«Ποτέ μη ξεχαστεί τι κάναν στην Ελένη...»

Το Νοέμβριο του 2018, η Ελένη Τοπαλούδη (μόλις 21 χρόνων τότε) βιάστηκε και δολοφονήθηκε από δύο άντρες σχεδόν συνομηλίκους της (Μανώλης Κούκουρας και Αλέξανδρος Λουτσάι), οι οποίοι ήταν ελάχιστα γνωστοί της. Η ίδια έφυγε με τον έναν νομίζοντας πως θα πήγαιναν για  «μια μικρή βόλτα να φάνε σουβλάκια.» Ωστόσο, ο Λουτσάι οδηγώντας ένα λευκό βανάκι που ανήκε στον Κούκουρα κατευθύνθηκε σε πολύ απομακρυσμένη περιοχή, όπου βρισκόταν το εξοχικό σπίτι του Κούκουρα. Εκεί τους περίμενε ο τελευταίος, ενώ στη συνέχεια οι δύο άντρες επιχείρησαν να τη βιάσουν. Παρά τις αντιστάσεις της οι δύο δολοφόνοι την ακινητοποίησαν, χτυπώντας την μέχρι στραγγαλισμού και θανάτου. Στη συνέχεια, τη μετέφεραν –πιθανόν σε ημιθανή κατάσταση– σε βραχώδη περιοχή στη Λίνδο της Ρόδου, όπου και πέταξαν το σώμα της στα βράχια. Ύστερα από λίγες μέρες το πτώμα της Τοπαλούδη αναγνωρίστηκε, ενώ οι δύο δράστες συνελήφθησαν και ομολόγησαν έπειτα από τις αρχικές αντιφάσεις στις καταθέσεις τους ρίχνοντας τις κατηγορίες ο ένας στον άλλο.

Από τις πρώτες κιόλας ώρες, η δημοσιογραφική κάλυψη και αναμετάδοση της είδησης κινήθηκε στην κατεύθυνση της συσκότισης του πραγματικού χαρακτήρα του εγκλήματος ως μίας ωμής γυναικοκτονίας. Η συνεχής απόκληση του θύματος ως «άτυχης κοπέλας», η επιμονή στην ερμηνεία του ψυχολογικού προφίλ των δραστών, η αντιμετώπιση του εγκλήματος ως «εκδήλωσης» της ψυχοπαθολογίας και της πώρωσής τους υπονόμευαν συστηματικά την αναγωγή του εγκλήματος στα κοινωνικά του αίτια. Όμως, τμήμα των κυρίαρχων ΜΜΕ δεν έμεινε μόνο σε αυτά. Υπήρξαν χυδαίες προσπάθειες διασυρμού της Ελένης, προσπάθειες να σπείρουν την αμφιβολία στην κοινή γνώμη για το κατά πόσον η ίδια είχε «με την όλη συμπεριφορά της» συναινέσει. Ακόμη, προσπάθειες «αγιοποίησης» του «εύπορου και από καλή οικογένεια» Ροδίτη και χρέωσης, την ίδια ώρα, του εγκλήματος μόνο στον έτερο βιαστή και γυναικοκτόνο, λόγω της αλβανικής του καταγωγής. Όλα τα παραπάνω συνδυάστηκαν με μία επικοινωνιακή εκστρατεία εξοβελισμού από τη δημόσια σφαίρα και καθεαυτού του όρου  «γυναικοκτονία», που το φεμινιστικό κίνημα (στην Ελλάδα και διεθνώς) επέμενε να φέρνει στην επιφάνεια.

Οι σχετικές πιέσεις, όμως, στην υπόθεση της Ελένης, αποδείχτηκαν λιγότερο ικανές να μεταστρέψουν το κυρίαρχο αίσθημα της κοινωνίας: ο αποτροπιασμός για το ειδεχθές έγκλημα ήταν διάχυτος όσο ποτέ άλλοτε. Διάχυτη ήταν και η οργή: στο πρόσωπο της Ελένης, γονείς είδαν τις κόρες τους, που απειλούνται ακόμη και στις «ασφαλείς» επαρχιακές κοινωνίες όπου σπουδάζουν. Οι νέες γυναίκες είδαμε τις εαυτές μας, που στο δρόμο, στα αμφιθέατρα, στις εξόδους, ακόμη και μέσα στα σπίτια μας, αισθανόμαστε μία διαρκή απειλή.

Αυτή η αυθόρμητη οργή εκφράστηκε πολύ γρήγορα με πολλούς τρόπους και σε συλλογικό επίπεδο. Στις 14 Δεκεμβρίου, λίγες μόλις ημέρες μετά τη δολοφονία της Ελένης, χιλιάδες γυναίκες και άνδρες συγκεντρώθηκαν και διαδήλωσαν στο κέντρο της Αθήνας, με κεντρικά συνθήματα: «Ούτε μία λιγότερη», «Δεν είμαστε όλες εδώ, λείπουν οι δολοφονημένες», «Για κάθε Ελένη έχουμε πόλεμο». Σχεδόν αμέσως μετά τη δημοσιοποίηση της είδησης του βιασμού και της γυναικοκτονίας της Ελένης, συγκροτήθηκε η «Ανοιχτή Συνέλευση για τη γυναικοκτονία στη Ρόδο», κυρίως με πρωτοβουλία νεαρών γυναικών και φοιτητριών που σπούδαζαν στο νησί. Με κάλεσμα της Ανοιχτής Συνέλευσης οργανώθηκαν μαζικές συνελεύσεις σε διάφορες πόλεις ανά την Ελλάδα, με σκοπό τη δημιουργία ενός «δικτύου» επικοινωνίας και κοινού συντονισμού στη δράση. Συγχρόνως, φοιτητικοί σύλλογοι –σε μία περίοδο ατονίας των διαδικασιών τους- προχώρησαν σε κύκλους συνελεύσεων με αφορμή τη δολοφονία της Ελένης. Χιλιάδες νέες γυναίκες με αφορμή αυτή τη γυναικοκτονία και τις κινητοποιήσεις που ζητούσαν δικαιοσύνη έγιναν φεμινίστριες και οργανώθηκαν σε φεμινιστικές και γυναικείες συλλογικότητες συνειδητοποιώντας ότι χρειάζεται μαζική και συλλογική απάντηση. Έξω και μέσα στο δικαστήριο αλλά και στο δρόμο βρέθηκαν πολλές συλλογικότητες, ανάμεσά τους η Συνέλευση 8 Μάρτη, η Καμία Ανοχή, το Μωβ.

Οι παραπάνω εμπειρίες υπήρξαν μία μορφή πρώτης πολιτικοποίησης για πολλούς νέους ανθρώπους. Πρόκειται για τη συνειδητοποίηση του ότι ο βιασμός, η κακοποίηση, η βία σε όλες της τις μορφές, η γυναικοκτονία δεν είναι μεμονωμένα περιστατικά, δεν γνωρίζουν σύνορα και εθνοτική καταγωγή και δεν είναι συμπτώματα της «εγκληματικής φύσης» κάποιων «διαταραγμένων» δραστών, αλλά έχουν τις ρίζες τους στο ίδιο το σύστημα και είναι φαινόμενα παγκόσμια. Και συνακόλουθα έγινε σαφές ότι η τύχη της καθεμίας από μας, το δικαίωμα στον έλεγχο και την αυτοδιάθεση των σωμάτων μας είναι πεδίο συλλογικού αγώνα απέναντι σε αυτό το σύστημα που γεννά την έμφυλη βία, το σεξισμό, την καταπίεση , την εκμετάλλευση και αναπαράγει τις πατριαρχικές αντιλήψεις που οπλίζουν το χέρι των βιαστών και δημιουργεί τις συνθήκες ανοχής στα εγκλήματα.

Αυτό το νέο δυναμικό αγωνιστριών και αγωνιστών έχει εκφραστεί έκτοτε πολλές φορές. Είχε εκφραστεί ήδη κάποιους μήνες πριν από τη δολοφονία της Ελένης, στη διαδήλωση για την 8η Μάρτη της ίδιας χρονιάς (που αποτέλεσε το προοίμιο των ακόμη μαζικότερων που θα έρχονταν), καθώς και στις δυναμικές κινητοποιήσεις που ακολούθησαν τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου. Πρόκειται για ένα κίνημα που αντλεί μέρος της δυναμικής του από τα μεγαλειώδη φεμινιστικά κινήματα διεθνώς: οι φεμινιστικές απεργίες των  εκατομμυρίων γυναικών στην Ισπανία, το κίνημα #ni una menos στην Αργεντινή, το #MeToo,  το κίνημα υπεράσπισης του δικαιώματος στην άμβλωση στην Πολωνία, κ.ά.  Δεν είναι τυχαίο ότι αυτό το νέο φεμινιστικό κίνημα έκανε τη δυναμική εμφάνισή του έπειτα από μία δεκαετία κρίσης, τα βάρη της οποίας επωμίστηκαν σε μεγάλο βαθμό οι γυναίκες: ήταν οι πρώτες που είδαν τα εργασιακά τους δικαιώματα να αποψιλώνονται, ήταν εκείνες που χρεώθηκαν τη διάλυση του κοινωνικού κράτους και των πολιτικών της φροντίδας. Την ίδια ώρα, στα χρόνια της κρίσης οι δείκτες της έμφυλης βίας και των γυναικοκτονιών εκτινάχθηκαν, σε μεγάλο βαθμό με τη συγκάλυψη του επίσημου κράτους. Οι χιλιάδες καταγγελίες που ποτέ δεν είδαν το φως λόγω της ανυπαρξίας κατάλληλων δομών στήριξης των θυμάτων της βίας και άλλες που θάφτηκαν ή αγνοήθηκαν από την ίδια αστυνομία (όπως και η περίπτωση της Ελένης), η δικαστική ατιμωρησία των βιαστών, κακοποιητών, γυναικοκτόνων επιβεβαίωσαν το θεσμικό υπόβαθρο του σεξισμού και της βίας.

Η ιστορική απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, της 16ης Μαϊου, πρέπει να ιδωθεί μέσα στο παραπάνω πλαίσιο: η ανεπιφύλακτη και χωρίς ελαφρυντικά καταδίκη (ισόβια για το αδίκημα της εκ προθέσεως ανθρωποκτονίας και κάθειρξη 15 ετών για το αδίκημα του ομαδικού βιασμού) των δύο βιαστών, βασανιστών και δολοφόνων της Ελένης έρχεται ως δικαίωση του φεμινιστικού κινήματος, που επί χρόνια έξω από τις δικαστικές αίθουσες διεκδικεί να αποδοθεί δικαιοσύνη σε αντίστοιχες υποθέσεις. Αντ’ αυτού, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων είδαμε το βάρος της απόδειξης να αντιστρέφεται και στην πράξη να «δικάζεται» το θύμα αντί του θύτη (τι φορούσε, γιατί ήταν έξω αργά τη νύχτα, γιατί πήγε στο σπίτι του δράστη αν δε συναινούσε, κ.ά.) ή το θύτη να πετυχαίνει ευνοϊκή ποινική μεταχείριση λόγω ελαφρυντικών (πχ «προτέρου εντίμου βίου», μεταμέλειας), μειωμένου καταλογισμού,  μετεφηβικής ηλικίας, κλπ. Σε αυτή τη γραμμή κινήθηκε και η υπεράσπιση των δύο κατηγορουμένων , με το Ροδίτη μάλιστα, χωρίς την παραμικρή μεταμέλεια, να δηλώνει πως η Ελένη «το έπαιζε δύσκολη».

Η απόφαση είναι «ιστορική» γιατί παράγει ένα σημαντικότατο δεδικασμένο, που ελπίζουμε ότι θα δώσει φωνή και σε δεκάδες άλλες γυναίκες να καταγγείλουν την κακοποίησή τους και αντίστοιχες υποθέσεις να οδηγηθούν στα δικαστήρια. Ιστορική είναι όμως και για ένα άλλο λόγο: επειδή η εισαγγελική γραμμή παρέμεινε ακλόνητη και καθαρή σε όλη τη διάρκεια της δίκης, παρά της πιέσεις της υπεράσπισης: «Δεν με ενδιαφέρει όσο και αν πιέζανε. Ας χαλάσει ο κόσμος όλος, ας γκρεμιστεί, αλλά ας επικρατήσει η Δικαιοσύνη», ανέφερε η Εισαγγελέας Αριστοτέλεια Δόγκα. Στη συνέχεια, εκθέτοντας διεξοδικά τα πραγματικά περιστατικά κατέρριψε τους ισχυρισμούς της υπεράσπισης, καταλήγοντας να ζητήσει αμφότεροι «να κηρυχτούν ένοχοι όπως κατηγορούνται». Μεταξύ άλλων, στην αγόρευσή της αναφέρθηκε και  σε κοπέλες που επίσης έπεσαν θύματα των συγκεκριμένων δραστών, αλλά οι υποθέσεις τους δεν είδαν το φως: «Είχε προηγηθεί η αποτυχημένη συνάντηση με τα άλλα δυο κορίτσια[…] Έχω παράπονο από το ανακριτικό έργο, υπήρχαν και άλλα θύματα. Θα μπορούσαμε να τις έχουμε και αυτές τις υποθέσεις εδώ». Κρατάμε, επίσης, την απόρριψη του αβάσιμου ισχυρισμού περί σχέσης της Ελένης με έναν εκ των δύο, κάνοντας παράλληλα σαφές ότι σε καμία περίπτωση η σχέση δεν μπορεί να νοείται ως τεκμήριο  διαρκούς συναίνεσης:  «Η αδελφή του δεύτερου κατηγορουμένου[…]μας είπε ότι ο αδελφός της είχε σχέση με την Ελένη[…] γιατί να την βιάσει;[...]Δεν ξέρει ότι και σχέση να έχεις, και γάμο, η γυναίκα μπορεί να αρνηθεί;». Λίγο πριν κλείσει την αγόρευσή της, επεσήμανε ότι η υπόθεση της Ελένης αποδεικνύει το πώς «το 2020 η γυναίκα αντιμετωπίζεται σαν ένα τίποτα σε πολλές περιπτώσεις».

Από την εισαγγελική αγόρευση δεν έλειψαν και τα προβληματικά σημεία. Η επανειλημμένη αναφορά στο θύμα ως «αφίλητη παρθένα» και «λαμπρό αστέρι, με πολύ υψηλούς στόχους», γεννά αναπόφευκτα το ερώτημα ποια θα ήταν η τύχη της υπόθεσης εάν το θύμα δεν έφερε ,κατά την Εισαγγελέα, τα παραπάνω χαρακτηριστικά. Οι αντιφάσεις αυτές αποδεικνύουν ότι υπάρχει ακόμη δρόμος να διανυθεί μέχρι τα θύματα της βίας να αποκτήσουν φωνή και να ελπίζουν σε δικαίωσή τους, ανεξαρτήτως ιδιότητας, εμφάνισης, οικογένειας, σεξουαλικής έκφρασης και επιλογών.

Για να γίνει αυτό δυνατόν, δε θα πάψουμε να αναζητούμε τη δικαίωση όλων αυτών των γυναικών και την καταδίκη των βιαστών, των κακοποιητών, των δολοφόνων  τους. Θα συνεχίσουμε να διεκδικούμε ένα νομοθετικό καθεστώς που θα καλύπτει στο μεγαλύτερο δυνατό εύρος τους τις περιπτώσεις εγκλημάτων όπως ο βιασμός, καθώς και μία δικονομική μεταχείριση αυτών των υποθέσεων που θα επιτρέπει να ακουστεί το θύμα μέσα σε όρους ασφάλειας και να αποδοθεί ουσιαστική δικαιοσύνη. Ο αγώνας για ορατότητα και δικαίωση μπορεί να δοθεί μόνο με επίγνωση των ορίων της αστικής δικαιοσύνης. Γιατί η βία είναι συστημική και δεν πρόκειται να εξαλειφθεί χωρίς τον αγώνα ενάντια στο ίδιο το σύστημα που γεννά και υποθάλπει το σεξισμό, τις διακρίσεις  και την εκμετάλλευση.

Ετικέτες