Μετά τις αποκαλύψεις της Σοφίας Μπεκατώρου, μία μετά την άλλη γυναίκες βρίσκουν την δύναμη να καταγγείλουν δημόσια τους κακοποιητές τους, ενώ αναπτύσσεται ένα τεράστιο κύμα υποστήριξης προς τις επιζήσασες κακοποίησης.

Οι διαστάσεις που έχει πάρει τις τελευταίες μέρες αυτό το κύμα καταγγελιών μας επιτρέπει να πούμε ότι ζούμε το ελληνικό #MeToo. Αξίζει να μελετήσουμε την πρόσφατη προϊστορία αυτού του κινήματος στις ΗΠΑ, καθώς έχει πολλά χρήσιμα συμπεράσματα. 

Από το Μπρονξ στο Χόλυγουντ

Το #MeToo έγινε διεθνώς γνωστό τον Οκτώβρη του 2017, όταν σειρά από ηθοποιούς, μοντέλα και εργαζόμενες στο Χόλυγουντ βγήκαν μπροστά και μίλησαν για την σεξουαλική παρενόχληση που έχουν υποστεί στον χώρο εργασίας τους. Όμως δεν ξεκίνησε τότε εκεί. Η αρχή του κινήματος #MeToo βρίσκεται δέκα χρόνια πριν, στην προσπάθεια της μαύρης ακτιβίστριας από το Μπρονξ, Ταράνα Μπερκ, να ανοίξει μια δημόσια συζήτηση μέσα από ηλεκτρονικές πλατφόρμες όπως το MySpace για τη βία και την κακοποίηση που υφίστανται οι μη προνομιούχες γυναίκες (μαύρες, λατίνες, ΛΟΑΤΚΙ+, φτωχές), οι οποίες συχνά δεν έχουν πρόσβαση σε δίκτυα υποστήριξης. Παρά τις προσπάθειες της Ταράνα Μπερκ, το κίνημα του #MeToo έμεινε σε σχετική αφάνεια για πάνω από δέκα χρόνια, μέχρι που γιγαντώθηκε το φθινόπωρο του 2017. 

Το γεγονός που άλλαξε τα πράγματα ήταν οι καταγγελίες κυρίως απέναντι στον Χάρβεϊ Γουάινσταϊν, από 6 γυναίκες για βιασμό και δεκάδες άλλες για παρενόχληση. Αυτό προκάλεσε ένα κύμα αποκαλύψεων στο χώρο του Χόλιγουντ, από εκατοντάδες ηθοποιούς και σκηνοθέτριες για τις δικές τους εμπειρίες έμφυλης βίας στον εργασιακό χώρο του Χόλυγουντ. Οι γυναίκες αυτές έχουν δυνατότητες  που η Ταράνα Μπερκ δεν είχε: είναι διάσημες, σχετικά ασφαλείς πλέον απέναντι στην εξουσία των κακοποιητών τους, με μεγαλύτερη πρόσβαση στο δημόσιο λόγο. Στον καπιταλιστικό κόσμο που ζούμε, κάποιες γυναίκες έχουν περισσότερες πιθανότητες να βρουν αυτιά έτοιμα να ακούσουν για τη σεξουαλική τους κακοποίηση. Αξιοποίησαν αυτό τους το προνόμιο με τον πιο θετικό τρόπο: για να μιλήσουν για τον ελέφαντα στο δωμάτιο που επί χρόνια αγνοούνταν, τη σεξουαλική παρενόχληση στους χώρους δουλειάς. Λίγες μέρες μετά τις καταγγελίες των ηθοποιών, το ζήτημα ήταν πρώτο θέμα σε όλα τα ΜΜΕ, και το #MeToo το πιο διάσημο χάσταγκ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Όμως μια άλλη αλλαγή που είχε μεσολαβήσει ήταν η άνοδος του φεμινιστικού κινήματος. Το 2017 ήταν η χρονιά των τεράστιων Πορειών Γυναικών κατά την ορκωμοσία Τραμπ το Γενάρη και της απόπειρας για ριζοσπαστική φεμινιστική απεργία το Μάρτη. Σε αυτό το κλίμα, οι γυναίκες του Χόλιγουντ, λειτουργώντας ως «μεγάφωνο», άνοιξαν το δρόμο για όσες δεν έχουν αυτήν την ευκολία, για όσες μια καταγγελία μπορεί να σημαίνει απόλυση και ακόμα μεγαλύτερη φτώχεια. 

