Αυτός είναι ο τίτλος της ταινίας-ντοκιμαντέρ του Λεωνίδα Βαρδαρού και των συνεργατών του, που παίζεται στους κινηματογράφους και απέσπασε το βραβείο, Ανθρώπινες Αξίες, από τη Βουλή των Ελλήνων. Το εν λόγω ντοκιμαντέρ αφηγείται τα ιστορικά γεγονότα του 1913-14, στο Λάντλοου, στα οποία σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι Έλληνες εργάτες, και την απεργιακή σύγκρουση μεταξύ της Ένωσης Ανθρακωρύχων Αμερικής (United Mine Workers of America) και των εταιρειών άνθρακα.
Οι συνθήκες ζωής
Οι Έλληνες μετανάστες, ξεριζωμένοι από τον τόπο τους, εξαιτίας της σκληρής ελληνικής πραγματικότητας ενός πληθυσμού που μαστίζονταν από τη φτώχεια, και ακούγοντας τις ψεύτικες υποσχέσεις των δουλεμπόρων εκείνης της εποχής για μια υποτιθέμενη καλύτερη ζωή στην Αμερική, μια σημαντική μερίδα τους κατέληξε στο Κολοράντο να δουλεύει κάτω από απάνθρωπες συνθήκες στα ορυχεία του Ροκφέλερ. Μάλιστα, οι Έλληνες, έκαναν τις χειρότερες εργασίες, ήταν από τους πιο κακοπληρωμένους, τους έβαζαν να κατοικούν μαζί με ασιατικής καταγωγής εργάτες και όχι με ευρωπαίους και γενικά δεν ήταν ευπρόσδεκτοι. Να θυμίσουμε ότι μεταξύ των ετών 1900-1920 μετανάστευσαν περίπου 250.000 Έλληνες.
Οι Πόλεμοι του Άνθρακα, όπως είναι και ο υπότιτλος της ταινίας, είναι η πιο βίαιη και αιματηρή σελίδα του εργατικού κινήματος της Αμερικής, όπως βίαια είναι γενικά όλη η ιστορία του, ενώ και οι εργασιακές σχέσεις ποτέ δεν ήταν ήπιες.
Οι αιτίες του Πολέμου του Άνθρακα, στα ορυχεία της Αμερικής, ήταν οι άθλιες συνθήκες ζωής και εργασίας των 13.000 ανθρακωρύχων και των οικογενειών τους. Ήταν κακοπληρωμένοι, η εκμετάλλευση από τις εταιρίες άγγιζε μορφές δουλοπαροικίας, τα εργατικά ατυχήματα ήταν διπλάσια από τον αμερικάνικο μέσο όρο, δεν έβλεπαν ήλιο αφού δούλευαν από τα ξημερώματα μέχρι το βράδυ, πάθαιναν πνευμονοκονίαση, τα σπίτια και τα καταστήματα ανήκαν στην εταιρία των ορυχείων, η οποία κοστολογούσε τη χρήση και τα ψώνια 25% ακριβότερα από την υπόλοιπη αγορά, και την ίδια στιγμή τους υποχρέωναν να κατοικούν σε αυτά τα σπίτια και να ψωνίζουν μόνο από την εταιρία, η οποία τους πλήρωνε με script (σκριπτ), το οποίο ήταν ένα είδος κουπονιού ανταλλάξιμο μόνο στα ταμεία των καταστημάτων της. Επίσης, οι εταιρείες είχαν στη δούλεψή τους ιδιωτικούς στρατούς από λούμπεν και εγκληματικά στοιχεία, καθώς και τη συνδρομή της εθνοφρουράς που είχε σαν μοναδικό της καθήκον την τρομοκράτηση των εργατών και την καταστολή των απεργιών. Επιπρόσθετα, ο μηχανισμός του Ροκφέλερ είχε οργανώσει τους οικισμούς διαμονής των εργατών με βάση ένα μοντέλο διαχωρισμού των διαφορετικών εθνικοτήτων, ώστε να τους κρατά χωρισμένους, και έτσι να δυσκολεύεται το συνδικάτο να τους οργανώσει. Πως, λοιπόν, να οργανώσεις εργάτες που δεν μπορούν να συνεννοηθούν; Διότι, αν μπορούσαν να συνευρεθούν Έλληνες, Ιταλοί, Ρώσοι, Ούγγροι κλπ., ο διαχωρισμός θα σταματούσε και θα αναπτυσσόταν η αλληλεγγύη. Προς αυτή την κατεύθυνση, τα συνδικάτα «στρατολογούσαν» στις γραμμές τους δίγλωσσους εργάτες, όπως ήταν ο Λούις Τίκας, οι οποίοι έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην σύνδεση, στην οργάνωση και στην αλληλεγγύη των εργατών.
