Αυτοαξιολόγηση-Τηλεκπαίδευση-Αξιολόγηση εκπαιδευτικών: Η επίθεση της κυβέρνησης στη δημόσια δωρεάν παιδεία

Η κυβέρνηση της ΝΔ όταν εκλέχτηκε το καλοκαίρι του 2019 δεν έκρυψε τις προθέσεις της. Προχώρημα και εμβάθυνση όλων των νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων, ανατροπή κατακτήσεων και δικαιωμάτων που είχαν τη ρίζα τους στους αγώνες της μεταπολίτευσης, φόρτωμα του κόστους της κρίσης στις πλάτες του εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων. Αξιοποίησε όλες τις αντεργατικές τομές της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και πατώντας σε αυτές εμβάθυνε και διεύρυνε το περιεχόμενό τους.

Το κράτος πρέπει να απαλλαγεί από το βάρος, της δημόσιας δωρεάν υγείας, της δημόσιας δωρεάν παιδείας, του ασφαλιστικού συστήματος ώστε να δημιουργηθούν οι όροι για την ιδιωτική κερδοφορία από τη μια και τις αγορές των Rafalle και των Belhara ή της ενίσχυσης των κατασταλτικών μηχανισμών και την εξασφάλιση της φιλικότητας των ΜΜΕ.

Η πανδημία δεν εμπόδισε την αντιδραστική κατεύθυνση της κυβερνητικής πολιτικής. Απλά της έδωσε ένα υγειονομικό προκάλυμμα ενώ ταυτόχρονα αξιοποιήθηκε για να προωθηθούν μια σειρά αλλαγές.

Η νεοφιλελεύθερη αντιμεταρρύθμιση στην παιδεία

Η παιδεία δε θα μπορούσε να λείπει από την κυβερνητική ατζέντα. Ήταν ένας χώρος που οι νεοφιλελεύθερες αντιμεταρρυθμίσεις είχαν αργήσει πολύ. Αυτό συνέβη λόγω των αγώνων που είχαν δοθεί τα προηγούμενα χρόνια, χάρη και στο ειδικό βάρος της Αριστεράς στα πανεπιστήμια και τα σχολεία. Έπρεπε όλα λοιπόν να γίνουν πολύ πιο γρήγορα για να καλυφθεί το χαμένο έδαφος. Η αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας, η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, η κατάργηση ειδικοτήτων όπως τα εικαστικά και οι κοινωνικές επιστήμες από το Λύκειο, η αύξηση των μαθητών και μαθητριών ανά τάξη μέσα μάλιστα στην πανδημία, η εφαρμογή με μαζικούς όρους της τηλεκπαίδευσης τόσο για εξοικονόμηση πόρων όσο και με κατασταλτική λογική αλλά και με μακροπρόθεσμες στοχεύσεις είναι οι βασικές μόνο πτυχές του έργου του τόσο «παραγωγικού» υπουργείου παιδείας. Και φυσικά ας μη ξεχάσουμε την τράπεζα θεμάτων, την ΕΒΕ και τα 20000 παιδιά εκτός πανεπιστημίων, την πανεπιστημιακή αστυνομία, την αναβάθμιση των κολλεγίων σε ισότιμες με πανεπιστήμια σχολές και πόσα ακόμη.

Η ανάγκη εφαρμογής μιας τόσο σκληρής ατζέντας που ήταν δεδομένο ότι θα προκαλούσε αντιδράσεις και σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, σήμανε την ανάδυση μιας ηγεσίας αποφασισμένης να την επιβάλλει. Δεν είναι τυχαία ούτε η αντιδημοφιλία της υπουργού Νίκης Κεραμέως, ούτε τα βέλη που συγκεντρώνει ο Γενικός Γραμματέας του υπουργείου. 

