Νομοσχέδιο με fast track διαδικασίες φέρνει η κυβέρνηση

Μέσα στο εντατικοποιημένο κλίμα της εξεταστικής του χειμερινού εξαμήνου και την αγωνία της φοιτητικής νεολαίας ν’ ανταπεξέλθει στην εκπαιδευτική διαδικασία, η κυβέρνηση επιλέγει, με την αξιοποίηση του άρθρου 28 σχετικά με την προτεραιότητα των διακρατικών συμφωνιών έναντι οποιασδήποτε άλλης συνταγματικής ρύθμισης, να φέρει σε fast-track διαβούλευση και ψήφιση το νομοσχέδιο για την παράκαμψη του άρθρου 16 και την ίδρυση παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων στην Ελλάδα, μέσα στον Ιανουάριο. Με τον τρόπο αυτό, επιχειρεί όχι μόνο να μετριάσει τις μαζικές αντιδράσεις του φοιτητικού κινήματος, αλλά και να ικανοποιήσει εκείνο το κομμάτι του ακροατηρίου της που εξαπολύει κατηγορίες στασιμότητας και μη προώθησης σημαντικών μεταρρυθμίσεων.

Προχωρά, λοιπόν, στον εσπευσμένο συνταγματικό υποσκελισμό, καθώς τα επιχειρηματικά συμφέροντα που εκπροσωπεί ασκούν πιέσεις για τροποποίηση του θεσμικού πλαισίου και υλοποίηση των οικονομικών σχεδίων τους στον τομέα της εκπαίδευσης. Η Νέα Δημοκρατία, άλλωστε, δεν διστάζει να δηλώνει διαρκώς πως η πραγματική επιθυμία της είναι η οριστική αλλαγή-κατάργηση του άρθρου 16, αλλά, καθώς η συνταγματική αναθεώρηση είναι ένα δύσκολο εγχείρημα που απαιτεί δυο Βουλές- μία προτείνουσα και μία αναθεωρητική- αλλά και αυξημένη πλειοψηφία 180 βουλευτών -τουλάχιστον στη μία από τις δύο- προτείνει μια αμφιβόλου νομιμότητας διαδικασία παραμερίσματος του συνταγματικού δικαίου.

Στο άρθρο 16 διατυπώνεται με σαφήνεια πως «η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται» και πως «η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους». Κόντρα, όμως, στις συνταγματικές ρυθμίσεις, η κυβέρνηση απολαμβάνοντας την πολιτική της κυριαρχία, συνεχίζει στο οριστικό χτύπημα του τελευταίου πυλώνα της δημόσιας εκπαίδευσης, καθώς το ιδιωτικό κεφάλαιο έχει ήδη εισχωρήσει στην πρωτοβάθμια και την δευτεροβάθμια εκπαίδευση με ιδιωτικά σχολεία αλλά και ιδιωτικά εκπαιδευτήρια που πλέον θεωρούνται απαραίτητα για την συμπόρευση του μαθητή μ’ ένα σχολείο γεμάτο ελλείψεις καθηγητών, συγχωνεύσεις, διαρκείς αλλαγές κλπ. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη προσπαθεί να διαμορφώσει γύρω από το νέο νομοσχέδιο ένα αφήγημα πλούσιο σε γενικολογίες και αόριστους όρους όπως «διεθνοποίηση», «μη κρατικά-μη κερδοφόρα παραρτήματα», «μονοπώλιο του δημοσίου», «ελευθερία τριτοβάθμιας εκπαίδευσης», για να γίνει αποδεκτή, στην ουσία, η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων στην κοινή γνώμη.

Το κυβερνητικό αφήγημα

Ένα βασικό επιχείρημα της κυβερνητικής ρητορικής είναι η ανακοπή της φοιτητικής μετανάστευσης και η δυνατότητα των φοιτητών που μένουν έξω από τα δημόσια πανεπιστήμια ή συναντούν δυσκολία στην εύρεση του αντικειμένου ενδιαφέροντός τους στην Ελλάδα και διαφεύγουν στο εξωτερικό, τώρα να έχουν την επιλογή να παραμείνουν «δίπλα στο σπίτι τους». Το επιχείρημα αυτό έρχεται σε μια συγκυρία, λίγα χρόνια μετά την ψήφιση της ΕΒΕ (Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής), που άφησε χιλιάδες μαθητές εκτός δημοσίου πανεπιστημίου κι οδήγησε σε τερματισμό  λειτουργίας πλήθος περιφερειακών τμημάτων. Πρώτα, δηλαδή, η κυβέρνηση διώχνει απ’ το δημόσιο πανεπιστήμιο όσους μαθητές κόπηκαν λόγω της ΕΒΕ στις πανελλαδικές εξετάσεις, και μετά υμνεί την παραμονή τους στη χώρα αλλά σε ξένα παραρτήματα που θα απαιτούν δίδακτρα. Πρώτα υποχρηματοδοτεί την δημόσια τριτοβάθμια παιδεία, μειώνει το εκπαιδευτικό και διοικητικό προσωπικό και κλείνει σχολές στην επαρχία και μετά εγκωμιάζει τις δυνατότητες που θα προσφέρουν τα μη-κρατικά ιδρύματα. Με την τακτική αυτή «νομιμοποιεί» τα «χρυσά συνοικέσια» τεράστιου αριθμού μαθητών με τις επιχειρήσεις της γνώσης, που θα παρέχουν όσα το δημόσιο αρνήθηκε, για εξοικονόμηση πόρων. Ενώ, φυσικά, κανένα ξένο παράρτημα δεν θα επενδύσει σ’ επαρχιακές πόλεις, αλλά μόνο στα αστικά κέντρα της Ελλάδας, οπότε ένα σημαντικό κομμάτι της νεολαίας που δε ζει στις μεγάλες πόλεις της χώρας και θα κατευθύνεται στις ιδιωτικές σχολές, θα οδηγείται σε «μετανάστευση», απλά «εσωτερική», και άρα, δεν θα είναι «δίπλα στο σπίτι του», όπως αγορεύουν τα κυβερνητικά στελέχη. Ταυτόχρονα, την στιγμή που η κυβέρνηση θρηνεί για το «ξεριζωμό» τόσων νέων ανθρώπων που ωθούνται στην φοιτητική μετανάστευση, αγνοεί κατά κόρον όλους εκείνους τους πτυχιούχους που έχουν διαμορφωθεί ως επαγγελματίες και ως πολίτες στο δημόσιο πανεπιστήμιο και εξαναγκάζονται σε μετανάστευση, λόγω των αβίωτων συνθηκών ζωής κι εργασίας στην Ελλάδα, με τους πενιχρούς μισθούς, την καταπάτηση των εργασιακών τους δικαιωμάτων και το όλο και αυξανόμενο κόστος ζωής.

Ένα επιχείρημα που έχει κάνει σημαία της η νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση Μητσοτάκη σε κάθε τομέα της δημόσιας ζωής που ανοίγουν διάπλατα οι πόρτες για το ιδιωτικό κεφάλαιο είναι ο «ανταγωνισμός» που θα οδηγήσει σε αναβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών. Στην περίπτωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ο ισχυρισμός είναι ότι τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θ’ ασκήσουν πίεση στο δημόσιο για την βελτίωση του επιπέδου μόρφωσης. Ο συλλογισμός αυτός καταρρίπτεται μόλις αναλογιστεί κανείς αντίστοιχες ιδιωτικές παρεμβάσεις σε βασικά δημόσια αγαθά, όταν η κυβέρνηση διατυμπάνιζε πάλι τα οφέλη του ανταγωνισμού στην δημόσια υγεία (Εθνικό Σύστημα Υγείας) η το ρεύμα (Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού), ενώ γίνεται όλο και πιο εμφανής η ολοκληρωτική υποβάθμιση τους.

