Κείμενο παρέμβασης του Κόκκινου Δικτύου στη νεολαία, για τις φοιτητικές εκλογές στις 13 Μαΐου
Η μνημονιακή επέλαση στο πανεπιστήμιο και στη νεολαία
Για να κατανοήσουμε την κατάσταση στα σημερινά πανεπιστήμια και το ρόλο μας μέσα σε αυτήν ως φοιτητές και φοιτήτριες, χρειάζεται, πρώτα από όλα, να εξετάσουμε συνολικά την πορεία που ακολούθησε η Τριτοβάθμια εκπαίδευση και τις συνεχόμενες προσπάθειες μετασχηματισμού της από την πλευρά των νεοφιλελεύθερων συμφερόντων και των περασμένων κυβερνήσεων.
Όμως, τα χρόνια της καπιταλιστικής Κρίσης η κατάσταση χειροτέρεψε για όλους μας. Η ανεργία του 30% είναι 60% για μας, οι δουλειές του ποδαριού που εξοντώνουν τα νιάτα μας και -ίσως ακόμη χειρότερα- δεν επιφυλάσσουν καν κάποια προοπτική για να «κάνουμε υπομονή» ελπίζοντας έστω με κόπο να χτίσουμε τα όνειρά μας. Κι ακριβώς επειδή η νεολαία είναι ο μεγάλος στόχος της «λιτότητας», έχει χειροτερέψει και η καταστολή εναντίον της.
Σχεδόν πάντα η νεολαία στην Ελλάδα, είτε ως φοιτητική είτε ως εργαζόμενη, με τα αντιφασιστικά, αντιρατσιστικά, ριζοσπαστικά κι εντέλει αντισυστημικά ανακλαστικά της, αποτελούσε στόχο για το σύστημα και τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του. Θυμόμαστε καλά το φόνο του Γρηγορόπουλου και την αγριότητα της καταστολής στις μαθητικές διαδηλώσεις. Αυτό ίσχυε, με διαφορετική ένταση ανά περίοδο, από την εποχή ακόμα του Πέτρουλα ή του Τεμπονέρα. Αλλά τα τελευταία χρόνια τα δακρυγόνα που ποτιστήκαμε οι νέοι που συμμετείχαμε στις διαδηλώσεις του ‘10, στις πλατείες του ‘11 ή στις αντιφασιστικές πορείες μετά το ‘12, δεν είχαν προηγούμενο, ενώ όλο και συχνότερες είναι οι “επισκέψεις” των ΜΑΤ στις σχολές μας. Έχουμε ακόμα ζήσει τι σημαίνει να τραβάνε οι εισαγγελείς καταληψίες μαθητές σε δίκες ή φασιστικές συμμορίες με κρατική υπόθαλψη να επιτίθενται σε πολλούς από μας για λόγους... εμφάνισης, σεξουαλικών προτιμήσεων, ακόμη και πολιτικών απόψεων.
Το πανεπιστήμιο μεταπολιτευτικά αποτέλεσε σταθερά πεδίο διεκδικήσεων και ιδεολογικής αντιπαράθεσης μεταξύ αριστεράς και δεξιάς, ενώ η ενεργός συμμετοχή των φοιτητών σε αυτό υπήρξε αντικείμενο πολλών και σκληρών αγώνων. Κυρίως, όμως, το πανεπιστήμιο, ή ακριβέστερα η πρόσβαση στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση, αποτελούσε μέχρι πρόσφατα δικαίωμα για όλους και όλες, ήταν δηλαδή δημόσιο και δωρεάν.
Μέχρι και το 2011, οι δυναμικές αντιστάσεις του φοιτητικού κινήματος -που είχαν μπλοκάρει και την αναθεώρηση του Α16- είχαν καταφέρει να εμποδίσουν στην πράξη την εφαρμογή της συνθήκης της Μπολόνια, την ευρωπαϊκή συνθήκη για την πλήρη παράδοση της ανώτατης εκπαίδευσης στις ορέξεις της αγοράς.
Αναμφισβήτητα, όμως, η στιγμή που σήμανε τον ολοκληρωτικό μετασχηματισμό και την υποβάθμιση των δημοσίων πανεπιστημίων ήταν η ψήφιση του νόμου Διαμαντοπούλου-Αρβανιτόπουλου, η οποία συνοδεύτηκε και από την εφαρμογή του «σχεδίου Αθηνά», αλλά και από την απόλυση τεράστιου αριθμού διοικητικών υπαλλήλων στα Πανεπιστήμια. Ο νόμος αυτός ουσιαστικά περιλαμβάνει μία σειρά μέτρων που αλλάζουν κάθε πτυχή του πανεπιστημίου όπως το ξέραμε μέχρι πριν. Τα πτυχία των πανεπιστημίων αντικαθίστανται από φακέλους προσόντων, τα οποία μετρώνται σε πιστωτικές μονάδες (ECTS), ενώ τα προγράμματα σπουδών «σπάνε» σε κύκλους. Αυτό σημαίνει τη διάσπαση των γνωστικών αντικειμένων, αλλά και των μελλοντικών εργασιακών δικαιωμάτων και των συμφερόντων των φοιτητών/ριών, κάτι που έρχεται σε πλήρη συμφωνία με τη διάλυση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Πλέον στα όργανα που λαμβάνουν τις αποφάσεις για το πανεπιστήμιο αντί για τους καθηγητές, τους φοιτητές και τους εργαζόμενους έχουμε εξωπανεπιστημιακούς παράγοντες, οι οποίοι καλούνται να ελέγχουν και την «ομαλή» λειτουργία του, με όρους αυταρχικότητας και οικονομικής αποδοτικότητας.
Τέλος, ο νόμος αυτός στο σύνολό του είναι ξεκάθαρο πως επιχειρεί να εισάγει μια τελείως άλλη λειτουργία του ίδιου του πανεπιστημίου, η οποία θα εξυπηρετεί τα συμφέροντα της αγοράς: από την παραχώρηση του μεγαλύτερου μέρους της χρηματοδότησης σε επιχειρήσεις με αντάλλαγμα το περιεχόμενο της έρευνας των ιδρυμάτων για ιδίον όφελος (και κερδος), σημαίνει δίδακτρα σε μεταπτυχιακά (μετά και στα προπτυχιακά), λιγότεροι και «ελαστικοποιημένοι» εργαζόμενοι στη φύλαξη, τη διδασκαλία, την καθαριότητα.
Μια ακόμα σημαντική πτυχή είναι η εντατικοποίηση της καθημερινότητάς μας. Σήμερα ο/η φοιτητής/τρια δεν έχει χρόνο ούτε για συλλογικές πολιτικές διαδικασίες ούτε για οτιδήποτε άλλο πέρα από την ολοκλήρωση των σπουδών του. Στην ουσία είμαστε εργαζόμενοι/ες που μαθαίνουμε να δουλεύουμε υπερωριακά και χωρίς μισθό. Μια λογική που μας συνηθίζουν από μαθητές.
Βέβαια, η επίθεση αυτή που δέχτηκε το δημόσιο πανεπιστήμιο αποτελεί συνεπή συνέχεια της επίθεσης στην εργασία που εξαπέλυσαν οι μνημονιακές κυβερνήσεις τα τελευταία 5 χρόνια. Ενδεικτικά αναφέρουμε την περικοπή του μεγαλύτερου μέρους των μέχρι 2010 μισθών και συντάξεων, την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, την ιδιωτικοποίηση μεγάλου αριθμού δημόσιων επιχειρήσεων αλλά και ακινήτων, παραλιών και εκτάσεων, την κατακόρυφη αύξηση της ανεργίας και ειδικότερα στους νέους (όπου αγγίζει το 60%).
«Ευτυχώς» δεν είμαστε...μόνοι μας...
Η πολιτική νίκη της Αριστεράς
Η ανατροπή της κυβερνητικής συμμορίας Σαμαρά-Βενιζέλου και η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ έβαλαν φρένο στην μνημονιακή επέλαση, όμως η εκλογική νίκη δεν ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία. Η μνημονιακή επίθεση πυροδότησε πολλές ϕορές και με διαϕορετικούς τρόπους την λαϊκή αντίσταση. Ένα κύμα μεγαλειωδών κοινωνικών αντιστάσεεων με δεκάδες γενικές απεργίες (ειδικά τη διετία ‘10-’12), το κίνημα των πλατειών όπου μεγάλο κομμάτι κόσμου μπήκε ενεργά στη μάχη για την ανατροπή των μνημονίων και της λιτότητας, αντιμετωπίζοντας το σκληρό πρόσωπο της κρατικής καταστολής σε κάθε του βήμα.Πιο συγκεκριμένα, μεσα στα πανεπιστήμια είδαμε να ξεφυτρώνουν καταλήψεις ενάντια στα κλεισίματα σχολών και απεργίες διαρκείας των δικοικητικών για να μην περάσουν οι απολύσεις τους. Ζήσαμε κοινές συνελεύσεις φοιτητών-διοικητικών στα μεγάλα ιδρύματα της αθήνας και επίσης την φοιτητική νεολαία να συμμετέχει ενεργητικά στα μεγάλα αντιφασιστικά γεγονότα.
Μετά την εκλογική ήττα του 2012 αυτό το κύμα υποχώρησε παρότι υπήρξαν σημαντικοί επιμέρους ή κλαδικοί αγώνες όπως οι απολυμένες καθαρίστριες, η αυτοδιαχειριζόμενη ΕΡΤ, οι απεργίες των εκπαιδευτικών που κράτησαν αναμμένη τη φλόγα της αντίστασης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν αναπόσπαστο γρανάζι στην πλειοψηφία τέτοιων αντίστάσεων και εκφέροντας συνολικό πολιτικό πρόγραμμα ενάντια στα μνημόνια κατάφερε να πολλαπλασιάσει τα ποσοστά του. Σε αυτό το «ιστορικό» έβαλε τα θεμέλια του για την εκλογική νίκη της αριστεράς, με πλειοψηϕία του κόσμου να ψηφίζει για τερματισμό των μνημονίων και εϕαρμογή του προγράμματος της Θεσαλονίκης ως αρχή για την αντιμετώπιση της λιτότητας. Με αυτή τη διαφορετική προοπτική που παρουσίασε ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας των εργαζόμενων τάξεων. Σε αυτόν τον κόσμο λοιπόν «δεσμεύτηκε» ο ΣΥΡΙΖΑ να σταματήσει την λιτότητα ενάντια στον μονόδρομο που φαινόταν μεχρι τότε.
Αυτές οι αντιστάσεις ήταν που γκρέμισαν τη συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ στις πρόσφατες εκλογές και ανέδειξαν τον ΣΥΡΙΖΑ και τη ριζοσπαστική Αριστερά πρώτη πολιτική δύναμη, βάζοντας στο προσκήνιο ξανά τις ανάγκες των «από κάτω» πάνω από τη λιτότητα. Η εκλογική νίκη στις 25 Ιανουαρίου ανέδειξε σε διεθνές επίπεδο την επιλογή αυτή. Το μονοπάτι της αμφισβήτησης αυτής δημιούργησε πολιτικές εξελίξεις σε όλη την Ευρώπη. Η προοπτική σε μια χώρα της ΕΕ να χαραχτεί εναλλακτικός δρόμος από αυτόν της σκληρής λιτότητας έλουσε με κρύο ιδρώτα το ηγετικό κέντρο της Ευρωζώνης. Ο πρώτος εναλλακτικός δρόμος φανερώθηκε και είμαστε σίγουροι/ες πως όσο τον διαβαίνουμε τόσοι περισσότεροι λαοί θα αρχίσουν να συμπλέουν υπερασπιζόμενοι τις ανάγκες τους. Αυτό το επιβαιβεώνει το κύμα της διεθνούς αλληλεγγύης που γνώρισε ο Σύριζα μετά την νίκη του .
Η επιλογή όμως σχηματισμού κυβέρνησης με τους ΑΝΕΛ (ένα κόμμα στις παρυφές της ακροδεξιάς) αλλά και την τοποθέτηση σε καίριες κυβερνητικές θέσεις προσώπων από το εκσυγχρονιστικό πολιτικό προσωπικό (λέγε με ΠΑΣΟΚ), βρίσκεται στον αντίποδα μιας ριζοσπαστικής αριστερής πολιτικής για την αντιστροφή των πολιτικών λιτότητας. Η σύνθεση της κυβέρνησης αυτής υπονομεύει την ταξική μονομέρεια που απαιτεί η ανατροπή της λιτότητας και το πολιτικό σχέδιο της κυβερνησης της αριστεράς. Στην ίδια λογική εθνικής συναίνεσης,στην πορεία προς την διαπραγμάτευση, εντάσσεται και η επιλογή του Πάκη για Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Το βασικό ερώτημα είναι: στην διάρκεια της σκληρής κρίσης του συστήματος που διαβαίνουμε, μπορεί να υπάρξει εθνική ενότητα για έξοδο από αυτή την κρίση; Μπορεί να υπάρξει από κοινού αποδεκτή πολιτική μεταξύ των εργαζόμενων τάξεων και των αϕεντικών τους για αμιβαία εποϕελής λύση; Η άποψή μας είναι πως όχι, καθώς η σοβαρότητα της κρίσης ϕέρνει τους καπιταλιστές μπροστά σε ζητήματα επιβίωσης. Στα πλαίσια του διεθνούς ανταγωνισμού η διατήρηση του μεριδιού της αγοράς και η συνέχεια της κερδοφορίας απαιτεί την όλο και πιο σκληρή εκμετάλευση των «από κάτω».
H κυβέρνηση βαδίζει σε ένα κρίσιμο κόμβο που της στήσανε οι διεθνείς δανειστές, εκβιάζουνε με οικονομικό στραγγαλισμό την ελληνική κυβέρνηση μεσω της ρευστότητας, διεκδικώντας την πλήρη συνθηκολόγησή της. Ο χώρος της κυβερνήσης για ελιγμούς εξατμίζεται όσο «σκουπίζονται» τα ταμειακά διαθέσιμα του δημοσίου για την αποπληρωμή τοκοχρεολυσίων. Οι σκέψεις που εμφανίζονται για την αποδοχή του «συμβιβασμού» με στόχο να κερδηθούν ανάσες ρευστότητας (μέχρι πότε;) ώστε σε μελλοντικό χρόνο να έρθει η ριζική τροποποίηση του οδηγούν αναπόφευκτα σε αδιέξοδα.
Η απειθαρχία στους βασικούς πυλώνες της συμφωνίας της 20ης Φεβρουαρίου (η οποία ήταν μία ήττα της αριστερής ριζοσπαστική πολιτικής) αποτελεί το πρώτο ζήτημα για να αρχίσει να ξηλώνεται το πουλόβερ της λιτότητας. H άμεση στάση πληρωμών προς τους δανειστές και η διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους είναι εκ των ων ουκ άνευ, για την υλοποίηση του προγράμματος της ΔΕΘ και την απόκρουση των εκβιασμών από την Ευρωζώνη, καθώς και η εθνικοποίηση-κοινωνικοποίηση των τραπεζών (αλλά και στρατηγικών τομέων της οικονομίας). Με αδιαπραγμάτευτη την θέση «για καμία θυσία για το ευρώ» μπορούμε να περάσουμε στην αντεπίθεση.
Η κυβέρνηση αυτή είναι σαν τις προηγούμενες; Σαφέστατα όχι. Είναι μια αντιφατική κυβέρνηση με κορμό τη ριζοσπαστική Αριστερά. Από τη μία, ο ΣΥΡΙΖΑ, ως κόμμα της ριζοσπαστική Αριστεράς, και οι κοινωνικές αντιστάσεις πιέζουν προς την εξυπηρέτηση αναγκών των εργαζομένων και της νεολαίας. Εκεί άλλωστε βρίσκεται και η «ψυχή» του ΣΥΡΙΖΑ. Από την άλλη, το συστημικό πολιτικό προσωπικό της κυβέρνησης (μαζί με τα κόμματα του μνημονιακού τόξου και τους δανειστές) θα πιέζει διαρκώς για τη νεοφιλελεύθερη «συμμόρφωση» της κυβέρνησης.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το «παιχνίδι» θα κριθεί στο ποιο από αυτά τα δύο στρατόπεσα θα επιβληθεί πολιτικά. Έτσι δικό μας καθήκον είναι η αποφασιστική ενίσχυση αυτών των πολιτικών και κοινωνικών πιέσεων ώστε να επιβάλλουμε τις δικές μας ανάγκες!
Αυτός ο συνδυασμός, αγώνων και πολιτικής τους εκπροσώπησης, απέδωσε την επαναπρόσληψη των απολυμένων του Δημοσίου, που μόνο με αυτήν την κυβέρνηση και μόνο επειδή οι άνθρωποι πάλεψαν για καιρό έγινε εφικτή. Ακόμη και η κατάργηση του 5ευρου κι οι εξαγγελίες για προσλήψεις στα νοσοκομεία έχει να κάνει με τέτοιες διεκδικήσεις στο χώρο της Υγείας. Αν θέλουμε παρόμοια προχωρήματα στις σχολές και τα δικαιώματα της νεολαίας γενικά, αν θέλουμε να έχουμε συγγράμματα, υλικοτεχνικό εξοπλισμό, αν θέλουμε να μην έχουμε δίδακτρα, αν θέλουμε να έχουμε μόνιμο προσωπικό στα πανεπιστήμια, αν θέλουμε να έχουμε λόγο στο τι γίνεται στις σχολές μας, αν θέλουμε άσυλο από την κρατική καταστολή, μάλλον πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά ότι δεν θα μας χαριστούν τόσο εύκολα. Η αδράνεια του φοιτητικού κινήματος δίνει χώρο να υλοποιείται η συστημική λογική των Πανούσηδων.
Πρέπει να το πούμε καθαρά: αυτή είναι περίοδος όχι για να εφησυχάσουμε αλλά για να διεκδικήσουμε. Επειδή τώρα μπορούμε να κερδίσουμε πολύ πιο εύκολα στις διεκδικήσεις αυτές. Θα συμπεριφερθούμε στην κυβέρνηση αυτή σαν εργαλείο μας: εμείς θα της δίνουμε γραμμή και όχι το...ανάποδο. Για να τα καταφέρουμε τώρα.
Αλλά αυτό προϋποθέτει συσπείρωση και αγώνα.
Να τα πάρουμε όλα πίσω
Το φοιτητικό κίνημα, όλη την προηγούμενη περίοδο της μνημονιακής επέλασης, δεν κατόρθωσε να φανεί αντάξιο των απαιτήσεων και των προσδοκιών του κόσμου. Μια μεγάλη μερίδα φοιτητών που έδειχνε ενδιαφέρον για μια πιο άμεση και ενεργή κινηματική εμπλοκή, έβλεπε τη φοιτητική αριστερά ανίκανη να πάρει πρωτοβουλίες για τη συγκρότηση ενός μαζικού πανεκπαιδευτικού μετώπου, που θα έβαζε φρένο στη νεοφιλελεύθερη επίθεση. Αυτή η κατάσταση είχε ως συνέπεια αφενός την απώλεια πολλών αγωνιστικών κεκτημένων του παρελθόντος, αφετέρου την πολιτική αδρανοποίηση μιας μεγάλης μερίδας φοιτητών/τριών.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι κορωνίδα της χρόνιας προσπάθειας μετάλλαξης του δημόσιου δωρεάν πανεπιστημίου σε ένα εργαστήρι αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας και εξυπηρέτησης των συμφερόντων της αγοράς, υπήρξε η τρίμηνη πρυτανική παρουσία του Θ.Φορτσάκη. Μετά τους νόμους Διαμαντοπούλου-Αρβανιτόπουλου και το σχέδιο Αθηνά που οδήγησαν σε συγχωνεύσεις τμημάτων, κλείσιμο σχολών, περικοπές στη σίτιση-στέγαση-μεταφορά-συγγράμματα, διασπάσεις πτυχίων, αποκλεισμό των φοιτητών από τα κέντρα λήψεως των αποφάσεων (συμβούλια διοίκησης) και μαζικές απολύσεις των διοικητικών υπαλλήλων, φέτος ο κατήφορος συνεχίστηκε με τις διαγραφές των «αιώνιων φοιτητών», τις εξισώσεις πτυχίων με αντίστοιχα ιδιωτικών κολλεγίων, τις εργολαβίες στους πανεπιστημιακούς χώρους και την εγκατάσταση security. Πρόκειται για μια πρωτοφανή επίθεση, που ως στόχο είχε την πλήρη υποτίμηση του επιπέδου σπουδών και το ολοκληρωτικό τσάκισμα κάθε πολιτικής και κινηματικής διεργασίας εντός των πανεπιστημίων.
Μέσα σε αυτό το καταστροφικό πλαίσιο, οι αριστερές πολιτικές δυνάμεις δεν ανέλαβαν την ευθύνη και το κόστος της υπέρβασης κάποιων επιμέρους διαφορών τους, στην κατεύθυνση μιας μίνιμουμ μεταξύ τους σχέσης και σύμπλευσης, ικανής να αναχαιτίσει έστω σε πρώτο στάδιο την οργανωμένη επίθεση του συστήματος. Αποτέλεσμα της διστακτικότητας της φοιτητικής αριστεράς στο να συσπειρώσει τον κόσμο γύρω από κάποια βασικά αιτήματα που θα άπτονταν της συγκυρίας και θα άνοιγαν το δρόμο για μια πιο συνολική πολιτική συζήτηση, υπήρξε η αποπολιτικοποίηση των φοιτητικών συλλόγων και η αποστροφή προς κάθε προσπάθεια αντίστασης στα «θέλω» των «από πάνω». Εκτός, λοιπόν, από τη ΔΑΠ και την ΠΑΣΠ που για δεκαετίες επιτελούν το ρόλο του εκάστοτε κυβερνητικού κολαούζου στις σχολές υλοποιώντας τις πιο δεξιές πολιτικές των πολιτικών τους φορέων, έκαναν την εμφάνισή τους και κάποια σχήματα «ανεξάρτητων φοιτητών» που υποτίθεται προσπαθούν να απεμπλέξουν τους φοιτητές από «τα δεσμά» των φοιτητικών πολιτικών δυνάμεων, όμως στην πραγματικότητα δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να υπηρετούν τον ατομικό δρόμο, τον καριερισμό και την πλήρη ταύτιση με τις διαθέσεις της εκάστοτε κυβέρνησης. Με λίγα λόγια, η απαξίωση της πολιτικής που επί χρόνια επεδίωκαν οι φοιτητικές παρατάξεις του δικομματισμού, πλέον αποκτά και μια πιο μεταμοντέρνα έκφραση μέσα από ομαδοποιήσεις «ανεξάρτητων φοιτητών». Είναι δύσκολο, όμως, να γίνει αντιληπτή η έννοια της «ανεξαρτησίας», όταν αυτή δεσμεύεται από της ανάγκες της αγοράς, υποτάσσεται στις επιλογές του συστήματος και εναντιώνεται σε κάθε συλλογική διαδικασία και διεκδίκηση. Μάλλον η συγκεκριμένη «ανεξαρτησία», είναι βαθιά εξαρτημένη και πολιτικά χρωματισμένη με αδυναμία στο πρασινομπλέ, όσο και αν δεν το παραδέχεται.
Ομολογουμένως, η προηγούμενη αυτή προβληματική κατάσταση οδήγησε το κίνημα πολλά χρόνια πίσω και έδωσε χώρο στην ανάπτυξη μιας συντηρητικής λογικής και ηγεμονίας. Οι εκλογές της 25ης Γενάρη, από αυτή την άποψη, αποτέλεσαν μια πολιτική τομή, πάνω στην οποία μπορούν να πατήσουν τα κινήματα ώστε οι εργαζόμενοι/ες μαζί με τη νεολαία να ξαναβγούν στο προσκήνιο και να γράψουν την ιστορία με τους δικούς τους όρους. Είναι χρέος, όχι μόνο της ΑΡΕΝ, αλλά συνολικά της φοιτητικής αριστεράς να εκμεταλλευτεί τα νέα πεδία πάλης που ανοίγονται, στα οποία το κίνημα μπορεί να μπει στη μάχη με πολύ ευνοϊκότερους όρους, και να πετύχει νίκες. Νίκες που μπορεί να σηματοδοτήσουν ένα αλυσιδωτό ξέσπασμα αγώνων για μια άλλη κοινωνία. Αυτή η αντίληψη, η αντίληψη της συσπείρωσης, της δράσης και της οργανωμένης αντεπίθεσης των «από κάτω» μπορεί να υλοποιηθεί μόνο μέσα από την ενότητα στη δράση της αριστεράς. Η ενιαιομετωπική λογική, η λογική του «βαδίζουμε χώρια αλλά χτυπάμε μαζί» που πηγάζει από την ιστορική παράδοση της επαναστατικής αριστεράς, είναι επείγουσα και αναγκαία. Μόνο με την ενιαία δράση της αριστεράς μπορούν οι αγώνες των φοιτητών να βρουν υλική αποτύπωση και η αριστερά να ενδυναμωθεί. Αυτό το πολιτικό σχέδιο, όμως, απαιτεί ειλικρίνεια και ευθύτητα. Απαιτεί κάθε φοιτητής/τρια να γίνει κομμάτι ενός κινήματος που δε θα κάνει πλάτες στην κυβέρνηση, ούτε θα υιοθετεί μια αναθετική λογική επίλυσης των προβλημάτων από τα πάνω. Αντιθέτως, σήμερα όσο ποτέ άλλοτε είναι απαραίτητο να κάνει την εμφάνισή του ένα μαζικό ταξικό διεκδικητικό κίνημα, που δε θα διαβουλεύεται τα αυτονόητα, αλλά θα τα απαιτεί και θα τα κερδίζει. Ένα κίνημα που θα παίρνει θέση και δε θα κρύβεται στα φλέγοντα ζητήματα που αφορούν στο χρέος, στη διαπραγμάτευση και στην κυβέρνηση. Ένα κίνημα ταξικά μεροληπτικό, που θα στηρίζει το τσάκισμα του πρότερου μνημονιακού καθεστώτος και θα αντιστέκεται σε κάθε προσπάθεια επιβολής ενός νέου. Ένα κίνημα πολιτικό με ευρεία κοινωνική απεύθυνση, που δε θα περιορίζεται σε φοιτητοκεντρικά αιτήματα αλλά θα συνδέεται με τις εργαζόμενες μάζες και θα παλεύει από κοινού μαζί τους. Ένα κίνημα που θα ξεκινάει από επιμέρους κοινωνικούς χώρους και θα απλώνεται παντού.
Ένα τέτοιο κίνημα μπορεί να βρει αποτύπωση στις σχολές μόνο μέσα από συγκεκριμένα βήματα. Εδώ και τώρα πρέπει να ξαναβγούμε στο δρόμο και να επαναδιεκδικήσουμε το δικαίωμά μας στη μέριμνα και στις φοιτητικές παροχές, στην επανακατοχύρωση του ασύλου, στην επαναφορά της δημοκρατίας στα πανεπιστήμια και στην παρουσία μας στα κέντρα λήψεως των αποφάσεων. Πρέπει να απαιτήσουμε να καταργηθούν όλοι οι νόμοι που το προηγούμενο διάστημα πήγαν να προσαρμόσουν το πανεπιστήμιο στις ανάγκες της αγοράς οδηγώντας στην υποβάθμιση και υποτίμησή του. Είναι απαραίτητο η ΑΡΕΝ αλλά και όλη η αριστερά να κινηθεί στην κατεύθυνση της αναζωογόνησης των συλλογικών διαδικασιών και κυρίως των γενικών συνελεύσεων των συλλόγων. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί όχι αόριστα μέσα από τον «εκδημοκρατισμό των διαδικασιών» αλλά μέσα από την ουσιαστική αναθέρμανση της πολιτικής συζήτησης σε αυτές. Με το κέντρο βάρους της συζήτησης να έχει μετατοπιστεί από το «πώς θα περικόψουμε», στο «πώς θα ξανακερδίσουμε» ανοίγεται ένα ευρύ πεδίο συσπείρωσης του κόσμου στην κατεύθυνση κοινών συνελεύσεων φοιτητών-καθηγητών-εργαζομένων και στην ευρύτερη δυνατή ενότητα της αριστεράς. Η επαναθεμελίωση των συλλογικών διαδικασιών, η έμφαση στο κίνημα, η ιδεολογική αντιπαράθεση και η όξυνση των αιτημάτων με όρους απαίτησης και όχι συνδιαλλαγής, μπορούν να δημιουργήσουν μια νέα αριστερή ηγεμονία στις σχολές, ικανή να χτυπήσει τη ΔΑΠ και να έχει ερείσματα στην κοινωνία. Το ζήτημα είναι να αγωνιστούμε όλοι/ες, μαζί με την αριστερά και τους εργαζόμενους, στην κατεύθυνση της ρήξης και της συνολικής ανατροπής ενός συστήματος που μέρα με τη μέρα καταστρέφει όχι μόνο το πανεπιστήμιο αλλά και τις ζωές μας.
Το λόγο για το άσυλο τον έχουμε εμείς
Την ημέρα που στη βουλή ψηφιζόταν το νομοσχέδιο που καταργούσε τις φυλακές τύπου Γ στην Πρυτανεία εισέβαλε η αστυνομία για να σπάσει την κατάληψη αλληλεγγύης στους απεργούς πείνας , και προχώρησε σε 14 συλλήψεις. Η αλήθεια είναι ότι κοιτάζοντας πίσω στο χρόνο ελάχιστες φορές κάποια κυβέρνηση είχε μπει -εν όσω υπήρχε κατάληψη- σε πανεπιστημιακό χώρο με την αστυνομία από το 95 στο πολυτεχνείο , το 85 στο Χημείο, το 2012 στο ΑΠΘ και πιο πίσω δε χρειάζεται να πάμε. Η έφοδος στην κατάληψη της πρυτανείας δεν ήταν γενικώς πρωτοβουλία της ΕΛ.ΑΣ και του εισαγγελέα, δεν ήταν πρωτοβουλία του Πανούση. Καλύφτηκε πολιτικά από την κυβέρνηση, μέσω Σκουρλέτη, Μπαλτά που μίλησαν για θετική εξέλιξη και καλύφτηκε εμμέσως και από τις δηλώσεις του πρωθυπουργού ύστερα από τη συνάντησή του με τον Πανούση. Η επέμβαση στην πρυτανεία δεν έγινε τυχαία την ημέρα της ψήφισης του νομοσχεδίου, ίσα ίσα που η κυβέρνηση με αυτή της την κίνηση έκανε ένα αποφασιστικό βήμα.
Από τη μία ψήφισε ένα νομοσχέδιο που ομολογουμένως κινείται σε πολύ θετική κατεύθυνση (κάτι που αναγνωρίστηκε και από τους απεργούς πείνας σε ανακοίνωσή τους για τη λήξη της απεργίας), και από την άλλη θέλει να δείξει ότι δεν εκβιάζεται. Ακριβώς εδώ είναι και το κρίσιμο ζήτημα που μας αφορά στο να σταθούμε απέναντι και εχθρικά στην επιλογή αυτή, γιατί τελικά δείχνει το ακριβώς αντίθετο. Η κυβέρνηση εκβιάζεται , και μάλιστα από το συντηρητικό μπλοκ, από τα ΜΜΕ και όλο τον αστικό κόσμο που θέλει έναν ΣΥΡΙΖΑ στα μέτρα του.
Η κατάληψη της πρυτανείας πράγματι είχε πολλά αρνητικά. Το βασικότερο για εμάς, είναι ότι δεν μπήκε ποτέ στον κόπο να απευθυνθεί στους φοιτητικούς συλλόγους, στους συλλόγους ΔΕΠ και διοικητικού προσωπικού. Όμως τα ζητήματα που προκύπτουν από αυτές τις κινήσεις ενός κομματιού του αντιεξουσιαστικού χώρου είναι κομμάτι της συζήτησης που αφορά το ίδιο το κίνημα ,τους εργαζόμενους, τους ανέργους, τους καταπιεσμένους που αγωνίζονται. Η αστυνομία σε αυτήν την κουβέντα δεν έχει θέση, ίσα ίσα δημιουργεί κακούς συνειρμούς και προηγούμενα μια βδομάδα πριν οι μεταλλωρύχοι να επιτίθονται μαζί με τα ΜΑΤ στους κατοίκους της Χαλκιδικής και μια βδομάδα μετά να εισβάλει στην Πρυτανεία για να βγάλει έξω τους αναρχικούς.
Η επιλογή της κυβέρνησης και τα συνεχή παλατζαρίσματα, οι καθυστερήσεις σε σχέση με τις αλλαγές της αστυνομίας δεν έχουν να κάνουν με ατομικές πρωτοβουλίες στελεχών της κυβέρνησης, και αντίστοιχα το ότι δεν έχουν πεταχτεί έξω οι φασίστες διοικητές διμοιριών. Δυστυχώς δείχνει ότι η γραμμή ούτε ρήξη, ούτε υποταγή που ξεκίνησε με τη συμφωνία της 20ης Φλεβάρη, θα οδηγήσει σε συνολικές υποχωρήσεις. Για το άσυλο λοιπόν το λόγο τον έχουμε εμείς, το πανεμιστημιακό κίνημα, τα σωματεία των εργαζομένων , οι συλλογικότητες. Οπότε, τον επόμενο καιρό, θα χρειαστεί να το υπερασπιστούμε απέναντι στην κρατική καταστολή, στον αστικό κόσμο και τα παπαγαλάκια του, αλλά και να δώσουμε ένα άλλο νόημα στον αγώνα για την υπεράσπισή του από αυτόν που δίνουν, κατά καιρούς, κάποιοι αυτόκλητοι σωτήρες.
Να καταδικαστούν οι νεοναζί της Χ.Α.
Έπειτα από καθυστέρηση μηνών, τη Δευτέρα 20 Απρίλη, ξεκίνησε στις γυναικείες φυλακές Κορυδαλλού, η δίκη της δολοφονικής οργάνωσης της Χρυσής Αυγής, ωστόσο, έπειτα από αίτημα ενός εκ των κατηγορουμένων για διορισμό συνηγόρου, μετατέθηκε για τις 7 Μάη.
Η δίωξη των νεοναζί της Χρυσής Αυγής, αποτέλεσε μια αναγκαστική επιλογή της κυβέρνησης Σαμαρά και του συστήματος, ως αποτέλεσμα της αντίδρασης της κοινωνίας στη δολοφονία του Π. Φύσσα το Σεπτέμβρη του ‘13. Αυτό εκφράστηκε με μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις: μαζικά ενωτικά αντιφασιστικά συλλαλητήρια, με συμμετοχή χιλιάδων αντιφασιστών/ριών στους δρόμους, που είχαν ως κεντρικό αίτημα τη συντριβή των νεοναζί την καταδίκη της εγκληματικής συμμορίας της Χρυσής Αυγής.
Την περίοδο αυτή, το φοιτητικό κίνημα δεν έμεινε αμέτοχο, αλλά ήταν αναπόσπαστο κομμάτι του αντιφασιστικού κινήματος. Όπως και πιο πριν, με την έμπρακτη αλληλεγγύη του στον αγώνα των 300 μεταναστών απεργών πείνας, έδειξε τα αντιρατσιστικά-αντιφασιστικά αντανακλαστικά του, συμμετέχοντας σε αντιφασιστικές κινητοποιήσεις, με πρωτοβουλίες για αντιφασιστικά έντυπα και διοργάνωση αντιφασιστικών εκδηλώσεων, με ψηφίσματα ενάντια στους φασίστες, απαντώντας άμεσα και συλλογικά στους τραμπουκισμούς και τις επιθέσεις τους, ενώ αργότερα συμμετείχε ενεργά στην στήριξη της απεργίας πείνας των Σύριων προσφύγων στο Σύνταγμα. Όλα αυτά κατάφεραν αποτελεσματικά να αφαιρέσουν τη δυνατότητα ανάπτυξης των φασιστών στα Πανεπιστήμια, και συνέβαλαν στο να δωθεί φωνή στους αγώνες των μεταναστών και να τους ανοίξουν στην υπόλοιπη κοινωνία.