Απέναντι στην ενσωμάτωση και την υποτίμηση

Η πρώτη αντίδραση του συστήματος ήταν να προσπαθήσει να το ενσωματώσει, με υποκριτική κι ανώδυνη ρητορική «στήριξη», αποστερώντας του τα ριζοσπαστικά του χαρακτηριστικά. Αυτό ασφαλώς δεν έγινε ανώδυνα. Καθώς το σύστημα υποχρεωνόταν να «θυσιάσει» κάποιους ανθρώπους του για να αντιμετωπίσει τη γενικευμένη οργή, υπήρξαν κάποιες μικρές νίκες εναντίον ισχυρών κακοποιητών όπως ο Γουάινσταϊν κ.ά. Παρόλα αυτά, αυτές οι καλοδεχούμενες καταδίκες, είχαν στόχο να λειτουργήσουν και ως απόπειρα να αποσπάσουν την προσοχή από τη μεγάλη εικόνα: απομονώνοντας κάποιους κακούς και μεταθέτοντας τις ευθύνες μόνο σε ατομικό επίπεδο δημιουργήθηκε μια εικόνα που όριζε τις κακοποιήσεις ως «λάθη» και «ατυχή συμβάντα». Με άλλα λόγια, δεν φταίει το σύστημα που αναπαράγει τον σεξισμό και τις έμφυλες διακρίσεις, δίνοντας τη δύναμη σε άντρες με εξουσία να παρενοχλούν ανενόχλητοι, καθώς ξέρουν ότι πιθανότατα δεν θα έχουν καμία συνέπεια καθώς προστατεύονται από την ίδια τους την κοινωνική θέση, αλλά κάποιοι κακοί άντρες που αρπάζουν αυτή την ευκαιρία.

Σε αυτή τη φάση, εμφανίστηκαν είτε κακοπροαίρετες κριτικές που απαξίωναν το ζήτημα ως «θέαμα» είτε καλοπροαίρετες ανησυχίες ότι όλα αυτά αφορούν «την κορυφή του παγόβουνου». Αυτός ο κίνδυνος θα υπήρχε αν η πρωτοβουλία κινήσεων έμενε στα χέρια των μεγάλων στούντιο ή του κράτους, αλλά οι επικριτικές φωνές υποτιμούσαν τις δυνατότητες που είχε ανοίξει το #MeToo. Μακριά από την προσοχή των μεγάλων ΜΜΕ, αλλά κατακλύζοντας τα κοινωνικά δίκτυα, εκατομμύρια «ανώνυμες» εμπνέονταν να σπάσουν τη σιωπή τους. Την καλύτερη απάντηση έδωσε η Alianza Nacional de Campesinas, η ένωση των λατίνων γυναικών που εργάζονται στις φάρμες των ΗΠΑ. Στις 12 Νοεμβρίου του 2017, στο φόντο των τότε καταγγελιών, πραγματοποιήθηκε στους δρόμους του Χόλυγουντ μια πορεία χιλιάδων με τίτλο «Να πάρουμε πίσω τους χώρους δουλειάς». Με αφορμή αυτήν τη κινητοποίηση, οι «καμπεσίνας» έβγαλαν ανακοίνωση στήριξης στις εργαζόμενες στο Χόλιγουντ όπου δήλωναν: «Παρότι δουλεύουμε σε πολύ διαφορετικά περιβάλλοντα, μοιραζόμαστε την κοινή εμπειρία της θυματοποίησης από άτομα που έχουν την δύναμη να μας απολύσουν, να μας βάλουν σε μαύρες λίστες και γενικά να απειλήσουν την σωματική και οικονομική μας ασφάλεια [....] θέλουμε να ξέρετε ότι δεν είστε μόνες. Σας πιστεύουμε και στεκόμαστε δίπλα σας». Οι λατίνες εργαζόμενες στις φάρμες, βιώνουν τον απόλυτο εκβιασμό: όχι απλά μια καταγγελία μπορεί να οδηγήσει στο να απολυθούν και να μην ξαναβρούν δουλειά, αλλά καθώς πολλές από αυτές βρίσκονται στις ΗΠΑ χωρίς χαρτιά, μπορεί να οδηγηθούν και σε απέλαση, μαζί με τις οικογένειες τους. Κι όμως, αναγνώρισαν όσα τις ενώνουν με τις ηθοποιούς και τις εργαζόμενες στο Χόλιγουντ -την κακοποίηση στον χώρο δουλειάς- και βρήκαν την αφορμή και τον τρόπο να μιλήσουν για την δικιά τους εντελώς διαφορετική ιστορία καταπίεσης και εκμετάλλευσης. 

Σεξιστική αντίδραση

Καθώς το #MeToo συνεχιζόταν και εξαπλωνόταν, εμφανίστηκε η άλλη εκδοχή της συστημικής αντιμετώπισης. Απέναντι στην αυξανόμενη ορατότητα που κατακτούσε ο αγώνας ενάντια στην έμφυλη βία και καταπίεση, εκδηλώθηκε στις ΗΠΑ και μια «σεξιστική αντεπίθεση», κυρίως όταν οι καταγγελίες άρχισαν να θίγουν ισχυρά πολιτικά στελέχη (με εντυπωσιακές αποκαλύψεις για το πώς «χειρίζεται» το Κογκρέσο αυτές τις υποθέσεις) Πιο «δειλά» από τους Δημοκρατικούς (όταν καταγγέλθηκε πχ δικό τους στέλεχος), πιο «ωμά» από τους Ρεπουμπλικάνους, με τον τότε Πρόεδρο των ΗΠΑ, με 19 καταγγελίες εις βάρος του, να εξεγείρεται ενάντια σε μια «τρομακτική εποχή για τους νεαρούς άνδρες στις ΗΠΑ…». Οι μέχρι πρότινος«γενναίες γυναίκες» έγιναν τώρα «υπερβολικές»,«νέο-πουριτανές», και «φιλελεύθερος όχλος με ακραίες απόψεις που απειλεί την ασφάλεια τίμιων ανδρών». 

Το αφήγημα ότι πλέον δεν θα επιτρέπεται ούτε το καλοπροαίρετο φλερτ είναι γνωστό σε όλους/ες μας. Ξαφνικά οι αντιδραστικοί ενδιαφέρθηκαν για το τεκμήριο την αθωότητας και τις «καταστροφές ανθρώπων». Ήταν μια αντιστροφή της πραγματικότητας: αν η αστυνομία, τα δικαστήρια, το κράτος αντιμετώπιζαν δίκαια τις καταγγελίες, δεν θα υπήρχε η ανάγκη του #MeToo. Ήταν επίσης υποκρισία, που φαίνεται ξεκάθαρα με μια έστω επιφανειακή ματιά στο αμερικανικό δικαστικό σύστημα, όπου φτωχοί, μαύροι και λατίνοι καταδικάζονται -συχνά και με την θανατική ποινή- με μηδενικά στοιχεία (βλέπε και την υπόθεση των 5 του Σέντραλ Παρκ, όπου πέντε μαύρα αγόρια καταδικάστηκαν με μόνο στοιχείο ότι βρίσκονταν στο γιγαντιαίο Σέντραλ Παρκ την ώρα που έγινε ένας βιασμός). 

Από το Χόλιγουντ στο δρόμο

Απέναντι στις μυλόπετρες της ενσωμάτωσης και της σεξιστικής αντεπίθεσης, η απάντηση δόθηκε μέσα στο 2018, όταν «κινήθηκε το παγόβουνο». Πολλές εργαζόμενες γυναίκες μετέφεραν τον αγώνα στους χώρους δουλειάς τους, απευθύνθηκαν σε συναδέλφισσες και συναδέλφους τους, οργάνωσαν κινητοποιήσεις.  

Υπήρξε το «#MeToo McDonalds». Οι εργαζόμενες σε αυτόν τον καπιταλιστικό κολοσσό απέργησαν απαιτώντας να μπει ένα τέλος στη σεξουαλική παρενόχληση που βιώνουν στα φαστφουντάδικα. Αυτό συνέβη και ως συνέχεια των αγώνα των εργαζομένων για αύξηση του ωρομισθίου στα 15 δολάρια την ώρα. Η συλλογικότητα που είχε κατακτήσει το λεγόμενο «Fight for 15», σε ένα δύσκολο ασυνδικάλιστο χώρο με πολλές μαύρες και λατίνες εργαζόμενες, είναι εμφανές ότι έδωσε την αυτοπεποίθηση σε αυτές τις γυναίκες να απεργήσουν και για τη σεξουαλική παρενόχληση. 

Ακόμα και η Google, το απόλυτο μεγαθήριο, με το «κοινωνικά ευαίσθητο» προσωπείο των εταιρειών υψηλής τεχνολογίας, δεν έμεινε ανέγγιχτη: Μετά τη γνωστοποίηση ότι είχε προστατέψει τον Άντι Ρούμπιν, πρώην μεγαλοστέλεχος της θυγατρικής Android, από καταγγελίες για σεξουαλική παρενόχληση συναδελφισσών του, οργανώθηκε μια απεργία στην οποία συμμετείχαν πάνω από 20.000 εργαζόμενες/οι σε δεκάδες χώρες ταυτόχρονα, απαιτώντας μια σειρά πρόνοιες για τη διαχείριση καταγγελιών μέσα στην Google αλλά και αντιμετώπιση της εργασιακής ανισότητας για τις γυναίκες στην εταιρεία. Ήταν μια εντυπωσιακή απεργία ως «ταυτόχρονη διεθνής κινητοποίηση» και η πρώτη μαζική απεργία μέχρι τότε στην υψηλή τεχνολογία. Δεν είναι τυχαίο ότι μετά από αυτό άρχισαν οι πρώτες σκέψεις και απόπειρες συνδικαλισμού ευρύτερα στη Σίλικον Βάλεϊ. 

Τον Σεπτέμβρη του ίδιου έτους, στο Σικάγο, οι εργαζόμενες και οι εργαζόμενοι στα ξενοδοχεία οργάνωσαν μια μεγαλειώδη απεργία διαρκείας. Για πρώτη φορά στην ιστορία του κλάδου, μέσα στα άλλα αιτήματα της απεργίας ήταν να μπει και ένα τέλος στην σεξουαλική κακοποίηση που υφίστανται οι εργαζόμενες στον κλάδο -ειδικά οι καμαριέρες και οι καθαρίστριες. Μέσα στα συγκεκριμένα αιτήματα της απεργίας ήταν τα ξενοδοχεία να προσφέρουν στις εργαζόμενες ένα κουμπί πανικού το οποίο θα μπορούν να πατήσουν σε περίπτωση που δεχτούν σεξουαλική παρενόχληση, αλλά και η υποχρέωση της διεύθυνσης να αποκλείει τους θύτες από πελάτες. Αντίστοιχα αιτήματα έγιναν κτήμα και άλλων σωματείων ξενοδοχοϋπαλλήλων, μια χρονιά που οργάνωσαν πολλές απεργιακές κινητοποιήσεις για όλα τα θέματα του κλάδου τους.  

Στο Σαν Φρανσίσκο 100 εργαζόμενες ως επιστάτριες/καθαρίστριες δημοσίων χώρων ξεκίνησαν μια πορεία ως το Σακραμέντο για να μπει ένα τέλος στην σεξουαλική παρενόχληση που δέχονταν στις βραδινές βάρδιες. Μέσα στα αιτήματα τους ήταν να τους παρέχονται δωρεάν μαθήματα αυτοάμυνας αλλά και δίχτυ προστασίας ώστε να μπορούν να καταγγέλλουν τους ανωτέρους τους σε περιπτώσεις που τις παρενοχλούν σεξουαλικά.

Προχωρήματα

Στο φόντο του #MeToo λοιπόν, υπήρξαν προχωρήματα που αλλιώς πολύ δύσκολα θα είχαν επιτευχθεί, όπως οι καταδικαστικές αποφάσεις για κακοποιητές, η αύξηση των καταγγελιών στις Αρχές, οι πρωτοβουλίες οικονομικής στήριξης για τα δικαστικά έξοδα φτωχών γυναικών. Παράλληλα η συστηματική οργάνωση και δράση έφερε κινητοποιήσεις, προκάλεσε έρευνες που αποκάλυπταν το μέγεθος του προβλήματος στους χώρους δουλειάς, διαμόρφωσε αιτήματα για κάθε χώρο που κινητοποιούταν. Πολλές από αυτές τις διεκδικήσεις προϋπήρχαν, όπως το αίτημα των αγρεργατριών για 24ωρη γραμμή καταγγελιών που θα εποπτεύεται από ανεξάρτητο συμβούλιο, των ίδιων των εργαζομένων. Αλλά μετά το #MeToo και το 2017, απέκτησαν τεράστια ώθηση. 

Η αλλαγή τοπίου συμπυκνώθηκε στην υπόθεση του Μπρετ Κάβανο, όταν αυτός ο γνωστός για σεξουαλικές κακοποιήσεις άντρας προτάθηκε για τη θέση Ανώτατου Δικαστή. Τότε υπήρξε έντονη η αντιπαραβολή με το μακρινό 1991, όταν η Ανίτα Χιλ κατήγγειλε τον Κλάρενς Τόμας που θα γινόταν Ανώτατος Δικαστής και στην ουσία «δικάστηκε» η ίδια κατά την διαδικασία ακρόασης, ενώ τα ΜΜΕ την «σταύρωναν». Το φθινόπωρο του 2018, η αντίδραση που υπήρξε, οι πορείες που έγιναν, η αυτό-οργάνωση στο δρόμο, στα πανεπιστήμια κ.ά. ήταν μεγαλειώδεις. Οι καταγγελίες της Κριστίν Μπλέιζι Φορντ εναντίον του Κάβανο ακούστηκαν πλατιά και η διαδικασία ακρόασης ήταν έστω αξιοπρεπής, καθώς εκατομμύρια στάθηκαν στο πλευρό της. Τελικά ο Κάβανο πήρε την ψήφο της Γερουσίας, σε ένα «ζήτημα τιμής» για τον Τραμπ και τους υπερασπιστές των «καλών ανδρών» των ελίτ πανεπιστημίων, υπενθυμίζοντας ότι έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας. Αλλά το εντυπωσιακό κίνημα που φώναζε «ακόμα πιστεύουμε την Ανίτα Χιλ – Πιστεύουμε και την Κριστίν Φορντ!» έδειξε ότι πολλά άλλαξαν στις συνειδήσεις μετά το #MeToo. 

Όλα τα παρακάτω δείχνουν ότι το καπιταλιστικό σύστημα, απέναντι σε κινήματα όπως το #MeToo θα προσπαθήσει με κάθε τρόπο να τα μειώσει -είτε με την ενσωμάτωση είτε με την σεξιστική αντεπίθεση. Γιατί μπορεί να ξεκινούν ως «θέαμα» από την σόου μπίζνες, αλλά μπορούν να δώσουν το πάτημα σε εκατομμύρια γυναίκες, εργάτριες, μετανάστριες, ΛΟΑΤΚΙ+, μαύρες, λατίνες να αμφισβητήσουν συθέμελα τις βάσεις του σεξισμού, της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης που βιώνουν, και που μέσω αυτής συντηρείται και το καπιταλιστικό σύστημα. Προς αυτή την κατεύθυνση πρέπει να προσπαθήσουμε οργανωμένα, όπως οι γυναίκες στα πλατώ, τα φαστφουντάδικα, τα ξενοδοχεία, τους δρόμους των ΗΠΑ…

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες