Η τελευταία Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ (18/19-5-2013) υπήρξε σημαντικός σταθμός πριν από την έναρξη του εσωκομματικού διαλόγου και τη δρομολόγηση της συζήτησης στις οργανώσεις εν όψει του Συνεδρίου του Ιουλίου. Λειτούργησε θετικά και ενίσχυσε την εικόνα του ΣΥΡΙΖΑ ως ενός δημοκρατικού, πολυτασικού, βουλευόμενου και μαχόμενου αριστερού οργανισμού.
Ανέτρεψε την κατασκευασμένη από τα αστικά ΜΜΕ εικόνα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να στρέφεται προς τη μια κατεύθυνση ή την άλλη με μια κίνηση της μπαγκέτας της εκάστοτε ηγεσίας του ή και ότι πρέπει να κάνει κάτι τέτοιο τώρα, ώστε να καταστεί «υπεύθυνος» και «κυβερνήσιμος» και, αντιθέτως, κατέδειξε ότι υπάρχουν οι δυνάμεις -και μάλιστα όχι μόνο από την «Αριστερή Πλατφόρμα»- που μπορούν να ακυρώσουν μια κατεύθυνση «στρογγυλέματος» και «μετριοπαθούς» μετατόπισης του κόμματος, όπως αυτή έχει αναδειχθεί -δυστυχώς- και από τις τοποθετήσεις και πρακτικές ηγετικών στελεχών στο διάστημα μετά το προηγούμενο καλοκαίρι και μέχρι σήμερα. Ότι υπάρχουν οι δυνάμεις που μπορούν να εγγυηθούν μια πορεία προς τον ΣΥΡΙΖΑ των αναγκαίων πολιτικών και κοινωνικών ρήξεων.
Οι κραυγές ορισμένων ΜΜΕ του τύπου «Τσίπρα, γίνε Παπανδρέου» πρέπει να πάγωσαν στον αέρα λίγο μόλις αφότου εκφωνήθηκαν. Παρά το ατυχές γεγονός ότι η εισήγηση του Αλέξη Τσίπρα φάνηκε να δίνει έμφαση στο οργανωτικό έναντι του πολιτικού και προγραμματικού και μάλιστα με τη μορφή της «αποκατάστασης» της ενιαίας έκφρασης του κόμματος, η οποία φερόταν να υπονομεύεται από τις «λίστες» και τις «συνιστώσες», η συζήτηση πολιτικοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό, ακόμη και επί των οργανωτικών ζητημάτων, αλλά και επί των ζητημάτων της συγκυρίας. Η πολιτικοποίηση της συζήτησης εκφράστηκε σε μεγάλο βαθμό και μέσα από τις παρεμβάσεις για την απεργία της ΟΛΜΕ.
1. Όποιος στον πόλεμο πάει για να πεθάνει…
Όπως έδειξαν οι παρεμβάσεις ενός σαφώς πλειοψηφικού τμήματος της Κ.Ε., η διαδικασία αρχικά του προχωρήματος της ΟΛΜΕ και μετά του «βίαιου φρεναρίσματός» της μπρος στην απεργία κάτω από συνθήκες προληπτικής επιστράτευσης, οδήγησε σε μια σημαντική πολιτική ήττα του κινήματος αλλά και του ΣΥΡΙΖΑ. Σίγουρα, το πρόβλημα δεν εντοπίζεται στις υπαρκτές ευθύνες των συνδικαλιστών μας στη Διοίκηση της ΟΛΜΕ ή στις ΕΛΜΕ, αλλά έχει πολύ βαθύτερη διάσταση. Ανεξάρτητα από την εκτίμηση αν υπήρχαν οι εξαρχής κοινωνικοί και συνδικαλιστικοί όροι για την απεργία στις εξετάσεις και την επιτυχία της -συζήτηση που ακόμη μπορεί να γίνει-, η επιβολή της προληπτικής πολιτικής επιστράτευσης από την τρικομματική κυβέρνηση Σαμαρά, μια μορφή δράσης ξένη προς κάθε αστική δημοκρατία που σέβεται τον εαυτό της, μετέτρεψε την απεργία της ΟΛΜΕ σε άμεσα πολιτική απεργία, σε μια απεργία όχι πια για τις ώρες διδασκαλίας αλλά για το σπάσιμο ενός φασίζοντος απεργοσπαστικού μηχανισμού και για την ύπαρξη ή το θάνατο του απεργιακού και συνδικαλιστικού δικαιώματος στην Ελλάδα. Το ζήτημα αυτό ήταν πιθανό ακόμη και προτού επιβληθεί η επιστράτευση: η εμπειρία του Μετρό, της ΕΘΕΛ, των ναυτεργατών έδειχνε ότι η κυβέρνηση θα επιχειρούσε μια μετωπική σύγκρουση με το ισχυρό συνδικάτο της ΟΛΜΕ για να αποδυναμώσει καίρια το συνδικαλισμό στο Δημόσιο και μάλιστα σε μια συγκυρία «κοντέματος» και απολύσεων στις δημόσιες υπηρεσίες - όπως έλεγε και ο Τσόρτσιλ στον Β’ Π.Π., «όποιος έχει προειδοποιηθεί, μπορεί και να προετοιμαστεί».
