συστήματος αν δεν προχωρήσει άμεσα σε ένα πρόγραμμα μαζικών εθνικοποιήσεων.
4.Κατά την προεκλογική περίοδο διατυπώσαμε τη θέση «καμιά θυσία για το ευρώ». Η θέση αυτή σημαίνει:
α) Ότι μια κυβέρνηση της Αριστεράς θα αρνηθεί τις άγριες θυσίες λιτότητας που η Ευρωζώνη και η Ε.Ε. απαιτούν ως προϋποθέσεις για τη συνέχιση της δανειακής «βοήθειας» προς την Ελλάδα και στην πραγματικότητα για τη σωτηρία του ευρώ.
β) Ότι μια κυβέρνηση της Αριστεράς θα μεταφέρει την άρνησή της να υποταχθεί στη λιτότητα σε ευρωπαϊκό πεδίο, υπολογίζοντας στην υποστήριξη των εργατικών - λαϊκών κινημάτων και της Αριστεράς.
γ) Ότι μια κυβέρνηση της Αριστεράς δεν μπορεί να ταυτιστεί με τμήματα των ευρωηγεσιών (π.χ. Ολάντ, Ραχόι κ.λπ.) που μπορεί να υποστηρίζουν πιο ευέλικτες τακτικές για την αντιμετώπιση του χρέους αλλά επιμένουν στα προγράμματα λιτότητας ως προϋπόθεση για έξοδο από την κρίση της Ευρωζώνης.
Η τρόικα, οι μνημονιακές κυβερνήσεις και οι ιδεολόγοι του κεφαλαίου προσπαθούν να ανακόψουν τη μαζική υποστήριξη στο πολιτικό σχέδιο για κυβέρνηση της Αριστεράς και ανατροπή των μνημονίων εκβιάζοντας με το φόβητρο της αποβολής από το ευρώ. Η σθεναρή απάντησή μας ήταν και παραμένει: καμιά θυσία για το χρέος που δεν είναι δικό μας – καμιά θυσία για το ευρώ – καμιά θυσία για τους τραπεζίτες, τους βιομήχανους και τα κέρδη τους! Απέναντι στο δικό τους σχέδιο «έκτακτης ανάγκης» που αποσκοπεί στο να κατεδαφίσει τα εργατικά και κοινωνικά δικαιώματα και κατακτήσεις για να βγάλει τον καπιταλισμό από την κρίση του, αντιτάσσουμε το δικό μας σχέδιο «έκτακτης ανάγκης» για την υπεράσπιση αυτών των κατακτήσεων. Δεν θα κάνουμε ούτε βήμα πίσω στους εκβιασμούς τους!
5. Θα δώσουμε τη μάχη ώστε ο ΣΥΡΙΖΑ να μην υποχωρήσει ούτε βήμα στο μέτωπο του αγώνα ενάντια στο ρατσισμό. Υπάρχει μια διαρκής υποβάθμιση των αντιρατσιστικών χαρακτηριστικών που έχει καταγράψει η μεγάλη πλειοψηφία των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ, αυτά που μας καταλογίζουν οι αντίπαλοί μας και αυτά που γνώριζε ο κόσμος όταν μας εκτίναξε στο 27%. Η αναφορά στο «Δουβλίνο ΙΙ», αν και σωστή, δεν αρκεί. Ούτε μπορεί να εξαντλείται σε αυτό η αντιρατσιστική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. Εξάλλου, αυτό που για μας είναι δικαίωμα (η απόκτηση από όσους μετανάστες το επιθυμούν, ταξιδιωτικών εγγράφων για να φύγουν από τη χώρα), ενυπάρχει στα προγράμματα δυνάμεων όπως το ΛΑΟΣ, ακόμη και της Χρυσής Αυγής, σαν μέτρο «αποσυμφόρησης» από τους «ανεπιθύμητους» εξαθλιωμένους.
Επίσης, θέσεις όπως ο «παραπέρα εξανθρωπισμός» του θεσμικού πλαισίου νομιμοποίησης ή «η δίκαιη αντιμετώπιση όσων εργάζονται» δεν λένε τίποτα και είναι εντελώς ανεπαρκή.
Το κρίσιμο ζήτημα για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι η θέση υπέρ της νομιμοποίησης και της διασφάλισης ίσων δικαιωμάτων για τους μετανάστες που επιθυμούν να παραμείνουν στη χώρα. Και από τη θέση αυτή δεν είναι δυνατόν να υπάρξει υποχώρηση.
Στη βάση αυτή ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να επιμείνει σε τρεις βασικές θέσεις:
α)Το πρόβλημα δεν είναι οι μετανάστες αλλά ο ρατσισμός: Αν αποδεχτούμε ότι οι μετανάστες είναι το πρόβλημα (υποσχόμενοι να το λύσουμε «με ευαισθησία και ανθρωπιά»), έχουμε ήδη κάνει την πρώτη και καθοριστική υποχώρηση.
β)Αποφασιστική αντιπαράθεση με τις κρατικές και ευρωπαϊκές πολιτικές ελέγχου στα σύνορα: Ενάντια στα σώματα κεφαλοκυνηγών, τη FRONTEX, τη μετατροπή του Λιμενικού σε πολεμικό σώμα κατά των μεταναστών, τους φράχτες και τα ναρκοπέδια.
γ)Νομιμοποίηση όλων των μεταναστών που επιθυμούν να παραμείνουν στη χώρα.
Η ιστορία του ΣΥΡΙΖΑ αποδεικνύει ότι αυτή που αποδίδει είναι η ριζοσπαστική πολιτική -ακόμα και εκλογικά- και όχι η προσαρμογή στις πιέσεις και η διολίσθηση σε συντηρητικές κατευθύνσεις.
6.Κορυφαία σημασία έχει η πάλη ενάντια στο φασισμό και ενάντια στην κρατική καταστολή και τον αυταρχισμό. Η κλιμάκωση των πολιτικών του «νόμου και της τάξης», οι πολεμικές επιχειρήσεις και ο χημικός πόλεμος ενάντια στους διαδηλωτές, το «ξέπλυμα» και η ανοιχτή υποστήριξη ρατσιστικών και φασιστικών ιδεών από τα καθεστωτικά ΜΜΕ, σε συνδυασμό με τις εμφυλιοπολεμικές και αντικομμουνιστικού χαρακτήρα επιθέσεις στην Αριστερά, έστρωσαν και στρώνουν το δρόμο στο φασισμό. Ωστόσο, η βασική δύναμη της Χρυσής Αυγής και ο λόγος της ραγδαίας ανάπτυξής της είναι η εκτεταμένη φτώχεια και ανεργία και η κοινωνική απελπισία που δημιουργεί η δομική κρίση του καπιταλισμού. Έτσι, ο φασισμός αναδεικνύεται σε θανάσιμο κίνδυνο για το εργατικό κίνημα και την Αριστερά και η πάλη ενάντιά του σε κεντρικό πολιτικό μέτωπο. Θα δώσουμε αυτή τη μάχη με όλα τα μέσα: στους κοινωνικούς χώρους και στο μέτωπο των ιδεών, με πλατιά αντιφασιστική συμμαχία, κοινωνική και πολιτική, αλλά και με μαζική και οργανωμένη άμυνα απέναντι στις φασιστικές επιθέσεις.