Η απεργία στο Λάντλοου
Όλοι αυτοί οι εργάτες, οι οποίοι αποτελούντο συνολικά από 32 εθνότητες συμμετείχαν, τον φθινόπωρο του 1913, στην τεράστια απεργία του Συνδικάτου Ενωμένων Ανθρακωρύχων Αμερικής, στο Νότιο Κολοράντο, γεγονός που κορυφώθηκε στις 20 Απρίλη 1914 με τη Σφαγή του Λάντλοου (Ludlow), όπου δολοφονήθηκαν άγρια από την πολιτειακή Εθνοφρουρά ο Λούις Τίκας, επικεφαλής των Ελλήνων, μαζί με άλλους δύο συνδικαλιστές και πολλά γυναικόπαιδα.
Ας δούμε, όμως, πως ακριβώς συνέβησαν τα γεγονότα.
Η απεργία, στο Λάντλοου, ξεκίνησε στις 23 Σεπτεμβρίου 1913 όταν ένας συνδικαλιστής σκοτώθηκε στα ορυχεία της οικογένειας Ροκφέλερ. Οι απεργοί εκκένωσαν τους καταυλισμούς της επιχείρησης, όπου έμεναν, προκειμένου να διαμαρτυρηθούν για τους χαμηλούς μισθούς και τις άθλιες συνθήκες εργασίας. Τα κυριότερα αιτήματα των απεργών ήταν τα εξής: να ψωνίζουν από όποιο κατάστημα προτιμούσαν οι ίδιοι, να πηγαίνουν σε όποιον γιατρό επιθυμούσαν και όχι στους γιατρούς της εταιρίας, να αναγνωριστεί το συνδικάτο τους, να καθιερωθεί η οκτάωρη εργασία, να εφαρμοστούν αυστηρά οι νόμοι της Πολιτείας του Κολοράντο όσον αφορά την ασφάλεια των ορυχείων, να καταργηθεί το script, καθώς επίσης και το σύστημα φρουρών της εταιρείας που έκανε τους εργατικούς καταυλισμούς να μη διαφέρουν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Επικεφαλής της απεργίας ήταν ο Τζον Λόζον και ο Λούις Τίκας, ο οποίος είχε μια ομάδα στήριξης από Κρητικούς, μερικοί από τους οποίους είχαν πάρει μέρος και στις απεργίες που είχαν γίνει παλαιότερα στο Μπίνγκαμ στη Γιούτα.
Η εταιρεία για να καταπνίξει την απεργία, προέβη αρχικά σε έξωση των απεργών από τα οικήματα στα οποία τους στέγαζε και ταυτόχρονα προσέλαβε απεργοσπάστες. Οι απεργοί δεν πτοήθηκαν. Έστησαν σκηνές σε περιοχή που δεν ήταν στην ιδιοκτησία της οικογένειας Ροκφέλερ, και μάλιστα σε στρατηγικό σημείο, ώστε να εμποδίζουν τους απεργοσπάστες να μπουν στα ορυχεία. Τον Οκτώβριο, ο καταυλισμός των απεργών λειτουργούσε σαν πόλη, με υποδειγματικό τρόπο και πειθαρχία.