Μπροστά σε αυτή τη νέα πραγματικότητα και με δεδομένη την αρχική απόφαση της ΟΛΜΕ να προτείνει την απεργία κατά της επιστράτευσης και τις πολυπληθείς και ενθουσιώδεις συνελεύσεις των ΕΛΜΕ που την επικύρωσαν, ο ΣΥΡΙΖΑ μπορούσε και έπρεπε να λειτουργήσει ως το δυνάμει ηγεμονικό κόμμα στην Αριστερά και στην ελληνική κοινωνία συνολικά. Παρ’ όλα αυτά, δεν προχώρησε στην ενεργητική πολιτική στήριξη των εκπαιδευτικών, όχι γενικώς και αορίστως σε «όσα θα αποφάσιζαν», αλλά στη συγκεκριμένη συνδικαλιστική πρακτική που έδειχνε να υιοθετεί η ΟΛΜΕ: την απεργία ανατροπής της επιστράτευσης. Ταλαντεύθηκε απέναντι στο κοινωνικό και πολιτικό κόστος και δεν στάθηκε σαν πολιτικός βράχος πίσω από την απεργία.
Προβάλλεται, εδώ, ένα επιχείρημα ότι οι ανανεωτές αριστεροί οφείλουν να σέβονται «την αυτονομία των κοινωνικών κινημάτων» και να μην τα χειραγωγούν. Αυτό το επιχείρημα, όμως, δεν σημαίνει ότι το πολιτικό υποκείμενο είναι απλό ενεργούμενο του συνδικάτου ούτε νομιμοποιεί την πολιτική αδράνεια και στάση της Αριστεράς σαν παθητικού παρατηρητή. Με δεδομένη την αγωνιστική βούληση του συνδικάτου, αλλά και την εναγώνια αναζήτηση από αυτό των αναγκαίων κοινωνικών -και όχι μόνο- συμμαχιών, ο ΣΥΡΙΖΑ έπρεπε να κάνει τρία τουλάχιστον πράγματα: α) να δηλώσει με δύναμη και ευθαρσώς ότι στηρίζει ως κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης την απόφαση της απεργίας ενάντια στην επιστράτευση και όχι γενικώς «ό,τι οι καθηγητές επιλέγουν», β) να δηλώσει ότι θα στηρίξει πολιτικά, δικαστικά και διοικητικά τους διωκόμενους καθηγητές, αν η κυβέρνηση προχωρούσε σε ποινικές δίκες ή απολύσεις, και να εγγυηθεί την υπηρεσιακή τους αποκατάσταση όταν θα γίνει κυβέρνηση και γ) να δημιουργήσει ένα ισχυρό κομματικό, πολιτικό αγωνιστικό κέντρο μπρος στην αναμέτρηση, με πρωτοβουλία και συμμετοχή ιδίως του εργατικού του τμήματος και να ξεχυθεί στην ελληνική κοινωνία με μαζικές πρωτοβουλίες συμπαράστασης και αλληλεγγύης. Η ίδια η Κ.Ε. έπρεπε να συγκληθεί και να είναι το επίκεντρο αυτής της διαδικασίας. Αυτή θα ήταν η έμπρακτη στήριξη των κοινωνικών κινημάτων και της αυτονομίας τους.
Προβάλλεται ακόμη το επιχείρημα (κάπως ως δίκη προθέσεων) ότι οι ίδιοι που συμμετείχαν στις ΕΛΜΕ δεν ήταν έτοιμοι να απεργήσουν και ακόμη περισσότερο δεν είχαν, μετά την υποχώρηση της ΑΔΕΔΥ, τις αναγκαίες κοινωνικές συμμαχίες. Από πολλούς συνέδρους της Κ.Ε. αντιπαρατέθηκε ρητά ή έμπρακτα το αντεπιχείρημα ότι η κατάσταση των κοινωνικών συμμαχιών γύρω από μια μεγάλη απεργία δεν είναι εξωτερική και στεγανή προς τη στάση της πολιτικής Αριστεράς, αντίθετα, η δική της ενεργή παρέμβαση μπορεί να αναδιατάξει τους συνολικούς κοινωνικούς συσχετισμούς και κοινωνικές συμμαχίες, να αλληλεπιδράσει με την κοινωνική μηχανική (όπως έγραφε παλιότερα ο καναδός μαρξιστής Λ. Πάνιτς, η ίδια Αριστερά που με την αδράνειά της οδηγεί στη χειροτέρευση των κοινωνικών συσχετισμών, είναι η ίδια που την επικαλείται στη συνέχεια για να «προσαρμόσει» δεξιότερα τη γραμμή της -φαύλος κύκλος). Η προηγούμενη επιχειρηματολογία δεν σημαίνει την ανευθυνότητα απέναντι σε χιλιάδες εκπαιδευτικούς που θα αντιμετώπιζαν το ενδεχόμενο δίωξης και απόλυσης. Τόσο γιατί η κεντρική πολιτική στήριξη μιας απεργίας μειώνει αντικειμενικά το ενδεχόμενο των μαζικών διώξεων όσο και επειδή η πολιτική στήριξη του συνδικάτου δεν θα αφαιρούσε από αυτό την ευχέρεια να επιλέξει τον τρόπο και τη μορφή της απεργίας ενάντια στην επιστράτευση: αν δηλαδή θα εκφραζόταν με την ολική ή μερική αποχή από τα καθήκοντα των εξετάσεων, αν θα έπαιρνε τη μορφή μιας «λευκής απεργίας», αν θα εκφραζόταν με μαζικές συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις έξω από τα εξεταστικά κέντρα κ.λπ. Αντίθετα, η απόφαση περί αναστολής, η οποία έκρινε και αυθαίρετα τη λογική των «λευκών» στηΣυνέλευση των προέδρων των ΕΛΜΕ, οδήγησε σε μια κατάσταση ηττοπάθειας και υποχώρησης όχι μόνο στην εκπαιδευτική κοινότητα αλλά και στο σύνολο των εργαζομένων. Όπως έδειξαν πολλές τοποθετήσεις στην Κ.Ε., η κατάσταση αυτή καθόλου δεν βοηθάει στη βελτίωση των συνολικών πολιτικών συσχετισμών υπέρ της Αριστεράς και ειδικότερα του ΣΥΡΙΖΑ αλλά, αντιθέτως, δυσκολεύει αυτό το έργο και συντείνει στην καλλιεργούμενη εικόνα «σταθεροποίησης» της κυβέρνησης Σαμαρά.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, δυστυχώς, απέτυχε σε αυτήν τη μεγάλη δοκιμασία, ενώ αποδείχθηκε για μια ακόμη φορά ότι οι μόνοι αγώνες που χάνονται στρατηγικά είναι εκείνοι που δεν δόθηκαν. Επιβεβαιώθηκε δε με αρνητικό τρόπο ότι η κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας από την Αριστερά πρέπει να πατάει πάνω σε πραγματικές νίκες του εργατικού κινήματος, διαφορετικά ή δεν θα συντελεσθεί καν είτε, συσσωρεύοντας ήττες και κουφάρια (σαν τον Άγγελο της Ιστορίας του Βάλτερ Μπένγιαμιν), θα υπάρξει μόνο σαν μια διαχειριστική παρένθεση.
2. Περί «λιστών», συνιστωσών και άλλων δαιμονίων…
Παρατηρήθηκε από την αρχική εισήγηση του Αλέξη Τσίπρα ότι η λειτουργία των διακριτών λιστών στην ανάδειξη εκπροσώπων σε σώματα ή μελών καθοδηγητικών οργάνων αλλοιώνει την ενιαία εικόνα του κόμματος και μειώνει την πολιτική του αποτελεσματικότητα, λόγω της εικόνας παραφωνίας ή κα αφωνίας που προκύπτει. Αυτή η εκτίμηση συνδυάσθηκε και με την αναγκαιότητα άμεσης ή πολύ βραχυπρόθεσμης διάλυσης των συνιστωσών.
Δυστυχώς, το επιχείρημα αντιπαράθεσης των διαφορετικών τάσεων και ρευμάτων προς την αποτελεσματικότητα του κόμματος δεν αντιστοιχεί σε μια παράδοση της δικής μας Αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ, σε όλες της σχεδόν τις εκδοχές. Η δήθεν «αντίφαση» αυτή παραπέμπει καταρχήν σε μια λογική μείωσης των «παρεκκλίσεων» και μονολιθικότητας, όπως αυτή ιστορικά εκδηλώθηκε τόσο στα σταλινικά ΚΚ όσο και σε αριστερά ή ριζοσπαστικά έστω κόμματα που πέταξαν τα «αριστερά βαρίδια» τους για να γίνουν διαχειριστικά (βλ. και ΠΑΣΟΚ 1977-1981).
Η «αντίφαση» παραπέμπει ακόμη στο δήθεν έντονο καθημερινό ενδιαφέρον των εργαζομένων και των ανέργων που αντιμετωπίζουν μειώσεις αποδοχών, συντάξεων, απολύσεις και χαράτσια για το τι κάνει το πρωί το «Αριστερό Ρεύμα» και το απόγευμα η τάση του «Κόκκινου Δικτύου». Το «ενδιαφέρον», τάχα, αυτό είναι που μας έχει «καθηλώσει»… Τέλος, η «αντίφαση» αυτή υπαινίσσεται ένα ριζικά διαφορετικό πλαίσιο εσωκομματικών αρχών και λειτουργιών για το κόμμα του 4%, για το κόμμα του 15%, για το κόμμα του 27%, ένα είδος «καταστατικού με ρήτρα ανάπτυξης». Υπαινίσσεται ακόμη ότι η «έκτακτη ανάγκη» να πάρουμε γρήγορα την κυβερνητική εξουσία μπορεί να συνεπάγεται και ένα «αποδεκτό» κόστος σε δημοκρατία.
Όμως, η «λίστα» δεν είναι τίποτε άλλο από τη θεσμική εγγύηση των μελών του κόμματος να συγκροτούν διακριτά ιδεολογικοπολιτικά ρεύματα και τάσεις και να ζητούν την αναλογική τους εκπροσώπηση στα σώματα και στα όργανα. Αυτό συνέβαινε και σε αμιγώς ιδεολογικά ενοποιημένα κόμματα (όπως οι Μπολσεβίκοι ως το 1921) και δεν υπάρχει κανείς λόγος να πάψει να υπάρχει σε ένα κόμμα πρωτίστως πολιτικής και δευτερευόντως ιδεολογικής ενότητας, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι, παρουσιάσθηκε το ζήτημα όχι μόνο από τα μέλη της Αριστερής Πλατφόρμας αλλά από μια πολύ μεγάλη γκάμα σ. με ιστορικές δημοκρατικές και δικαιωματικές ευαισθησίες και απόψεις (π.χ. AKOA, Ρόζα, ΑΝΑΣΑ κ.λπ.). Αυτό το δικαίωμα ορισμένων σ. να σκέφτονται και να εκφράζονται διαφορετικά (Ρ. Λούξεμπουργκ) -ιδίως μάλιστα αν η τάση τους είναι ακόμη μειοψηφική- και η διακριτότητά τους να αντιπροσωπεύεται και να μη χάνεται, πρέπει να είναι μια συντακτική μας αρχή και διάταξη ή τουλάχιστον ένα «συνταγματικό μας έθιμο» που δεν υπόκειται σε άρση και σε αναθεώρηση, κατά την άποψή μας, ούτε καν με απόφαση Συνεδρίου. Πρέπει να είναι μια αρχή μη αναθεωρητέα, αφού εγγυάται τον πολυτασικό και πολυφωνικό χαρακτήρα και πολιτισμό του κόμματος.
Είναι η αντιπροσωπευόμενη τάση αναγκαστικά μια φράξια, ένα «κόμμα μέσα στο κόμμα» και ένας γραφειοκρατικός μηχανισμός; Mα, βέβαια, μπορεί και να γίνει. Αυτός ο κίνδυνος όμως υπάρχει ιδίως όταν αποκτήσει την εσωκομματική εξουσία και πολιτευθεί κόντρα στις παλαιότερες εσωκομματικές της αρχές και απόψεις λειτουργίας.
