Η Λαϊκή Ενότητα βαδίζει προς μια κρίσιμη συνεδρίαση του Πολιτικού Συμβουλίου της –του κορυφαίου πολιτικού οργάνου της– όπου θα χρειαστεί να αποσαφηνίσει την πολιτική της ενόψει της επερχόμενης εκλογικής αναμέτρησης, να συγκεκριμενοποιήσει τις συμμαχίες της, αλλά και να αποφασίσει τα αναγκαία μέτρα σχετικά με τη συλλογικότερη λειτουργία της, την πιο πλουραλιστική εκπροσώπησή της, που θα πρέπει να περιλάβει στο μεγαλύτερο βαθμό ηλικιακή και κινηματική αντιπροσωπευτικότητα.
Έτσι ή αλλιώς, τα ζητήματα που θέτει η συγκυρία, είναι κρίσιμα. Οι Τσίπρας και Μητσοτάκης συνέκλιναν στη ΔΕΘ πάνω σε κεντρικές θέσεις: α) Τα συμπεφωνημένα με τους δανειστές είναι απαράβατα, οι νεοφιλελεύθερες μνημονιακές αντιμεταρρυθμίσεις θα πρέπει να συνεχίσουν για μακρά περίοδο. β) Οι εργαζόμενοι και οι λαϊκές τάξεις οφείλουν να περιμένουν μια κάποια βελτίωση της θέσης τους, μόνο και εάν προχωρήσει ομαλά η ανάπτυξη, δηλαδή μόνο και εάν αυξηθεί συνολικά η «πίτα» του ελληνικού καπιταλισμού. γ) Προς τούτο, τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και η ΝΔ συμφωνούν ότι προέχει η ενίσχυση της «επιχειρηματικότητας» (μείωση φορολογίας κερδών και μείωση εργοδοτικών εισφορών), η προσέλκυση ξένων επενδύσεων (ιδιωτικοποιήσεις, «αντιγραφειοκρατικές» παρεμβάσεις στη νομοθεσία, ελαστικοποίηση εργασιακών σχέσεων κ.ο.κ.), ενώ στην πολιτική μελλοντικής «χαλάρωσης» της μνημονιακής λιτότητας προτεραιότητα θα έχουν τα ανώτερα μεσοστρώματα και ειδικότερα ο σκληρός πυρήνας του κράτους (στρατιωτικοί, αστυνομικοί, δικαστές κ.ο.κ.).
Αυτή η αντιδραστική σύγκλιση προδιαγράφει ένα σκληρό μέλλον απροσδιόριστης διάρκειας για τη μεγάλη πλειοψηφία των εργαζόμενων και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων.
Ταυτόχρονα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, παραβιάζοντας ακόμα και τα προσχήματα ενός αντιαμερικανισμού που παρέμενε ισχυρός μέσα σε κάθε εκδοχή της Αριστεράς μετά το 1973, έχει θέσει τα θεμέλια ενός γεωπολιτικού επαναπροσανατολισμού του ελληνικού κράτους που, με σκανδαλώδη στήριξη από τις ΗΠΑ του Τραμπ, διεκδικεί μια κρίσιμη αναβάθμιση του ρόλου του στην περιοχή και την κατοχύρωση στη θέση του βασικού υπο-ιμπεριαλισμού για λογαριασμό της Δύσης.
Και σε αυτό το πεδίο, η ΝΔ του Μητσοτάκη, παρά τις σημερινές προεκλογικές δημαγωγίες της (κυρίως ως προς τη συμφωνία των Πρεσπών και λιγότερο σε σχέση με τους επικίνδυνους τυχοδιωκτισμούς στην Ανατολική Μεσόγειο…), είναι εύκολα προβλέψιμο ότι δεν πρόκειται τελικά να ολιγωρήσει.
Αυτά τα προγραμματικά στοιχεία στρατηγικής σύγκλισης προσδίνουν στη σύγκρουση Τσίπρα-Μητσοτάκη ένα έντονα θεατρικό στοιχείο. Παρ’ όλα αυτά, βαδίζοντας ολοταχώς προς την «επόμενη μέρα» αυτής της σύγκρουσης, προκύπτει ένα ουσιαστικό ερώτημα: Ποιος θα είναι ο «χάρτης» της ριζοσπαστικής Αριστεράς μετά τις επερχόμενες εκλογές; Ποιες θα είναι οι καταγεγραμμένες δυνάμεις της; Ποιο θα είναι το κλίμα στις γραμμές της;
Ο κίνδυνος μιας επανάληψης της ήττας του Σεπτέμβρη του 2015, ο κίνδυνος μιας «ιταλοποίησης» στην ελληνική ριζοσπαστική Αριστερά, είναι ορατά ενδεχόμενα. Και με αυτά τα ενδεχόμενα αποφεύγουν να αναμετρηθούν είτε η σεχταριστική απάντηση, είτε ο αναχωρητισμός με την καταφυγή στην κοινωνική αντίσταση και την εγκατάλειψη της πολιτικής πάλης.
Δυστυχώς αυτές οι πραγματικές δυσκολίες οξύνονται από στιγμιαία λάθη, όπως αυτό της παρουσίας του κορυφαίου εκφραστή της ΛΑΕ στο web κανάλι «Επανελλήνισις»… Είναι φανερό ότι είμαστε σε ώρα για σοβαρές και σαφείς αποφάσεις.
Η γνώμη μας είναι ότι η ΛΑΕ οφείλει να αντιμετωπίσει αυτή τη συγκυρία, βάζοντας στο κέντρο το κοινωνικό, το ταξικό ζήτημα. Η πολιτική της αντιλιτότητας, τα ζητήματα του μισθού, της σύνταξης, των κοινωνικών δαπανών, η στρατηγική της αντι-ιδιωτικοποίησης, είναι οι άξονες όπου μπορεί να στηριχθεί ξανά η συγκέντρωση των αναγκαίων δυνάμεων. Και τα ζητήματα αυτά όχι μόνο δεν έρχονται σε αντίθεση, αλλά αντίθετα τονίζουν τη σημασία πολιτικών θέσεων όπως η διαγραφή του χρέους, όπως η εθνικοποίηση των τραπεζών, όπως η έξοδος από το ευρώ και η ρήξη με την ΕΕ, που η ΛΑΕ έχει καταγράψει ως ταυτοτικά στοιχεία της από το 2015.
Είναι γνωστό ότι μέσα στη ΛΑΕ, αλλά και ευρύτερα μέσα στην ελληνική Αριστερά, υπάρχει ένας ευρύς κόσμος που αυτοπροσδιορίζεται ως «αντιιμπεριαλιστικός αριστερός πατριωτικός». Τα στελέχη αυτού του χώρου έχουν σήμερα την υποχρέωση να απαντήσουν με σαφήνεια σε ένα «καινούργιο» ζήτημα.
Η σύγχρονη εθνικιστική και ρατσιστική ακροδεξιά στην Ευρώπη –με εξαίρεση τους οργανωμένους νεοναζί– δεν οχυρώνεται πίσω από τα «ιστορικά» σύμβολά της (τη σβάστικα, τον Μουσολίνι, τον Φράνκο κ.ο.κ.). Διεκδικεί μαζικά ακροατήρια, υποστηρίζοντας μια τάχα εναλλακτική λύση απέναντι στην «καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση» με το σύνθημα της επιστροφής σε μια «Ευρώπη των κυρίαρχων εθνών-κρατών», συνδυάζοντας την υποστήριξη στις νεοφιλελεύθερες αντιμεταρρυθμίσεις σε κάθε χώρα, με το σύνθημα της «εθνικής προτεραιότητας», που υπόσχεται χαλάρωση της λιτότητας στους ντόπιους εργάτες, ενώ σημαίνει μόνο ενίσχυση της ρατσιστικής πολιτικής ενάντια στους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Το ρεύμα αυτό, με το «σύμφωνο» Σαλβίνι-Λεπέν, συγκροτείται πολιτικά ενόψει των ευρωεκλογών και κατά τη γνώμη μας αποτελεί έναν θανάσιμο αντίπαλο για το εργατικό κίνημα και κάθε εκδοχή της Αριστεράς.
Πώς πρέπει να αντιμετωπιστεί; Οι απόπειρες μετατόπισης προς την «ατζέντα» αυτού του ρεύματος (όπως έκανε π.χ. η τάση της Σάρα Βάγκενχεντ μέσα στο Linke) με στόχο να διεκδικηθεί ένα τμήμα της λαϊκής επιρροής του, αποτελούν κατά τη γνώμη μας ένα κρίσιμο, ένα ταυτοτικό λάθος. Αντίθετα είναι αναγκαία η σκληρή αντιπαράθεση μαζί του εφ’ όλης της ύλης: στο πεδίο των ιδεών, της πολιτικής, των πρωτοβουλιών στο δρόμο κλπ.
Αν στη Γερμανία το λάθος της μετατόπισης προς τα εκβιαστικά διλλήματα που έχει θέσει η AfD, πληρώθηκε με εκλογική ενίσχυση των Πράσινων, στην Ελλάδα η αναζήτηση επιρροής στο «εθνικό ακροατήριο» και η υποβάθμιση των διαχωριστικών γραμμών μεταξύ Αριστεράς-Δεξιάς στα «πατριωτικά ζητήματα» θα πληρωθούν πολύ βαρύτερα: με εκλογική και πολιτική ενίσχυση του Τσίπρα.
Εδώ προκύπτει και η ανάγκη να λυθεί η «αλγεβρική» σχέση μεταξύ του αντιιμπεριαλιστικού και του «πατριωτικού» στοιχείου σε όσους υποστηρίζουν αυτή την πολιτική. Γιατί στην Ανατολική Μεσόγειο αυτή τη στιγμή, μια «πατριωτική» θέση που υπερασπίζεται τα «κυριαρχικά δικαιώματα στις ΑΟΖ» της Ελλάδας και της Κύπρου, όχι μόνο δεν είναι σε αντιπαράθεση με τον υπαρκτό ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ, αλλά δυστυχώς ταυτίζεται μαζί του. Είναι δυνατόν τμήματα της Αριστεράς να φτάσουν να ζητούν τον «συνωστισμό» περισσότερων αεροπλανοφόρων, φρεγατών και θωρηκτών των ΗΠΑ και της ΕΕ στα «οικόπεδα» της Κύπρου, προκειμένου να ολοκληρώσει τις εργασίες του το «τρυπάνι» της Exxon Mobile;
Η σκληρή αντινεοφιλελεύθερη γραμμή στα κοινωνικά-ταξικά ζητήματα οφείλει να συμβαδίζει με μια πραγματικά αντιιμπεριαλιστική γραμμή στις γεωπολιτικές συγκρούσεις στην περιοχή: μια γραμμή που θα απορρίπτει το πραγματικό και παρόν πρόγραμμα των ΗΠΑ και ΕΕ –έστω και αν αυτό πριμοδοτεί «τα δικά μας εθνικά συμφέροντα»– και θα υπερασπίζει το μείζον για τους εργάτες και τους λαούς αγαθό της ειρήνης. Οι αστερίσκοι και οι υποσημειώσεις σε μια τέτοια πολιτική δεν διαβρώνουν μόνο το αντιπολεμικό, αλλά και το αντιιμπεριαλιστικό στοιχείο της.
Ισχυριζόμαστε ότι δεν είναι ανέφικτο να βρεθεί ένας «τρόπος» προωθητικής συμφωνίας μιας ευρύτερης ριζοσπαστικής Αριστεράς –που φυσιολογικά στο εσωτερικό της θα έχει διαφορετικές απόψεις, αναλύσεις, επιχειρήματα– πάνω στα ζητήματα αυτά. Ο σ. Πέτρος Παπακωσταντίνου, μιλώντας στο συνέδριο του ΜαΧωΜε, περιέγραψε με επάρκεια έναν τέτοιο «τόπο»:
«Στο νέο ιμπεριαλισμό του 21ου αιώνα δεν υπάρχουν αλυτρωτικά εθνικά κινήματα με προοδευτικό περιεχόμενο, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων εκκρεμών ζητημάτων προηγούμενων εποχών, όπως το Παλαιστινιακό, το Κουρδικό και το Ιρλανδικό, που κι αυτά δεν ζουν τις καλύτερες εποχές τους. Οι καπιταλιστικές σχέσεις κυριαρχούν πλέον και στις περιφέρειες του διεθνούς συστήματος, όπου οι εθνικές ολιγαρχίες διαπλέκονται με τα μεγάλα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Ειδικά στην Ευρώπη, τα εθνικιστικά ρεύματα δεν αμφισβητούν ούτε τον καπιταλισμό, ούτε καν τον νεοφιλελευθερισμό, αντίθετα εκτρέπουν την οργή των λαϊκών μαζών για το ευρωιερατείο και τη διά βίου λιτότητα στην ξενοφοβία και το ρατσισμό. Το όντως υπαρκτό και τεράστιο εθνικό ζήτημα στην εποχή μας για τους λαούς όλου του κόσμου και ιδίως της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η κατάκτηση της λαϊκής κυριαρχίας σε ρήξη με το διεθνές κεφάλαιο, ιδιαίτερα το χρηματοπιστωτικό και τους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς που το υπηρετούν. Με άλλα λόγια, δεν μπορεί να υπάρξει στις μέρες μας εθνικός αγώνας που να μην είναι αντιιμπεριαλιστικός αγώνας και δεν μπορεί να υπάρξει συνεπής αντιιμπεριαλιστικός αγώνας αν δεν έχει ορίζοντα την αντικαπιταλιστική ανατροπή και τη σοσιαλιστική αλλαγή, σε εθνική και διεθνή κλίμακα».
Παρ’ όλα αυτά, οι συγκεκριμενοποιήσεις, το ξεπέρασμα αγκυλώσεων σε θέσεις που ολοφάνερα πλέον δεν ταιριάζουν με τη συγκυρία, θα προκαλέσουν «καθυστερήσεις» και διαφορές.
Γι’ αυτό, κατά τη γνώμη μας, στη ΛΑΕ σήμερα θα πρέπει να ενισχυθούν τα στοιχεία της «μετωπικής» λειτουργίας και της αποδοχής της πλουραλιστικής εκπροσώπησης.
Αυτά θα πρέπει να συγκεκριμενοποιηθούν στο επερχόμενο ΠΣ.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά