Η Αριστερά αντιπροσωπεύει μια πολιτική παράταξη, που περισσότερο από τους αστικούς πολιτικούς σχηματισμούς, οι οποίοι ελέγχουν τους κρατικούς μηχανισμούς, υπάρχει, αναπτύσσεται ή υποχωρεί, πολιτεύεται και έχει απήχηση, πάντοτε σε συνάρτηση με την παρουσία και κίνηση του εργατικού λαϊκού κινήματος. Χωρίς αυτό, το αριστερό κίνημα αιωρείται μετέωρο, δίχως σοβαρές δυνατότητες επηρεασμού των κοινωνικών και οικονομικών εξελίξεων, και χωρίς ιδιαίτερο πολιτικό βάρος.

Ιστορικά, στις τέσσερεις δεκαετίες της μεταπολιτευτικής εξέλιξης της ελληνικής κοινωνίας, σε δύο περιπτώσεις η ανάδειξη μορφών του αριστερού κινήματος και η πλειοψηφική τους καταγραφή συνδυάστηκε καθοριστικά με την κοινωνική κίνηση του εργατικού και λαϊκού κινήματος. Στην πρώτη περίπτωση επρόκειτο για τον σοσιαλδημοκρατικό μεταρρυθμισμό του ΠΑΣΟΚ, ενώ στην δεύτερη για τον ριζοσπαστικό και μικροαστικό μεταρρυθμισμό του ΣΥΡΙΖΑ.

Οι σοσιαλδημοκρατικές εκπροσωπήσεις της εργατικής τάξης

Επί δεκαετίες ολόκληρες κυριάρχησε το ΠΑΣΟΚ στα πολιτικά πράγματα της χώρας, κυρίως ως κυβερνητική διαχείριση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, με μέτρα εισοδηματικής αναδιανομής και διασφάλισης της παροχής των δημόσιων αγαθών, στην κατεύθυνση μακροπρόθεσμης σταθεροποίησης των αστικών σχέσεων εξουσίας και εκμετάλλευσης. Αυτό έγινε δυνατό στην πρώτη μεταπολιτευτική εικοσαετία χάρις στην ανάπτυξη ενός ισχυρού εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, κυρίως στο πεδίο του εργοστασιακού συνδικαλισμού (ΟΒΕΣ) και των εργατικών ομοσπονδιών της Κοινής Ωφέλειας (ΓΕΝΟΠ / ΔΕΗ, ΟΜΕ / ΟΤΕ κλπ.). Έτσι η κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας το 1981 και η διατήρησή της, βασίστηκε, μεταξύ άλλων προφανώς παραμέτρων, στην εγκαθίδρυση σχέσεων εκπροσώπησης των λαϊκών εργατικών δυνάμεων, που στάθηκαν δυνατά υποστηρίγματα της πορείας του. Αυτό το κοινωνικό φαινόμενο, μαζί με την σοσιαλδημοκρατική πολιτική στην πρώτη περίοδο της διακυβέρνησής του, του εξασφάλισε μακροημέρευση πολιτικής ηγεμονίας, τόσο έναντι του παραδοσιακού κομμουνιστικού κινήματος, όσο και στην συνολική πολιτική σφαίρα.

          Ωστόσο αυτή η εκπροσώπηση παρέμενε κυρίως στο συνδικαλιστικό και στο εκλογικό επίπεδο, χωρίς να έχει καθοριστικό λόγο στα ίδια τα κέντρα των αποφάσεων της διαχείρισης του ΠΑΣΟΚ. Ο σοσιαλδημοκρατικός πολιτικός οργανισμός εκπροσωπούσε πλατειά στρώματα της μισθωτής εργασίας της καπιταλιστικής παραγωγής και της δημόσιας οικονομίας και υπηρεσιών, ενώ η σύνθεση του ιδίου είχε ακραιφνώς μικροαστικά χαρακτηριστικά, υπηρετώντας την σταθεροποίηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής δια μέσου της «αλλαγής» και σχετικών μεταρρυθμιστικών παρεμβάσεων. Ακόμη και όταν τέθηκε ζήτημα αυτονόμησης σημαντικού μέρους των εργατικών συνδικαλιστικών του δυνάμεων στα μέσα της δεκαετίας του 1980, αυτές (ΣΣΕΚ, Μέτωπο Εργαζομένων) δεν κατόρθωσαν να υποκειμενοποιηθούν πολιτικά, και σύντομα επανενσωματώθηκαν στους κόλπους της κυβερνητικής σοσιαλδημοκρατίας.

          Και από την άλλη πλευρά η εξέλιξη του πολιτικού φορέα του ΠΑΣΟΚ στην τροχιά του νεοφιλελευθερισμού, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 2000 (βουλευτικές εκλογές Οκτωβρίου 2009), επενήργησε καθοριστικά στην φυσιογνωμία και την πρακτική των συνδικαλιστικών δυνάμεων της επιρροής του, επιφέροντας την παραφθορά τους και την μετάλλαξή τους στο φαινόμενο του «εργοδοτικού – κυβερνητικού – συναινετικού» εργατικού συνδικαλισμού. Η απώλεια έτσι αυτών των εργατικών και λαϊκών εκπροσωπήσεων, από την άνοιξη του 2010 και μετά, με την απαρχή της εφαρμογής της μνημονιακής πολιτικής, η συνακόλουθη πολιτική τους αποστοίχηση από την νεοφιλελεύθερα μεταλλαγμένη σοσιαλδημοκρατία, επέφερε και την εκλογική του κατάρρευση, με τον υποδεκαπλασιασμό της πολιτικής του εμβέλειας.

Από την σοσιαλδημοκρατία στον μικροαστικό μεταρρυθμισμό

          Η δεύτερη ιστορική περίπτωση έχει να κάνει με την πρόσφατη πολιτική εμπειρία της κατακόρυφης ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ, με τον αντίστροφο σχεδόν δεκαπλασιασμό της εκλογικής του επιρροής. Το φαινόμενο αυτό έχει στην αφετηρία του το γεγονός ότι στην πρώτη μνημονιακή περίοδο (2010 – 12), αναπτύχθηκε ένα παρατεταμένο απεργιακό εργατικό κίνημα απέναντι στις μνημονιακές ρυθμίσεις, το οποίο αδυνατώντας να επιφέρει θετικά αποτελέσματα, μετατοπίστηκε προς τα αριστερά, τροφοδοτώντας την εκλογική δεξαμενή του ΣΥΡΙΖΑ. Και σ’ αυτή την περίπτωση είχαμε δηλαδή την αλματώδη άνοδο ενός σχηματισμού της Αριστεράς, που έρχονταν στην πρώτη γραμμή, χάρις στην κοινωνική ενεργοποίηση του εργαζόμενου κόσμου. Και ήταν αυτό το φαινόμενο που κατέληξε να φέρει τη Ριζοσπαστική Αριστερά στην πολιτική διακυβέρνηση της χώρας από τον Ιανουάριο του 2015. Χωρίς το πανελλαδικό αυτό απεργιακό κίνημα, σε συνάρτηση προφανώς με το κίνημα της Πλατείας Συντάγματος, ο ΣΥΡΙΖΑ θα είχε παραμείνει κοντά στα ιστορικά όρια της εκλογικής του ισχύος. Άρα ήταν ή κοινωνική κίνηση της εργατικής τάξης που άλλαξε ριζικά τον πολιτικό χάρτη και έγυρε την πλάστιγγα προς τα αριστερά.

          Είναι ευνόητο ότι η στη συνέχεια μνημονιακή μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ και η άτεγκτη εφαρμογή του 3ου Μνημονίου, εκ των πραγμάτων οδηγεί στην αποψίλωση των εργατικών εκλογικών εκπροσωπήσεών του, γεγονός που μπορεί να τον οδηγήσει να έχει την ίδια μοίρα με τη νεοφιλελεύθερα μετασχηματισμένη σοσιαλδημοκρατία. Ακόμη περισσότερο σ’ αυτή την περίπτωση γιατί ενώ η Ριζοσπαστική Αριστερά είχε εξασφαλίσει λαϊκές εκπροσωπήσεις, εντούτοις ο πολιτικός της σχηματισμός παρέμεινε κόμμα των νέων μικροαστικών τάξεων της διανοητικής εργασίας, η εργατική τάξη δεν τον πλησίασε συνδικαλιστικά ή οργανωτικά, και έτσι οι εκπροσωπήσεις του είναι πολύ πιο εύθραυστες από εκείνες της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας.

          Και στις δύο αυτές ιστορικές περιπτώσεις των τελευταίων σαράντα χρόνων, η πολιτική ανάπτυξη μορφών του προοδευτικού κινήματος (σοσιαλδημοκρατίας και ριζοσπαστικής Αριστεράς), έχει από πίσω της την έντονη ανάπτυξη του εργατικού λαϊκού κινήματος και των ταξικών συνδικαλιστικών του κινητοποιήσεων. Αυτό αποδεικνύει ότι ούτε η Αριστερά μπορεί να διευρυνθεί και να διεκδικήσει την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας χωρίς την εργατική κοινωνική υποστήριξη, αλλά ούτε και το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα μπορεί να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο χωρίς στην προβολή στο προσκήνιο μιας προοδευτικής εναλλακτικής διεξόδου. Κι’ αυτό ανεξάρτητα από τις εξελίξεις που ακολουθούν αυτό τον συσχετισμό, δηλαδή της επάρκειας ή μη ανταπόκρισης της Αριστεράς, στο επίπεδο της διακυβέρνησης, στις επιδιώξεις του λαϊκού κινήματος.

          Βέβαια, παράλληλα μ’ αυτές τις δύο περιπτώσεις λειτουργεί και αναπαράγεται ένα τμήμα του εργατικού κινήματος που είναι οργανικά συνδεδεμένο με το ΚΚΕ. Εντούτοις αυτό το γεγονός δεν οδηγεί στην διεύρυνση της πολιτικής του εμβέλειας, εξ αιτίας των σαφώς ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που εμφανίζει : Πρόσδεση στο χρεοκοπημένο πρότυπο του «υπαρκτού σοσιαλισμού», τακτική απομόνωσης και περιχαράκωσης, παραπομπή της κοινωνικής αλλαγής στο «ιστορικό υπερπέραν». Εξ αιτίας αυτών των παραγόντων ούτε το ΚΚΕ εξελίσσεται μέσα στις διαδικασίες της ταξικής πάλης, αλλά ούτε και το τμήμα του εργατικού κινήματος που επηρεάζει μπορεί να αγκαλιάσει ευρύτερα στρώματα των μισθωτών εργαζομένων.

          Έτσι, μετά την μετατόπιση της εργατικής βάσης της σοσιαλδημοκρατίας προς τα αριστερά, αλλά και μετά τον μνημονιακό μετασχηματισμό του ΣΥΡΙΖΑ, πώς τίθεται στις σημερινές συνθήκες το ζήτημα; Τόσο το εργατικό κίνημα έχει υποστεί μια εξαιρετικά σημαντική παραφθορά και απαξίωση, όσο και οι μορφές της αντιμνημονιακής ριζοσπαστικής Αριστεράς δεν βρίσκονται στο πολιτικό επίκεντρο, καθώς, μεταξύ των άλλων, στερούνται και της ίδιας της κοινοβουλευτικής τους εκπροσώπησης. Με ποιους όρους είναι δυνατό στις σημερινές συνθήκες να αναδειχθεί μια ανάταξη του συνδικαλιστικού κινήματος, σε συσχετισμό με την δυναμική της οποίαςνα μπορεί να αναπτυχθεί αυτή η μορφή της Αριστεράς ;

Τα σημεία αφετηρίας της νέας ιστορικής περιόδου

          Στις σημερινές συνθήκες εφαρμογής του 3ου κατά σειρά Μνημονίου, το ζήτημα της αμοιβαίας τροφοδότησης Αριστεράς και κοινωνικού κινήματος (εργατικού, μικροαστικού, νεολαιίστικου, «αγανακτισμένων», οικολογικού κλπ.) βρίσκεται στις δυσμενέστερες δυνατές συνθήκες:

          Από την πολιτική άποψη, είναι η ίδια η πλειοψηφική μορφή της ελληνικής Αριστεράς, ο ΣΥΡΙΖΑ, που έχει μετασχηματιστεί σε αστική μνημονιακή δύναμη, πράγμα που έχει επιφέρει ένα άνευ προηγουμένου πλήγμα στο ίδιο το λαϊκό εργατικό κίνημα. Και το ζήτημα δεν είναι ότι ο σχηματισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς έδωσε την μάχη της υπεράσπισης και εφαρμογής ενός προοδευτικού προγράμματος, στον αντίποδα της μνημονιακής πολιτικής, και μέσα στην ταξική αντιπαράθεση που προκλήθηκε ηττήθηκε από υπέρτερες δυνάμεις της αστικής κυριαρχίας σε ελληνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Σ’ αυτή την περίπτωση θα είχε εγγραφεί μια ισχυρότατη ιστορική παρακαταθήκη, όπως συνέβη με το τέλος του εμφυλίου πολέμου το 1949, όπου παρόλη την αστική στρατιωτική επικράτηση, το κίνημα παρέμεινε ζωντανό και με δυνάμεις ικανές να τροφοδοτήσουν την ανασύνταξή του. Στην προκειμένη περίπτωση η κυβέρνηση της Αριστεράς αποποιήθηκε τον εαυτό της, αφοπλίστηκε εκούσια, υπακούοντας στις επιτακτικές ανάγκες και υπαγορεύσεις της καπιταλιστικής διαχείρισης των πραγμάτων. Και από μια τέτοια μεταστροφή δεν απομένουν και πολλά πράγματα όρθια. Είναι τελικά άλλο να δώσεις τη μάχη και να ηττηθείς, διατηρώντας έτσι την αξιοπρέπειά σου, και προφανώς τις ελπίδες σου σε μια μελλοντική κινηματική ανάταξη,  και είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα να παραδοθείς αμαχητί, και μάλιστα αποδεχόμενος το πολεμικό σχέδιο του αντιπάλου.

          Οι πολιτικές συνέπειες αυτού του γεγονότος θα βαρύνουν καθοριστικά στις εξελίξεις της επόμενης περιόδου, και θα είναι ανελέητες. Λίγο πολύ όπως συνέβη με την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» στα 1989 : Μπορεί το ανατολικό κοινωνικό πρότυπο να είχε προ πολλού εξελιχθεί σε έναν δικτατορικό κρατικό καπιταλισμό, ωστόσο η αποδόμησή του, χωρίς καμία υπεράσπισή του από τις όποιες λαϊκές δυνάμεις, επέφερε μια σχετική καθίζηση του αριστερού κινήματος συνολικά σε διεθνές επίπεδο, γιατί, καλώς ή κακώς, είτε το θέλαμε είτε όχι, το καθεστώς του «υπαρκτού σοσιαλισμού» είχε καταγραφεί στις λαϊκές συνειδήσεις ως μια εναλλακτική, λαϊκού χαρακτήρα, κοινωνική οργάνωση. Άλλωστε, οι υπαρκτοί πολιτικοί σχηματισμοί και κινήσεις που προέκυψαν μέσα από τον ΣΥΡΙΖΑ, ως αντίδραση στη μνημονιακή του μετάλλαξη, δεν εμφανίζουν μέχρι σήμερα την επιφάνεια εκείνη που να μπορεί σύντομα να ανασυγκροτήσει τις λαϊκές προοπτικές, γιατί η χρεοκοπία του ΣΥΡΙΖΑ (από τη σκοπιά των εργατικών συμφερόντων, γιατί από την οπτική της αστικής τάξης πρόκειται για φαντασμαγορική νίκη), επιδρά παραλυτικά και σ’ αυτούς, παρόλη τη ριζοσπαστική και αντιμνημονιακή τους στάση.

          Από την άλλη πλευρά, δεν είναι διαφορετική η εικόνα που διαμορφώνεται στο επίπεδο των κοινωνικών δυνάμεων των «από κάτω», σ’ ό,τι αφορά την συλλογική τους συγκρότηση και παρέμβαση. Το πλέον καθοριστικό από αυτή την άποψη είναι το γεγονός ότι στη διάρκεια ολόκληρου του πρώτου τετράμηνου του 2016, δεν καταγράφηκε κανενός είδους ουσιαστική και συστηματική αγωνιστική κινητοποίηση (ειδικά από την αρχή του Φεβρουαρίου και μέχρι το Πάσχα), πέραν των αγροτικών μπλόκων και των δικηγόρων, απέναντι στο μεγαλύτερο επίδικο της τελευταίας περιόδου, του κεντρικού πυλώνα υλοποίησης του 3ου Μνημονίου, δηλαδή του ασφαλιστικού και του φορολογικού ζητήματος. Σ’ αυτό το επίπεδο εξίσου, η πλειοψηφία των δυνάμεων του θεσμικού συνδικαλιστικού κινήματος (δυνάμεις του εργοδοτικού συνδικαλισμού ΠΑΣΚΕ - ΔΑΚΕ, με την ανομολόγητη σύμπλευση του ΠΑΜΕ), παραδόθηκε άνευ όρων, χωρίς να δώσει καμία απολύτως μάχη, πέραν του πρόσφατου φιάσκου και της οπερέτας.

          Ο δημοσιοϋπαλληλικός κόσμος έχει περιέλθει σε κατάσταση σχετικής αδρανοποίησης, μετά την τακτική κίνηση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ για την επαναπρόσληψη των απολυμένων δημοσίων υπαλλήλων, θεωρώντας ότι προστατεύεται πλέον από την ασπίδα της μονιμότητας της απασχόλησης, έναντι της γενικευμένης καταστροφής που επικρατεί στην εργατική τάξη του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας. Το άνεργο εργατικό δυναμικό που βρίσκεται στο υψηλότερο μεταπολεμικό επίπεδο, χωρίς δυνατότητες επιστροφής στην ενεργό απασχόληση (πέραν της πρακτικής της προσωρινής εργασίας στα σχετικά προγράμματα πεντάμηνης ή οκτάμηνης απασχόλησης), ανακυκλώνεται σε μια κατάσταση κοινωνικής απόγνωσης και αδιεξόδου, που εμποδίζει κάθε του κίνηση. Οι ενεργοί εργαζόμενοι στην καπιταλιστική οικονομία, παρόλη την συσσώρευση απροσμέτρητων προβλημάτων (αποψίλωση μισθών, απλήρωτη εργασία, διάλυση του συνδικαλιστικού ιστού), αδυνατούν να αντιδράσουν κάτω από την παραλυτική επίδραση του εφεδρικού στρατού των ανέργων. Ο συνταξιουχικός κόσμος παρακολουθεί άφωνος και σχεδόν παθητικά την δίχως προηγούμενο κατακρεούργηση των συντάξεων, αδυνατώντας να αντιδράσει, κυρίως εξ αιτίας της κόπωσης της μακράς επαγγελματικής ζωής και των ασθενειών. Η πλειονότητα της νεολαίας, με την εξαίρεση της μειονότητας που μεταναστεύει σε ανεπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες, και μπορεί ακόμη να βρίσκει εργασιακή διέξοδο, με εφόδιο τις μακροχρόνιες σπουδές και εξειδίκευση, αναπαράγεται μέσα στην απελπισία, στην γονική εξάρτηση, στα αδιέξοδα.

Φιάσκο του εργοδοτικού συνδικαλισμού και αναγκαίες τομές

          Μ’ αυτά τα κοινωνικά δεδομένα, που συμπληρώνονται από την αίσθηση της αναποτελεσματικότητας των όποιων κοινωνικών κινητοποιήσεων, το ζήτημα της ανασύνταξης του λαϊκού εργατικού κινήματος καθίσταται μια εξαιρετικά δυσχερής και πολυσύνθετη υπόθεση, πράγμα όμως που δεν μπορεί παρά να τίθεται στο επίκεντρο του κάθε αριστερού ριζοσπαστικού προβληματισμού.