Ας δούμε, όμως, αν το ζήτημα των τάσεων και των λιστών λειτούργησε αρνητικά μέχρι σήμερα. Στο Συνασπισμό επί πολλά χρόνια φαίνεται να λειτούργησε θετικά. Αλλά και στον ΣΥΡΙΖΑ, από τη Συνδιάσκεψη μέχρι σήμερα για παράδειγμα, μόνο θετικά λειτούργησε, πολιτικοποιώντας τη συζήτηση και επιτρέποντας την ανάδειξη όχι μόνο στελεχών από τις «διακριτές λίστες» ή «ηγετικές ομάδες», αλλά και ανένταχτων και κοινωνικά ενεργών αγωνιστών/στριών, ατόμων που δεν συνδέονταν οργανικά με καμία λίστα κ.λπ.
Επίσης, ακούστηκε σαν παράδοξο το αίτημα να αποφασίσει για έναν κανονισμό λειτουργίας μέχρι το Συνέδριο χωρίς λίστες μια Κ.Ε. που συγκροτήθηκε μέσα από τη λειτουργία των λιστών κα μετά από μια απόφαση να υπάρξουν λίστες ειλημμένη από τη Συνδιάσκεψη, που είναι Σώμα και όχι απλώς Όργανο του κόμματος.
Επιπλέον, στο ερώτημα αν εμπιστευόμαστε την πλειοψηφία ως προς την πρόθεσή της να μην εισαγάγει στις διαδικασίες «άτυπα πλειοψηφικά», θα απαντήσουμε ότι η δημοκρατία προχωρεί με την αρχή της πλειοψηφίας αλλά και ότι κάθε εκάστοτε πλειοψηφία έχει την τάση να καταχραστεί τη θέση της: αν υπήρχε απόλυτη εμπιστοσύνη στην πλειοψηφία, δεν θα χρειαζόμασταν τα δικαιώματα και θα ζούσαμε όλοι και όλες σε έναν υπέροχο ρουσωικό κόσμο…
Όσον αφορά το ζήτημα της αυτοδιάλυσης των συνιστωσών, αυτό δεν μπορεί να γίνει με τρόπο διοικητικό και εντός ενός βραχέος χρονοδιαγράμματος - πολύ περισσότερο με δήλωση κατά τις προσυνεδριακές διαδικασίες. Πέρα από το γεγονός ότι χωρίς τις συνιστώσες δεν θα είχε γεννηθεί ο αρχικός ΣΥΡΙΖΑ το 2004 ούτε θα είχε επιβιώσει ο Συνασπισμός, πρέπει να κατανοήσουμε τους «διαφορετικούς χρόνους και διαδικασίες ωρίμανσης», όπως πολύ σωστά το έθεσε ο Αλέξης Τσίπρας το πρωί της Κυριακής. Στο βαθμό μάλιστα που οι συνιστώσες φαίνονται να απεκδύονται των όποιων θεσμικών, οικονομικών ή άλλων «προνομιίων» τους, το ζήτημα είναι να αφεθούν να ολοκληρώσουν πολιτικά και ιδεολογικά τον προηγούμενο κύκλο τους αυτοδύναμα, όπως συνέβη και σε άλλα κόμματα και διαδικασίες ενοποίησης στην ευρωπαϊκή Αριστερά (Μπλόκο, DieLinkeκ.λπ.).
Επίσης, ο μετασχηματισμός των συνιστωσών σε ιδεολογικά ρεύματα δεν είναι κάτι που θα γίνει στο αόριστο μέλλον αλλά έχει ήδη αρχίσει αποφασιστικά, όπως στην περίπτωση της «Αριστερής Πλατφόρμας», μέσα από την αναδιάταξη καταγωγών, προσεγγίσεων και συγγενειών των παλαιότερων ιδεολογικών ρευμάτων-όποιος βλέπει κάτι αρνητικό σε αυτό, κάνει λάθος, αλλά δεν έχει παρά να το δηλώσει.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν και ορισμένες μικρότερες συνιστώσες που ενδεχομένως αρνούνται για λόγους αρχής την προοπτική αυτοδιάλυσής τους στον ενιαίο φορέα. Το ζήτημα αυτό πρέπει να λυθεί υπέρ του ενιαίου φορέα, αλλά όχι διοικητικά και χωρίς προχώρημα του διαλόγου. Ο γράφων είναι ο τελευταίος που θα υποστηρίξει άκριτα την όλη ιστορία των συνιστωσών -είχα υποστηρίξει ως ανένταχτος τον ενιαίο φορέα από τότε που καμία οργανωμένη δύναμη δεν μίλαγε γι’ αυτό- αλλά δεν θα μπορούσε και να δεχθεί μια μη ειλικρινή και προσχηματική αναγωγή όλων των «αμαρτιών» του ΣΥΡΙΖΑ στις συνιστώσες.
3. Για το κόμμα που θέλουμε
Στην Κ.Ε. της 18-19/5, αντιπαρατέθηκαν πιο σαφώς ή πιο έμμεσα δύο κάπως διακριτές αντιλήψεις για τον ΣΥΡΙΖΑ που χρειαζόμαστε. Καταρχήν, όλοι και όλες θέλουμε έναν ΣΥΡΙΖΑ πολύ μαζικό, ανοιχτό σε νέα μέλη, στην κοινωνία της καπιταλιστικής κρίσης και τις αντιφάσεις της. Κανείς δεν θέλει -και αυτό είναι μια καρικατούρα άποψης- έναν ΣΥΡΙΖΑ κλειστό, γραφειοκρατικό, στελεχικό, δήθεν «υπερλενινιστικό», κακόμοιρο, με τις πόρτες κλειστές στην κοινωνία. Κάποιοι σ. κατηγόρησαν συστηματικά την Αριστερή Πλατφόρμα ότι θέλει να κλείσει τις «πόρτες» στον «κοσμάκη» και τον «λαουτζίκο» (φράση που άκουσα όχι ευχάριστα για πρώτη φορά σε διαδικασία της Αριστεράς και από στελέχη της Αριστεράς). Αν υπάρχει μια αντίθεση, είναι η ακόλουθη και καμία άλλη: ενώ για ένα μεγάλο μέρος του ΣΥΡΙΖΑ, στην πραγματικότητα πλειοψηφικό, η ανάπτυξη, εκδίπλωση και διαστολή του κόμματος μπρος στις ραγδαίες νέες ανάγκες πρέπει να γίνει με αρχές και με κριτήρια, χωρίς αποκλεισμούς αλλά και όχι με μια λογική του τύπου «περάστε, κόσμε», με χρονικά όρια για τη συμμετοχή μελών σε νέες διαδικασίες, με έμφαση στη συζήτηση και διαβούλευση και όχι στο μέλος- fasttrackψηφοφόρο- σχεδόν «φίλο» μας και αδιάφορο για τις θέσεις μας, την ιστορία μας και τις αρχές λειτουργίας μας, για άλλους σ. η ανάγκη αυτή χάριν του «να φτάσουμε γρήγορα στα 100.000 μέλη» υποχωρεί και σχετικοποιείται. Όμως, το «ανοιχτό κόμμα» που θέλουμε εμείς, δεν είναι το κόμμα του Βενιζέλου και του Γιωργάκη. Δεν είναι το κόμμα της εκλογής αρχηγών με ηλεκτρονικά δημοψηφίσματα και της αναγωγής των απλών φιλικών και κοινωνικών σχέσεων σε πολιτικό και κομματικό δεσμό. Δεν είναι καν το κόμμα της μαζικότατης εκλογής του Ηγέτη και των ευρύτατων πια αρμοδιοτήτων του σε αποσύνδεση από τα συλλογικά όργανα. Αυτά αφορούν τους εραστές του μεταμοντέρνου στην πολιτική και όχι τους συνεχιστές των καλύτερων παραδόσεων του Διαφωτισμού. Μπορεί να είμαστε πια εκ των πραγμάτων υποχρεωμένοι να πηγαίνουμε σε Συνέδρια με αρκετές χιλιάδες συνέδρους -με επίγνωση των ορίων του διαλόγου που μπορεί να διεξαχθεί σε ένα τόσο μεγάλο σώμα και με την προσπάθεια να υπάρξει και εκεί σοβαρή πολιτική συζήτηση με ανθρώπινα όρια χρόνου και αλληλοκατανόησης- αλλά θέλουμε αυτό να συνδυάζεται με τη συμμετοχή όλων των μελών -παλαιών και νέων, χωρίς διαχωρισμούς και «κολακείες»- στην ουσιαστική πολιτική συζήτηση και στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων στις προσυνεδριακές και τις τακτικές διαδικασίες, όπως συνέβαινε παλαιότερα σε πολύ μαζικά αλλά και δημοκρατικά οργανωμένα κόμματα της Αριστεράς διεθνώς, όπως λ.χ. το ιταλικό ΚΚ. Ψηφοφόρους που θα τους ξαναδούμε στην επόμενη μεγάλη κάλπη δεν μπορούμε να τους αποκλείσουμε, αλλά δεν είμαστε και «περήφανοι», όπως ορισμένοι σ., για το φαινόμενο αυτό. Αριστερή μελαγχολία; Μπορεί, αλλά πάντως όχι ιστορικά αβάσιμη.
Μια τελευταία παρατήρηση για τον επιθυμητό τύπο κόμματος: ένα σύγχρονο μαζικό αριστερό κόμμα, αν θέλει να είναι ταξικά προσανατολισμένο, πρέπει να έχει μεγάλες και λειτουργούσες οργανώσεις του κλάδου ή του χώρου δουλειάς στους χώρους της μισθωτής εργασίας, στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Χωρίς αυτό, η παρέμβαση στο εργατικό κίνημα είναι αδιανόητη. Οι οργανώσεις στους χώρους εργασίας, είτε κατά κλάδο είτε κατά επιχείρηση, πρέπει να έχουν προβάδισμα απέναντι στις τοπικές οργανώσεις. Μια λογική που λέει ότι αυτό είναι «συντεχνιακό» και ότι πρέπει κυρίως και εμφατικά να δώσουμε έμφαση στην τοπική διαταξική οργανωτική εμπειρία -χωρίς αυτό που λέω να έρχεται σε αντίθεση με τη λειτουργία των κατά τόπο οργανώσεων- οφείλει να εξηγήσει πώς η ταξική εμπειρία της μισθωτής εργασίας θα γίνει κτήμα και αφετηρία της οργάνωσης μελών και αν -ακόμη- ενδιαφέρεται για κάτι αντίστοιχο.
4. Κάποια σημεία των θέσεων και του προγράμματός μας
Το κείμενο της Αριστερής Πλατφόρμας, χωρίς να αρνείται κάποιες δυνατότητες και αρετές του «Κειμένου Θέσεων», προσεγγίζει πολύ ταξικότερα αλλά και διεισδυτικότερα την πολιτική συγκυρία στη χώρα μας και διεθνώς. Υποστηρίζεται, όμως, ότι η σύνταξη και κατάθεση αυτού του κειμένου οξύνει την εσωκομματική πολιτική αντιπαράθεση. Θα απαντούσαμε, αν χρειαζόταν: μπορεί να είναι και έτσι, αλλά πάντοτε με σκοπό μια ικανοποιητικότερη σύνθεση, προωθητική για την πρόοδο και την ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ.
Υποστηρίζουν κάποιοι αγαπητοί σύντροφοι και συντρόφισσες ότι η συγκρότηση μονιμότερων ρευμάτων όπως η αριστερή Πλατφόρμα οδηγεί τον εσωτερικό διάλογο σε παράλυση και το υπό διαμόρφωση κόμμα σε ακινησία και αδυναμία σύνθεσης. Υπαινίσσονται, μάλιστα, ότι η επαναφορά του ζητήματος του ευρώ και της Ευρωζώνης από την Α.Π. έχει οδηγήσει σε έναν διάλογο «κουφών» και σε αδυναμία προωθητικών συνθέσεων.
Είναι, όμως, έτσι τα πράγματα; Aν κάποιος τους δυο τελευταίους μήνες δεν μπαίνει σε προωθητικές συνθέσεις, αυτός είναι μάλλον η ηγεσία της πλειοψηφίας. Πάντοτε, υποστηρίζαμε και υποστηρίζουμε ότι το ζήτημα της εξόδου από το ευρώ δεν μπορεί παρά να κατανοείται ως μια στιγμή της ασυμβίβαστης ταξικής πάλης και της ρήξης ενός κοινωνικού μπλοκ υπό εργατική ηγεμονία με το καπιταλιστικό/ιμπεριαλιστικό πλέγμα με προοπτική το σοσιαλισμό και όχι ως μια «άλλη», πιο ανεξάρτητη, καπιταλιστική ανάπτυξη. Αυτό το ενδεχόμενο σχέδιο χρειάζεται να αναπτυχθεί περισσότερο: ποια εσωτερική κοινωνική συμμαχία, ποιοι πόροι, ποιες άμεσες πολιτικές, ποια εφόδια, ποιες διεθνείς συμμαχίες. Δεν μπορούμε παρά να παρατηρήσουμε ότι από πολλές σκοπιές -όχι ταυτόσημες- από το Μάρτιο και μετά το ζήτημα του ευρώ διχάζει την ευρωπαϊκή Αριστερά. Οι δηλώσεις του Μελανσόν για το δικαίωμα μιας χώρας να υπερασπιστεί πρώτιστα τα δικαιώματα της μισθωτής εργασίας αλλά και την κυριαρχία της έναντι της παραμονής στο ευρώ, το θαρραλέο Εναλλακτικό Σχέδιο του ΑΚΕΛ, το οποίο δείχνει μια διάσταση αντίθεσης με το Κέντρο της ευρωζώνης αν και όχι αναγκαστικά μια πιο βαθιά ταξική αντιπαλότητα, οι δηλώσεις Λαφοντέν για την αποτυχία του ευρώ, η συζήτηση στο Μπλόκο για το ευρώ, όλα αυτά δεν θεωρούνται «νέα δεδομένα» από την ηγεσία της πλειοψηφίας ώστε να αλλάξουμε έστω και λίγο τη γραμμή μας προς μια πιο « αριστερή ευρωσκεπτικιστική» κατεύθυνση. Όταν οι άλλοι στην ευρωπαϊκή Αριστερά ομνύουν υπέρ του ευρώ, τότε προτάσσουμε το διεθνισμό που μπορεί να διαρραγεί, όταν ανοίγει μια πιο υποψιασμένη συζήτηση στην ευρωπαϊκή Αριστερά, τότε μας πιάνει ο φόβος ότι πήραν και αυτοί το δρόμο για την «εθνική απομόνωση». Αλήθεια, ποιος τα πιστεύει όλα αυτά; Και αυτή η ψυχαναλυτική «άρνηση της πραγματικότητας», αυτή η σοβαρή υποτίμηση της αλλαγής των συσχετισμών κατά της Ευρωζώνης και στην ευρωπαϊκή Αριστερά αλλά και στο λαϊκό /εργατικό κόσμο (και όχι «κοσμάκη») της χώρας μας, ποια σχέση έχει με τη διάθεση σύνθεσης εντός του ΣΥΡΙΖΑ;
Μια τελευταία παρατήρηση, για τις ιδιωτικοποιήσεις δημοσίων επιχειρήσεων και ακινήτων. Κατά τις «Θέσεις», μιλάμε για επανάκαμψη από την κυβέρνηση της Αριστεράς σε δημόσιο έλεγχο αλλά δεν λέμε τίποτε για την επιστροφή τους σε δημόσια ιδιοκτησία υπό εργατικό και κοινωνικό έλεγχο, καθώς και για τις εσωτερικές και διεθνείς συγκρούσεις που αυτό θα συνεπαχθεί. Αυτό το παραλείπουμε γιατί δεν έχουμε σχέδιο για τους πόρους και τις συγκρούσεις που θα χρειαστεί ή για βαθύτερους λόγους; Επίσης, για το ζήτημα της κυβέρνησης της Αριστεράς: Ως Αριστερή Πλατφόρμα, αλλά και ως ένα πολύ ευρύτερο ριζοσπαστικό ρεύμα μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, οφείλουμε να έχουμε πιο συγκεκριμένες απαντήσεις πώς θα προετοιμάσουμε από τώρα το συσχετισμό για μια ευρύτερη Αριστερά με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ που θα αναλάβει αυτό το έργο (ευμενές σενάριο) αλλά και για τις (μη συστημικές) εναλλακτικές, αν αυτό δεν καταστεί δυνατό και υποχρεωθεί ο ΣΥΡΙΖΑ να επιτελέσει αυτοτελώς το έργο μιας τέτοιας πολιτικής συμμαχίας (δυσμενές σενάριο). Αυτή η συζήτηση -στο βαθμό που της αντιπαρατίθεται έμμεσα η εκδοχή της μετανοούσας ΔΗΜΑΡ ή των ΑΝΕΛ- πρέπει να προχωρήσει περισσότερο.
5. Έξοδος
Κάποιος κομμουνιστής στοχαστής είχε πει κάποτε ότι τα σημαντικότερα συνέδρια στη ζωή ενός αριστερού πολιτικού οργανισμού είναι το πρώτο και το τελευταίο του. Δεν είμαστε προφήτες για να ενορασθούμε το τελευταίο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ στο πολύ μακρινό μέλλον και την εγγραφή του σε μια διαχρονία και συνέχεια των πολιτικών οργανώσεων και υποστάσεων της Αριστεράς. Μπορούμε, όμως, να δουλέψουμε για να πετύχει στην κοινωνία και την πολιτική ζωή της χώρας το Πρώτο Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, για να προχωρήσει ταχύτερα αλλά και ποιοτικότερα το πολιτικό μας σχέδιο. Μπορούμε, μάλιστα, και να πετύχουμε!