Η εταιρεία ζήτησε την παρέμβαση της εθνοφρουράς, ενώ παράλληλα προσέλαβε ένα Πρακτορείο Ντετέκτιβ, το οποίο απαρτιζόταν από λούμπεν στοιχεία, προκειμένου να τρομοκρατήσει τους απεργούς και τη συνδικαλιστική τους ηγεσία. Μάλιστα, το Πρακτορείο παρείχε στην εταιρεία Ροκφέλερ και ένα τεθωρακισμένο όχημα με πολυβόλο. Στις 17 Οκτωβρίου 1913 ένας απεργός σκοτώθηκε και δύο παιδιά τραυματίσθηκαν από τους πολυβολισμούς του τεθωρακισμένου οχήματος. Οι επιθέσεις των ανθρώπων της εργοδοσίας και της εθνοφρουράς ήταν καθημερινό φαινόμενο στις κατασκηνώσεις. Οι συγκρούσεις ήταν πολύ βίαιες, γι’ αυτό η εταιρεία ζήτησε από τον κυβερνήτη του Κολοράντο να ντυθούν με στολές της εθνοφρουράς δικά της, έμπιστα και αδίστακτα άτομα. Ο κυβερνήτης το αποδέχθηκε. Αυτό όξυνε περισσότερο το μίσος των απεργών. Αυτή η κατάσταση συνεχιζόταν για μήνες και είχε φθάσει στο απροχώρητο με τους απεργούς να μην υποχωρούν.
Ο θάνατος του Τίκα
Στις 10 Μαρτίου 1914 ένας απεργοσπάστης βρέθηκε νεκρός στις γραμμές του τρένου κοντά στον καταυλισμό των απεργών. Αυτό αποτέλεσε την αφορμή για τις δυνάμεις καταστολής για να καταστρέψουν τις τεντουπόλεις. Επελέγη ο καταυλισμός του Λάντλοου. Το πρωί της 20ης Απριλίου οι εθνοφρουροί άνοιξαν πυρ, την ώρα που η ελληνική κοινότητα των ανθρακωρύχων κοιμόταν επειδή την προηγουμένη γιόρταζε το Πάσχα. Οι απεργοί ανταπέδωσαν και η μάχη διήρκεσε επί ώρες. Ο ελληνικής καταγωγής συνδικαλιστής Λούις Τίκας (Ηλίας Σπαντιδάκης), επικεφαλής του καταυλισμού, ζήτησε αργά το απόγευμα να μιλήσει με τον υπεύθυνο της εθνοφρουράς, υπολοχαγός Λίντερφελντ, κρατώντας λευκή σημαία. Ο υπολοχαγός τον χτύπησε με τον υποκόπανο του όπλου του και τον έριξε στο έδαφος. Οι εθνοφρουροί τον αποτέλειωσαν πυροβολώντας τον στην πλάτη. Ο Λούις Τίκας ήταν 30 ετών. Στη συνέχεια οι εθνοφρουροί έκαναν επιδρομή στην κατασκήνωση του Λάντλοου και την έκαψαν. Σκοτώθηκαν 18 άνθρωποι από την πλευρά των ανθρακωρύχων, εκ των οποίων 10 ήταν παιδιά από τριών μηνών έως έντεκα ετών. Αυτή η μέρα έμεινε στην ιστορία ως «Η σφαγή του Λάντλοου», η οποία υπήρξε μία από τις αιματηρότερες επιθέσεις της εργοδοσίας και του κράτους στο συνδικαλιστικό κίνημα των ΗΠΑ. Η κηδεία του Λούη Τίκα έγινε στις 27 Απριλίου και η νεκρώσιμη πομπή ήταν μια πορεία διαμαρτυρίας.
Ο Πόλεμος των Δέκα Ημερών – Η ένοπλη εξέγερση
Τα τραγικά νέα της σφαγής διαδόθηκαν γρήγορα, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει ένοπλη εξέγερση. Οπλισμένοι εργάτες από διπλανά ανθρακωρυχεία κινήθηκαν εναντίον της εθνοφρουράς, ενώ ομάδες απεργών δυναμίτισαν ανθρακωρυχεία. Άρχισε, έτσι, ένας πραγματικός ανταρτοπόλεμος ανάμεσα στην εθνοφρουρά και στα συνδικάτα. Σε αυτήν τη μετωπική σύγκρουση, μεταξύ του Ρόκφελερ και του συνδικάτου των ανθρακωρύχων, σημαντικό ρόλο έπαιξαν 500 Έλληνες, κυρίως Κρητικοί, οι οποίοι αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά του αντάρτικου στρατού που έφτιαξε το συνδικάτο για να εκδικηθεί τη σφαγή του Λάντλοου. Οι Έλληνες μετανάστες δεν είχαν συνείδηση τάξης, επειδή οι περισσότεροι προέρχονταν από ορεινές περιοχές της Ελλάδας, σε σχέση με τους Ιταλούς, οι οποίοι είχαν εμπειρία ταξικής πάλης. Συνείδηση τάξης, οι Έλληνες, απέκτησαν λόγω της καταπίεσης. Όμως, σε σχέση με τους άλλους εργάτες, ήταν πιο ετοιμοπόλεμοι, γιατί είχαν πολεμήσει, εκείνο τον καιρό, στους Βαλκανικούς πολέμους, ενώ οι Κρητικοί, ήταν έμπειροι στον ανταρτοπόλεμο από τους αγώνες για την απελευθέρωση της Κρήτης, αφήνοντας κατάπληκτους τους εργοδότες, που δεν περίμεναν τέτοια μαχητικότητα και αποτελεσματικότητα.
Μέσα σε λίγες μέρες, ο αντάρτικος στρατός του συνδικάτου, αποτελούμενος κυρίως από Έλληνες και Ιταλούς απεργούς, έτρεψε σε φυγή την Εθνοφρουρά και κατέλαβε ολόκληρο το Νότιο Κολοράντο, ιδρύοντας ουσιαστικά ένα δικό του κράτος. Η κατάσταση ήταν εκτός ελέγχου. Για να αποκατασταθεί η εξουσία του κυβερνήτη του Κολοράντο, η κυβέρνηση των ΗΠΑ έστειλε τον Ομοσπονδιακό Στρατό ως ειρηνευτική δύναμη. Ο ομοσπονδιακός στρατός αφόπλισε τους απεργούς, οι οποίοι αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στα ανθρακωρυχεία χωρίς να γίνουν δεκτά τα αιτήματά τους. Μάλιστα, η εργοδοσία προχώρησε σε εκτεταμένες απολύσεις, αντικαθιστώντας τους απεργούς με μη συνδικαλισμένους εργάτες.
Ο ιστορικός απόηχος των γεγονότων
Η εν λόγω ένοπλη εξέγερση, μετά τη σφαγή του Λάντλοου, η οποία έγινε γνωστή και έμεινε στην ιστορία ως ο «Πόλεμος των Δέκα Ημερών», αποκρύφτηκε για πενήντα χρόνια. Μπορεί να μην κέρδισε όσα ζητούσε, εντούτοις υπήρξε η απαρχή της συγκρότησης ενός νέου εργατικού κινήματος.
Η ταινία κλείνει με την επισήμανση ότι η ελληνική κοινότητα της Αμερικής τείνει να ξεχάσει σε τι κατάσταση βρισκόταν στις απαρχές του 20ου αιώνα, επειδή είναι πλέον εύπορη και έχει αποκτήσει κύρος. Όμως, «Όταν ξεχνάμε, η ιστορία εμφανίζεται ξανά με άλλη μορφή». Και πράγματι, βλέπουμε σε παγκόσμιο επίπεδο ότι όλα πρέπει να τα διεκδικούμε πάλι απ’ την αρχή, όπως επισημαίνει, σε συνέντευξή του, ο σκηνοθέτης της ταινίας, Λεωνίδας Βαρδαρός.