Μια τέτοια αντίληψη, που συσκοτίζει τους ταξικούς συσχετισμούς δυνάμεων, είναι σήμερα εντελώς παρωχημένη, σε σχέση με μια εν δυνάμει αντικαπιταλιστική λογική που εμπεριέχεται στην πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, που έστω άτολμα στην αρχή, ξεκινάει να φορολογήσει τόσο το επιχειρηματικό κεφάλαιο, όσο και την «μεσαία τάξη», το προστατευόμενό της τέκνο.
Η κυρίαρχη αστική κοινωνική συμμαχία σήμερα
Στη σημερινή συγκυρία της κρίσιμης αναμέτρησης του δημοψηφίσματος, απέναντι στο μπλοκ των λαϊκών δυνάμεων και την πολιτική του εκπροσώπηση του ΣΥΡΙΖΑ, δραστηριοποιείται ο συνασπισμός της αστικής τάξης (εργοδοτικοί φορείς του βιομηχανικού κεφαλαίου όπως ΣΕΒ, ΣΒΒΕ κλπ.) και των ανώτερων στρωμάτων των μικροαστικών τάξεων (ιατρικοί, φαρμακευτικοί, δικηγορικοί σύλλογοι, οικονομικά και τεχνικά επιμελητήρια, βιοτεχνικά και εμπορικά επιμελητήρια κ.ά.) με το υπηρετικό πολιτικό τους προσωπικό (ΝΔ, Ποτάμι, ΠΑΣΟΚ). Καθοριστική από αυτή την άποψη η κοινωνική συμμαχία αστικής τάξης και ανώτερων μικροαστικών τάξεων, προκειμένου να σχηματίζεται ένα αρραγές αστικό μπλοκ δυνάμεων, που ωστόσο μετά βίας εκπροσωπεί το ένα – τέταρτο του Οικονομικά Ενεργού Πληθυσμού (ΟΕΠ). Πρόκειται για τα στρώματα που παρόλη την οικονομική τους υπεροχή υφίστανται την μικρότερη φορολογική επιβάρυνση, ένα καθεστώς που επιθυμούν να διατηρήσουν με κάθε τρόπο με την εφαρμογή των μνημονιακών πολιτικών.
Όσο το ΔΝΤ πίεσε στη διαπραγματευτική διαδικασία για την κατάργηση της έκτακτης φορολογικής εισφοράς του 12% στις κερδοφόρες επιχειρήσεις με κέρδη άνω των 500 χιλιάδων ευρώ, άλλο τόσο οι εγχώριες δυνάμεις του αστικού μνημονιακού τόξου εξεγείρονταν απέναντι στην πρόθεση της ελληνικής κυβέρνησης κοινωνικής σωτηρίας του ΣΥΡΙΖΑ για την για πρώτη φορά ουσιαστική φορολόγηση για τα εισοδήματα από 50 χιλιάδες ευρώ και άνω. Οι συντάξεις και οι μισθοί στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα της οικονομίας μπορούσαν να μειώνονται, τα εισοδήματα όμως του επιχειρηματικού κεφαλαίου και των μεσαίων και ανώτερων στρωμάτων των μικροαστικών τάξεων θα έπρεπε να παραμένουν στο απυρόβλητο. Κι’ αν τα πράγματα είναι καθαρά για τις μερίδες της αστικής τάξης (στην κερδοφορία της οποίας έχουμε συστηματικά αναφερθεί), πώς τίθεται το ζήτημα γι’ αυτή την περίφημη «μεσαία τάξη», της οποίας τα συμφέροντα υπερασπίζονται οι μνημονιακές δυνάμεις, ισχυριζόμενες ότι η φορολογική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ καταστρέφει τη μεσαία τάξη;
Στην ελληνική κοινωνική διαστρωμάτωση διακρίνονται τρία μεγάλα κοινωνικά σύνολα : Η αστική τάξη με συμμετοχή στο 5%-7% στον ΟΕΠ, η μισθωτή εργασία (η οποία εμπεριέχει ορισμένα τμήματα της νέας μισθωτής μικροαστικής τάξης) που είναι και η κοινωνική πλειοψηφία φτάνοντας στο 65% - 67% του ΟΕΠ, και οι μικροαστικές τάξεις που στην πολλαπλότητά τους τείνουν να προσεγγίσουν το 30% του ΟΕΠ. Αν τα πράγματα είναι σχετικά καθαρά για την ταξική ένταξη της αστικής τάξης και της μισθωτής εργασίας (στην οποία προφανώς περιλαμβάνονται και οι άνεργοι), τα πράγματα γίνονται δυσδιάκριτα αναφορικά με την μικροαστική τάξη η οποία στην ελληνική κοινωνία έχει μια σημαντική πληθυσμιακή έκταση.
Η κοινωνική πραγματικότητα είναι ότι οι μικροαστικές τάξεις δεν απαρτίζουν ένα ενιαίο ταξικό σύνολο, αλλά παρουσιάζουν μια σαφέστατη εσωτερική διαφοροποίηση στο βαθμό που μπορεί κανείς να τις κατατάξει σε κατώτερα, μεσαία και ανώτερα στρώματα της μικροαστικής τάξης. Από μια γενική άποψη η μικροαστική τάξη διχοτομείται με σαφήνεια, ειδικά στην σημερινή περίοδο της οικονομικής καταστροφής, από τη μια πλευρά στα κατώτερα στρώματά της και από την άλλη πλευρά στα μεσαία και ανώτερα τμήματά της. Τα κατώτερα μικροαστικά στρώματα αντιπροσωπεύονται ουσιαστικά από αυτοαπασχολούμενους (μικρεμπόρους, αγρότες, τεχνίτες επαγγελματίες), και είναι αυτά που έχουν υποστεί ισχυρά πλήγματα από την εφαρμογή των πολιτικών των μνημονίων, και έχουν ουσιαστικά οδηγηθεί στην ανεργία με μαζικούς όρους, από κοινού με τους ανέργους που ανήκουν στην εργατική τάξη.
Το γεγονός αυτό πολώνει μέσα στην σημερινή καπιταλιστική κρίση αυτά τα κατώτερα στρώματα των μικροαστικών τάξεων προς τις δυνάμεις του λαϊκού κοινωνικού συνασπισμού, πράγμα που και καταγράφηκε στις κοινωνικές αναλύσεις των εκλογικών αποτελεσμάτων του ΣΥΡΙΖΑ. Η οικονομική θέση αυτών των κατώτερων μικροαστικών στρωμάτων προσομοιώνεται σήμερα με την κοινωνική κατάσταση της μισθωτής εργασίας και απαρτίζουν μια βασική κοινωνική συνιστώσα του λαϊκού μπλοκ που ανέδειξε τον ΣΥΡΙΖΑ στην διακυβέρνηση της χώρας. Ωστόσο εντελώς διαφορετικά είναι τα πράγματα αναφορικά με τα μεσαία και ανώτερα στρώματα των μικροαστικών τάξεων, τα οποία εν πολλοίς δεν έχουν θιγεί σοβαρά από τις μνημονιακές πολιτικές και ανέκαθεν αποτελούσαν το «χαϊδεμένο παιδί» της αστικής ταξικής κυριαρχίας. Πρόκειται για στρώματα στελεχών επιχειρήσεων και του κρατικού μηχανισμού, για ελεύθερους επαγγελματίες της διανοητικής ή της χειρωνακτικής εργασίας, οι οποίοι με την οικονομική τους δραστηριότητα διασφαλίζουν εισοδήματα κατά πολύ υπέρτερα του κόσμου της μισθωτής εργασίας (αυτά των οποίων το εισόδημα ξεπερνά τις 50 χιλιάδες ευρώ).
Ο ταξικός ρόλος της «μεσαίας τάξης» στην ελληνική κοινωνία
Σ’ αυτά τα στρώματα αναφέρονται η ΝΔ, το Ποτάμι και το ΠΑΣΟΚ όταν μιλούν για την καταστροφή της «μεσαίας τάξης», όρος που έχει χρησιμοποιηθεί αδόκιμα και στα πλαίσια της Ριζοσπαστικής Αριστεράς. Πρόκειται για εύπορες μικροαστικές κατηγορίες που ανέκαθεν αποτελούσαν μια ορισμένη μαζική βάση στις συμμαχίες της αστικής τάξης με την μικροαστική τάξη, ένα πολύ ισχυρό στήριγμα για την εξουσία του επιχειρηματικού κεφαλαίου. Είναι ακριβώς αυτά τα στρώματα της «μεσαίας τάξης» που κινητοποιήθηκαν ενάντια στην κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας του προέδρου Σ. Αλλιέντε (1970 – 73), και συνέβαλαν στην πραξικοπηματική αιματηρή της ανατροπή. Η ταξική συνείδηση αυτών των μεσαίων και ανώτερων στρωμάτων των μικροαστικών τάξεων είναι καθαρά αστικού χαρακτήρα, στο μέτρο που τα ίδια θεωρούν τον εαυτό τους τμήμα του κυρίαρχου αστικού συνασπισμού εξουσίας.
Η αστική εξουσία δεν μπορεί να ασκηθεί και να επιβάλει την ηγεμονία της παρά διασφαλίζοντας κοινωνικές συμμαχίες με αυτή την «μεσαία τάξη», καθώς και με σημαντικά στρώματα του κόσμου της μισθωτής εργασίας, κυρίως του δημόσιου τομέα αλλά και της καπιταλιστικής παραγωγής. Στο μέτρο τώρα που οι δυνάμεις της μισθωτής εργασίας εξ αιτίας των ολέθριων συνεπειών της καπιταλιστικής κρίσης και των μνημονιακών πολιτικών μετατοπίστηκαν προς τα αριστερά στέλνοντας την ελληνική σοσιαλδημοκρατία στα αζήτητα, και στο βαθμό που το ίδιο συνέβη με τα κατώτερα μικροαστικά στρώματα, η αστική τάξη παρέμεινε μόνον με την συμμαχία της με την «μεσαία τάξη» (μεσαία και ανώτερα τμήματα της μικροαστικής τάξης). Επόμενο είναι λοιπόν το αστικό μνημονιακό τόξο να επιζητεί να θέσει στο απυρόβλητο τα σημαντικά εισοδήματα της «μεσαίας τάξης», όπως και την κερδοφορία του επιχειρηματικό κεφαλαίου σε αγαστή σύμπλευση με τους υπερεθνικούς καπιταλιστικούς «θεσμούς».
Βέβαια ιστορικά στην ελληνική Αριστερά, αλλά και σε ευρωπαϊκά κομμουνιστικά κόμματα, επικρατούσε η «αντιμονοπωλιακή» λογική, όπως συμβαίνει και με το σημερινό ΚΚΕ, με βάση την οποία τον έλεγχο της συνολικής οικονομίας είχε στα χέρια της μια «χούφτα μονοπωλίων», έτσι ώστε αρκούσε η κοινωνικοποίηση αυτών των μονοπωλίων για να αλλάξουν πορεία τα πράγματα με πυξίδα προσανατολισμού προς τον σοσιαλισμό. Με βάση αυτή την αντίληψη που είναι διάχυτη δυστυχώς σε ολόκληρη την ελληνική Αριστερά, όλα τα άλλα κοινωνικά στρώματα (ενιαία αστικά μη-μονοπωλιακά στρώματα, το σύνολο των μικροαστικών στρωμάτων και η εργατική τάξη), συγκροτούσαν μέρος του «αντιμονοπωλιακού μετώπου» που διεκδικούσε την εξουσία για την κατάργηση της «κυριαρχίας των μονοπωλίων». Αυτή η πολιτική λογική ήταν και είναι άκρως επικίνδυνη, γιατί συσκοτίζει ολοκληρωτικά τους ταξικούς διαχωρισμούς της κοινωνίας και οδηγεί στα σίγουρα σε λάθος συμπεράσματα άσκησης πολιτικής.
Μ’ άλλες λέξεις μια τέτοια πολιτική τμημάτων της παραδοσιακής Αριστεράς δεν θα προχωρούσε, όπως και η αστική τάξη, σε μια φορολόγηση των τμημάτων της «μεσαίας τάξης», εφόσον ανήκε στο «αντιμονοπωλιακό μέτωπο» και κινούνταν ενάντια στην «εξουσία των μονοπωλίων». Μια τέτοια αντίληψη, που συσκοτίζει τους ταξικούς συσχετισμούς δυνάμεων, είναι σήμερα εντελώς παρωχημένη, σε σχέση με μια εν δυνάμει αντικαπιταλιστική λογική που εμπεριέχεται στην πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, που έστω άτολμα στην αρχή, ξεκινάει να φορολογήσει τόσο το επιχειρηματικό κεφάλαιο, όσο και την «μεσαία τάξη», το προστατευόμενό της τέκνο. Ο ΣΥΡΙΖΑ εκπροσωπεί καθαρά και για πρώτη φορά ιστορικά αποκλειστικά τις δυνάμεις του λαϊκού κοινωνικού μπλοκ των «από κάτω», βρίσκεται μακράν της εκπροσώπησης αυτής της «μεσαίας τάξης» και δεν μπορεί παρά να της επιβάλει τα φορολογικά βάρη που της αντιστοιχούν.