Κυρίαρχο πρόβλημα στον ανταγωνισμό μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού πανεπιστημίου, είναι η άνιση πρόσβαση. Απ’ τη μία το δημόσιο πανεπιστήμιο θα απαιτεί τεράστια χρηματικά ποσά σε ιδιωτικά φροντιστήρια με αμφίβολα αποτελέσματα, λόγω και της ΕΒΕ που προαναφέρθηκε, ενώ τα ιδιωτικά θα δίνουν πρόσβαση, ακριβώς, σε όποιον μπορεί να πληρώσει. Το δημόσιο πανεπιστήμιο, μάλιστα, μετά την εξίσωση των πτυχίων δεν διατηρεί καν το προβάδισμα της μεγαλύτερης ισχύς του πτυχίου. Είναι γεγονός, πως, όπως συνέβη και με τις προγενέστερες ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων αγαθών, ο ανταγωνισμός αυτός που συνοδεύεται από πλήρη κρατική υποχώρηση, οδηγεί νομοτελειακά στην είσοδο του ιδιωτικού κεφαλαίου και στην λειτουργία του δημοσίου. Η παρουσία, βέβαια, ιδιωτών στις δημόσιες σχολές δεν είναι κάτι καινούριο, αφού ήδη έχουν παραδοθεί πλευρές της φοιτητικής μέριμνας, όπως σίτιση και στέγαση, σε εργολάβους, ενώ πολλά μεταπτυχιακά ή εργαστήρια γίνονται πλέον μόνο με δίδακτρα. Σε αντίστοιχη τροχιά είναι, φυσικά, και η πανεπιστημιακή έρευνα, η οποία χρηματοδοτείται και αξιοποιείται από επιχειρηματικά συμφέροντα, τα οποία, συχνά, ορίζουν ακόμη και το πρόγραμμα σπουδών και την κατεύθυνση της έρευνας. Όταν η επικρατούσα κατάσταση, λοιπόν, είναι η ιδιωτικοποίηση τομέων του δημόσιου πανεπιστημίου, λόγω της διαρκούς υποχρηματοδότησης, η νομιμοποίηση ιδιωτικών πανεπιστημίων απλώς θα εντείνει την ήδη υπάρχουσα συνθήκη, δημιουργώντας περισσότερους ταξικούς φραγμούς και κάνοντας όλο και δυσκολότερη την δυνατότητα φοίτησης για τα λαϊκά στρώματα.  

Πολύ συχνά παρουσιάζεται, επίσης, το άρθρο 16 ως μια αναχρονιστική δέσμευση που δεν υπακούει στο ρεύμα των καιρών, αφού σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες συνυπάρχουν δημόσια και ιδιωτικά πανεπιστήμια. Πράγματι, οι μόνες χώρες με αποκλειστικά δημόσια τριτοβάθμια εκπαίδευση ήταν το 2020, σύμφωνα με έρευνα της Eurostat, η Ελλάδα και το Λουξεμβούργο. Παρόλα αυτά, στις 22 από τις 27 χώρες, τα 3/4 των φοιτητών σπούδαζαν το 2020 σε δημόσια πανεπιστήμια, γεγονός που αποδεικνύει πως όλες οι «ανεπτυγμένες» χώρες του εξωτερικού θέτουν το δημόσιο ως προτεραιότητα. Η ελληνική κυβέρνηση, όμως, ευλογεί τα γένια της Κύπρου, την οποία αντιμετωπίζει ως παράδειγμα μίμησης στα άμεσα πλάνα της για την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, η Κύπρος ανήκει στις ελάχιστες χώρες που η μειονότητα των σπουδαστών της φοιτά σε δημόσια ιδρύματα, συγκεκριμένα μόνο το 25%, με το 75% να έχει οδηγηθεί σε ανεξάρτητα, ιδιωτικά. Τα δεδομένα αυτά, αναδεικνύουν την πραγματική πρόθεση της κυβέρνησης να παραχωρήσει το αγαθό της γνώσης στον βωμό του κέρδους, μεταμορφώνοντας την σε πολυτέλεια για όσους μπορούν ν’ ανταποκριθούν οικονομικά. Οι υπόλοιποι θα καλύπτουν τις ανάγκες είτε για ανειδίκευτο, είτε για ευέλικτο εργατικό δυναμικό με περιορισμένες γνώσεις, που επίσης θα μπορούν να προσφερθούν από πιο οικονομικά ΙΕΚ, πιο προσιτά στις φτωχότερες οικογένειες. Και οι δύο αυτές κατηγορίες εργατών αποτελούν την τέλεια λεία εκμετάλλευσης για τους μεγάλους επιχειρηματικούς κύκλους.

Από τη μία, τα κυβερνητικά μέσα χρησιμοποιούν επίμονα την φράση «μη κρατικά-μη κερδοφόρα», προσπαθώντας να πείσουν πως δεν πρόκειται για ιδιωτικοποίηση του πανεπιστημίου, απ’ την άλλη, οι ίδιοι οι κυβερνητικοί εκπρόσωποι την διαψεύδουν. Συγκεκριμένα, εκφράζουν προβληματισμούς σχετικά με την προσέλκυση ξένων ιδρυμάτων -αυτόνομα η μέσω funds- χωρίς το «τυράκι» του κέρδους. Ενώ, όταν ρωτήθηκε αν το Μαξίμου θα θέσει κάποιο όριο στα απαιτούμενα δίδακτρα, η δοθείσα απάντηση ήταν πως τα ποσά που θα ζητούν τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα αφεθούν στους νόμους της ελεύθερης, αυτορρυθμιζόμενης αγοράς, αφού «αν θέλουν να προσελκύσουν πελάτες θα πρέπει να θέσουν λογικές τιμές».

Στάση κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης

Καθώς η παράκαμψη του άρθρου 16 δεν απαιτεί αναθεωρητική βουλή και αυξημένη πλειοψηφία, μπορεί, δυστυχώς να προχωρήσει μόνο από την ίδια την κυβέρνηση. Έχει, όμως, μία ουσία η στάση της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης ως προς τις πιέσεις που μπορεί ν’ ασκήσει. Το ΠΑΣΟΚ, δηλώνει εξαιρετικά καχύποπτο και περιμένει να δει το τελικό νομοσχέδιο. Οι κόκκινες γραμμές που θέτει, πάντως, έως τότε είναι η έμπρακτη στήριξη του δημόσιου πανεπιστημίου, ο αποκλεισμός του ενδεχομένου εμπορευματοποίησης της ανώτατης εκπαίδευσης με αμφίβολης ποιότητας περιεχόμενο, μέσα από την θέσπιση αυστηρών και υψηλών κριτηρίων και η αποφυγή βεβιασμένων κινήσεων. Σύμφωνα με τον  Γλαβίνα (εκπρόσωπος Τύπου), εκσυγχρονισμός θα ήταν «η βαθιά ενίσχυση της χρηματοδότησης των δημόσιων πανεπιστημίων, με ανέγερση φοιτητικών εστιών και προκήρυξη νέων θέσεων καθηγητών».

Ο ΣΥΡΙΖΑ, υπό τη νέα του ηγεσία, όπως φαίνεται θα εκφράσει τις θέσεις του αμέσως μετά την εορταστική περίοδο, σχετικά με το νέο νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας. Στόχος του, πάντως, είναι η απόρριψη της κυβερνητικής κίνησης, τόσο λόγω της συνταγματικής παραβίασης όσο και της διασφάλισης του δημόσιου χαρακτήρα του δημόσιου πανεπιστημίου. Η παρέμβαση του δηλώνει πως θα είναι υπέρ της αναβάθμισης του δημόσιου πανεπιστημίου, αν και ο νυν πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ έχει παλαιότερα ταχθεί υπέρ της δημιουργίας/ύπαρξης και ιδιωτικών πανεπιστημίων.

Το ΚΚΕ έχει την πιο σταθερή στάση ενάντια στην ιδιωτικοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και υπεράσπισης του δημόσιου δωρεά πανεπιστημίου. Ωστόσο, δεν έχει αναλάβει μέχρι στιγμής τις αναγκαίες πρωτοβουλίες που μπορεί να πάρει για το συντονισμό του φοιτητικού και του εργατικού κινήματος.