Βάσει των προηγουμένων, είναι σαφές, ότι το φοιτητικό κίνημα δεν μπορεί να κάνει πίσω - οφείλει να δικαιώσει τους αγώνες που έδωσε το προηγούμενο διάστημα. Αυτό γίνεται ακόμα πιο επιτακτικό από την επικαιρότητα. Η παρεμπόδιση των μαρτύρων από τους συγκεντρωμένους φασίστες την πρώτη μέρα της δίκης, καθώς και η επίθεση τους σε φίλους του Π.Φύσσα, καθιστούν απαραίτητη την προστασία των μαρτύρων καθ’όλη τη διάρκεια της δίκης. Πέρα όμως από αυτό, οι μέχρι τώρα ενδείξεις (ελλιπές κατηγορητήριο, δίωξη άμεσα εμπλεκόμενων μελών και όχι απαραίτητα της ηγεσίας ως καθοδήγηση αυτών των εγκληματικών ενεργειών) προοικονομούν μια τάση χαλαρής αντιμετώπισής τους από την πλευρά της Δικαιοσύνης, ενώ κάθε περαιτέρω καθυστέρηση της δίκης, βολεύει μόνο τους ίδιους τους φασίστες, στην προσπάθειά τους να ηρωοποιηθούν.
Το φοιτητικό κίνημα θα πρέπει λοιπόν να πιέσει έτσι ώστε η δίκη να αποκτήσει τη δημοσιότητα που της αρμόζει, έτσι ώστε να μην υπάρξει πιθανότητα να «θαφτεί» το οτιδήποτε που θα μπορούσε να καταδικάσει τους φασίστες. Οφείλει να στηρίξει και να προστατεύσει με την παρουσία του, τους μάρτυρες που θα καταθέσουν ενάντια στους τραμπούκους. Οφείλει να αποκρούσει τη ρατσιστική υστερία των τελευταίων ημερών που ρίχνουν νερό στον μύλο της Χρυσής Αυγής. Οφείλει να αναδείξει τις σχέσεις των ναζί με το στρατό, την αγαστή τους συνεργασία με την ΕΛ.ΑΣ, και την στήριξή τους από τμήματα του κεφαλαίου. Οφείλει να είναι σε εγρήγορση, να μην επιτρέψει καμία καθυστέρηση της δίκης, να πιέσει με κάθε τρόπο ώστε να καταδικαστούν οι ναζί εδώ και τώρα! Πιέζοντας ταυτόχρονα όλη την Αριστερά και την κυβέρνηση να πάρουν ξεκάθαρη θέση και να εξασφαλίσουν την βαριά καταδίκη της ηγεσίας της εγκληματικής οργάνωσης και όχι μόνο κάποιων κατώτερων στελεχών. Άλλωστε, η δικαιοσύνη παραμένει αστική, η ίδια που άφηνε τόσες δεκαετίες τους νεοναζί ελεύθερους να τρομοκρατούν και μόνο υπό μια τέτοια πίεση ξέθαψε 32 υποθέσεις εναντίον τους...
Κράτος, κυβέρνηση, κίνημα
Κάπου στην Αγγλία, πίνοντας τσάι, το 1651 ο Τόμας Χομπς έγραψε το σπουδαιότερο έργο του με τίτλο «Λεβιάθαν» (πρόκειται για το αλληγορικό όνομα που έδωσε ο συγγραφέας στην έννοια του κράτους). Το Κράτος λοιπόν για τον Τόμας λειτούργει ως εγγυητής της διατήρησης της κοινωνικής ειρήνης, η απολυτή εξουσία που έχει υπό την κατοχή του νόμους, αστυνόμους και στρατό, είναι ένα δημιούργημα της αστικής τάξης. Το σημαντικό στοιχείο είναι ότι αυτό το Κράτος έχει το μονοπώλιο της βίας και της απόλυτης εξουσίας.
Κάνουμε ένα μικρό άλμα... δυόμιση αιώνες μπροστά στο 1917 και στον Β.Ι. Λένιν που στο έργο του «Κράτος και Επανάσταση» μας λέει ότι το Κράτος είναι προϊόν ταξικών ανταγωνισμών, αλλά και η ιδια η ύπαρξη του Κράτους συντηρεί τους ταξικούς ανταγωνισμούς. Κατά τον Μαρξ, η ταξική πάλη είναι δομικό στοιχείο της σύγχρονης οργανωμένης κοινωνίας στην οποία υπάρχουν εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενοι. Η ύπαρξη κοινωνικών τάξεων και τα διαφορετικά συμφέροντα της καθεμιάς οδηγούν αναπόφευκτα στη μεταξύ τους πάλη. Προκειμένου να μετριαστεί η μεταξύ τους σύγκρουση επιβλήθηκε από την άρχουσα τάξη το αστικό Κράτος ως όργανο και μηχανισμός κυριαρχίας, το οποίο διαιωνίζει την κυριαρχία της αστικής τάξη πάνω στην εργατική. Ένα εύλογο ερώτημα θα ήταν γιατί η εργατική τάξη «δέχεται» την αστική καταπίεση.
Με μια πρόχειρη μάτια, όλα τα παραπάνω συνομολογούν στο ότι το κράτος αποτελεί μια έννοια γεννημένη από κάποιον ούτε μια υπεριστορική πραγματικότητα… Πάμε λοιπόν πάλι πίσω, στο αιώνιο υπαρξιακό ερώτημα «Η κότα έκανε το αυγό ή το αυγό την κότα;» και κατ’ αναλογία ας αναρωτηθούμε: «Η ταξική πάλη γέννησε το κράτος ή το κράτος την ταξική πάλη;» Για να απαντήσουμε σ’ αυτό το ερώτημα θα πρέπει να δούμε πρώτα πώς οργανώνεται η σχέση κράτους, ταξικής πάλης και εξουσίας.
Κράτος και Εξουσία
Πέρα και πάνω από το Κοινοβούλιο, το Κράτος αποτελείται από ένα σύνολο θεσμών που εμπεδώνουν την κυριαρχία της αστικής τάξης, ουσιαστικά προασπιζόμενοι τα συμφέροντα αυτής. Τέτοιοι είναι τα ένοπλα σώματα (αστυνομία, στρατός), τα δικαστήρια, τα οποία στηρίζονται στο αστικό δίκαιο, και δευτερευόντως η εκκλησία και οι εκπαιδευτικοί μηχανισμοί. Με άλλα λόγια πρόκειται για μια κατασκευή «από κάποιους για τους ίδιους». Συχνά αυτά τα ένοπλα σώματα έχουν δείξει τα δόντια τους, σπάζοντας τα δόντια όσων αμφισβητούν έμπρακτα το καθεστώς καταπίεσης και εκμετάλλευσης.
Την ίδια στιγμή η οικονομική εξουσία της αστικής τάξης οικοδομείται πάνω στην κατοχή των μέσων παραγωγής, δηλαδή των μέσων παραγωγής του πλούτου. Φυσικά ένα τόσο καλοσχεδιασμένο και οργανωμένο σύστημα εξουσίας δε θα μπορούσε να αφήνει «άπλυτους κινηματίες» που διαταράσσουν την κοινωνική ειρήνη να δρουν με το έτσι θέλω. Οι κατασταλτικοί μηχανισμοί υπογραμμίζουν το κρατικό μονοπώλιο της βίας που στην προκείμενη περίπτωση γίνεται νόμιμη βία. Κρατική νόμιμη βία λοιπόν απέναντι στα κινήματα και τους εργατικούς-κοινωνικούς αγώνες που επιζητούν την κοινωνική αλλαγή και ακόμα περισσότερο απέναντι στις δυνάμεις που επιζητούν ανατροπή των παραγωγικών ταξικών σχέσεων.
Με βάση λοιπόν τα παραπάνω, αν η Αριστερά (ως πολιτικό κόμμα που εκφράζει -σε γενικές γραμμές- τα συμφέροντα της εργατικής τάξης) ανέλθει στην Κυβέρνηση μέσω της εκλογικής διαδικασίας δεν μπορεί να ασκήσει εξουσία, αφού πρέπει να ελέγξει όλους αυτούς τους μηχανισμούς-θεσμούς (και τα μέσα παραγωγής), τα οποία πρακτικά συγκροτούν το αστικό κράτος. Άρα, προκειμένου η εργατική τάξη να αποτινάξει την καταπίεση που της ασκείται δεν της αρκεί να εκλέξει μια «δικιά της» κυβέρνηση.
Και «Τι να κάνουμε;»
Παρά τη συνθετότητα των παραπάνω ερωτημάτων μάλλον η απάντηση προκύπτει από τη λογική… γιατί τι είναι πιο αποτελεσματικό; Να προσπαθείς να ρίξεις έναν τοίχο μόνος σου ή με πολλούς μαζί; Ακόμα και αν φαντάζει μακρινή μία ολική πτώση του καπιταλιστικού τείχους μόνο μέσα από τη συλλογική οργάνωση και την ενότητα στη δράση είναι δυνατή και άμεσα ορατή η δημιουργία σημαντικών ρηγμάτων.
Άλλωστε τα πολιτικά κόμματα και οργανώσεις, τα συνδικάτα, οι σύλλογοι είναι ακριβώς οι μορφές συλλογικότητας μέσω των οποίων διεξάγεται η ταξική αντιπαράθεση σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο. Η εργατική τάξη, οι «από κάτω», δεν έχουν άλλο όπλο απέναντι σε ένα τόσο οργανωμένο σύστημα.
Δεν θα αναλωθούμε σε εκτενή ιστορική αναδρομή με παραδείγματα που δείχνουν πως ό,τι κερδήθηκε συνάντησε πρώτα μεγάλη κρατική καταστολή και κυνήγι, μα και άντεξε και νίκησε μόνο μέσα από κάποιου τύπου συλλογικότητα. Στην Ελλάδα οι φοιτητικοί σύλλογοι με την κατάληψη του Νοέμβρη και οι απεργίες ανεξάρτητων σωματείων ήταν που έβαλαν τα θεμέλια για την πτώση της Χούντας παλιά, ενώ πιο πρόσφατα το άρθρο 16 είχε διασωθεί από τη Γιαννάκου με κινητοποιήσεις πάλι των φοιτητικών συλλόγων και των αριστερών παρατάξεων εντός τους, όπως και με το σχέδιο «Αθηνά».
Ακόμη και για την σύλληψη της ΧΑ μετά 30 χρόνια σχεδόν πλήρους δικαστικής ατιμωρησίας: ήταν η κοινή κάθοδος εργατικών σωματείων μαζί με τις τοπικές συλλογικότητες κατοίκων και τις αντιρατσιστικές οργανώσεις και τις μάζες του οργισμένου κόσμου γύρω τους, που ανάγκασαν την κυβέρνηση σε αναδίπλωση.
Είναι φανερό ότι απέναντι σε ένα τόσο σύνθετο και καλά οργανωμένο σύστημα εξουσίας, ο ατομικός δρόμος διεκδίκησης των συμφερόντων των καταπιεσμένων είναι καταδικασμένος να αποτύχει. Η ιστορική εμπειρία βρίθει τέτοιων παραδειγμάτων τα οποία μας επιτρέπουν να πιστεύουμε ότι το σύνθημα που φώναζαν οι φοιτητές του Μάη του ’68 «Είμαστε ρεαλιστές, επιδιώκουμε το αδύνατο!» παραμένει επίκαιρο.
Ας αφήσουμε λοιπόν τις φοβίες με το ... «καπέλωμα» που μπορούμε δήθεν να πάθουμε από τις γενικές συνελεύσεις ή τις παρατάξεις μας κι ας δούμε ότι μόνο σε μια συλλογικότητα είναι δυνατό να διεκδικήσεις πραγματική ελευθερία από την καθημερινή καταπίεση ενός πολυοργανωμένου συστήματος.
ΣΤΙΣ 13 ΜΑΪΟΥ
ΣΤΗΡΙΖΟΥΜΕ-ΨΗΦΙΖΟΥΜΕ
ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΕΝΟΤΗΤΑ