Η κρίση και η κατάρρευση τόσο του «υπαρκτού σοσιαλισμού», όσο και του κευνσιανού κράτους πρόνοιας, υπό την καταλυτική επίδραση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, συμπαρέσυρε σε σχετική περιθωριοποίηση και παρακμή, σε ακαδημαϊκό και πολιτικό επίπεδο, την κλασσική μαρξιστική επικέντρωση στην ταξική πάλη και τον αντικαπιταλιστικό αγώνα ως κινητήριο μοχλό της ιστορίας και στην εργατική τάξη, ως προνομιακό φορέα υλοποίησης της κοινωνικής απελευθέρωσης. Στη θέση τους αναδύθηκε σταδιακά η «Νέα Αριστερά», ή τα «νέα κοινωνικά κινήματα», τα οποία θέτουν ως κεντρικές μη ταξικές-οικονομικές διεκδικήσεις και δικαιώματα, κυρίως δικαιώματα ταυτοτικού-πολιτισμικού αυτοκαθορισμού (ομοφυλοφύλων, μεταναστών, αλλόθρησκων κα).

Το κανονιστικό υπόβαθρο αυτής της μετα- υλιστικής στροφής είναι ο κονστρουξιονισμός, βασική παραδοχή του οποίου είναι η θέση ότι ο κόσμος είναι εγγενώς πολύπλοκος και μεταβλητός, με αποτέλεσμα η γνώση μας γι αυτόν να διέπεται από την ίδια αστάθεια και ενδεχομενικότητα, και οι ατομικές και συλλογικές ταυτότητες οικοδομούνται όχι από αντικειμενικές κοινωνικές διαδικασίες (όπως η ταξική εκμετάλλευση), αλλά από πολιτικές διαδικασίες, στα πλαίσια των οποίων διεξάγεται μια συνεχής και ατέρμονη διαπάλη μεταξύ ποικίλλων ανταγωνιστικών ιδεολογικών λόγων (συντηρητικών, φιλελεύθερων, σοσιαλιστικών κτλ), που διεκδικούν την, πάντοτε ανατρέψιμη,  ηγεμονία στο κοινωνικό πεδίο, επιβάλλοντας τη δική τους νοηματοδότηση σε κομβικές έννοιες (δημοκρατία, ανάπτυξη κτλ). Στο πλαίσιο αυτό, οποιοδήποτε ρεύμα αναγνωρίζει καθοριστική ή βαρύνουσα σημασία σε ένα συγκεκριμένο παράγοντα της κοινωνικής ζωής ως προς την εξήγηση της ιστορικής εξέλιξης, όπως κάνει ο μαρξισμός με την ταξική πάλη, απορρίπτεται ως ουσιοκρατικό και πιθανώς συνδεόμενο με τις ολοκληρωτικές συνεπαγωγές του «τέλους της ιστορίας» και της μελλοντικής ουτοπικής κατάργησης κάθε ανταγωνισμού και εξουσίας. Εδώ ως παράδειγμα έχει ευρέως χρησιμοποιηθεί, από φιλελεύθερους και συντηρητικούς κυρίως στοχαστές, η εξέλιξη και η κατάληξη της ΕΣΣΔ και των ανατολικών χωρών, που υποτίθεται πως αποδεικνύει την ολοκληρωτική ρίζα του μαρξικού κομμουνισμού.

Το ίδιο επιχείρημα αναπαράγεται και από την λεγόμενη μετα-μαρξιστική θεωρία των Λακλάου-Μουφ, την πλέον σύγχρονη και συστηματική θεωρία της ηγεμονίας μετά τον Γκράμσι, η οποία μας απασχολεί εδώ ιδιαιτέρως. Έχουν αναπτυχθεί πολλές και ισχυρές κριτικές σχετικά με το άτοπο της αναγωγής της ιστορικής και πολιτικής πράξης σε μια σφαιρική και αφαιρετική φιλοσοφική-κοινωνική θεωρία όπως η μαρξιστική, ή σχετικά με τους κινδύνους του αξιολογικού-ηθικού σχετικισμού που συνεπάγεται ο κονστρουξιονισμός, στις οποίες δε θα αναφερθώ περαιτέρω.

Η σημαντικότερη συμβολή της μετα-μαρξιστικής θεωρίας στη σύγχρονη ριζοσπαστική σκέψη, με άμεση εμπειρική αναφορά στους εν εξελίξει κοινωνικοπολιτικούς αγώνες, είναι η ανάπτυξη μιας λεπτομερούς και συνεκτικής θεώρησης του λαϊκισμού. Για τον Λακλάου, στη θέση της παρακμάζουσας προλεταριακής ταυτότητας, οι σύγχρονοι κοινωνικοί ανταγωνισμοί έχουν αναδείξει ως πρωταγωνιστή την πολυσήμαντη έννοια του «λαού». Σε συνθήκες όπου ένα καθεστώς, για οικονομικούς ή άλλους λόγους, αδυνατεί να ικανοποιήσει τα αιτήματα όλο και περισσότερων κοινωνικών ομάδων (εργατών, αγροτών, φοιτητών κτλ) με τα θεσμικά εργαλεία που διαθέτει, τα αιτήματα αυτά υπερβαίνουν το διαφορετικό τους χαρακτήρα και ενοποιούνται στη βάση του ότι παραμένουν ανικανοποίητα. Έτσι, σχηματίζεται μια «αλυσίδα ισοδυναμίας» στα πλαίσια της οποίας τα επιμέρους αιτήματα καθολικοποιούνται ταυτιζόμενα με κάποιους ευρύτερους συμβολικούς στόχους-έννοιες (κομβικά σημεία), που αναπαριστούν τη χαμένη ευημερία-πληρότητα της κοινότητας (Αλλαγή, αλληλεγγύη κα). Την ενοποιητική διαδικασία αναλαμβάνει ορισμένη κοινωνική ομάδα που, ως «γενικός εκπρόσωπος» του αντικαθεστωτικού συνασπισμού, καθίσταται ηγεμονική με γκραμσιανούς όρους, εμφανίζοντας το ιδιαίτερο ταξικό της συμφέρον ως συμφέρον της κοινωνίας συνολικά, με την αναγνώριση μιας ηθικής ή πνευματικής ανωτερότητας εκ μέρους των υπολοίπων. Τα μέλη του συνασπισμού συναποτελούν το λαό ή τους «μη προνομιούχους», που αντιπαρατίθενται στο «κατεστημένο», δηλαδή τον άρχο συγκρότημα εξουσίας, το οποίο στοχοποιείται ως υπεύθυνο για τα κοινωνικά δεινά και τίθεται ως στόχος η ανατροπή του.

Η πολιτική σημασία αυτού του λαϊκιστικού προτύπου είναι ότι, καθώς οι έννοιες και οι ταυτότητες είναι μεταβλητές και υποκείμενες στον αναξάλειπτο κοινωνικό ανταγωνισμό, ο λαϊκισμός μπορεί να πάρει αντιδραστικό ή προοδευτικό περιεχόμενο, ανάλογα με το ποιες δυνάμεις και συμφέροντα ηγεμονεύουν κατά τη συγκρότηση του «λαού». Αυτό έχει δύο σημαντικά πλεονεκτήματα: αφενός, καταδεικνύει τον αδιέξοδο και προπαγανδιστικό χαρακτήρα του νεοφιλελεύθερου-τεχνοκρατικού «ορθολογισμού», που επιχειρώντας να νομιμοποιήσει την κυρίαρχη  διεθνώς πολιτική λιτότητας, δαιμονοποιεί ως συντεχνιακό και οπισθοδρομικό κάθε αίτημα που αντιτίθεται σε αυτήν, υπό την ταμπέλα ενός, μονοσήμαντα αρνητικού, λαϊκισμού. Αφετέρου, παρέχει ένα ικανοποιητικό ερμηνευτικό πλαίσιο της ανόδου του ακροδεξιού λαϊκισμού πανευρωπαϊκά,  ως συνέπειας της «κεντρώας σύγκλισης» των κομμάτων εξουσίας στην εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων επιταγών και της απουσίας προγραμματικών δημοκρατικών εναλλακτικών, που αφήνει ένα μεγάλο κενό εκπροσώπησης ευρύτατων στρωμάτων, το οποίο καλύπτει η ακροδεξιά. Ταυτόχρονα, τονίζει τη δυνατότητα και την αναγκαιότητα συγκρότησης ενός αριστερού προοδευτικού λαϊκισμού, ο οποίος θα στοχεύει στην υπεράσπιση και τη διεύρυνση των πολιτικών κοινωνικών δικαιωμάτων των κοινωνικά ασθενέστερων που πλήττει ο νεοφιλελευθερισμός, και όχι στον περιορισμό και τον αποκλεισμό τους από το κοινωνικό σώμα με εθνικιστικά-ρατσιστικά κριτήρια, όπως ο ακροδεξιός αντίστοιχός του.

Ωστόσο, υπάρχει κατά τη γνώμη μου μια θεμελιώδης αντίφαση στον πυρήνα του «προοδευτικού λαϊκισμού»,  όπως τον αντιλαμβάνονται οι Λακλάου-Μουφ, η οποία ακυρώνει σε μεγάλο βαθμό τα ανωτέρω πλεονεκτήματα.  Είδαμε ότι για να συγκροτηθεί το πολιτικό υποκείμενο «λαός» χρειάζονται κάποιες κεντρικές έννοιες ως ενοποιητική αρχή των διαφόρων ανικανοποίητων κοινωνικών αιτημάτων. Αυτή η αρχή είναι εξ’ ορισμού «ουσιοκρατική», με την έννοια που αποδίδει στον όρο η μετα-μαρξιστική θεωρία. Επιπλέον, όπως ο ίδιος ο Λακλάου αποδέχεται, ο παγκοσμιοποιημένος νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός αποσαρθρώνει τις παραδοσιακές κοινωνικοπολιτικές ταυτότητες, καθιστώντας την κοινωνία πολύπλοκη και κατακερματισμένη και ωθώντας στην εξατομικευμένη αντιμετώπιση των συλλογικών προβλημάτων. Υπό αυτές τις συνθήκες, και δεδομένου ότι ο νεοφιλελευθερισμός αποτελεί πρωτίστως μια εκτεταμένη αναδιανομή πλούτου και κοινωνικοπολιτικής ισχύος από κάτω προς τα πάνω (μείωση μισθών, αποδόμηση κοινωνικού κράτους, κατάργηση εργασιακών δικαιωμάτων κα), καμία μη ταξική αρχή δε θα μπορούσε να ενοποιήσει σε προοδευτική κατεύθυνση ενάντια στην κυρίαρχη πολιτική τα συμφέροντα του συνόλου των στρωμάτων που θίγονται από αυτήν, καθώς οι διαφορές μεταξύ τους στα μη ταξικά πεδία (θρησκεία, ιδεολογία, σεξουαλικός προσανατολισμός, ήθη, έθιμα κτλ) ήταν και παραμένουν μεγάλες και μη εξαλείψιμες. Αντίθετα, οι διαφορές οι οποίες εξαλείφονται ταχύτατα λόγω του νεοφιλελευθερισμού και της συνακόλουθης αυταρχικοποίησης της κρατικής εξουσίας είναι οι εισοδηματικές-ταξικές. Συνεπώς, ο μόνος τρόπος να στρατευτούν σε ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα κοινωνικής-δημοκρατικής αλλαγής, ομάδες τόσο διαφορετικές όπως οι φοιτητές, οι άνεργοι, οι μικροί και μεσαίοι επιχειρηματίες, οι αυτοαπασχολούμενοι, οι ιερόδουλες, οι μετανάστες, οι πρόσφυγες,  οι αγρότες και οι δημόσιοι υπάλληλοι, είναι να αντιληφθούν το κοινό τους συμφέρον όχι στη βάση μιας ιδεολογικής θρησκευτικής ή ευρύτερα πολιτισμικής ταύτισης, που δεν υφίσταται, αλλά στη βάση του γεγονότος ότι είναι αυτοί που με την εργασία τους παράγουν τον κοινωνικό πλούτο και εξασφαλίζουν κέρδος για την μεγαλοαστική τάξη, που τους εκμεταλλεύεται στερώντας τους θεμελιώδη δικαιώματα και υποβαθμίζοντας βάναυσα το βιοτικό τους επίπεδο. Προκύπτει λοιπόν το εξής παράδοξο. Η ταξική ταυτότητα, την οποία οι Λακλάου-Μουφ αποκηρύσσουν ως ουσιοκρατική και ξεπερασμένη, είναι, ακριβώς λόγω της αυξανόμενης πολυπλοκότητας του κοινωνικού πεδίου, η μοναδική ταυτότητα που μπορεί σήμερα να λειτουργήσει ως συγκολλητική ουσία του «προοδευτικού λαϊκισμού»  που υποστηρίζουν. Με άλλα λόγια, η αντι- ουσιοκρατική τους τοποθέτηση, τους ωθεί ακούσια  να αναιρέσουν το θεμέλιο του πολιτικού τους προτάγματος.

Κλείνοντας, αυτή η δομική αντίφαση, που επιβεβαιώνεται και από την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ ως του κύριου εμπειρικού παραδείγματος, κατά τους δύο διανοητές, του ευρωπαϊκού προοδευτικού λαϊκισμού ενάντια στη λιτότητα, τόσο  ως αντιπολίτευσης και, κυρίως, ως κυβέρνησης, αντανακλά και το ευρύτερο αδιέξοδο όλων των κονστρουξιονιστικών θεωρήσεων στο χώρο της Αριστεράς: την ανεπάρκεια οποιασδήποτε προοδευτικής πολιτικής που επιχειρεί να προωθήσει την ισότητα και την ελευθερία, χωρίς όμως να θέτει στο επίκεντρο την ταξική πάλη, την αντικαπιταλιστική προοπτική, και τη ρήξη με το αστικό κράτος και τους κυρίαρχους  διεθνείς συστημικούς θεσμούς (ΕΕ, ΔΝΤ, ΝΑΤΟ), αλλά αντίθετα επιδιώκοντας τον θεσμοποιημένα ειρηνικό συμβιβασμό των αντιθέσεων εντός του αστικοδημοκρατικού πλαισίου, ευαγγελιζόμενη έναν από-ταξικοποιημένο, και εν τέλει από-πολιτικοποιημένο, «αξιακό πλουραλισμο».

Ετικέτες