          Ολόκληρο το πρώτο τετράμηνο του 2016 το ασφαλιστικό και φορολογικό νομοσχέδια της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ήταν υπό διαμόρφωση και υπήρχε σαφής επίγνωση των προβλέψεών τους. Κινητοποιήσεις απέναντι σ’ αυτά πραγματοποίησαν ουσιαστικά μόνον αυτοαπασχολούμενα μικροαστικά στρώματα της διανοητικής (δικηγόροι) και χειρωνακτικής (αγρότες) εργασίας, οι οποίες και από μόνες τους όπως ήταν φυσικό εξαντλήθηκαν. Απεναντίας, από την 24ωρη Πανελλαδική Απεργία των ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ της 4ης Φεβρουαρίου (η οποία είχε διασφαλίσει μια κάποια απεργιακή συμμετοχή), επί ένα ολόκληρο τρίμηνο καταγράφηκε η παντελής, μέχρι καταχρήσεως, αδρανοποίηση των θεσμικών συνδικαλιστικών οργανώσεων. Η κήρυξη 48ωρης Πανεργατικής Απεργίας από τον εγκάθετο εργατοπατερισμό, με την ανομολόγητη συνέργεια του ΠΑΜΕ, την ημέρα εισαγωγής και ψήφισης των σχετικών νομοσχεδίων στην ολομέλεια της βουλής, «για τα μάτια του κόσμου», αποδείχθηκε προφανέστατα ένα τεραστίων διαστάσεων φιάσκο, που σηματοδοτεί τελεσίδικα την ολοκληρωτική χρεοκοπία και κοινωνική αχρηστία αυτών των συνδικαλιστικών μηχανισμών της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης.

          Βεβαίως σ’ ολόκληρη την τελευταία εξαετία των μνημονίων, και ακόμη περισσότερο την τελευταία περίοδο, για τις αγωνιστικές και ταξικές δυνάμεις του εργατικού κινήματος πρόβαλε η ανάγκη και η δυνατότητα συγκρότησης αυτοτελούς μετώπου από Ομοσπονδίες, πρωτοβάθμια σωματεία, Εργατικά Κέντρα και συνδικαλιστικές ριζοσπαστικές κινήσεις, που να πάρει στην πλάτη του την ευθύνη διεξαγωγής του απεργιακού και κινηματικού αγώνα, πράγμα που ωστόσο και αυτό δεν έγινε. Αιτία η ίδια η ανεπάρκεια, ατροφία και αναποφασιστικότητα αυτών των δυνάμεων, η σε τελική ανάλυση συνεχής περιδίνησή τους γύρω από τον εργοδοτικό, εργατοπατερικό συνδικαλισμό, σε αντίθεση με προηγούμενες ιστορικές περιόδους ανάλογων γόνιμων εγχειρημάτων (Ενωτική ΓΣΕΕ στον μεσοπόλεμο, 115 Σωματεία στο μεταίχμιο του 1960). Και προφανώς είναι άλλο το ζήτημα της ενδεχόμενης επανεμφάνισης στο προσκήνιο του κινήματος των πλατειών με την σημερινή μορφή των NuitDebut – GlobalDebout, με αφετηρία το γαλλικό κίνημα εναντίωσης στην ουσιαστική κατάργηση του Εργατικού Κώδικα του νόμου ΜιριάμΕλ Κομρί, με τη συμμετοχή τόσο δυνάμεων της νεολαίας, όσο και των εργατικών συνομοσπονδιών ( CGT, F.O., CFDTκ.ά.).

          Η αιτιολογία έτσι της εργατικής συνδικαλιστικής αδρανοποίησης, ανάγεται σήμερα πλέον κατά τρόπο καθοριστικό σε πολλαπλούς παράγοντες :

          α) Τον υπονομευτικό ρόλο των συνδικαλιστικών μηχανισμών ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, που δεν εκφράζουν καμιά «μεταρρυθμιστική» πτέρυγα του κινήματος, αλλά είναι η συνδικαλιστική έκφραση των δεκάδων χιλιάδων ρουσφετολογικών διορισμών και συναλλαγών, που πραγματοποίησαν το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ σε δημόσιες υπηρεσίες και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα της οικονομίας.

          β) Τον ρόλο περιχαράκωσης και απομόνωσης του ΠΑΜΕ, μακράν οποιασδήποτε συμμαχίας και συμπόρευσης με οποιαδήποτε άλλη ριζοσπαστική συνδικαλιστική δύναμη, αλλά και σε σχέση με την ίδια την εργατική τάξη, πράγμα που ποιοτικά φέρνει στο νου τις πιο σκοτεινές σεχταριστικές περιόδους του «σοσιαλφασισμού», στην ιστορία του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος.

          γ) Η καταλυτική επίδραση της μαζικής και σταθεροποιημένης σε υψηλά επίπεδα ανεργίας ( 26% επίσημα ), καθώς και της εκτεταμένης ζώνης της «μαύρης εργασίας», που όχι μόνον καταστρέφουν ζωντανές παραγωγικές δυνάμεις, αλλά ταυτόχρονα λειτουργούν αφοπλιστικά για τον κόσμο της ενεργού μισθωτής εργασίας.

          δ) Οι άνευ προηγουμένου ολέθριες επιπτώσεις της μνημονιακής μεταστροφής της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ το 2015, που έχει προκαλέσει μια ασφυξία, αποστασιοποίηση, αμηχανία σε ευρύτατα λαϊκά στρώματα που είχαν επενδύσει πολιτικά σε ένα στοιχειωδώς σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα κυβερνητικής διαχείρισης, και είδαν τις προσδοκίες τους να διαψεύδονται.

          Η ολοκληρωτική αποψίλωση του εργατικού συνδικαλιστικού ιστού στον ιδιωτικό καπιταλιστικό τομέα της οικονομίας, η πλήρης απουσία δομών συλλογικότητας στο επίπεδο των ανέργων και της νεολαίας, η αναπαραγωγή του εργατικού συνδικαλισμού στον δημόσιο τομέα με όρους καθαρά φορμαλιστικούς (να κάνουμε κάθε τόσο εκλογές, να ορίζουμε τις συνθέσεις υπηρεσιακών συμβουλίων, να περνάει ο χρόνος…), όλα αυτά είναι η άμεση συνέπεια της συνδυασμένης επενέργειας αυτών των παραγόντων. Και βέβαια η συνεχώς επιδεινούμενη κατάσταση των λαϊκών τάξεων, σήμερα με την προσθήκη των όρων του 3ου μνημονίου, δεν οδηγεί αυτόματα και αναγκαστικά στην δρομολόγηση αντιμνημονιακών εξεγερτικών διαδικασιών. Απεναντίας μια τέτοια εξέλιξη μπορεί να επιτείνει τα φαινόμενα αδρανοποίησης και διάλυσης των ιστών κοινωνικής συλλογικότητας.

Ρόλος «εκπροσώπησης» ή υπηρέτησης της εργατικής ανάταξης;

          Για να επανέλθει το αριστερό κίνημα της λαϊκής χειραφέτησης στο προσκήνιο απαιτείται η ανάκαμψη του εργατικού λαϊκού κινήματος, πράγμα όμως που με τις σημερινές συνθήκες των δυσμενέστατων ταξικών συσχετισμών δεν εμφανίζεται στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό. Κι’ αυτό προφανώς επιφέρει τον ασφυκτικό μνημονιακό έλεγχο της σημερινής βουλής, και την λειτουργία ενός διπόλου αντιπαράθεσης ανάμεσα σε δύο αστικές εκδοχές ( μεταλλαγμένου ΣΥΡΙΖΑ και νεοσυντηρητικής ΝΔ), με τις ιδιαίτερες προφανώς μεταξύ τους αποχρώσεις και εκπροσωπήσεις. Έτσι, η λειτουργία της Αριστεράς στη λογική της πολιτικής «έκφρασης – κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης» των ενεργών λαϊκών δυνάμεων, εμφανίζεται να εξαντλείται, εφόσον οι εργατικές δυνάμεις παρουσιάζονται δέσμιες της αδρανοποίησής τους. Τι μπορεί άρα να γίνει ;

          Επανακαθορισμός των όρων στις σχέσεις ριζοσπαστικού πολιτικού υποκειμένου και κοινωνικού κινήματος, εγκατάλειψη των λειτουργιών «εκπροσώπησης», και θέση στο επίκεντρο του στόχου ανατροφοδότησης της ανάταξης του εργατικού και ευρύτερου συνδικαλιστικού κινήματος. Η Αριστερά δηλαδή στην υπηρεσία ανάκαμψης και χειραφετημένης υπόστασης του κινήματος των λαϊκών τάξεων. Εφόσον πλέον αυτό επιτευχθεί (μια και τα αριστερά ιστορικά εγχειρήματα της σοσιαλδημοκρατίας του ΠΑΣΟΚ και της ανανεωτικής Αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ έχουν χρεοκοπήσει πανηγυρικά), τότε μπορεί να επέλθει η επαναφορά της Αριστεράς στο κεντρικό πολιτικό προσκήνιο. Αυτή η λειτουργία υπηρέτησης της ανασύστασης του συλλογικού κοινωνικού και συνδικαλιστικού ιστού από τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς, δεν μπορεί βέβαια παρά να βαδίζει παράλληλα με τον αντικαπιταλιστικό της επαναπροσδιορισμό, μέσα από την ριζοσπαστική πολιτικοποίηση των αντιμνημονιακών αιτημάτων και επιδιώξεων. Διαφορετικά αυτή η λειτουργία θα παραμείνει αναποτελεσματική να τροποποιήσει τους ταξικούς συσχετισμούς.

          Η αντιμνημονιακή φύση των αναγκαίων αντιπαραθέσεων παραπέμπει ευθέως σε μια αντικαπιταλιστική προοπτική εξόδου από την κρίση σε βάρος της αστικής και επιχειρηματικής εξουσίας και προς όφελος των δυνάμεων των «από κάτω» (δραστική αναδιανομή εισοδήματος, επαναφορά κοινωφελών επιχειρήσεων στο δημόσιο, εργατικός έλεγχος στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, κοινωνικοποίηση εργοστασίων που εκκαθαρίζονται κλπ.). Δεν μπορεί έτσι να «εκτρέπεται» σε «αναπτυξιακές ανασυγκροτήσεις», σε «παραγωγικές αναδιαρθρώσεις», σε έναν οικονομισμό που θέτει σε προτεραιότητα την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και μεταθέτει την κοινωνική αλλαγή για το ιστορικό μέλλον. Μόνον οι τομές μετασχηματισμού των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων, δηλαδή η προσγείωση της σοσιαλιστικής επαγγελίας στο παρόν, μπορεί να εξασφαλίσει την από εκεί και πέρα ολόπλευρη απελευθέρωση και δημιουργική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων σε όλη τους την πληρότητα.

          Συμπερασματικά, όταν το λαϊκό αριστερό κίνημα δίνει τις μάχες που έχει μπροστά του (π.χ. δεκαετία του 1940, ταξικοί αγώνες των εργοστασιακών συνδικάτων στη μεταπολίτευση κλπ.), ακόμη και αν συντριπτικά ηττηθεί, διατηρεί τις παρακαταθήκες που έχει εγγράψει, και σύντομα ανασυντίθεται και επανεμφανίζεται στο προσκήνιο. Απεναντίας η ριζοσπαστική Αριστερά και το εργατικό κίνημα, στη διάρκεια του 2015 – 16, δεν έδωσαν καμία μάχη: Έναντι της ελληνικής αστικής τάξης και των υπαγορεύσεων της υπερεθνικής καπιταλιστικής ευρωπαϊκής ενοποίησης (Ιανουάριος – Ιούλιος 2016). – Έναντι των μνημονιακών ρυθμίσεων του 3ου Μνημονίου του ΣΥΡΙΖΑ, αναφορικά με την αποψίλωση του ασφαλιστικού συστήματος και του καθεστώτος φορολογικών επιβαρύνσεων, αδυνατώντας να οργανώσει τον οποιοδήποτε μαζικό, αξιόπιστο και φερέγγυο απεργιακό αγώνα (Ιανουάριος – Μάϊος 2016). Αυτό το γεγονός, η αποχή από την διεξαγωγή αυτών των δύο ταξικών μαχών (από θέσεις διακυβέρνησης και από θέσεις αντιπολίτευσης), είναι που σήμερα δημιουργεί την ολέθρια πορεία των κοινωνικών και οικονομικών πραγμάτων που χρειάζεται να αναταχθεί ριζικά.

Ετικέτες