Η πανδημία, απέδειξε από τη μια την αποφασιστικότητα να προωθηθούν οι αντιμεταρρυθμίσεις αλλά από την άλλη μεγάλωσε την απόσταση ανάμεσα στην εκπαιδευτική κοινότητα και το υπουργείο. Η μαζικότητα που συγκέντρωσε ο αγώνας ενάντια στην αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας ήταν μια απόδειξη της οργής που είχε συσσωρευτεί και της διάθεσης να μπλοκαριστεί η κυβερνητική πολιτική στην εκπαίδευση. Χρειάστηκε η χρήση του αντεργατικού νόμου Χατζηδάκη, οι αποφάσεις της «ανεξάρτητης» δικαιοσύνης και η υπονόμευση του αγώνα από τη ΔΑΚΕ, την ΠΕΚ και τις ΣΥΝΕΚ που συγκεντρώνουν την πλειοψηφία στο ΔΣ της ΟΛΜΕ για να σταματήσουν οι κινητοποιήσεις που δημιουργούσαν ρωγμές στην κυβερνητική σταθερότητα αφού μπορούσαν να λειτουργήσουν ως παράδειγμα προς μίμηση. Στη ΔΟΕ η εξέλιξη ήταν λίγο καλύτερη, με το εργαλείο των κειμένων να αποτελεί ένα τρόπο συντήρησης του αγώνα σε πολύ χαμηλότερο βέβαια επίπεδο.  Σημαντικότατο ρόλο χωρίς αμφιβολία, παίζει η πρωτοβουλία ΕΛΜΕ και ΣΕΠΕ που έχουν προκηρύξει απεργία – αποχή, συνεχίζοντας να παρέχουν κάλυψη στους εκπαιδευτικούς που αρνούνται να συμμετάσχουν στην αυτοαξιολόγηση.

Η ανάγκη εφαρμογής μιας τέτοιας πολιτικής οδηγεί σε όλο και μεγαλύτερη αποστασιοποίηση της ηγεσίας του υπουργείου από τις ανάγκες της κοινωνίας. Αυτό το απέδειξε και η στάση της τις μέρες του χιονιά. Ενώ η μισή Ελλάδα βούλιαζε από το χιόνι και τις ανεπάρκειες του κρατικού μηχανισμού, ενώ ολόκληρες περιοχές έμεναν χωρίς ρεύμα και χιλιάδες άνθρωποι εγκλωβίζονταν στην Αττική οδό και όχι μόνο, ή προσπαθούσαν να εγκαταλείψουν τα ακινητοποιημένα τρένα, το μυαλό της ηγεσίας του υπουργείου ήταν κολλημένο στην τηλεκπαίδευση και στην ανάγκη να μη χαθεί ούτε μία ώρα μαθήματος! Η τηλεκπαίδευση λοιπόν, ως εργαλείο δημιουργίας μιας επίπλαστης κανονικότητας. Η κυβέρνηση κινείται τόσο με τη γραμμή των ανοικτών σχολείων, ώστε να εξασφαλιστεί η λειτουργία των σχολείων ως παιδοφυλακτήρια και χώρου ιδεολογικής διαμόρφωσης της νεολαίας, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να εγκαθιδρύσει την τηλεκπαίδευση ως ισότιμη εκπαίδευση παρά τους ισχυρισμούς που πάντα υποκρύπτουν σκοπιμότητες, περί υπεροχής της δια ζώσης εκπαίδευσης. Η πραγματικότητα στις ΗΠΑ με τα διαδικτυακά σχολεία (δημόσια και ιδιωτικά) τα οποία παρακολουθούν εκατομμύρια μαθητές στη θέση των κανονικών σχολείων, δείχνει τις όχι και τόσο κρυφές στοχεύσεις του υπουργείου. Με λίγα λόγια, το φτηνό σχολείο της αγοράς που προωθείται και η εξ’ αποστάσεως εκπαίδευση, είναι δυο αλληλοσυμπληρούμενες πλευρές της νεοφιλελεύθερης αντιμεταρρύθμισης.

Η τηλεκπαίδευση μπορεί να αποτελεί ένα εργαλείο για εξαιρετικές συνθήκες αλλά ακόμα και αν υπάρχει επάρκεια τεχνολογικής υποδομής και εκπαιδευτικού υλικού αλλά και επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, αποτελεί μιας πολύ κακής ποιότητας εκπαίδευση ειδικά στις σχολικές ηλικίες. Πόσο μάλιστα όταν όλα τα παραπάνω δεν υπάρχουν!

Η οργάνωση της αντίστασης

Το 2022 είναι μια εκλογική χρονιά, ανεξάρτητα αν οι εκλογές θα διεξαχθούν φέτος. Ήδη η κυβερνητική φθορά είναι εμφανής ακόμα και στις πειραγμένες δημοσκοπήσεις. Για να μπορέσει να υπάρξει δυνατότητα μαζικής απάντησης πρέπει να δούμε ότι το βασικό εργαλείο μέσα από το οποίο πέρασε η ανάπτυξη του κινήματος ενάντια στην αυτοαξιολόγηση ήταν οι σύλλογοι διδασκόντων. Και σε αυτό έπαιξε κυρίαρχο ρόλο ένα δίκτυο εκπαιδευτικών της ευρύτερης Αριστεράς, που πήραν πάνω τους την προσπάθεια να μαζέψουν υπογραφές και να κατεβάσουν τον κόσμο στη μεγάλη απεργία στις 11/10. Η απόσυρση της ΟΛΜΕ από τη μάχη, χτύπησε ακριβώς τη δυνατότητα αυτού του δικτύου να κινητοποιεί τους συλλόγους γιατί έλειπε πια η αίσθηση της καθοδήγησης της μάχης που πρόσφερε η Ομοσπονδία.

Σήμερα η μάχη ενάντια στην πολιτική του υπουργείου συναντάει δυσκολίες. Το κύρος ειδικά της ΟΛΜΕ έχει υποστεί ζημιά λόγω της σημερινής ηγεσίας της και των επιλογών της. Παρ’ όλ’ αυτά η σημασία των δύο ομοσπονδιών παραμένει κρίσιμη λόγω των απανωτών επιθέσεων που δέχεται ο κόσμος της εκπαίδευσης. Η επανεμφάνιση της μαζικής αντίστασης θα πάρει χρόνο αλλά θα υπάρξει. Η επιθετικότητα της κυβέρνησης, η ακρίβεια και ο πληθωρισμός που σαρώνει, η διάλυση του όποιου κοινωνικού κράτους έχει απομείνει, η προσπάθεια για διαίρει και βασίλευε (εκπαιδευτικοί ενάντια στις μαθητικές καταλήψεις, γονείς ενάντια σε εκπαιδευτικούς που δε κάνουν τηλεκπαίδευση ή δε θέλουν να αξιολογηθούν κ.ο.κ), η καταστολή μέσω των δικαστηρίων και του νόμου Χατζηδάκη ή και μέσω της αστυνομίας δημιουργούν ένα εκρηκτικό υπόστρωμα. Αν αυτό συνδυαστεί με την όλο και μεγαλύτερη φθορά της κυβέρνησης, οι δυνατότητες επανεκκίνησης του κινήματος αντίστασης είναι εδώ. Και η επανεκκίνηση θα περάσει μέσα από ένα συνδυασμό προσπαθειών που όμως πρέπει να έχουν ως βασικό μέλημά τους την δουλειά μέσα στους συλλόγους και το δέσιμο με τους γονείς αλλά και το μαθητικό και το φοιτητικό κίνημα.

Ο ρόλος των συλλόγων διδασκόντων

Οι τρόποι με τους οποίους θα μπορέσουν οι σύλλογοι να πάρουν επάνω τους το ζήτημα της υπεράσπισης της δημόσιας δωρεάν παιδείας ξεκινάει μέσα από την προσπάθεια δραστηριοποίησής τους για τα μικρά και τα μεγάλα προβλήματα των σχολείων. Πρέπει να σπάσει η παθητικότητα και να μετατραπεί σε ενεργή διεκδίκηση όχι μόνο από το υπουργείο, κάτι που χρειάζεται τις Ομοσπονδίες ή ένα ισχυρό δίκτυο ΕΛΜΕ ή Διδασκαλικών Συλλόγων, αλλά και από τους δήμους, τις διευθύνσεις δευτεροβάθμιας και τις περιφερειακές διευθύνσεις αλλά και όσους φορείς εμπλέκονται στην εκπαιδευτική διαδικασία. Μια τέτοια διαδικασία δημιουργεί όρους και προϋποθέσεις ώστε οι μάχες που δίνονται κεντρικά να έχουν πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες επιτυχίας καθώς και ο έλεγχος στις ηγεσίες από τον κόσμο θα είναι εντονότερος. Οι παλαιότεροι/ες πρέπει να θυμηθούν και οι νεότεροι/ες να εκπαιδευτούν να δίνουν μάχες ενάντια στα μικρά και τα μεγάλα προβλήματα. Η διεκδίκηση πρέπει να βρει νέα μονοπάτια και να εμπλέξει ένα μεγαλύτερο κομμάτι του κλάδου. Η απάντηση στο με ποιο τρόπο εμπλέκονται οι εκπαιδευτικοί πρέπει να αναζητηθεί όχι μόνο στην εξασφάλιση των όρων από τα πάνω αλλά και σε δράσεις που οργανώνονται τοπικά και προσπαθούν να εξασφαλίσουν την καλή λειτουργία των σχολείων. Οι περικοπές στην χρηματοδότηση της εκπαίδευσης κάνουν τέτοιες δράσεις υποχρεωτικές. Το δίκτυο των εκπαιδευτικών της ευρύτερης Αριστεράς που έπαιξε και παίζει ρόλο στην οργάνωση της απεργίας αποχής από την αυτοαξιολόγηση πρέπει να πάρει επάνω του αυτό το καθήκον. Και να προσπαθεί να εμπλέξει σε αυτή την κατεύθυνση το σύνολο της εκπαιδευτικής κοινότητας!

Η ανάγκη της ενότητας της Αριστεράς

Τίποτε από τα παραπάνω δε μπορεί να γίνει, αν οι δυνάμεις της εκπαιδευτικής Αριστεράς δεν μπορέσουν να κινηθούν μαζί σε αγωνιστική κατεύθυνση. Χρειάζεται ευελιξία και ενωτικές πρωτοβουλίες που μπορούν να εμπνεύσουν και να ενεργοποιήσουν τον κλάδο. Η εξασφάλιση όρων ασφαλούς λειτουργίας των σχολείων εν μέσω πανδημίας, η άρνηση χρήσης της τηλεκπαίδευσης για σπάσιμο των καταλήψεων, το ξανάνοιγμα με μαζικούς όρους της μάχης ενάντια στην αυτοαξιολόγηση, η αντιμετώπιση του νόμου Χατζηδάκη και η αντιμετώπιση της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, το ζήτημα των δαπανών για την παιδεία, η ΕΒΕ και η τράπεζα θεμάτων και πολλά άλλα ακόμα, είναι θέματα που για να αντιμετωπιστούν χρειάζεται να εμπνευστεί ο κλάδος για να δώσει τη μάχη. Η ενότητα της Αριστεράς εξασφαλίζει την απαραίτητη συγκέντρωση δυνάμεων σε αυτή την κατεύθυνση. Τα αποτελέσματα για τις εκλογές των ΕΛΜΕ που έχουν γίνει ως τώρα, έδειξαν ενίσχυση της Αριστεράς, που έφτασε να έχει ακόμη και απόλυτη πλειοψηφία σε μεγάλες ΕΛΜΕ. Οι εκλογές αντιπροσώπων για το συνέδριο της ΟΛΜΕ ανοίγουν δυνατότητες για αλλαγή συσχετισμών στην ηγεσία της Ομοσπονδίας. Η συμπόρευση της Ριζοσπαστικής Αριστεράς στην εκπαίδευση είναι σημαντικό εργαλείο, σε μια τέτοια κατεύθυνση.

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες