Μια εξαιρετικά δυσμενής εξέλιξη για την έρευνα στην Ελλάδα προέκυψε με την ανακοίνωση της νέας κυβερνητικής σύνθεσης, που ακολούθησε τις εθνικές εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019.

Σύμφωνα με το Προεδρικό Διάταγμα ΠΔ 81/2019, η Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ), μαζί με τους εποπτευόμενους φορείς της, δηλαδή τη συντριπτική πλειοψηφία των Ερευνητικών Κέντρων (ΕΚ) της χώρας, μεταφέρεται από το πρώην Υπουργείο Παιδείας Έρευνας και Θρησκευμάτων στο νέο Υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων. Μια εξέλιξη που γεννά πλήθος ερωτηματικών αφενός ως προς το σχεδιασμό της, καθότι δεν είχε συζητηθεί στην ερευνητική κοινότητα το προηγούμενο διάστημα από τους/τις εκπροσώπους του κόμματος της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης Νέας Δημοκρατίας, και αφετέρου ως προς την σκοπιμότητα ενός τέτοιου χειρισμού από τη νέα κυβέρνηση.  

Δυστυχώς ιδιαίτερα ως προς το τελευταίο οι συνειρμοί είναι αρνητικοί, καθώς ξυπνάνε μνήμες της περιόδου 2012-2015, όταν το αφήγημα της σύνδεσης της έρευνας με τη λεγόμενη «επιχειρηματικότητα» και της ιδιωτικοποίησης των εναπομεινάντων δημόσιων ΕΚ προβαλλόταν ως «αναπτυξιακή» στρατηγική για την έρευνα στη χώρα. Ένας όμως ακόμα σοβαρός λόγος ανησυχίας είναι και η αποσύνδεση της έρευνας από την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Με αυτή την αιφνιδιαστική κίνηση από πλευράς κυβέρνησης, τα ΕΚ βρίσκονται σήμερα πιο αποκομμένα από την ακαδημαϊκή κοινότητα, από τους φοιτητές, από την ίδια τη βασική έρευνα. Ο κοινός χώρος παιδείας-έρευνας αποτελεί διαχρονικό αίτημα της ερευνητικής κοινότητας, ενώ, από το 2009, αναγνωρίστηκε και από την πολιτεία η αναγκαιότητα θέσπισής του, με μια σειρά αντιφάσεις βέβαια ως προς την υλοποίησή του. 

Απαξίωση της έρευνας

Στο σημείο αυτό πρέπει να τονίσουμε πως η έρευνα στην Ελλάδα υπήρξε ένας από τους τομείς που πλήρωσε ακριβά την οικονομική κρίση της τελευταίας δεκαετίας. Έχοντας μείνει σε «δεύτερη προτεραιότητα», υπο-χρηματοδοτήθηκε επί σειρά ετών, ενώ η ίδια η ερευνητική κοινότητα έχει κατά καιρούς βιώσει την απαξίωση από τις εκάστοτε κυβερνήσεις. Τα ΕΚ (ΝΠΔΔ και ΝΠΙΔ) αντιμετωπίστηκαν είτε ως ο αποδιοπομπαίος τράγος περικοπών, είτε ως «παραρτήματα» των πανεπιστημίων, είτε ως οι φορείς που θα πρέπει να παράγουν εφαρμοσμένη και «ανταποδοτική» έρευνα, παρέχοντας φθηνές υπηρεσίες για την ιδιωτική πρωτοβουλία και τον κρατικό μηχανισμό. Το δε αφήγημα της μη αξιολόγησης των ΕΚ στο πλαίσιο μιας γενικότερης απαξίωσής τους κατέρρεε από τις επανειλημμένες αξιολογήσεις (είτε από Ελληνικές, είτε από Διεθνείς επιτροπές), τα πορίσματα των οποίων δεν ελήφθησαν ποτέ υπόψη στη διαμόρφωση της ερευνητικής πολιτικής. Στην περίπτωση του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών, για παράδειγμα, η Διεθνής Ακαδημαϊκή επιτροπή αξιολόγησης επισήμανε την επιτακτική ανάγκη ένταξης με μόνιμη σχέση του νέου δυναμικού στα Ερευνητικά Ινστιτούτα. 

Ανθρώπινο δυναμικό

Ποιες είναι λοιπόν οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα ΕΚ σήμερα; Είναι η ελλιπής σύνδεση με την ανάπτυξη ή η αδυναμία λειτουργίας λόγω υλικοτεχνικής ανεπάρκειας και αποψίλωσης του δυναμικού τους; Ιδιαίτερα ως προς το δεύτερο πρέπει να τονιστεί πως η συντριπτική τους πλειοψηφία, που εντάχθηκε ως νέο δυναμικό μέσα στην τελευταία 15ετία στα ΕΚ, αποτελείται από εργαζόμενους με «ελαστικές» σχέσεις εργασίας που σήμερα έχουν φτάσει να αποτελούν πάνω από το μισό ενεργητικό δυναμικό της έρευνας στην Ελλάδα. Κι ενώ τα τελευταία χρόνια, μετά από συλλογικούς αγώνες, αναγνωρίστηκε από την πολιτεία η αναγκαιότητα στήριξης των ΕΚ της χώρας με μόνιμο δυναμικό, δυστυχώς από τον Αύγουστο του 2018, όταν και ανακοινώθηκαν οι, κατά τα άλλα εξαιρετικά λιγοστές, 152 θέσεις για όλους τους ερευνητικούς φορείς, οι κινήσεις που έγιναν, υπήρξαν εξαιρετικά αργές με αποτέλεσμα σήμερα να βρισκόμαστε ακόμα στην αρχή της διαδικασίας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το πρόβλημα της μετανάστευσης υψηλά καταρτισμένου επιστημονικού δυναμικού της χώρας (brain drain) έχει γιγαντωθεί τα τελευταία χρόνια, χωρίς να έχει γίνει τίποτα το ουσιαστικό για την ανάσχεσή του, παρόλο που υποτίθεται έχει μπει ως προτεραιότητα από όλες τις προηγούμενες κυβερνήσεις.

Συνεπώς θεωρούμε πως η συγκεκριμένη κίνηση της νέας κυβέρνησης ουδόλως απαντάει σε κάποιο υπαρκτό ζήτημα των ΕΚ σήμερα. Τουναντίον αποτελεί επικίνδυνο πειραματισμό, αν όχι προγραμματισμό, για περαιτέρω υποβάθμιση των ΕΚ και σύνδεσή τους με την αγορά και την επιχειρηματικότητα. Δυστυχώς τέτοιες λογικές συνήθως πατάνε σε περικοπές, σε αποσύνδεση από το πεδίο παραγωγής γνώσης και πρόσδεση στη λογική παροχής υπηρεσιών. Αυτό θα αποτελέσει καταστροφή για το ίδιο το δυναμικό που έχει απομείνει στην έρευνα, ένα δυναμικό που, παρά την οικονομική κρίση, επιμένει και αποτελεί μια πολύ σημαντική μαγιά για την έρευνα στη χώρα. Αυτό το δυναμικό μαζί με τις υποδομές των ΕΚ είναι που πρέπει πρωτίστως να στηριχθούν, με συνολικό σχεδιασμό, σε σύνδεση με την τριτοβάθμια εκπαίδευση, με αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης, για να μπορεί η ερευνητική δραστηριότητα να ιδωθεί ως ένας πραγματικός μοχλός ανάπτυξης. 

Οι εργαζόμενοι του ΕΛΚΕΘΕ εκφράζουν την αντίθεσή τους στην κυβερνητική επιλογή να μεταφέρει τους φορείς της ΓΓΕΤ από τον χώρο της «Παιδείας» στον χώρο της «Ανάπτυξης». Δηλώνουμε την αντίθεσή μας στην αποσύνδεση των ΕΚ από την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Τα ΕΚ δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται για άλλη μια φορά ως «αναπτυξιακά» εργαλεία. Αντιθέτως αποτελούν τους απαραίτητους αυτόνομους και συμπληρωματικούς φορείς για την ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης. Για την προαγωγή της βασικής και εφαρμοσμένης έρευνας, την καινοτομία, την ευαισθητοποίηση και προστασία της κοινωνίας. 

*Ο Δημήτρης Κάσσης είναι πρόεδρος του ΔΣ του  Πανελλήνιου Συλλόγου  Εργαζομένων ΕΛΚΕΘΕ

**Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες