Στον απόηχο των διαπραγματεύσεων στην Ελβετία επιχειρούμε μια πρώτη αποτύπωση κάποιων βασικών συμπερασμάτων. Ασφαλώς, η κατάσταση που διαμορφώνεται απαιτεί συστηματική και σφαιρική πολιτική εκτίμηση με τα εργαλεία του μαρξισμού τόσο αναφορικά με τις εξελίξεις στο εσωτερικό όσο και στο ευρύτερο γεωπολιτικό περιβάλλον.
Απουσία εναλλακτικής “από τα κάτω”
Καταρχήν, η ανάθεση για την εξεύρεση της πολυπόθητης λύσης στους «από πάνω» και στις τεχνικές επιτροπές εμπειρογνωμόνων ήταν εξαρχής συνδεδεμένη με μηδαμινό κοινωνικό έλεγχο. Αυτό σημαίνει ότι το περιεχόμενο της διαπραγμάτευσης αντανακλούσε συγκεκριμένα ταξικά συμφέροντα και καθορισμένο συσχετισμό δυνάμεων.
Σ’ αυτή τη συγκυρία η κατάσταση έγινε περισσότερο περίπλοκη διότι στο κοινωνικό πεδίο οι νεοφιλελεύθερες δυνάμεις έχουν επικρατήσει και οι κοινωνικές αντιστάσεις που έχουν αναπτυχθεί είναι δυσανάλογα μικρές. Μπροστά σε μια τέτοια κατάσταση, η εμπέδωση της μη ύπαρξης εναλλακτικής (με κεντρική ευθύνη της ρεφορμιστικής αριστεράς) ως αντίβαρο στους χειρισμούς μιας ακραία νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης έθεσε εκ των πραγμάτων στο περιθώριο μια τεράστια μερίδα της κοινωνίας που παρακολουθούσε την πορεία της διαδικασίας μέσα από το διαστρεβλωτικό φακό των καθεστωτικών ΜΜΕ. Αυτό επέτρεψε για μεγάλο διάστημα στην κυβέρνηση να απευθύνεται ταυτοχρόνως σε δυο ακροατήρια. Κατά περιόδους ο Αναστασιάδης εμφανιζόταν ως ο πρόθυμος υποστηρικτής της λύσης και, επομένως, οι «θαρραλέες» κινήσεις του έδιναν ελπίδα σε ένα κόσμο που τάσσεται με την επανένωση και σε άλλες φάσεις «μεταλλασσόταν» για να ταΐσει με εθνικισμό τα «απορριπτικότερα» ακροατήρια.
Μέσα σε αυτό το κλίμα το ΑΚΕΛ αντιλαμβανόμενο την κρισιμότητα της συγκυρίας έμεινε περισσότερο προσηλωμένο από ποτέ στην αναγκαιότητα της επανένωσης. Ωστόσο, η πολιτική του επιλογή να μην συμβάλει με όλες του τις δυνάμεις στο χτίσιμο ενός μεγάλου δικοινοτικού κινήματος επανένωσης διεκδικώντας μια λύση «από τα κάτω» στοιχίζει ακριβά… πολύ ακριβά. Γιατί η ύπαρξη μιας τέτοιας δυναμικής στην κοινωνία θα έθετε εκ των πραγμάτων άλλους όρους στη συζήτηση, θα κόντραρε στα ίσια την εθνικιστική πολιτική και θα αποτελούσε πραγματικό μοχλό πίεσης στους διαπραγματευόμενους κυβερνώντες.
Η μονόπλευρη κριτική για το ναυάγιο
Μια άλλη πτυχή της ανυπαρξίας κοινωνικού ελέγχου αντικατοπτρίζεται στον τρόπο που διεξάγεται η δημόσια συζήτηση μετά την κατάρρευση των συνομιλιών. Η συντριπτική πλειοψηφία των κυρίαρχων ΜΜΕ και των κομμάτων αποδίδουν αποκλειστικά τις ευθύνες του ναυαγίου στην «αδιάλλακτη στάση της Τουρκίας» παρά τις «αγωνιώδεις προσπάθειες της ε/κ και ελληνικής κυβέρνησης». Για να αποκτήσει, όμως, κανείς σφαιρική και ουσιαστική γνώση της κατάστασης είναι σαφές ότι δεν μπορεί να βασιστεί σε αυτά. Γιατί είναι αλήθεια ότι η τουρκική ηγεσία κινείται με αποκλειστικό γνώμονα τα συμφέροντα της τάξης που εκπροσωπεί. Η αλήθεια αυτή όμως ισχύει και για τη δική μας πλευρά. Όπως, επίσης, είναι αλήθεια ότι η τακτική της ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στον ιμπεριαλιστικό άξονα Ισραήλ-Αιγύπτου-Ελλάδας-Κύπρου συνιστά καταφανώς επιθετική στρατηγική που μόνο την ειρήνη, την ασφάλεια και την ευημερία του κυπριακού λαού δεν εγγυάται. Είναι αλήθεια, επίσης, πως η ηγεσία της «έτερης μητέρας πατρίδας» της Ελλάδας θεώρησε ότι βρήκε την ευκαιρία να επιβάλλει τα συμφέροντα της τάξης της με τις πλάτες της Ε.Ε και των ΗΠΑ. Οι εκπρόσωποι της ελληνικής αστικής τάξης εκτιμούν ότι η Τουρκία “βρίσκεται στη γωνία” έχον ανοιχτά πολλαπλά εσωτερικά και εξωτερικά μέτωπα και αυτή η εκτίμηση τους οδήγησε στην εγκατάλειψη για προσπάθεια λύσης και τη σύγκρουση με την Τουρκία.
Η βάρκα βούλιαξε, στεριά θα βρούμε;
Στη συζήτηση για την επόμενη μέρα φαίνεται να κυριαρχεί η πιστή διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης σε ένα ανέφελο μέλλον. Ελάχιστοι μιλούν ανοικτά για τον ορατό κίνδυνο εδραίωσης της διχοτόμησης, αλλά αντίθετα πολλοί μιλούν για την απόρριψη ενός κακού σχεδίου. Και πράγματι μπορεί το σχέδιο να μην ήταν καλό (δεν προλάβαμε να το δούμε στην τελική του μορφή), όμως δεν είναι καθόλου καλή και η εντεινόμενη παρουσία τόσο πολλών στρατών στο νησί με την πρόσφατη προσθήκη του -έμπειρου από τη σφαγή των παλαιστινίων- ισραηλινού. Όπως επίσης δεν είναι καθόλου καλό να εξακολουθούν να ισχύουν οι εγγυήσεις του ’60 για πάντα. Όπως τέλος δεν είναι καθόλου καλό να ξεκινούν διαδικασίες εξορύξεων μέσα σε ένα κλίμα τόσο τεταμένο και σε μια κατάσταση τόσο ρευστή.
Σανίδα σωτηρίας η ανάγκη για ειρήνη και ένα αριστερό κίνημα
Ενδεχομένως το ναυάγιο στο Κραν Μοντανά να σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής όπου οι διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό μονοπωλούσαν τον (εσωτερικό τουλάχιστόν) δημόσιο διάλογο. Ίσως, οι καπιταλιστές και οι φασίστες να χαίρονται που δε θα ζήσουν σε μια επανενωμένη Κύπρο. Εμείς από την άλλη, ο κόσμος της ειρήνης και της αριστεράς, θα παλέψουμε με όλες τις δυνάμεις μας για να φέρουμε τα κάτω-πάνω.