Στον δρόμο που χάραξε το φοιτητικό κίνημα του 2006-2007

Όταν η κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή ξεκίνησε τη διαδικασία αναθεώρησης του άρθρου 16 το 2006-2007, παρά την ευρεία κοινοβουλευτική συναίνεση, βρέθηκε μπροστά σ’ ένα μεγαλειώδες φοιτητικό κίνημα διαρκείας, που ανέτρεψε τα σχέδιά της. Οι έντονες αντιδράσεις τόσο του φοιτητικού κινήματος, όσο και της γενικότερης εκπαιδευτικής κοινότητας, με μαζικές διαδηλώσεις, απεργίες καθηγητών (ΠΟΣΔΕΠ), καταλήψεις σχολών, γενικές συνελεύσεις μεγάλης συμμετοχής, επιτροπές σε γειτονιές για την υπεράσπιση του άρθρου 16 και γενικότερη κινητοποίηση του κόσμου από τα κάτω, όξυνε την αντιπαράθεση και οδήγησε τότε σε αναδίπλωση του ΠΑΣΟΚ, διακόπτοντας, έτσι, την δυνατότητα αναθεώρησης του συντάγματος. Η αλλαγή αυτή ήταν αποτέλεσμα, ακριβώς, των πιέσεων που ασκήθηκαν από τον κόσμο που υπερασπίστηκε το δημόσιο πανεπιστήμιο στο δρόμο μέχρι την τελευταία στιγμή. Γι’ αυτόν τον λόγο και η κυβέρνηση προσπαθεί, μαζί με το συνολικό αφήγημά της για τα ιδιωτικά ιδρύματα, να καθησυχάσει τον κόσμο για την χρηματοδότηση και την ενίσχυση του δημοσίου πανεπιστημίου.

Οι μέχρι στιγμής φοιτητικές κινητοποιήσεις αλλά και οι γενικές συνελεύσεις που σταδιακά αρχίζουν να παίρνουν αποφάσεις ενάντια στα ιδιωτικά πανεπιστήμια, υποδηλώνουν πως υπάρχουν και τα αντανακλαστικά, αλλά και ένα κρίσιμο μέγεθος που θα εναντιωθεί στις κυβερνητικές πρωτοβουλίες. Την ίδια στιγμή, σύλλογοι ΔΕΠ και διδάσκοντες σε πανεπιστήμια ολόκληρης της χώρας τάσσονται κατά του αντισυνταγματικού νομοσχεδίου και δηλώνουν πως θα σταθούν αντίθετα στα σχέδια της κυβέρνησης, την υποχρηματοδότηση, την υποστελέχωση και την υποβάθμιση της δημόσιας πανεπιστημιακής γνώσης.

Για να μπορέσει το φοιτητικό κίνημα να πετύχει μία δύσκολη νίκη απαιτείται η ουσιαστική ενότητα-συμπόρευση των δυνάμεων της φοιτητικής αριστεράς, για τη μεγαλύτερη συσπείρωση δυνάμεων με στόχο να μην περάσει το έκτρωμα της ιδιωτικοποίησης των πανεπιστημίων. Οι μικροπολιτικοί ανταγωνισμοί και ηγεμονισμοί από δυνάμεις της φοιτητικής Αριστεράς αποτελούν τροχοπέδη για την ανάπτυξη νικηφόρων αγώνων.

Το φοιτητικό κίνημα μπορεί να αποτελέσει τη σπίθα της έκρηξης, αλλά για να είναι ο αγώνας νικηφόρος μεγάλη αξία έχει η κινητοποίηση ολόκληρης της κοινωνίας που στερείται την πρόσβαση σε όλο και περισσότερους τομείς της δημόσιας ζωής, σ’ ένα ασταμάτητο άνοιγμα της ψαλίδας και όξυνσης των ταξικών ανισοτήτων. Όπως και το 2006-2007 έτσι και σήμερα είναι απαραίτητη η σύνδεση και ο συντονισμός του φοιτητικού κινήματος με τα κομμάτια εκείνα του εκπαιδευτικού και διδακτικού προσωπικού μέσα στα πανεπιστήμια αλλά και του μαθητικού κινήματος, στην κατεύθυνση συγκρότησης πανεκπαιδευτικού μετώπου.

Εναρκτήριο σφύριγμα του αγώνα, με την νέα χρονιά, οι γενικές συνελεύσεις, ο συντονισμός των φοιτητικών συλλόγων με εργατικά σωματεία και το μαθητικό κίνημα και το πρώτο συλλαλητήριο του 2024 για την υπεράσπιση της δημόσιας τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στις 11 Ιανουαρίου, σε όλες τις πόλεις της χώρας. Οργάνωση και αγώνας για να μην αφήσουμε σπιθαμή του δικαιώματός μας στη γνώση στα χέρια των ολιγαρχών της εκπαίδευσης. Να μαζικοποιήσουμε τις γενικές μας συνελεύσεις και τις φωνές μας στον δρόμο, για ένα πανεπιστήμιο που θ’ ανήκει στον λαό που εργάζεται, μαθαίνει, πολιτικοποιείται, δρα και παλεύει για την ζωή του μέσα σε αυτό.  

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες